Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

JULIAN BARNES ΄Ανδρας με Κόκκινο Μανδυα

 Εύθυμη Αγγλία, Χρυσός αιώνας, Μπελ Επόκ: τέτοια λαμπερά εμπορικά ονόματα πλάθονται πάντα εκ των υστέρων. Με αυτά τα λόγια μας εισάγει ο Τζούλιαν            Μπάρνς στην  εποχή  διασημοτήτων σαν τον Εμίλ Ζολά, τον ΄Οσκαρ Ουάιλντ, τον Γκυ ντε Μωπασάν, τον Μαλλαρμέ, τη Σάρα Μπερνάρ.   Την  εποχή που δικάζονται στην Αγγλία τα βιβλία. ΄Όταν οι  Βρετανοί πιστεύουν στον έρωτα και το γάμο, καθώς "οι ρομαντικοί Βρετανοί ανέκαθεν υπόσχονταν να αγαπούν" (σελ. 159)  ενώ στη Γαλλία ο γάμος είναι προϊόν συναλλαγής. Κι όμως τί ειρωνεία! Ο άγγλος τζέντλεμαν δεν εμπλέκεται σε μονομαχίες, ενώ στη Γαλλία «η μονομαχία είναι  πιο γρήγορη και πιο φτηνή από μια αγωγή για εξύβριση κι συκοφαντική δυσφήμηση».  

Με πνευματώδες χιούμορ, λεπτοφυή ειρωνεία  και ασυγκράτητη γραφή ο Μπάρνς μας ξεναγεί στα δαιδαλώδη σοκάκια της ΄Ομορφης Εποχής, καθώς καταδύεται στο σύμπαν της και αναδεικνύει την ομορφιά αλλά και το σκοτάδι  της συνθέτοντας την τοιχογραφία της χρονικής αυτής περιόδου και από τις δύο πλευρές του στενού της Μάγχης. Η αφήγηση ξεκινά με μια σφαίρα και ολοκληρώνεται με μια άλλη. Ανάμεσα στις δύο σφαίρες ξετυλίγονται στιγμιότυπα της ζωής διάσημων αλλά και όχι της εποχής,  Η λογοτεχνική φαντασία του συγγραφέα συναντάται με την ιστορική και πολιτική σκέψη δημιουργώντας ένα βιβλίο που δεν είναι ούτε βιογραφία ούτε μυθιστόρημα, είναι ένας συσχετισμός και των δύο μέσα από την μορφή του ορθολογιστή και ακατάπαυστα φιλοπερίεργου γιατρού Σαμιέλ Ζαν Πότσι.   

Οι πρώτες σελίδες αποτελούν μια πρόκληση και πρόσκληση προς τον αναγνώστη που αν την αποδεχτεί βυθίζεται στο μαγικό σύμπαν του Μπαρνς  καθώς αυτός ανασύρει και εκθέτει πολιτικά ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής.  Ακολουθώντας μια παράξενη τεθλασμένη ανάμεσα σε γεγονός και μυθοπλασία, αλήθεια και νόμο, Γαλλία και Αγγλία (σελ. 121) με πικάντικες λεπτομέρειες συνθέτει ένα έργο που του επιτρέπει παράλληλα να διατυπώνει τις σκέψεις του για τη σημερινή εποχή , το χρόνο, το ρόλο της τέχνης στη ζωή και της ζωής  στην τέχνη. « Με ποιο δικαίωμα κρίνουμε;» αναρωτιέται ο Μπάρνς. Γιατί άραγε το παρόν είναι τόσο πρόθυμο να κρίνει το παρελθόν; Και καταλήγει στο συμπέρασμα : μας φτάνει που ανησυχούμε για την ετυμηγορία του παρόντος,  δε χρειάζεται να μας ταλαιπωρεί και η κρίση του μέλλοντος (σε. 205).

Ζητήματα όπως η ομοφυλοφιλία, η οπλοκατοχή, η αξία της δημοσιότητας, η ιατρική αντιμετώπιση ψυχολογικών διαταραχών, η αποστείρωση στην ιατρική, το δικαστικό σύστημα στη Γαλλία και την Αγγλία, η ουσία και οι προϋποθέσεις στο γάμο αλλά και η γυναικεία σεξουαλικότητα, είναι κάποια από τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Μπαρνς στο βιβλίο του με πληροφορίες και άποψη οδηγώντας μας με μαστοριά στη σημερινή εποχή.

 Ένα όπλο και μια σφαίρα κυκλοφορούν στην πρώτη σελίδα του βιβλίου. Και μάλιστα η πρώτη αυτή σφαίρα είναι αυθεντική και εξόχως λογοτεχνική. Είναι «η σφαίρα που σκότωσε τον Πούσκιν».  Η δεύτερη σφαίρα έπεσε τον Μάιο του 1871, όταν τα κυβερνητικά στρατόπεδα συνέτριβαν την Κομμούνα οπότε πέρασε ξυστά δίπλα από τον Αντριέν Προυστ προκαλώντας ταραχή στην έγκυο σύζυγό του, η οποία μετά από δύο  μήνες έφερε στον κόσμο τον Μαρσέλ Προυστ.» Η τρίτη σφαίρα οδήγησε σε ένα τραγικό ατύχημα και τον θανάσιμο τραυματισμό ενός 16χρονου γιου Άγγλου αξιωματικού το 1886 παρά την χειρουργική επέμβαση του Πότσι.

Η τέταρτη σφαίρα  αφαιρέθηκε με ασφάλεια αφού το θύμα επέζησε και η δράστης έζησε έγκλειστη σε νοσοκομεία μέχρι τα 92 της χρόνια.

Η τελευταία σφαίρα έχει στόχο τον Πότσι. Ο Πότσι, ο ορθολογιστής, ο διεθνής, ο φιλοπερίεργος, ο "αδιόρθωτος γόης" , που δεν θέλησε να γεράσει ποτέ, ο Πότσι που δεν του λείπουν τα ελαττώματα, αλλά που ο Μπαρνς θα  τον πρότεινε σαν ήρωα.

Julian Barnes for ever λοιπόν! «΄Ένας ασύγκριτος μάγος της καρδιάς»

Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

Sebastian Barry: Μέρες δίχως Τέλος

 

Δύο σημαντικά γεγονότα του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα στην Αμερικανική ΄Ηπειρο, η συστηματική εξόντωση των Ινδιάνων και ο Εμφύλιος, ξετυλίγονται με λυρική γραφή μέσα στο βιβλίο του Σεμπάστιαν Μπαρρυ, Μέρες δίχως Τέλος.  Η ιστορία βρίσκεται στο βάθος της αφήγησης, δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, ενώ σε πρώτο πλάνο κινούνται οι ανθρώπινες σχέσεις και προσδοκίες, τα βιώματα και οι εντυπώσεις που χαράσσονται στις ζωές και τις ψυχές των ηρώων. 

Το διάστημα από 1815 έως 1850 χαρακτηρίζεται  από ένα συνεχές ρεύμα αποίκων, κυρίως Ευρωπαίων, Ιρλανδών κυνηγημένων από την πείνα και την Αγγλική κυβέρνηση του Κρόμγουελ,  προς την Αμερικανική ΄Ηπειρο.   Στη συνέχεια τα χρόνια 1861-1865 παρακολουθούμε άφωνοι τον αμερικανικό εμφύλιο. Οι πολιτείες του νότου αποσχίζονται με τελική επικράτηση του Βορρά

 

  1. Ο συγγραφέας αφηγείται με πρωτοπρόσωπη αφήγηση  την ιστορία του Τόμας μακ  Νάλτυ συνομιλώντας με τον αναγνώστη.  ΄Ένα ταξίδι που ξεκινάει στο Σλάιγκο της Ιρλανδίας μέχρι τη Βοστώνη και από εκεί στη δυτική Αμερική για  να επιστρέψει στο Νότο, στη συνέχεια στο Βορρά και μετά πάλι στο νότο με τελευταίο σταθμό το Βορρά.  ΄Ένα ταξίδι στην Αμερικάνικη Ιστορία  του 2ου μισού του 19ου αιώνα.
  2. Στη βιαιότητα και τη φρίκη του πολέμου αντιπαραβάλλει με απλότητα και αισιοδοξία την ομορφιά της ζωής και της φύσης.  Αυτό που με γοήτευσε στο βιβλίο είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη φύση για να εκφράσει περιστάσεις και συνθήκες.  Δεν αρκεί το ότι υπήρχε σιωπή  στο στράτευμα, υπήρχε σιωπή στα δέντρα, στον ουρανό, στο φεγγάρι, τόση ήταν η σιωπή κ.α. Χρησιμοποιεί τη φύση, τα δέντρα, τα βουνά, το φεγγάρι, τον ήλιο, τη βροχη για να δώσει ένταση και συναίσθημα στα γεγονότα.    Πόση ομορφιά μπορεί να χωρέσει στη φρίκη του πολέμου; Για τον Τόμας μακ Νάλτυ χωράει η ομορφιά της φιλίας, του έρωτα και της οικογένειας, η ομορφιά του δάσους και η σιωπή της νύχτας, ο Θεός πανταχού παρών αλλά και πανταχού απών, η προδοσία και η μεταμέλεια. Η γραφή του χαρακτηρίζεται από λιτότητα, οικειότητα.  Δεν θα μακρηγορήσω λέει. Το χιούμορ σε συνδυασμό με τις μεταφορές και τις προσωποποιήσεις κάνουν την ανάγνωση ευχάριστη, λες και ο ήρωας αντιμετωπίζει τα πάντα με αφέλεια, αν είναι σαφής και γνώριμη η σοβαρότητα των καταστάσεων .  Αφοπλιστική ειλικρίνεια και ελαφρότητα.  Αστειεύεται με τα σοβαρά θέματα διότι δεν αντέχει να τα εκθέσει σε όλη τους τη σοβαρότητα.. Δε γίνεται δραματικός και δεν δημιουργεί συναισθηματική φόρτιση, επομένως δεν υπάρχει ταύτιση με ήρωες
  3. Εξομολογείται στον αναγνώστη τα μυστικά της ψυχής του.   Ανακαλύπτει τον εαυτό του και τον αποκαλύπτει σταδιακά., αισθάνεται γυναίκα εγκλωβισμένη σε αντρικό σώμα, το αποδέχεται με απλότητα και έτσι το αποδέχονται και οι άλλοι. Ενώ ο Τόμας μακ Νάλτυ επιχειρεί την αυτή την αυτοβιογραφική του απόπειρα, όπως την ονομάζει στη σελίδα 16 ξεχειλίζει από χιούμορ, κάποιες φορές και ειρωνεία. Δεν διστάζει να εκθέσει από την πρώτη στιγμή τον εαυτό του σαν Ιρλανδό σελ. 36.   Οι προτάσεις είναι κοφτές, γεμάτες ένταση και συναίσθημα. Ο συγγραφέας με  απλότητα στη γλωσσική του έκφραση και καθαρή σκέψη  παρατηρεί, φιλοσοφεί, αισθάνεται, μοιράζεται. 
  4.  Η αφήγηση εκτυλίσσεται σε μια περίοδο της ιστορίας που η ανθρώπινη ζωή δεν είχε καμιά αξία, εικόνες γουέστερν ξεπηδούν στο μυαλό του αναγνώστη. Ο Λίνκολν αναφέρεται σαν ένας δικός του άνθρωπος, που νοιάζεται ή δεν νοιάζεται για τον ίδιον  ανάλογα με την περίπτωση.      Ιρλανδοί και άλλοι μετανάστες πολεμούν για τους άποικους σε βάρος των Ινδιάνων
  5. Πρωταγωνιστές της ιστορίας οι απλοί στρατιώτες που πολέμησαν για ένα σκοπό που δεν ήταν δικός τους, αλλά το έκαναν από καθήκον και υπακοή. Ειδικά το ζευγάρι των πρωταγωνιστών είναι ο ένας Ιρλανδός και ο άλλος με ινδιάνικο αίμα, στην ουσία οι περιθωριακοί αυτής της χώρας..  Η εμπειρία μεταφέρεται με τρόπο που ενσωματώνεται από τον αναγνώστη, ο οποίος καθηλωμένος βλέπει τους μαύρους κρεμασμένους μετά το τέλος του εμφύλιου, ακούει τους καβαλάρηδες να φτάνουν πριν τους δει.  Ο ήρωας αναρωτιέται για την ευθύνη του στρατιώτη μπροστά στην εκδίκηση , για  το δικαίωμα στον πόλεμο , για το συναίσθημα της άγριας χαράς  όταν σκοτώνεις.   Αναρωτιέται αν οι στρατιώτες είναι  στρατός εγκληματίες (σελ. 176).  Παρακολουθούμε τις εκτελέσεις των μαύρων  από τους Νότιους με φρίκη όπως διαβάσαμε την εκτέλεση των Εβραίων στο  Μπάμπι Γιαρ
  6. Ο Θεός κυριαρχεί στο βιβλίο, τον επικαλείται ο Τόμας άλλοτε θυμώνει μαζί του άλλοτε αναδεικνύει το μεγαλείο του.
  7. Σκοτώνει τον αγαπημένο του φίλο χωρίς να διστάσει για να προστατέψει το ιδανικό της ζωής που έχει πλάσει, μια ζωή με τον Τζών Κόουλ και την Γουινόνα.  Τι καθορίζει τις σχέσεις των ανθρώπων;  Η  φιλία, η οικογένεια, ο στρατός, η πατρίδα, ή οι περιστάσεις και οι συνθήκες που δημιουργούνται;
  8.  Η Γουινόνα είναι ένα κορίτσι που προσαρμόζεται σε όλες τις καταστάσεις αποδεχόμενη την εξέλιξη της ζωής, με σοφία και προθυμία.  Εκτιμά την καλοσύνη και την ανταποδίδει.  Η Γουινόνα που συνδέει τους δύο κόσμους. Η βασίλισσα αυτής της χώρας 
  9. Είναι ένα βιβλίο που δεν προϋποθέτει γνώση της ιστορίας ούτε και είναι απαραίτητη για να  απολαύσει ο αναγνώστης την αφήγηση.  Μπορεί όμως να τον οδηγήσει στα ιστορικά μονοπάτια που περιγράφονται επιτρέποντας του να τα ξεπεράσει . 
  10. Συμπάθησα τον Τομ μακ Νάλτυ, ήρθε παιδί στην Αμερική για καλύτερη ζωή εχοντας χάσει τα πάντα και στην Αμερική βρίσκει τον έρωτα της ζωής του, αλλά και  μια ζωή σκληρότερη από ό,τι φανταζόταν. Κι όμως διατηρεί υψηλό ηθικό και σθένος και ελπίζει ότι οι δύσκολες μέρες θα τελειώσουν και θα έρθουν καλύτερες. ΄Εχει χιούμορ, περιέργεια, αγαπάει, λυπάται, σέβεται, προδίνει, ένα αγόρι σε δύσκολους καιρούς που κατάφερε να δημιουργήσει αυτό που έχασε μικρός, οικογένεια. Ο συγγραφέας τον αποκαθηλώνει και τον εξυψώνει, μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο που έζησε σε εποχές που η ζωή δεν είχε αξία κι αυτός μέσα στη δική του προσωπική  μικρή ιστορία της έδωσε. Κι αυτό είναι το ζητούμενο, να δίνουμε αξία στις μέρες μας. 
  11. Η Αμερική του 2ου μισού του 19ου αιώνα διαγράφεται από το Χόλυγουντ σε πολλές ταινίες, μερικές από τις οποίες  είναι  κλασικές στην ιστορία του κινηματογράφου. Κάποιες από αυτές είναι «Η Αιχμάλωτη της Ερήμου» (The Searchers) , Τα Νέα του Κόσμου, Λίνκολν,  Cold Mountain, ακόμη και η πολυσυζητημένη πρόσφατα «΄Οσα παίρνει ο ΄Ανεμος», αλλά και «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος».

Πρόκειται για ένα βιβλίο μεστό περιεκτικό, μέσα σε 300 σελίδες διατρέχει με ροή και άνεση την ιστορία της Αμερικής  του 2ου  μισού του 19ου αιώνα.  Ο Τόμας μακ Νάλτυ ή ο Σεβάστιαν Μπάρρυ είναι ένας μεγάλος αφηγητής. 

(   Sebastian Barry: Μέρες δίχως Τέλος, εκδ. ΙΚΑΡΟΣ 2018, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου)






Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

ΠΑΛΟΜΑΡ ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ

 

΄Ενας διανοούμενος «κατ΄ εξοχήν», ένας ηδονιστής της σκέψης, είρωνας, λεπτολόγος, νευρωτικός:  αυτός είναι ο Πάλομαρ.

Η ομοιότητα του ονόματός του με του μεγάλου αστεροσκοπείου Παλομάρ δεν είναι καθόλου τυχαία.  Το ερευνητικό, όλο περιέργεια βλέμμα του, ίδιο με το τεράστιο τηλεσκόπιο, ανιχνεύει ακατάπαυστα τον Κόσμο, προσπαθώντας να ανακαλύψει το κρυμμένο του είναι.  Ο Πάλομαρ είναι ολόκληρος ένα βλέμμα που ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τη Φύση, την Πόλη και ….. τη Σιωπή.  Βυθίζεται στο αχανές διάστημα, προσπαθώντας να πετύχει ένα βουβό διάλογο με τα μακρινά άστρα, ύστερα αφήνοντας τον Βοώτη, τον Βέγα, τον Αλτάιρ, τον Ντενέμπ, προσγειώνεται στη γη, καρφώνεται πάνω στην παράταιρη παντόφλα που μπορεί να μην είναι κομιστής αταξίας αλλά τάξης και διερευνά με την ίδια παθιασμένη εμβρίθεια τη δική της συμβολή μέσα στην τάξη ή την αταξία του κόσμου.

Το ακούραστο, αδηφάγο βλέμμα του Πάλομαρ παρατηρεί αέναα: το γυμνό στήθος μιας κολυμβήτριας και τους έρωτες μιας χελώνας, το κρυμμένο νόημα των γιαπωνέζικων βραχόκηπων και τα βαθιά μυστικά των προκλητικών τυριών στις προθήκες κάποιου τυροπωλείου, την αρχαία εικονογραφική γραφή στα ερείπια  της Τούλα στο Μεξικό,  και τα ιερογλυφικά της κοιλιάς του σαμιαμιδιού….

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΟΜΑΡ,  Ο ΠΑΛΟΜΑΡ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ και ΟΙ ΣΙΩΠΕΣ  ΤΟΥ ΠΑΛΟΜΑΡ.

Κάθε κεφάλαιο χωρίζεται σε τρία υποκεφάλαια. 

Οι Διακοπές του Πάλομαρ χωρίζονται στα κεφάλαια Ο Πάλομαρ στην ακτή, Ο Πάλομαρ στον κήπο και ο Πάλομαρ κοιτάζει τον ουρανό.

Ο Πάλομαρ στην πόλη χωρίζεται στα κεφάλαια: Ο Πάλομαρ στη βεράντα, Ο Πάλομαρ πηγαίνει για ψώνια και ο Πάλομαρ στο ζωολογικό κήπο.

Οι Σιωπές του Πάλομαρ χωρίζεται επίσης σε τρία κεφάλαια: Τα ταξίδια του Πάλομαρ, Ο Πάλομαρ και η κοινωνία και Οι διαλογισμοί του Πάλομαρ.

Κάθε υποκεφάλαιο χωρίζεται τέλος σε τρία ακόμη τμήματα – κείμενα.

 

Οι αριθμοί 1,2,3 που σημειώνονται στους τίτλους των περιεχομένων, είτε βρίσκονται στην πρώτη είτε στη δεύτερη είτε στην τρίτη θέση, δεν έχουν μονάχα την πρόθεση αριθμητικής ταξινόμησης του υλικού αλλά αντιστοιχούν επίσης σε τρεις θεματικούς άξονες, σε τρεις τύπους εμπειρίας και αναζήτησης που βρίσκονται – με διαφορετική κάθε φορά αναλογία- σε κάθε τμήμα αυτού του βιβλίου.

Τα 1 αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές . σε μια οπτική εμπειρία, που σχετίζεται σχεδόν πάντα με διάφορες μορφές της φύσης , το κείμενο τείνει να πάρει τη μορφή της περιγραφής.

Στο 2 παρουσιάζονται ανθρωπολογικά – και, έμμεσα, πολιτισμικά – στοιχεία, και η εμπειρία συγκροτείται – εκτός από τα διάφορα οπτικά θέματα – και από τη γλώσσα, τις έννοιες, τα σύμβολα.  Το κείμενο τείνει να αναπτυχθεί και να προσεγγίσει το διήγημα.

Τα 3 λαμβάνουν υπόψη τους εμπειρίες περισσότερο θεωρητικού τύπου, που αφορούν στο σύμπαν, στο χρόνο, το άπειρο, τις σχέσεις ανάμεσα στο εγώ και στον κόσμο, τις διάφορες διαστάσεις του ανθρώπινου νου.  Από τον κόσμο της περιγραφής και της αφήγησης, περνάμε στο χώρο του διαλογισμού.

 

Ο Πάλομαρ --- ο Καλβίνο --- κοιτάζει, διαλογίζεται προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει το παμπάλαιο και πάντα ανεξιχνίαστο αλφάβητο της ζωής.

Κάποια από τα ερωτήματά του, όπως τα παραθέτει μέσα στο πρωτότυπο και εξερευνητικό αυτό βιβλίο του:

Γιατί το ταμπού της γύμνιας επιβεβαιώνεται καθαρά ακόμα μια φορά. Γιατί οι συμβατικότητες που γίνονται σεβαστές κατά το ήμισυ αναπαράγουν αβεβαιότητα και ασυνέπεια στην ανθρώπινη συμπεριφορά αντί ελευθερία και ειλικρίνεια;

 

Ποια είναι η φύση; Κι όμως τίποτε από όσα βλέπει, δεν υπάρχει στη φύση: ο ήλιος δε δύει, η θάλασσα δεν έχει αυτό το χρώμα, τα σχήματα είναι αυτά που το φως προβάλλει στον αμφιβληστροειδή…. Μέσα του υπάρχει η αίσθηση ότι είσαι εδώ αλλά θα μπορούσες και να μην είσαι, σ΄ έναν κόσμο που θα μπορούσε να μην υπάρχει αλλά υπάρχει.

 

 … Η ζωή του του φαντάζει σαν μια ακολουθία χαμένων ευκαιριών… Αν οι κότσυφες μιλάνε με τη σιωπή τους; … Μήπως οι ανθρώπινοι διάλογοι είναι διαφορετικοί;

 

Το λιβάδι είναι ένα σύνολο χόρτων – κάπως έτσι πρέπει να τεθεί το πρόβλημα – που περιλαμβάνει ένα υποσύνολο καλλιεργήσιμων φυτών και ένα υποσύνολο αυθόρμητων φυτών, των λεγόμενων αγριόχορτων.  Μια τομή των δύο υποσυνόλων αποτελείται από τα χόρτα που φύτρωσαν αυθόρμητα αλλά ανήκουν στα καλλιεργήσιμα είδη και επομένως δεν μπορούν να ταξινομηθούν ξεχωριστά από αυτά. … Ο Πάλομαρ έχει αφαιρεθεί, δεν ξεριζώνει πια τα αγριόχορτα, δε σκέπτεται άλλο το λιβάδι, τώρα σκέφτεται το σύμπαν.

 

Το φεγγάρι είναι το πιο άστατο από τα σώματα του ορατού σύμπαντος  αλλά και το πιο τακτικό όσο αφορά στις πολύπλοκες συνήθειες του: δε λείπει ποτέ από κανένα ραντεβού του.

Αν ανάγκαζε τον εαυτό του να παρατηρεί τους αστερισμούς τη μια νύχτα μετά την άλλη, χρόνο με το χρόνο, να παρακολουθεί την εμφάνιση και την επανεμφάνισή τους με τις κυκλικές τροχιές τους στον ουράνιο θόλο, ίσως στο τέλος να αποκτούσε κι αυτός την έννοια ενός χρόνου συνεχούς και αμετάβλητου, διαφορετικού από τον εφήμερο και αποσπασματικό χρόνο των γήινων συμβάντων

 

Μονάχα αφού γνωρίσει κανείς  την επιφάνεια των πραγμάτων μπορεί να ψάξει να βρει τι υπάρχει αποκάτω.  Η επιφάνεια των πραγμάτων είναι όμως ανεξάντλητη.

Η τηλεόραση κινείται στις ηπείρους φωτίζοντας τις λεπτομέρειες που περιγράφουν την ορατή πλευρά των πραγμάτων, αντίθετα το σαμιαμίδι εκφράζει την ακίνητη συσσώρευση και την κρυφή πλευρά των πραγμάτων, ό,τι δε φαίνεται με την πρώτη ματιά. … Αν η κάθε ύλη ήταν διαφανή, το έδαφος που μας στηρίζει , τα περίβλημα που τυλίγει τα σώματα μας, όλα θα θύμιζαν όχι ένα φτερούγισμα αιθέριων πέπλων, αλλά μια κόλαση αποσυνθέσων και καταβροχθισμών. 

Δεν έχουμε να διδάξουμε σε κανέναν τίποτε: σε ό,τι μοιάζει περισσότερο με τη δική μας εμπειρία, δεν μπορούμε να ασκήσουμε καμιά επιρροή.  Σε ό,τι φέρει τη δική μας σφραγίδα, δεν ξέρουμε να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας.

 

Για τον Πάλομαρ το να είσαι νεκρός σημαίνει ότι συνηθίζεις στην απογοήτευση να ξαναβρίσκεις τον εαυτό σου σε μια οριστική κατάσταση που δεν έχει πια ελπίδες να αλλάξει… η ζωή ενός ατόμου συγκροτείται από ένα σύνολο γεγονότων που εισβάλλουν σε μια ζωή σύμφωνα με μια σειρά που δεν είναι χρονολογική αλλά ικανοποιεί τις απαιτήσεις μια  εσωτερικής αρχιτεκτονικής.  Κάποιος γα παράδειγμα διαβάζει σε ώριμη ηλικία ένα σημαντικό γι΄ αυτόν βιβλίο που τον κάνει να αναφωνήσει: Πώς μπορούσα και ζούσα χωρίς να το έχω διαβάσει;, όπως επίσης Τι κρίμα που δεν το διάβασα νέος!! Αυτές οι δηλώσεις όμως δεν έχουν νόημα, ιδιαίτερα η δεύτερη, αφού από τη στιγμή που το ίδιο αυτό άτομο διάβασε εκείνο το βιβλίο, η ζωή του γίνεται η ζωή κάποιου που διάβασε εκείνο το βιβλίο, και δεν έχει καμιά σημασία αν το διάβασε νωρίς ή αργά, γιατί και η ζωή που προηγείται της ανάγνωσης τώρα αποκτά μια μορφή που σφραγίζεται από αυτή την ανάγνωση (σελ. 139 Πώς μαθαίνει κανείς να είναι νεκρός)

 

Βλέπει το ανθρώπινο είδος στη εποχή των μεγάλων αριθμών, ένα ισοπεδωμένο πλήθος που αποτελείται από διαφορετικές μονάδες, όπως τούτη η θάλασσα της άμμου που πλημμυρίζει την επιφάνεια της γης… Βλέπει επίσης τον κόσμο να συνεχίζει παρόλ΄ αυτά να δείχνει την αδιάφορη φύση του και να γυρίζει τη βράχινη πλάτη του στο πεπρωμένο της ανθρωπότητας, και τη σκληρή ουσία του να παραμένει ανεπίδεκτη σε κάθε ανθρώπινη αφομοίωση… Βλέπει τις μορφές με τις οποίες η ανθρώπινη άμμος τείνει να ακολουθήσει κάποιους  άξονες κίνησης, σχέδια που συνδυάζουν την κανονικότητα με τη ρευστότητα, όπως τα ευθύγραμμα ή κυκλικά ίχνη που αφήνει πίσω της μια τσουγκράνα…. Και ανάμεσα στην ανθρωπότητα –άμμο και τον κόσμο – βράχο διαισθάνεται κανείς την ύπαρξη μιας αρμονίας, μιας πιθανής αρμονίας που λες και γεννιέται από δύο ανομοιογενείς αρμονίες : εκείνη του μη-ανθρώπινου σε μια ισορροπία δυνάμεων που μοιάζουν να μην ακολουθούν κανένα συγκεκριμένο σχέδιο, κι εκείνη των ανθρώπινων δομών που τείνει προς μια ορθολογικότητα γεωμετρικής ή μουσικής  σύνθεσης, που δεν είναι ποτέ οριστική (σελ. 108. Η αλέα της άμμου)

 

 ΕΚΔ. ΑΣΤΑΡΤΗ  1985 ΜΤΦΡ. ΑΝΤΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ

 

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΕΛΕΝΗ Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ: ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ

 

Το μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανένας στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία.  Το νήμα έδωσε η ζωή της Σπετσιώτισσας και πρώτης σπουδασμένης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα Μπούκουρα, που μεγάλωσε στην μετεπαναστατική Ελλάδα του 19ου αιώνα, κόρη καπετάνιου που υπήρξε ο πρώτος θεατρώνης της Αθήνας.  Ζωή δραματική, άγνωστη εν πολλοίς, έλκει πρόσφατα το ενδιαφέρον κομίζοντας νέα στοιχεία στα ήδη δεδομένα, ότι δηλαδή εκείνη η Ελένη ντύθηκε στην Ιταλία σαν άντρας προκειμένου να σπουδάσει, ότι ο έρωτας και ο γάμος της με τον ζωγράφο και επαναστάτη Σαβέριο Αλταμούρα γρήγορα διαλύθηκε, ότι επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε,  ότι πέθαναν τα δυο παιδιά που ανέθρεψε πάνω στη νιότη τους – μια κόρη κι ο περίφημος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας – ότι κατόπιν έζησε έγκλειστη στις Σπέτσες έναν μακρόχρονο, μονήρη σχεδόν μυστηριώδη βίο.

Στο μυθιστόρημα συναιρούνται και διαλέγονται αδιάκοπα τα φώτα της γνώσης και η μαγεία, η λογική και η τρέλα, η αθωότητα και η ενοχή, ο χωρισμός και η συμφιλίωση, ο ανοικτός ορίζοντας και ο εγκλεισμός, η καλλιτεχνική δημιουργία και η καταστροφή της, η ταυτότητα και η ματαιότητα της αναζήτησής της, η διαμόρφωση και η ασάφεια του εθνικού, η ύπαρξη και η κατάργηση τοη του χρόνου, οι ζωντανοί και οι νεκροί.

Αυτό είναι κομμάτι του οπισθόφυλλου του βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη .

 

Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη είναι η βιογραφία της Ελένης Αλταμούρα , αλλά όχι μόνο, είναι η γυναίκα που θέλει να επαναστατήσει ενάντια στη προδιαγεγραμμένη μοίρα της και αποφασίζει να εναντιωθεί στην κοινωνία και την ηθική της  και ξεκινάει μια αναμέτρηση με την εποχή της. Προδίδεται από τον αγαπημένο της, προδίδεται από τη ζωή και σβήνει μόνη με παρέα τα φαντάσματα της στο σπίτι της στις Σπέτσες.  Ο τρόπος που αναδεικνύεται η ζωή της ξεχωριστής αυτής Ελληνίδας είναι μαγευτικός, άλλοτε στομφώδης, άλλοτε λιτός, άλλοτε περιγραφικός, άλλοτε λυρικός.   Το ιδιαίτερο αυτό βιβλίο είναι μια αναγνωστική απόλαυση.

 Η Ελένη, πρωτοκόρη κι αγαπημένη του πατέρα της,  κατάγεται από  ένα νησί όπου όλοι οι άντρες ασχολούνταν με τη ναυτική.  

Από τις πρώτες σελίδες  η Γαλανάκη μας εισάγει στο γλαφυρό της ύφος, καθώς εμπλουτίζει την αφήγησή της με πλούσια επίθετα, μεταφορές και εικόνες, όπως το βαθυκύανο πένθος. Μας προετοιμάζει για τους κυματισμούς της ζωής της «Δροσιά και Πένθος αφορούσαν την ίδια γυναίκα». Μας  συστήνει τον  Χάροντα της θάλασσας : « ο καπετάν Γιάννης τον είχε ξαναδεί κι άλλες φορές παλιότερα να ορμά καβάλα σε μαύρα κύματα πανύψηλα, με το ουρλιαχτό του λύκου και με τον κεραυνό μιας τρίαινας σ το ένα του χέρι». Αργότερα μοιράζεται με τον αναγνώστη την εικόνα του θεάτρου, όπως το είδε ο Γιάννης Μπούκουρας, σαν ένα τεράστιο καράβι να αρμενίζει με τα πανιά ορθάνοιχτα πανω σε χλοϊσμένη θάλασσα.

Η Γαλανάκη χρησιμοποιεί κάπου κάπου  ύφος προφητικό κάνοντας την αφήγησή της ποιητική:  κάθε φορά που η μελαγχολία θα παράσερνε τη ζωγράφο… , χρόνια αργότερα η Ελένη δεν θα θυμόταν…, κάθε φορά που θα υπέγραφε…., δεν θα περνούσαν πολλά χρόνια…, ότι κάποτε θα πλήρωνε την έξοδο της από τον κανόνα…

Παρατηρούμε ότι η Γαλανάκη ταξιδεύει στο χρόνο μέσα σ την αφήγησή της ολοκληρώνοντας εικόνες και γεγονότα της ζωής της οικογένειας, όπως όταν αντιπαραβάλλει στην αγορά του θεάτρου (σελ. 56) τα συναισθήματα της όταν κατεδαφίστηκε: λυγμός, ένα σπουργίτι, η ψυχή του φτερουγίζοντας να φύγει…

Το πρώτο και το τρίτο κεφάλαιο είναι σε τρίτο πρόσωπο περιγράφοντας τη νεανική ηλικία και το θάνατο της Ελένης Αλταμούρα. Η  ζωγραφική διαγράφεται ως η μεγάλη της αγάπη με μεγάλες αντιδράσεις από το σχολείο της.  Τότε εμφανίζεται στη ζωή της οικογένειας ο Ραφαέλο Τσεκόλι, ο οποίος κυνηγημένος από το Βασίλειο των δύο Σικελιών έρχεται στην Αθήνα μαζί με την κόρη του. Ο πατέρας της Ελένης, νιώθοντας ότι η αγάπη της για τη ζωγραφική μοιάζει με το δικό του πάθος για τα θαλασσινά ταξίδια, αποφασίζει να ενθαρρύνει την Ελένη να αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής με τον ναπολιτάνο δάσκαλο. 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Ελένη  περιγράφει σαν σε ημερολόγιο  την αναχώρησή της από το λιμάνι του Περαιά μαζί με τον πατέρα της για την γειτονική Ιταλία, την γνωριμία της με τον Σαβέριο, το γάμο της στη Φλωρεντία, την εγκατάλειψη της από αυτόν, την επιστροφή της στην Αθήνα και στη συνέχεια στις Σπέτσες μέχρι την συνάντησή της με την Καλλιόπη Παρρέν.

Οι εσωτερικοί μονόλογοι της γερασμένης Ελένης που περιέχονται στο βιβλίο με γράμματα σε κλίση είναι από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια  του βιβλίου, διότι αποτελούν το κομμάτι της μυθοπλασίας που κάνει το βιβλίο αυτό να διαφέρει από μια απλή βιογραφία. Εδώ  η Ελένη κοιτάζοντας το παρελθόν, πιθανώς άρρωστη, πιθανώς με  κάποια απώλεια του νου, εξιστορεί τη ζωή της από απόσταση με την εκ των υστέρων γνώση, εκμυστηρεύεται τα πιο βαθιά και καλά κρυμμένα συναισθήματα και εντυπώσεις, ο χρόνος έχει χάσει τη σημασία του και όλα γίνονται ταυτόχρονα. Μιλάει με τους γιους  της, μιλάει με τον εαυτό της, με την κόρη της Σοφία, μιλάει με τον Σαβέριο σε μια ατελείωτη επισκόπηση της  ζωής της,  καθώς κάθε μέρα ξημερώνει ένα άλλο χθες (σελ. 103) .  Χρησιμοποιεί προσωποποιήσεις όπως για τον Σαβέριο : «΄Ανεμος ήσουν  τυλιγόσουν και  ξετυλιγόσουνα γοργά γύρω από το κάθε τι στο διάβα σου.  Κλωστή γύρω από την ανέμη του παραμυθιού σου… ΄Ανεμε, σε ρωτώ πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;» για τον Ιωάννη «Παράξενο θαλασσινό πουλί, πώς λοιπόν μου είχες λαβωθεί και αρρώστησες;…

Το συναίσθημα της αγάπης την διακατέχει και την συγκλονίζει μέχρι το τέλος.  Αναλογίζεται αν συνάντησε  την ύβρη, όχι επειδή φόρεσε αντρίκεια ρούχα, μα επειδή φιλοδοξώντας τα προνόμια του Κανένα, τα έχασε αγαπώντας με τον τρόπο μιας οποιασδήποτε Ελένης.  Κι όταν χάνεται ο Ιωάννης, η Ελένη ξεκινά για τη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών (σελ. 173). «Χρέος μου ήταν να ανάψω αυτή τη φωτιά.  ΄Επρεπε να έχεις φάρο την πυρά των έργων μου, για να αποφύγεις τους κινδύνους στο ταξίδι σου. Μα πιο πολύ, για να θυμάσαι πού ήταν το φως και να μπορείς να επιστρέφεις στο σπίτι του  Γιάννη και της Μαρίας Χρυσίνη Μπούκουρα, εσύ ο Ιωάννης Μαρία Χρυσίνης Αλταμούρας». 

Η ζωή της υπήρξε ένα αίνιγμα, όπως την περιγράφει σε άρθρο της η Καλλιόπη Παρρέν, μάρτυρας της τέχνης, ονειροπόλος, πνευματίστρια, έξοχη της νέας Ελλάδας καλλιτέχνης, λάτρης του ιδεώδους, νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς, ζωντανή ανάμεσα στους πεθαμένους, αυτή που προκαλεί τον οίκτο ή τα μειδιάματα των πρακτικών και των πεζών, η λησμονημένη, η παραγνωρισμένη, το ηφαίστειο που άναψε και θάφτηκε κάτω από τις δικές του φλόγες, η ζωή που πέρασε μέσα από τις αστραπές μιας ασταμάτητης καταιγίδας.  Κυρίως όμως ένα αίνιγμα.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

MAX FRISCH: HOMO FABER


Γράφει ο Μάξ Φρις στον Στίλερ: "Η συγγραφή δεν είναι επικοινωνία με του αναγνώστες ούτε επικοινωνία με τον εαυτό σου, είναι επικοινωνία με τα ανείπωτα.  ΄Οσο πιο συγκεκριμένα προσπαθεί κανείς να εκφραστεί τόσο πιο ξεκάθαρα εμφανίζονται τα ανείπωτα, δηλαδή η πραγματικότητα που ωθεί και πιέζει τον γράφοντα.  ΄Εχουμε τη γλώσσα για να γίνουμε μουγκοί.  Αυτός που σωπαίνει δεν είναι μουγκός.  Αυτός που σωπαίνει δεν έχει καν ιδέα ποιος είναι". 

Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Στίλερ ερχόμαστε στο μεταγενέστερο HOMO FABER , που σημαίνει άνθρωπος τεχνίτης, άνθρωπος δημιουργός, άνθρωπος χειροτέχνης, ο άνθρωπος που ελέγχει τη μοίρα του αλλά και το περιβάλλον του μέσα από τα εργαλεία που κατασκευάζει, ένας όρος που καθιερώθηκε στην Αναγέννηση και τιμά την απεριόριστη δημιουργικότητα του ανθρώπου.

Το βιβλίο αυτό είναι ένα παιχνίδι της τύχης, μια δοκιμασία του αφηγητή να ελέγξει τη ζωή και τη μοίρα του, όταν το απρόβλεπτο  κάνει την εμφάνισή του και όλη η τακτοποιημένη ζωή του ανατρέπεται συμπαρασύροντας και τις ζωές κοντινών του προσώπων, προσώπων από το παρελθόν, προσώπων από το μέλλον που σβήνει  μέσα στο παρελθόν.  Ο Βάλτερ, η Χάννα, η Ζάμπετ, ο Γιοακίμ, ο αδελφός του στήνουν μια παράσταση όπου τα πάντα μπορεί να είναι αλήθεια κι όπου τίποτε δεν είναι αληθινό, γιατί το να βρίσκεσαι στον κόσμο σημαίνει πως βρίσκεσαι στο φως (σελ. 235) και ο Βάλτερ δεν είναι  στο φως, ζει σε ένα σκοτάδι, δεν βλέπει.  Κάνει συνέχεια αναφορές στην τυφλότητα του, είμασταν τυφλοί (12), δεν είμαι τυφλός (32), δεν καταλάβαινα ούτε εμένα, καθώς έρχεται σε επαφή με την ιστορία και την τέχνη των Μάγια  (55), σαν τυφλός (218).  Η Ζάμπετ του θυμίζει  τη Χάννα, το σούφρωμα στο μέτωπο, καθόλου τον Γιοακίμ, κι όμως αγνοεί τα σημάδια και προχωρεί σε πράξεις που τον οδηγούν στην απελπισία: μακάρι να μην είχα γεννηθεί, πρόταση που επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους σελ. 163 (ήμουν σ΄ ένα παραλήρημα ακινησίας και αναποφασιστικότητας – ευχόμουν να μην είχα γεννηθεί), 205 (Αποφασίζω να αλλάξω ζωή), 207 (η απόφασή μου να ζήσω διαφορετικά) , 209 (να μπορούσε κανείς να ξαναζήσει από την αρχή) , 212 ( η ζωή μου ακόμα και σε μένα τον ίδιο φαίνεται ασήμαντη)  και 227 ( θα ήθελα μονάχα να μην είχα υπάρξει ποτέ). 

Από την αρχή έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα και την τύχη, την πραγματικότητα και την μαθηματική επαφή με τον κόσμο, την εμπειρία και την σύμπτωση: «Δεν πιστεύω στο  πεπρωμένο και στη μοίρα, ως τεχνικός συνηθίζω να υπολογίζω τα πράγματα με βάση τους νόμους των πιθανοτήτων»  (σελ. 29) η  στατιστική, οι πιθανότητες (σελ. 29-30), ο ορισμός του απίθανου ως αληθινού γεγονότος, ως μια ακραία εκδοχή του πιθανού (σελ. 30), η εμπειρία, δεν ακούω τίποτε απολύτως εκτός από το τρίξιμο της άμμου σε κάθε βήμα  (σελ. 33), μια απλή σύμπτωση που καθόρισε το μέλλον, βλάβη στην ξυριστική μηχανή (σελ. 79),  συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ρομπότ και την κυβερνητική (σελ. 93)  , ο ορθολογισμός του υπερπληθυσμού  και της διακοπής της κύησης  με το τραγικό συμπέρασμα «Ζούμε μέσω της τεχνικής, ο άνθρωπος κυριαρχεί στη φύση, ο άνθρωπος ως τεχνικός , κι όποιος έχει αντίρρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί ούτε τις γέφυρες αφού δεν τις έχτισε η φύση ( σελ. 128), το ερώτημα γιατί παντρευόμαστε «Δεν μπορεί να πει κανείς καληνύχτα στον εαυτό του»  την ίδια στιγμή που κάνει πρόταση γάμου σε ένα κορίτσι τριάντα χρόνια μικρότερο ( 112 και 116), η προκατάληψη «΄Ολες οι γυναίκες έχουν κλίση στις προλήψεις, αλλά η Χάννα είναι πολύ μορφωμένη (σελ. 169).

Μια ακόμη παράμετρος ο χρόνος, επανέρχεται συνέχεια στη διήγηση, συνέχεια ο Βάλτερ μας υπενθυμίζει το χρόνο, ήταν 1936, ήμουν περίπου πενήντα, είχαν περάσει είκοσι, για την ακρίβεια είκοσι ένα χρόνια, η Χάννα με άσπρα μαλλιά, μονάχα που γερνάει κανείς – μονάχα ο ήλιος φαινόταν να αλλάζει θέση (σελ. 94) , το 1927 ήμουν είκοσι ετών (σελ. 102)  γενέθλια (109) , το γερασμένο σώμα μου (163(

Και βέβαια παρόλο που   ο ήρωάς του Μαξ Φρις  υποστηρίζει την παρέμβαση του ανθρώπου στη μοίρα του στέκεται αμήχανος μπροστά στα ερωτήματα:  σε τι έφταιξα λοιπόν, μια αθώα γνωριμία πάνω στο πλοίο   (σελ. 149) , οι ενοχές απειλητικές ερινύες (σελ. 153) εσύ έχεις αλλάξει (160),  Τι έφταιγα εγώ που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα! επιτρέποντας στη διαρκή τάση του ανθρώπου να αποποιείται τις ευθύνες του  και να τις μεταθέτει σε κάποιον άλλο να εμφανισθεί κι εδώ πιεστικά και ανεύθυνα, όπως και στον Στίλερ.  Τίποτε πιο δύσκολο για τον Βάλτερ από το να αποδεχτεί τον εαυτό του και να αναλάβει τις ευθύνες του.  


Ο δεύτερος σταθμός είναι καθηλωτικός καθώς ο Βάλτερ ανυπεράσπιστος απέναντι στον ίδιο του εαυτό μονολογεί σε μια γλώσσα διαφορετικά από αυτή στο πρώτο σταθμό, μια γλώσσα που αναδεικνύεται ποιητική γιατί μιλάει για την ουσία της ζωής, για τα συναισθήματά του, που μπορεί να τα δει και να τα αισθανθεί.  ΄Ολες οι αισθήσεις του και οι αισθήσεις μας σε εγρήγορση: η γεύση του κρασιού, της μπύρας, των χειλιών της, το άγγιγμα των μαλλιών της, το σώμα της όλα αυτά που υπήρξαν και δεν υπάρχουν πια, ο θάνατος μας ξεπερνάει, μας ακινητοποιεί. 

Ο ποιητικός λόγος μπαίνει επίμονος με τα αναπάντητα ερωτήματα γιατί δεν κάθεται ποτέ , μπορεί να με συγχωρέσει,  μπορώ να επανορθώσω, γιατί δε μιλάει, γιατί έρχεται, ενώ η χρονική γραμμή κινείται κυκλικά ανάλογα με τις σκέψεις του ήρωα όπως υπεισέρχονται στη διήγησή του. 

Η Ζάμπετ ανατρέπει όλα όσα θεωρούσε δεδομένα και ξάφνου, χωρίς να το καταλάβει ο Βάλτερ αισθάνεται, έχει εμπειρίες, Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς καθόταν πάνω σ΄ εκείνους τους βράχους, με τα μάτια κλειστά, πώς σώπαινε και πώς τη φώτιζε ο ήλιος (σελ. 181).  Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στην ευτυχία της Ζάμπετ, τη βλέπει μπροστά του νέα, φωτεινή, χαρούμενη.  Η ανάγκη για βιώματα, για την αίσθηση της ζωής έρχεται απροειδοποίητα όταν δεν έχει κανένα λόγο να είναι ευτυχισμένος, αλλά είναι, όταν τραγουδάει τη ζωή  ΄Ένα τραγούδι γεμάτο συναίσθημα , μυρωδιές και ακούσματα, η ταμπέλα που κουδουνίζει, το άλογο που χλιμιντρίζει, αλάτι στα χείλη, ένα από τα πιο ταξιδιάρικα κομμάτια που φθάνει στα αυτιά και τα μάτια μας από την Αβάνα  (σελ. 214-215)

Και αφοπλιστική η διαπίστωση: Κυριολεκτικά παιχνίδι της τύχης, η μπομπίνα με την Ζάμπετ, το πρόσωπό της που δεν θα ξαναδώ ποτέ,  το σώμα της που δεν υπάρχει πια, τα μάτια της που δεν υπάρχουν πια, τα χείλη της …. Τα χέρια της που δεν υπάρχουν πια…., το γέλιο της, που δεν θα ξανακούσω ποτέ, το βάδισμά της …. , το ζωηρό της βήμα …, το σώμα της που αναπνέει…, η Ζάμπετ μαζεύει λουλούδια…, μια ερωτική εξομολόγηση και μια απέραντη θλίψη, που ο συγγραφές μοιράζεται μαζί μας  με ένταση καθώς νιώθουμε την απελπισία του ήρωα, την  ενοχή και την αυτομαστίγωση του , το αδιέξοδο και την φυλακή του. ΄Εχει χάσει την αγαπημένη του, έχει χάσει την κόρη του. Εγκλωβισμένος μέσα στη θλίψη ψάχνει για κάθαρση που δεν έρχεται. ΄Εχει την αίσθηση ότι η Χάννα τον καταριέται, ίσως το αποζητάει για να λυτρωθεί!!! Το πρόβλημα της υγείας του υπάρχει από την αρχή στο βιβλίο, μια ενόχληση στο στομάχι, ένα αρρωστημένο συναίσθημα (σελ. 15, 45, 54, 109, 133) και δεν δίνει την αίσθηση της νέμεσης. 

Είναι άραγε το βιβλίο το χρονικό μιας ύβρεως; Αν είναι έτσι, τότε η ύβρις είναι η αλαζονεια του ανθρώπου, η πεποίθηση ότι κυβερνά τα πάντα, ότι μπορεί να κυριαρχεί στη ζωή του.   Δεν είναι δυνατό να έχουμε τέλεια γνώση του παρόντος και επομένως υπάρχουν όρια στη δυνατότητά μας να προβλέψουμε το μέλλον. Λέγεται ότι κι ένα μόνο φτερούγισμα πεταλούδας στην Κίνα  θα μπορούσε ίσως οδηγήσει σε βροχή στη Γαλλία, ύστερα από βδομάδες . .Αν  πάλι  ήταν δυνατόν να ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο, αν γύριζα πίσω το χρόνο, όπως λέει ο Βάλτερ, αν ήταν ακόμη Απρίλιος, άραγε τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά; θα ήταν διαφορετικές οι επιλογές; Αν...αν...αν...."Δεν μπορούμε να κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, Βάλτερ, δηλώνει στωικά η Χάννα,. Ούτε κι εσύ μπορείς...".

Μπορεί ο Βάλτερ να συγχωρέσει; μπορεί να συγχωρεθεί; Η απάντηση κρύβεται ίσως μέσα στις τελευταίες σελίδες καθώς κανείς από τους δύο ήρωες δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την Αθήνα.  Κάπου εδώ βρισκόμαστε κι εμείς στο έλεος του ερωτήματός: Θα μπορούσαμε να συγχωρέσουμε;