Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Πυθαγόρεια Εγκλήματα

Η αποκάλυψη της αλήθειας και το κόστος της απόκρυψης της είναι το θέμα του Τεύκρου Μιχαηλίδη στο βιβλίο του «Πυθαγόρεια Εγκλήματα» που κυκλοφορεί εδώ και μερικά χρόνια από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Έμπειρος μαθηματικός και εκπαιδευτικός ο συγγραφέας προσεγγίζει με προσεκτικό και εύληπτο τρόπο τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούσαν τους μαθηματικούς των αρχών του 20ου αιώνα παρουσιάζοντας ταυτόχρονα εκείνους οι οποίοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μαθηματικής επιστήμης, αλλά και γενικότερα στην πνευματική ιστορία της Ευρώπης, χωρίς να παραλείπει να εμβαθύνει και στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μέσα από τις σελίδες του μαθηματικοί, όπως ο Ντάβιντ Χίλμπερτ, ο Ανταμάρ και ο ντε λα Βαλέ Πουσέν, ο Γκάους και ο Λεζάντρ, ο Γκιουζέππε Πεάνο, ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Γκότλομπ Φρέγκε, ο Πουανκαρέ και ο Κουρτ Γκέντελ, καλλιτέχνες , όπως ο Τουλούζ Λωτρέκ, ο Γκιγιώμ Απολιναίρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Σαλμόν πλαισιώνουν τα φανταστικά πρόσωπα της ιστορίας , τα οποία αποτελούν και τους πρωταγωνιστές του μύθου, εκείνοι τους οποίους επέλεξε ο συγγραφέας για να μοιραστεί μαζί μας ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά και μαθηματικά προβλήματα του 20ου αιώνα: «Η αριθμητική δεν μπορεί να μένει για πάντα ξεκρέμαστη. Κάπου μέσα στα κατάστιχα του Θεού θα πρέπει να υπάρχει γραμμένη η απόδειξη της πληρότητας. Το ίδιο κι ένας αλγόριθμος που να αποφαίνεται σε πεπερασμένο πλήθος βημάτων αν ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιωμάτων είναι ή όχι πλήρες και μη αντιφατικό. Σ΄ αυτό διαφέρουν τα μαθηματικά με την ιστορία. Κάποια μέρα θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα αξιωμάτων που να επαρκούν για να αποφανθούμε αν μια οποιαδήποτε πρόταση που εκφράζεται στο πλαίσιο μιας θεωρίας είναι αληθής ή ψευδής. Και στη συνέχεια , ο αλγόριθμος μου, αυτός που φτιάξω δηλαδή, θ εξασφαλίσει και τη μη αντιφατικότητα» (σελ. 192) ισχυρίζεται ο Στέφανος Κασαρτζής σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Ιγερινό , για τον οποίο «το θεώρημα της πληρότητας και μη αντιφατικότητας , με το οποίο μας απειλούσε, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αισθητική μου αντίληψη για τα μαθηματικά» (σελ. 193), ενώ λίγα χρόνια αργότερα διαπιστώνουμε ότι «ο νεαρός Γκέντελ είχε αποδείξει ότι καμιά αξιωματική θεωρία αρκετά πλούσια ώστε να συμπεριλαμβάνει την κλασική αριθμητική δεν μπορεί να είναι πλήρης»(σελ. 265). Στο φόντο της ιστορίας η σχολή του Πυθαγόρα, η σιωπή, η απόκρυψη, ο μυστικισμός με την τραγική για τον πρωταγωνιστή της ΄Ιππασο διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αριθμός που να εκφράζει το λόγο διαγωνίου και πλευράς τετραγώνου σε αντίθεση με την θέση του Πυθαγόρα ότι «όλα είναι αριθμός». Ο συγγραφέας αναπλάθει με σαφήνεια και επάρκεια τα ιστορικά γεγονότα της εποχής στην Ελλάδα, που αποτελούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η δολοφονία του Γεωργίου του Α΄ και η άνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου του Α΄, ο διχασμός , η Μικρασιατική Καταστροφή δίνοντας στους ήρωες του ρόλο , μικρό ή μεγάλο, και συμμετοχή στις ιστορικές συγκυρίες της εποχής.

«Μια αστυνομική περιπέτεια με έντονο μαθηματικό άρωμα» , βασισμένη , θα μπορούσα ίσως με κάποια δόση υπερβολής να πω, στην ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση μέσα από την υπεράσπιση με κάθε μέσο της δικής του πραγματικότητας , αρνούμενος να αποδεχθεί ότι η πραγματικότητα μπορεί και είναι πολυμορφική και πολυσύνθετη. Αν και σε πολλά σημεία προβλέψιμη, χωρίς εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς, διαβάζεται με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση προσφέροντας στον αναγνώστη στιγμές προβληματισμού , αλλά και ανοίγοντάς του παράθυρα προς την διανόηση του Παρισιού των αρχών του 20ου αιώνα και προς την διερεύνηση της ελληνικής ιστορίας των ίδιων χρόνων.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ο Πικάσο στα "Πυθαγόρεια Εγκλήματα"

Ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 του Οκτώβρη 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 του Απρίλη 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος, δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ, άρχισε από πολύ νωρίς να εκδηλώνει την επιδεξιότητά του στο σχέδιο , στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων. Από τα τέλη του 1901 υπέγραφε με το επώνυμο της μητέρας του Πικάσο (σελ 136).

Ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Ανάμεσα στα έργα του υπήρξε ο πίνακας «Οι τελευταίες στιγμές» , πάνω στον οποίο αργότερα ζωγράφισε κάτι άλλο (σελ. 136) και ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Το έργο αυτό έγινε δεκτό στη Διεθνή ΄Εκθεση του Παρισιού που έγινε εκείνη τη χρονιά. Γύρω στον Οκτώβρη ο Πικάσο μαζί με το συνάδελφο και φίλο του Κάρλος Κασαχέμας ήλθαν στη Μονμάρτρη προκειμένου να γνωρίσουν το Παρίσι, όπου και έμειναν ένα δίμηνο περίπου.
Στη συνέχεια ο Πικάσο επέστρεψε στην Ισπανία μαζί με τον Κασαχέμας. Ο Πικάσο προσπάθησε χωρίς επιτυχία να δώσει κουράγιο στον φίλο του μετά από την ερωτική αποτυχία που είχε δοκιμάσει και κατόπιν αναχώρησε για την Μαδρίτη. Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι , αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και αυτοκτόνησε (σελ. 137) . Ο Πικάσο επηρεάστηκε βαθιά από την αυτοκτονία του φίλου του , μετά από την οποία ακολούθησε η «Γαλάζια Περίοδος» (ανάμεσα στα 1901 και 1904). Κατά την περίοδο αυτή ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού.
Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και η καλλιτεχνική του πορεία άλλαξε κατεύθυνση. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι πιερότοι αποτέλεσαν αντικείμενο του έργου του, καθώς και του φίλου του , του ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Ο Πικάσο ταυτιζόταν ως καλλιτέχνης με τους περιπλανώμενους αυτούς θεατρίνους και μάλιστα ζωγράφισε στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905) τον εαυτό του ως αρλεκίνο και τον Απολιναίρ ως παλικαρά (σελ. 178) .

Στα τέλη του 1904 ερωμένη του Πικάσο έγινε η Φερνάντ Ολιβιέ (σελ. 149), η παρουσία της οποίας του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό.
Από τα τέλη του 1904 ως το 1906 ακολούθησε η Ρόδινη Περίοδος, κατά την οποία κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα, οι αποχρώσεις της σάρκας και οι γήινοι τόνοι.
Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει έναν ιδιαίτερο πίνακα που απεικόνιζε γυναικείες μορφές (σελ. 166) . Ο πίνακας αυτός προκάλεσε πολλές συζητήσεις διότι δεν αποδίδονταν το γυναικείο σώμα ως σύμβολο της ομορφιάς, αλλά οι γυναίκες αυτές ήταν πόρνες της οδού Αβινιόν , από τις οποίες πήρε ο πίνακας το όνομά του . ΄Ετσι ο Πικάσο προτίμησε να κρατήσει τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» κρυμμένες για πολλά χρόνια.

Από το 1909 και για τα επόμενα τρία περίπου χρόνια ο Πικάσο συνεργάσθηκε με τον ζωγράφο Μπράκ και διαμόρφωσαν τον «Αναλυτικό Κυβισμό», μια τεχνοτροπία η οποία παρεξηγήθηκε στην αρχή από τους κριτικούς διότι θεωρήθηκε απλώς γεωμετρική τέχνη.

Ο Πικάσο, παρόλο που δεν εντάχθηκε ποτέ στο κίνημα του Υπερρεαλισμού , είχε στενές σχέσεις με τους συγγραφείς που το εκπροσωπούσαν . Το 1934 ο Πικάσο άρχισε να γράφει ποιήματα στα οποία ήταν έντονη η επίδραση των υπερρεαλιστών.

Η τέχνη του Πικάσο είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, γι΄ αυτό σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα δέχθηκαν την επίδρασή του. Δεν έπαψε ποτέ σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του να πειραματίζεται , να ανατρέπει και να εντυπωσιάζει με το έργο του, το οποίο , σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του , δεν έμεινε στατικό, αλλά αντίθετα μοντέρνο και πρωτοποριακό.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Λένιν και Μαχάτμα

Ξημέρωνε κι ήτανε κι οι δυό τους

ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ' όξω ο τόπος. "Τα πουλιά"

ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.

"Μυδράλια".

(του Νίκου Καρούζου)

Στη γλώσσα των Σλεχ

Τη μέρα, ω, τη μέρα που το κοράκι θα γίνει άσπρο κι η θάλασσα δεν θα ΄χει πια νερό,
τη μέρα που μέλι θα βγαίνει από τα άνθη του κάκτου και θα φτιάχνουν στρώματα με τα κλαδιά της ακακίας,
τη μέρα που χωρίς δηλητήριο θα ΄ναι το στόμα του φιδιού, κι οι σφαίρες των ντουφεκιών δεν θα σκορπούν πια το θάνατο,
εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που στην έρημο δεν θα φυσάει πια άνεμος κι οι κόκκοι της άμμου θα ΄ναι γλυκοί σαν ζάχαρη,
τη μέρα που μια νεροπηγή θα με περιμένει κάτω από κάθε λευκή πέτρα,
τη μέρα, ω, τη μέρα που οι μέλισσες θα τραγουδούν ανθρώπινα τραγούδια για μένα,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που ο ήλιος θα βγαίνει τη νύχτα και το νερό που θα πέφτει από τη σελήνη θα σχηματίζει λίμνες ολόκληρες στην έρημο,
όταν ο ουρανός θα ΄χει κατέβει τόσο χαμηλά, που θα μπορώ να πιάνω τ΄ αστέρια,
τη μέρα, ω, τη μέρα που θα δω τον ίσκιο μου να χορεύει μπροστά μου,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που θα κοιτάζω στον καθρέφτη και θα βλέπω το πρόσωπό σου,
τη μέρα που θα ακούω τον ήχο της φωνής σου από τα βάθη των πηγαδιών και θα αναγνωρίζω τα ίχνη σου πάνω στην άμμο,
τη μέρα, ω , τη μέρα που θα ξέρω πότε θα πεθάνω,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω , τη μέρα που θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και θ΄ ανοίξουν τα έγκατα της γης,
Τη μέρα που η θάλασσα θα σκεπάσει την έρημο,
Τη μέρα που τα μάτια μου δεν θα βλέπουν πια το φως και το στόμα μου δεν θα μπορεί να προφέρει το όνομά σου,
Τη μέρα που η καρδιά μου θα σταματήσει να υποφέρει,
Εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου

Για την ΄Ερημο

«Εμφανίσθηκαν στην κορυφή του αμμόλοφου σαν σε όνειρο, μισοκρυμμένοι, ενώ τα πόδια τους σήκωναν σύννεφα άμμοι … Κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν… Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στη γη, τίποτε, κανείς. Τους είχε γεννήσει η έρημος, γι΄ αυτούς δεν υπήρχε άλλος δρόμος… Από πολύ καιρό είχαν γίνει βουβοί σαν την έρημο, γεμάτοι φως όταν ο ήλιος έκαιγε καταμεσής στον άδειο ουρανό, παγωμένοι όταν έπεφτε η νύχτα με τα ακίνητα άστρα… ΄Αντρες και γυναίκες, άνθρωποι της άμμου, του ανέμου , του φωτός και της νύχτας. Εμφανίσθηκαν σαν σε όνειρο στην κορυφή ενός αμμόλοφου … και κουβαλούσαν στα μέλη τους κάτι από τη σκληρότητα του σύμπαντος …οι άντρες είχαν στο βλέμμα τους την ελευθερία των αστεριών» (σελ. 7 – 13).
Η ΄Ερημος του Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό είναι ένα μαγευτικό παραμύθι, που ξετυλίγεται στην έρημο Σαχάρα «΄Ηταν μια χώρα έξω από το χρόνο, μακριά απ΄ την ιστορία του κόσμου, μια χώρα όπου τίποτε δεν μπορούσε να γεννηθεί ή να πεθάνει , λες κι είχε απομονωθεί απ΄ τις υπόλοιπες χώρες και βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της γήινης ζωής… ΄Ηταν η μόνη, η τελευταία ελεύθερη χώρα, χώρα όπου οι νόμοι των ανθρώπων δεν είχαν καμιά ισχύ. Μια χώρα μόνο για τις πέτρες και τον αέρα, για τους σκορπιούς, για όσους ξέρουν να κρύβονται και να φεύγουν όταν ο ήλιος καίει ή η νύχτα πέφτει παγερή» (σελ. 11-13)
Στο φόντο το βιβλίου απλώνεται η ιστορία , η ιερή πόλη Σμάρα, ο σεΐχης Μα ελ Αϊνίν , οι προσευχές (σελ. 56), οι ισπανοί και γάλλοι στρατιώτες, η πολιορκία του Αγαδίρ, οι συνθήκες της Αλχεσίρας και της Φεζ, το μεταναστατευτικό κύμα προς τη Μασσαλία και μέσα σ΄ αυτό το χώρο που περιγράφεται με τις πιο αποκαλυπτικές περιγραφές ώστε στα μάτια μας σχηματίζονται εικόνες μοναδικής ομορφιάς και αλήθειας , μέσα σ΄ αυτό το χώρο τοποθετείται ο μύθος. Η ιστορία και ο μύθος αναμιγνύονται σε απροσδιόριστες αναλογίες και ο αναγνώστης βυθίζεται με ευχαρίστηση στις σελίδες του βιβλίου καθώς περιπλανιέται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια ανάμεσα στα βραχώδη όρη και τις πετρώδεις εκτάσεις, την ατελείωτη έκταση της ερήμου , κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στις παράγκες της Πολιτείας. «Η γλώσσα είναι η πιο καταπληκτική εφεύρεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια εφεύρεση που προηγήθηκε όλων των άλλων... Χωρίς τη γλώσσα δεν θα υπήρχαν επιστήμη, τεχνολογία, νόμος, τέχνη ή αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Λε Κλεζιό. Η δική του γλώσσα είναι ένα διαμάντι όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μετάφραση ή αντίστροφα δημιουργώντας στον αναγνώστη μια ψυχική ευφορία και μια ανάγκη προσέγγισης αυτού του σκληρού τόπου , όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για την ταυτότητά τους . Καθώς το βιβλίο είναι ένας δρόμος, που δεν γνωρίζεις από την αρχή πού θα σε οδηγήσει, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της Ερήμου γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να αναζητήσω και άλλες πηγές για την έρημο και κατέφυγα στον κινηματογράφο, στον Λόρενς της Αραβίας και στο Τσάι στη Σαχάρα.
Η ΄Ερημος χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το ένα κομμάτι της περιλαμβάνει δύο κεφάλαια, την Ευτυχία και τη Ζωή στη Χώρα των Σκλάβων και διηγείται την ιστορία της Λάλα, ενός κοριτσιού που κατάγεται από τις πολεμικές φυλές της Σαχάρας. «Σ΄ αυτή τη γυναίκα υπάρχει κάτι μυστικό, κάτι που αποκαλύπτεται τυχαία πάνω σ το χαρτί της φωτογραφίας, κάτι που μπορείς να δεις αλλά όχι να το κατακτήσεις, ακόμη κι αν φωτογραφίσεις κάθε στιγμή της ζωής της μέχρι να πεθάνει» (σελ. 336). Γύρω από τη Λάλα η θετή της μητέρα ΄Ααμα, ο αγαπημένος της Χαρτάνι, που συνεχίζει το δρόμο του για το Νότο για να βρει τα καραβάνια, ολομόναχος, γιατί από πάντα αυτό έπρεπε να κάνει (σελ. 255), ο μικρός μετανάστης Ράντιτς, που αγαπάει μόνο τη νύχτα και την αυγή, ζαρκαδάκι που τα κυνηγετικά σκυλιά είναι έτοιμα να το φτάσουν, καθένας και μια ιστορία, αλλά κυρίως η δυνατή αγάπη της Λάλα για την έρημο, όπου είναι η πατρίδα και η μοίρα της και η μοίρα των απογόνων της. Το άλλο κομμάτι του βιβλίου και αναφέρεται στην ιστορία και το μύθο, στις ρίζες της Λάλα, στον Γαλάζιο ΄Ανθρωπο Ελ Αζράκ, στον σεΐχη Μα ελ Αϊνίν, στον ιερό πόλεμο ανάμεσα στους πολεμιστές της ερήμου και τους αποικιοκράτες ευρωπαίους , στην καταστροφή του Αγαδίρ. .΄Όπως εξελίσσεται η ιστορία της Λάλα έτσι εξελίσσεται και η ιστορία της φυλής , ενώ η κορύφωση του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες του μας επιτρέπει την αισιοδοξία και την ελπίδα για τους λαούς που ζουν στην έρημο, καθώς ο θάνατος και η ήττα της φυλής έρχονται σε αντίθεση με τη γέννηση του κοριτσιού της Λάλα, γεγονός που αποτελεί τη συνέχιση της γενιάς της (σελ. 85 και 408).
Ο ρυθμός της αφήγησης στην αρχή ερευνητικός και αργός, σύντομα όμως γίνεται πιο γρήγορος και πιο αποκαλυπτικός , καθώς η Λάλα γνωρίζει τον εαυτό της και με εμπιστοσύνη και πείσμα επιστρέφει στην έρημο μετά από την μακριά και επίπονη περιπλάνηση της στην Δύση. «Είναι δυνατόν να γνώρισε ποτέ τίποτε άλλο; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι κόσμοι, άλλα πρόσωπα, άλλο φως; Η αυταπάτη των αναμνήσεων δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρή από το θόρυβο του λεωφορείου που αγκομαχεί, ούτε από τη ζέστη και τη σκόνη» (σελ. 398).
Οι αντιθέσεις του βιβλίου ιδιαίτερα έντονες , το φως στην έρημο (σελ. 121) και ο φόβος στη Μασσαλία, ο φόβος του κενού και της κατάθλιψης (σελ. 269 και 289), ο λευκός γλάρος και τα θαλασσοπούλια (σελ. 152 , 165, 250) , ο ουρανός και η νύχτα (σελ. 298, 300 και 309), ο άνεμος (σελ. 316)
Ξεχωριστές οι διηγήσεις που περιέχονται μέσα στις σελίδες του : η μαθητεία του Μα ελ Αϊνίν κοντά στο Γαλάζιο ΄Ανθρωπο (σελ. 52), τα θαύματα του Ελ Αζράκ (σελ. 117) και οι ιστορίες του ψαρά Ναμάν, όπως η ιστορία του δελφινιού (σελ. 80), το καταραμένο δακτυλίδι (σελ. 101), και η ιστορία του Μπαλααμπιλού (σελ. 139), η θεραπευτική δύναμη των χεριών (σελ. 127, 352, 356, 391), η συγκλονιστική ιστορία του τυφλού πολεμιστή και η γέννηση του μεγάλου σεΐχη (σελ. 352)
Η έκφρασή του συγγραφέα ποιητική, ταξιδιάρικη και κάποιες φορές ονειροπόλα : «Η σιωπή του δίχως νέφη, δίχως πουλιά ουρανού, όπου ο άνεμος φυσάει ελεύθερος» (σελ. 29), η Λάλα «προσπαθεί να καταλάβει το τραγούδι που βγαίνει από το βόμβο των φτερών τους» (σελ. 97), «Δεν βλέπουν πια τη γη. Τα δυο παιδιά, αγκαλιασμένα, ταξιδεύουν στο κέντρο του ουρανού» (σελ. 213), «το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στους σωρούς των αστεριών που έλουζαν με το φως τους τη γη» (σελ. 224), ο Νουρ «έμοιαζε να φεύγει γι΄ άλλη μια φορά σ΄ ένα ατέλειωτο όνειρο, ένα όνειρο που τον ξεπερνούσε και τον οδηγούσε σ΄ άλλους κόσμους»(σελ. 236), «στιγμές στιγμές φυσάει τόσο πολύ που λες και θ΄ αναποδογυρίσουν η θάλασσα και ο ουρανός» (σελ. 331).
Διαβάζοντας και τις τελευταίες γραμμές αυτού του υπέροχου βιβλίου σκέφτομαι ότι η έρημος είναι σαν τη θάλασσα, ανεξιχνίαστη , απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη , άλλοτε γαληνεμένη κι άλλοτε ανήσυχη, η έρημος είναι ο ορίζοντας που μέσα του χάνεται ο ουρανός , ένας τόπος σιωπής, απουσίας και ακινησίας «Η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια, είναι απέραντη σαν την επιφάνεια της γης, όμορφη και απάνθρωπη σαν το φως, γλυκιά σαν τα μάτια του νερού μέσα στην έρημο»

Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό : να μην ξεχάσω

Ο Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1940. Οι γονείς του κατάγονταν από την πρώην γαλλική αποικία του Αγίου Μαυρικίου. Σε ηλικία οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στη Νιγηρία, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως γιατρός . Δέκα χρόνια αργότερα επέστρεψαν στη Νίκαια όπου ο Λε Κλεζιό σπούδασε φιλολογία. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Μπανγκόκ, της πόλης του Μεξικού, της Βοστόνης, του Όστιν και της Αλμπουκέρκης. Το έργο το οποίο τον έκανε γνωστό, μέσα στη Γαλλία, αλλά κυρίως στο εξωτερικό είναι το μυθιστόρημα «Ερημος» , που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Πολ Μοράν της Γαλλικής Ακαδημίας. ΄Ενας πολίτης του κόσμου ο Λε Κλεζιό ζει σήμερα ανάμεσα στη Νίκαια και το Νέο Μεξικό. Το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας ως «συγγραφέας νέων ταξιδιών, ποιητικών περιπετειών και αισθησιακής έκστασης, εξερευνητής της ανθρωπότητας πέρα από τη βασιλεία του πολιτισμού».

Κατά την απονομή του βραβείου ξεκίνησε την ομιλία του με το ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» , για να απαντήσει ο ίδιος «Τώρα στην εποχή που ακολουθεί το τέλος της αποικιοκρατίας, η λογοτεχνία είναι ένα όχημα για τους άνδρες και τις γυναίκες του καιρού μας, με το οποίο μπορούν να δηλώσουν την ταυτότητά τους, να διεκδικήσουν το δικαίωμα της έκφρασης, να εισακουστούν προτάσσοντας την ποικιλομορφία των διαφορών τους. Χωρίς τις φωνές τους, χωρίς το κάλεσμά τους, θα ζούσαμε σ' έναν κόσμο σιωπής». Ο τίτλος της ομιλίας του δάνειο από το έργο του Σουηδού συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν , τον οποίο μνημόνευσε ιδιαίτερα «Αυτό το "δάσος με τα παράδοξα" είναι ακριβώς το βασίλειο της γραφής, ο τόπος από τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να προσπαθήσει να αποδράσει: αντιθέτως αυτός ή αυτή πρέπει να κατασκηνώσει εκεί για να εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, να εξερευνήσει κάθε μονοπάτι, να δώσει όνομα σε κάθε δέντρο. Δεν είναι πάντα μια ευχάριστη διαμονή… Όταν γράφεις σημαίνει ότι δεν δρας. Γι' αυτό νιώθουμε άβολα όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, καθώς διαλέξαμε έναν άλλο τρόπο αντίδρασης, έναν άλλο εξ αποστάσεως τρόπο επικοινωνίας, ώστε να έχουμε χρόνο για περισυλλογή». Συγγραφείς όπως ο Ρουσό, ο Σολζενίτσιν και ο Κούντερα αναφέρθηκαν στην ομιλία του ως προσωπικότητες που δεν αρκέσθηκαν στην παρατήρηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική δράση. Τέλος, ο Λε Κλεζιό αφιέρωσε το βραβείο στην αφηγήτρια μύθων Ελβίρα και σε ένα άγνωστο παιδί που διάβαζε στο φως μιας λάμπας θυέλλης. στις όχθες ενός ποταμού στον Παναμά.
Το έργο του Λε Κλεζιό χαρακτηρίζει ο εξωτισμός και η περιπλάνηση , οι ήρωές του είναι κυρίως παιδιά και άνθρωποι φτωχοί και ταπεινοί, νομάδες και Ινδιάνοι , ενώ ο ίδιος δηλώνει για τον εαυτό του ότι «ρίζες του είναι η ίδια η φαντασία του»

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Για την Ομιλία

Μιλάς όταν παύεις να έχεις ειρήνη με τις σκέψεις σου
Κι όταν δεν μπορείς να ζήσεις άλλο στη μοναξιά της καρδιάς σου, τότε ζεις στα χείλη σου, και μιλάς για να απασχολείσαι και να περνάς την ώρα σου
Και στην περισσότερη ομιλία σου, η σκέψη μισοσκοτώνεται
Γιατί η σκέψη είναι πουλί του σύμπαντος, που στο κλουβί των λέξεων μπορεί να ανοίξει τα φτερά του, δεν μπορεί όμως να πετάξει
Υπάρχουν ανάμεσά σας αυτοί που αναζητούν τους ομιλητικούς γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι.
Η σιωπή της μοναξιάς αποκαλύπτει στα μάτια τους το γυμνό τους εαυτό και θέλουν να ξεφύγουν
Και υπάρχουν αυτοί που μιλούν, και χωρίς γνώση ή προηγούμενη σκέψη αποκαλύπτουν μιαν αλήθεια που και οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν
Και υπάρχουν εκείνοι που αν και έχουν την αλήθεια μέσα τους δεν την λέγουν με λέξεις
Βαθιά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους φωλιάζει το πνεύμα στο ρυθμό της σιωπής
Σαν συναντάς το φίλο σου στο δρόμο ή στην αγορά, άφησε το πνεύμα που έχεις μέσα σου να κινήσει τα χείλη σου και να κατευθύνει τη γλώσσα σου
΄Αφησε τη φωνή της φωνής σου να μιλήσει στο αυτί του αυτιού του
Γιατί η ψυχή του θα κρατήσει την αλήθεια της καρδιάς σου, ίδια όπως η θύμηση κρατάει τη γεύση από ένα κρασί όταν το χρώμα του έχει ξεχαστεί και το ποτήρι δεν υπάρχει πια


(από τον Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν)