Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΡΙΘΜΟΣ 11 ή αλλιώς ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΚΟΜΠΙΝΑ !



Ο Αριθμός 11 είναι ένα μυθιστόρημα για τη μυστική σχέση ανάμεσα στον εσωτερικό μας κόσμο και τον κόσμο που μας περιβάλλει, και για το πώς μας επηρεάζει αυτή  η σχέση.
Για ό,τι άφησε πίσω του ο πόλεμος και για το τέλος της αθωότητας.
Για το πώς κονταροχτυπιούνται η κωμωδία με την πολιτική, αλλά και για το πώς η κωμωδία, μάλλον, κερδίζει.
Για τη ζωή σε μια πόλη όπου οι τραπεζίτες χρειάζονται κινηματογράφους στα υπόγειά τους ενώ, στο διπλανό στενό, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που έχουν ανάγκη απ[ό τράπεζες τροφίμων για να επιβιώσουν.
Ο Αριθμός 11  συνδέεται με με το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου Τι Ωραίο Πλιάτσικο! Ο Κόου ξαναπιάνει το νήμα για να μιλήσει για την εποχή μας, αγγίζοντας πτυχές της καθημερινής ζωής που όλοι αντιμετωπίζουμε, φοβόμαστε και απολαμβάνουμε.                 
               (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο αριθμός 11 στην Αριθμοσοφία  αντιπροσωπεύει τη φώτιση μέσα από την πνευματική έμπνευση. Κατά τον Πυθαγόρα, συμβολίζει ένα επίπεδο γνώσεων υψηλότερο από το  συνηθισμένο.  Είναι το σύμβολο της αρχής της γνώσης του Θεού, δηλαδή της εισόδου στην ανώτερη ζωή των ουρανών. Ενώ  το 10 θεωρείται τέλειος αριθμός, το 11 σημαίνει την υπέρβασή του.  Είναι η ανατροπή του και μπορεί να σημαίνει την αμαρτία και την παρανομία.   Μπορεί όμως να δηλώνει και τις αντίθετες ιδιότητες  όπως διαίσθηση, τιμιότητα, ευαισθησία, και πνευματικότητα .

Για τον Τζόναθαν Κόου ο αριθμός 11 αποτελεί ένα κοινό σημείο όπου όλα τα κεφάλαια  του βιβλίου του συναντιούνται, καθώς συνεχίζει την ιστορία της οικογένειας που περιγράφει ι  στο βιβλίο του Τι Ωραίο Πλιάτσικο.  «Ο αριθμός 11 είναι το κλειδί.  Τόσο απλά!» (σελ. 495) Στην αρχή τα κεφάλαια μοιάζουν να μην έχουν σχέση μεταξύ τους , με μοναδική σύνδεση τον αριθμό 11.  Στο κεφάλαιο «Ο Μαύρος Πύργος» Η Τρελλή Γυναίκα με το Πουλί, η Φοίβη, μένει στο Άχρηστο Σοκάκι που βγάζει στο Νιουμπιγκίν, στον Αριθμό 11, ενώ κάνουμε τη γνωριμία δύο βασικών ηρωίδων του βιβλίου της Ρέιτσελ και της ΄Αλισον στην ηλικία των δέκα ετών.  Παράλληλα ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με την αράχνη, κυρίαρχη φιγούρα στο βιβλίο.  Στο δεύτερο κεφάλαιο «Η Επιστροφή»  η ΄Αλισον ψυχραίνεται  με την Ρέιτσελ εξαιτίας μιας παρεξήγησης, η οποία προκαλείται  στην επικοινωνία τους από το διαδίκτυο.  Γνωρίζεται στο πανεπιστήμιο με τη Σελίνα και  επιστρέφουν στο σπίτι από το Μπόρνβιλ προς το Χολ Γκρην με το λεωφορείο Αριθμός 11.   Η Βαλ η μητέρα της ΄Αλισον επιστρέφει κάθε μεσημέρι από τη δουλειά της στη βιβλιοθήκη στο σπίτι με το λεωφορείο Αριθμός 11, αλλά και για να αντιμετωπίσει το κρύο στο σπίτι της  κάνει κύκλους περιμετρικά της πόλης  με το λεωφορείο αυτό, μια διαδρομή που διαρκεί γύρω στις δυόμισυ ώρες.     Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ο Κρυστάλλινος Κήπος»  παρακολουθούμε τη Ρέιτσελ φοιτήτρια να έρχεται σε επαφή με την καθηγήτρια της τη Λώρα, η οποία την προσκαλεί στο εξοχικό  της στο Χαροουντάουν Χιλ.  Εκεί η Λώρα της διηγείται την ιστορία του συζύγου της, ο οποίος πέθανε από ατύχημα καθώς ερευνούσε μια αποθήκη με αριθμό 11 στο Βερολίνο.  Στο προτελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Το Βραβείο Γουίνσο ή Η Πρωτοποριακή Θεωρία του Νέιθαν Πίλμπιμ, Μια Ιστορία του Νέιτ του Τμήματος» αφιερωμένο σε μεγάλο βαθμό τη σχέση κωμωδίας και πολιτικής,   το τραπέζι με αριθμό 11 αποτελεί τον τόπο μιας δολοφονίας, η οποία αποτρέπεται  τελευταία στιγμή.   Στο τελευταίο κεφάλαιο με τον τίτλο «Τι Ωραία Κομπίνα»  ο αριθμός 11 είναι η ύβρις, το τελευταίο υπόγειο πάτωμα που δεν έχει λόγο ύπαρξης, παρά μόνο επειδή κανείς άλλος δεν έχει 11ο πάτωμα, η ύπαρξή του οφείλεται στη ματαιοδοξία και την επίδειξη.  ΄Εξι άνθρωποι χάνονται  σ΄ αυτό το χώρο, ενώ μια γιγάντια αράχνη κάνει  την εμφάνισή της σκοτώνοντας τους ανθρώπους εκείνους που ζουν μέσα στη σπατάλη, αδιαφορώντας για τον συνάνθρωπό τους, έξι ανθρώπους  που ήταν όλοι παρόντες στη δεξίωση που πραγματοποιήθηκε στον αριθμό 11 της οδού Ντάουνινγκ, έξι άτομα που με κάποιο τρόπο σχετίζονται  με την οικογένεια Γουίνσο (σελ. 493).   Η Ρέιτσελ συναντιέται ξανά με την ΄Αλισον δέκα περίπου χρόνια μετά και επιστρέφουν στο χώρο όπου έπαιζαν παιδιά, στο χωριό των παππούδων της Ρέητσελ, μόνο που ο παππούς δεν υπάρχει πια, θύμα της υγειονομικής πολιτικής της Μεγάλης Βρετανίας «Για να το πω ευθέως, κάθε χρόνος μις  ανθρώπινης ζωής δεν έχει την ίδια αξία για όλους.  Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα ζωής (σελ. 413).
Παράλληλα στο βιβλίο αυτό πραγματοποιείται μια σύνδεση με το προηγούμενο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου «Τι Ωραίο Πλιάτσικο», καθώς πολλοί από τους χαρακτήρες του αποτελούν κληρονόμους της οικογένειας Γούινσο ή έχουν κάποια σύνδεση με αυτή.  Η ΄Αλισον και η Βάλ καταναλώνουν κοτόπουλα από  μία εταιρεία θυγατρική του Ομίλου Μπράνγουιν, κι έτσι η Ντόροθι μπαίνει μέσα στο σπίτι τους.  Ο σύζυγος της Λώρας, ο Ρότζερ στρέφεται κατά της αρχής του Χένρι Γουίνσο «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΕΠΙΛΟΓΗ», αλλά συναντά την αντίδραση του πρύτανη του Πανεπιστημίου λόρδου Λάκραμ, με τον οποίο ο Χένρυ Γουίνσο συμμετείχε σε επιτροπή.  Η κόρη της Χίλαρυ, Τζοσεφίν Γουίνσο – Ιβς επιχειρεί να συνεχίσει την αδίστακτη, στιγμιαία διαμόρφωση άποψης κατά την παράδοση της μητέρα της  αρχίζοντας μια εκστρατεία ενάντια στη βρετανική «πολιτική επιδομάτων», φέροντας έτσι στο στόχαστρό της την ΄Αλισον.  Η  σύζυγος  του Μάρκ, Χέλκε, μετά τον θάνατο του συζύγου της ιδρύει  έναν οργανισμό αφιερωμένο στην εκκαθάριση πρώην εμπόλεμων ζωνών από τα θανάσιμα συντρίμμια που είχαν αφήσει πίσω τους οι δραστηριότητες του Μάρκ Τόμας,  εισβάλλοντας σαν οδοστρωτήρας όταν κάποτε μια μικρή εταιρεία ή ΜΚΟ ξεκινάει  εργασίες εκκαθάρισης σε κάποια από τις περιοχές που είχε ανακαλύψει.  Μόνο που η δραστηριότητα αυτού του οργανισμού οδηγεί στο θάνατο της επτάχρονης εγγονή του Τζουλς και της Φοστίνα, που εργάζονται μαζί με την Ρέιτσελ στο σπίτι όπου βασίλεψε ο τρόμος της αράχνης.   Το βραβείο Γουίνσο δίνεται για να τιμηθεί ο Ρόντι Γουίνσο και επομένως ολόκληρη η οικογένεια, η οποία πίστευε στον ανταγωνισμό, ανταγωνισμό ανάμεσα στα άτομα, τις εταιρείες, τα έθνη, τα ίδια τα βραβεία, ένα βραβείο που απονέμεται στο καλύτερο βραβείο του Ηνωμένου Βασιλείου.  Ο τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου «Τι Ωραία Κομπίνα» παραπέμπει σε μια ταινία που κινητοποιεί τον σύζυγο της Λώρα στην έρευνά του για ένα άρθρο  για το τέρας του Λοχ-Νες(σελ. 226),  όπως η ταινία «Τι Ωραίο Πλιάτσικο» αποτελεί μια ταινία σταθμό για τη ζωή του πρωταγωνιστή του προηγούμενο βιβλίου Μάικλ ΄Οουεν.
«Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν δυσκολεύομαι να το θυμηθώ.  Δεν δυσκολεύομαι γιατί το έχω μπροστά μου, αυτή τη στιγμή, καθώς γράφω αυτές τις λέξεις:  το χαρτί από το παιχνίδι μνήμης με τη σιχαμερή εικόνα της τεράστιας, με  τα λαμπερά χρώματα αράχνης.  Το απόγευμα του πικνίκ μας, η Φοίβη είχε την τράπουλα  μαζί της και έδωσε σε μένα και την ΄Αλισον από μία αράχνη, σαν αναμνηστικό της περιπέτειάς μας και σύμβολο της φιλίας μας, την οποία μας είπε πώς δεν έπρεπε ποτέ να παραμελήσουμε, γιατί θα ήταν ένα από τα πολυτιμότερα πράγματα που θα έχουμε σε όλη μας τη ζωή.  Δεν ξαναμίλησα ποτέ στην ΄Αλισον για τα χαρτιά:  δεν ξέρω αν εκείνη κράτησε το δικό της ή αν το έχασε.  Αλλά το δικό μου το έχω πάντα μαζί  μου:  πρώτα στο σπίτι, σε ένα ειδικό συρτάρι του κομοδίνου μου, έπειτα  στην Οξφόρδη, και τώρα… (σελ. 103)
«Κάθε φορά που γελάμε με τη δωροδοκία ενός διεφθαρμένου πολιτικού, με την απληστία ενός διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων, με τις κίβδηλες εκρήξεις ενός δεξιού αρθρογράφου, τους επιτρέπουμε να τη γλυτώσουν.   Ο ΘΥΜΟΣ που θα έπρεπε να νιώθουμε ενάντια σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, που διαφορετικά ενδεχομένως να οδηγούσε σε ΔΡΑΣΗ, απελευθερώνεται και διασκορπίζεται με τη μορφή του γέλιου.  Και αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος να προσφέρεις στο κοινό αυτό που θέλει και ακριβώς αυτός για το οποίο πληρώνει: άλλη μια δικαιολογία για να καθίσει αναπαυτικά και να συνεχίσει τη δική του εγωιστική πορεία χωρίς καμιά πραγματική απειλή ή πρόκληση για το πολύτιμο lifestyle του….
Μισώ αυτούς τους γαμημένους μεσοαστούς αριστερούς φιλελεύθερους κωμικούς και αυτό θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ.  Μου φαίνεται ουσιώδες να αφανιστούν όλοι από προσώπου γής, διαφορετικά δεν θα κατορθώσουμε ποτέ να συγκεντρώσουμε την απαραίτητη ενέργεια για να ανατρέψουμε το σημερινό σάπιο, διεφθαρμένο και ψυχοφθόρο πολιτικό κατεστημένο.  Κάτω η κωμωδία, γαμώτο! Ζήτω η πραγματική πάλη! (σελ. 303).
«Λέγομαι Λίβια και κατάγομαι από το Βουκουρέστι.  Ζω σ το Λονδίνο πάνω από πέντε χρόνια και γνωρίζω όχι μόνο τους δρόμους του, αλλά και τις κρυψώνες του επίσης, πάνω και κάτω από το έδαφος.  Κάτω από το ψηλό σπίτι της οδού Τέρνγκριτ, έντεκα ορόφους κάτω από τη γη, κάτω από το κελάρι των κρασιών και το θησαυροφυλάκιο και την πισίνα όπου μεγαλώνουν οι φοίνικες, είναι η πιο βαθιά, η πιο κρυφή κρυψώνα από όλες.
Υπάρχει μια σήραγγα.  Και πέρα από τη σήραγγα υπάρχει ένα δωμάτιο.  Και εκεί αράζουν, στο σκοτάδι.  Καθεμιά τυλιγμένη σ΄ ένα κουκούλι πλεγμένο από ασημένιο ιστό.  Με το εκδικητικό πλάσμα με τα κεχριμπαρένια μάτια να τις προσέχει.
Η εκδίκησή μου παίρνει πολλές μορφές.  ΤΟ σώμα μου παίρνει πολλές μορφές. 
Δεν είμαι θυμωμένη.  Είμαι ο θυμός ο ίδιος.
Μπορεί να νιώθεις οίκτο για τα θύματά μου.  Η επιλογή είναι δική σου.  Μπορεί να νιώθεις συμπόνια γι΄ αυτά ή για μένα.  Η απόφαση είναι δική σου.
Τελικά, πιστεύω, πως όλοι έχουμε την ελευθερία της επιλογής.»


ΤΙ ΩΡΑΙΟ ΠΛΙΑΤΣΙΚΟ! ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΡΗΞΗΣ



                          Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο του συλλογικού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου.  Το Τι Ωραίο Πλιάτσικο!  περιγράφει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα – για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράσσονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ΄  ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο.  Σ΄ ένα «βασίλειο»: ένα θεσμικό πλαίσιο αυταρχικό, κακόγουστο και πολυδάπανο…
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ο Μάικλ ΄Οουεν, ένας καταθλιπτικός νεαρός που πάσχει από αγοραφοβία και έχει καλύψει το βαρύ καθήκον να γράψει το χρονικό της οικογένειας Γουίνσο.  Η εν λόγω οικογένεια έχει την τάση να διεισδύει σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και να αποκομίζει τη μερίδα του λέοντος, να εκμεταλλεύεται στο έπακρο όλες τις συγκυρίες – τα μέλη της διαπρέπουν στο έγκλημα και την υποκρισία.  Πράγμα που δεν αργεί να αντιληφθεί ο Μάικλ «… ήταν για μένα φως φανάρι, ευθύς εξαρχής, πώς είχα να κάνω με οικογένεια εγκληματιών, που τα πλούτη και το  κύρος τους ήταν προϊόν κάθε λογής απάτης, πλαστογραφίας, λωποδυσίας, ληστείας, κλοπής, ζαβολιάς, κατεργαριάς, μπαγαποντιάς, λεηλασίας, δήωσης, διαρπαγής, παράνομης ιδιοποίησης, παραποίησης εγγράφου και διασπάθισης δημόσιου χρήματος.  ΄Όχι ότι οι δραστηριότητες των  Γουίνσο ήταν απροκάλυπτα εγκληματικές ή είχαν ποτέ αναγνωρισθεί ως εγκληματικές από τον καλό κόσμο» (σελ. 103)…»Δεν έχουν τελειωμό οι άνθρωποι που πέθαναν εξαιτίας του Μάρκ και των αισχρών συναλλαγών του.  Η Ντόροθι ήταν απ΄ αυτούς που σκότωσαν τον πατέρα μου, γιατί τον τάιζε όλα αυτά τα σκουπίδια και ο Τόμας έβαλε κι αυτός μια μαχαιρία, γιατί του εξαφάνισε τα λεφτά του τη στιγμή που ακριβώς τα χρειαζόταν.  Ο Ρόντι και η Χίλαρυ έβαλαν κι αυτοί το χεράκι τους. Αν η φαντασία είναι αίμα που μας δίνει ζωή και η σκέψη το οξυγόνο που αναπνέουμε, τότε αυτός μεν μας κόβει τις φλέβες και σταματάει η κυκλοφορία του αίματος, εκείνη δε φροντίζει να παραμένουμε νεκρωμένοι από το λαιμό κι επάνω.  Και στο μεταξύ αυτοί κάθονται σπίτι τους και χοντραίνουν με ό,τι αποκομίζουν, κι εμείς είμαστε εδώ.  Οι επιχειρήσεις μας πέφτουν έξω, οι δουλειές μας πάνε κατά διαόλου, η ύπαιθρός μας ασφυκτιά, τα νοσοκομεία μας καταρρέουν, τα σπίτια μας κατάσχονται, τα κορμιά μας δηλητηριάζονται, τα μυαλά μας φρικάρουν, όλο το πνεύμα αυτής της χώρας έχει συνθλιβεί και δεν μπορεί να πάρει ανάσα.  Τους μισώ τους Γουίνσο» (σελ. 429).    Η  αλήθεια, όπως στα γοτθικά μυθιστορήματα, θα αποκαλυφθεί μια σκοτεινή νύχτα θύελλας της 16ης Ιανουαρίου 1991, όταν όλη η οικογένεια θα βρίσκεται συγκεντρωμένη στον πύργο των Γουίνσο.  Θα αποκαλυφθεί, αλλά η τραγωδία θα έχει ξεσπάσει:  σε ένα σκηνικό ταινίας τρόμου – αλλά και αστυνομικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα – όπου οι Καλοί είναι μόνοι, άρρωστοι και δυστυχισμένοι κι όπου οι Κακοί θριαμβεύουν μ΄ εκείνο το σατανικό τρόπο που θυμίζει τα σκληρά παραμύθια της παιδικής ηλικίας. ..
                             Το Τι Ωραίο Πλιάτσικο! είναι μια μεγάλη, μνημειώδης κατασκευή …  όπου το  «κατεστημένο» δεν είναι μόνο το περιβάλλον μιας μικρής πόλης ούτε ο μικρόκοσμος ενός πανεπιστημίου, αλλά η αργόσχολη  τάξη,  η αδυσώπητη οικονομική εξουσία…
                             Όπως φανερώνει και ο τίτλος, το Τι Ωραίο Πλιάτσικο! Είναι ένα χρονικό της πλεονεξίας: η Ντόροθι αγοράζει σειρά πτηνοτροφείων, τα μετατρέπει σε εντατικές βιομηχανίες και πολλαπλασιάζει με τερατώδεις μεθόδους τα κοτόπουλά της, παράγει πλήθος από δύσμορφα ζώα τα οποία εκμεταλλεύεται και με τα οποία πλουτίζει.  ΄Οσο για την εξαδέλφή της Χίλαρυ, ανήκει στην άλλη αχόρταγη τάξη:  στους ανθρώπους των μίντια, φτιάχνει σαχλές εκπομπές για τις μάζες – η ίδια δεν καταδέχεται ούτε να τις δει.  Ο Τόμας είναι τραπεζίτης, άρπαγας του δημόσιου χρήματος, ο Μάρκ πουλάει όπλα στον Σαντάμ Χουσεΐν, κι ο Χένρι – πρώην βουλευτής του Εργατικού Κόμματος – προσχωρεί ενθουσιωδώς στους Τόρηδες με προτεραιότητες « ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΠΙΛΟΓΗ» (ΣΕΛ. 154).  Εννοείται ότι πρόκειται για χορό εγκληματιών:  οι νόμοι που διέπουν τις πράξεις τους είναι εκείνοι των γκάνγκστερς, η οικογένεια Γουίνσο διαφέρει από τον υπόκοσμο μόνον σ το ότι διαθέτει χαρακτηριστική οξφορδιανή προφορά.  Το μοναδικό μέλος που δεν ευθύνεται για κακουργήματα κατά της ανθρωπότητας είναι η τρελή Ταβιθά – η τρέλα είναι πάντα το τελευταίο καταφύγιο, η ασπίδα μπροστά σ τους βρυκόλακες.  «΄Ηταν πράγματι τρελή η Ταβιθά ή υπήρχε κάποιο ίχνος αληθείας στην πεποίθησή της ότι ο Λόρενς ήταν, κατά   κάποιον ύπουλο και σκοτεινό τρόπο, υπεύθυνος για το θάνατο του αδελφού του;»(σελ. 105)


Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από τη Μύριελ Σπαρκ: «Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί…». Αυτό υποστηρίζει και ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι.
 Από το επίμετρο της Σώτης Τριανταφύλλου

IRVIN YALOM : Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ



Το περιεχόμενο της Θεραπείας του Σοπενάουερ είναι ξανά μια ψυχοθεραπευτική περιπέτεια, η οποία όμως δεν εκτυλίσσεται πια στο κλειστό σύστημα της ατομικής ψυχοθεραπείας. Ο συγγραφέας ξεναγεί εδώ τον αναγνώστη σ' ένα νέο θεραπευτικό χώρο. Αν στο Όταν έκλαψε ο Νίτσε μάς άνοιγε ένα παράθυρο στην προ-ψυχαναλυτική Βιέννη, αν Στο ντιβάνι μάς παρουσίαζε την κοινότητα της ατομικής ψυχοθεραπείας στην Αμερική, εδώ μας βάζει πίσω από τον μονόδρομο καθρέφτη να παρακολουθήσουμε τον μικρόκοσμο της ομαδικής ψυχοθεραπείας.
[...] Ο Γιάλομ διόλου δεν μεταμφιέζει τη διδακτική του πρόθεση στη Θεραπεία του Σοπενάουερ :
εδώ έχει συλλάβει και συνθέσει την ιστορία του με στόχο να διδάξει τη θεωρία και τις μεθόδους της ομαδικής ψυχοθεραπείας, αλλά και να συζητήσει τις φιλοσοφικές απαρχές της ψυχαναλυτικής θεωρίας, τη σχέση (και την αντίθεση) μεταξύ φιλοσοφίας και ψυχοθεραπείας, καθώς και ερωτήματα με τα οποία ασχολείται και στα προηγούμενα βιβλία του : Πώς επηρεάζουν τα μείζονα υπαρξιακά προβλήματα τις σχέσεις μας και τις αποφάσεις μας, τι είναι ιαματικό μέσα στη θεραπευτική διαδικασία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καλού ψυχοθεραπευτή. Στην εξέλιξη της πλοκής - στην οποία το πρόσωπο που αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο τώρα και το χθες είναι ο Φίλιπ Σλέιτ, ένας άνθρωπος με μια βασανισμένη σεξουαλική εμμονή, που πιστεύει ότι γιατρεύτηκε ασπαζόμενος την κοσμοθεωρία του Άρθουρ Σοπενάουερ και διαμορφώνοντας τη ζωή του με βάση εκείνον ως πρότυπο - ο Γιάλομ παρεμβάλλει σύντομα μαθήματα για τη ζωή και το έργο του πεσιμιστή Γερμανού φιλοσόφου (1788-1860).
[...] Μάγος της περιγραφής των χαρακτήρων, ο Γιάλομ διατυπώνει ψυχαναλυτικού τύπου εικασίες για τη διαμόρφωση του ψυχισμού του Σοπενάουερ και παρακολουθεί τη ζωή του με τόση ενσυναίσθηση, ώστε ο αναγνώστης καταλήγει να νιώσει μεγάλη τρυφερότητα για τον μισάνθρωπο φιλόσοφο αλλά και τον άνθρωπο που αποτελεί τη " μετενσάρκωση " του φιλοσόφου στο σήμερα, του παγερού και απάνθρωπου στην απομόνωσή του Φίλιπ Σλέιτ. Η ψυχική περιπέτεια της ομαδικής ψυχοθεραπείας αποτελεί τις πιο ανθρώπινες, τις πιο ευάλωτες, τις πιο απροστάτευτες πτυχές ενός ανθρώπου που ως τώρα δεν προκαλούσε παρά μόνο αντιπάθεια.  Και αντίστροφα ξεσκεπάζει τα πιο σκοτεινά και δυσπροσάρμοστα σημεία της Παμ, μιας γυναίκας γοητευτικής, ευφυούς και λαμπερής, που ο Φίλιπ Σλέιτ έχει στοιχειώσει το παρελθόν της.
[…] Ο τίτλος του βιβλίου είναι αμφίσημος.  Η πρώτη σημασία είναι «ψυχοθεραπεία με τον Σοπενάουερ» - ο Φίλιπ Σλέιτ, ένας άνθρωπος με μια βασανιστική σεξουαλική εμμονή, πιστεύει ότι γιατρεύτηκε ασπαζόμενος την κοσμοθεωρία του Σοπενάουερ και διαμορφώνοντας τη ζωή του με βάση εκείνον ως πρότυπο.  Η δεύτερη σημασία γίνεται φανερή προς το τέλος του βιβλίου, όπου αναφέρονται διεξοδικά οι αμυντικοί τρόποι χάρη στους οποίους ο ίδιος ο Σοπενάουερ κατόρθωνε να αντεπεξέλθει στην ωμή πραγματικότητα της χωρίς ανθρώπινη ζεστασιά ζωής του:  Η φιλοσοφία του δεν ήταν παρά ένας τρόπος αυτοθεραπείας, ο οποίος δεν απέφερε τους καρπούς του παρά στο τέλος της ζωής του.  Τότε η μισανθρωπία του έγινε πιο ήπια και ο μισογυνισμός του, πράγμα που επέστρεψε στο τελευταίο του βιβλίο, το Πάρεργα και Παραλειπόμενα, να γίνει το πιο δημοφιλές φιλοσοφικό ανάγνωσμα εντός και εκτός Γερμανίας, χαρίζοντάς του τη διασημότητα και την αναγνώριση που πάντα λαχταρούσε.
[...] Στη Θεραπεία του Σοπενάουερ , περισσότερο από κάθε άλλο του έργο, ο Γιάλομ παρουσιάζει τον εαυτό του με την ελάχιστη μεταμφίεση. Από την άποψη της διαδικασίας, λοιπόν, η συγγραφή αυτού του βιβλίου είναι μια πράξη διαφάνειας του συγγραφέα.   Πέρα από τη μεταλλακτική δύναμη της ψυχοθεραπείας για τους θεραπευόμενους και τη γοητεία της για τους εκπαιδευόμενους, ο Γιάλομ δείχνει με τη μεγαλύτερη δυνατή παραστατικότητα στον αναγνώστη τη ζωογόνο δύναμή της για τον ίδιο τον θεραπευτή. [...] Η ίδια η πράξη της συγγραφής της Θεραπείας του Σοπενάουερ αφήνει να διαφανεί επίσης πόση δύναμη ζωής προσφέρει η λογοτεχνική δημιουργία στον ίδιο τον συγγραφέα.

 (Από το εισαγωγικό σημείωμα των μεταφραστών Ευαγγελίας Ανδριτσάνου - Γιάννη Ζέρβα)   
            
 Κάθε ανάσα που παίρνουμε απωθεί τον θάνατο που συνεχώς μας πολιορκεί. .. Στο τέλος ο θάνατος πρέπει να θριαμβεύσει, γιατί ορίστηκε για μας από τη γέννησή μας και παίζει  με το θύμα του μόνο για λίγο, πριν το καταβροχθίσει.  Κι όμως, συνεχίζουμε με μεγάλο ενδιαφέρον και με πολλή φροντίδα τη ζωή μας για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται, όπως θα φτιάχναμε μια σαπουνόφουσκα, όσο μεγαλύτερη μπορούμε, παρά την απόλυτη βεβαιότητά μας πως στο τέλος θα σκάσει (The World As Will and Representation του ΄Αρθουρ Σοπενάουερ)

Το ταλέντο είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν.  Η μεγαλοφυΐα είναι σαν το σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν καν να δουν.

Ο άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει ευτυχισμένος.  Το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει είναι να ζήσει μια ηρωική ζωή.

΄Όταν στο τέλος της ζωής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν προς τα πίσω, ανακαλύπτουν ότι έζησαν όλη τους τη ζωή εν αναμονή.  Με έκπληξη θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που άφησαν να τους διαφύγει χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν δεν ήταν άλλο από τη ζωή τους.  ΄Ετσι λοιπόν ο άνθρωπος, ξεγελασμένος από την ελπίδα, χορεύει προς την αγκαλιά του θανάτου (Σοπενάουερ, Πάρεργα και Παραλειπόμενα).

Το λουλούδι απάντησε: Ανόητε! Φαντάζεσαι πως ανθίζω για να με δουν; Ανθίζω για δικό μου λογαριασμό, επειδή έτσι μ΄ αρέσει, κι όχι για τους άλλους.  Η δική μου χαρά πηγάζει από το γεγονός ότι υπάρχω και ανθίζω (Σοπενάουερ, Πάρεργα και Παραλειπόμενα).

Βεβαιώσου ότι οι αντικειμενικές σου κρίσεις δεν είναι στο  μεγαλύτερο μέρος τους συγκαλυμμένες υποκειμενικές γνώμες (νεανική συμβουλή Σοπενάουερ προ ς τον ωριμότερο εαυτό του)

Αν σωπάσω για το μυστικό μου, το κρατώ φυλακισμένο.  Αν το αφήσω να ξεφύγει από τη γλώσσα μου, με κρατάει εκείνο.  Στο δέντρο της σιωπής κρέμονται οι καρποί της γαλήνης (Σοπενχάουερ, Πάρεργα και Παραλειπόμενα)

Σε τι συμπεράσματα έφτασε ο Σοπενχάουερ από τη δική του εσωτερική γνώση του σώματός του; ΄Ότι μέσα μας, και σ΄ ολόκληρη τη φύση, υπάρχει μια ακατάβλητη, αχόρταγη, πρωτόγονη ζωική δύναμη, που την ονόμασε βούληση… Θέλουμε, θέλουμε, θέλουμε.  Για κάθε μία ανάγκη που φτάνει στο συνειδητό, υπάρχουν δέκα ανάγκες που περιμένουν στις πτέρυγες του ασυνείδητου.  Η βούληση  μας καθοδηγεί ακατάπαυστα, γιατί, μόλις μια ανάγκη ικανοποιείται, αντικαθίσταται σε λίγο από μια άλλη, κι έπειτα από άλλη κι άλλη για όλη μας τη ζωή… Επομένως, τι άλλο είναι η ανθρώπινη ζωή παρά ένας ατελείωτος κύκλος επιθυμίας, ικανοποίησης, πλήξης και πάλι επιθυμίας;  … Στους ανθρώπους, γράφει ο Σοπενάουερ όσο αυξάνεται η ευφυΐα, τόσο αυξάνεται και η ένταση της δυστυχίας (σελ. 330-331)

΄Όταν ταξιδεύεις στη θάλασσα και το πλοίο ρίξει άγκυρα σ΄ έναν όρμο, βγαίνεις να βρεις νερό και στο δρόμο μαζεύεις κανένα κοχύλι  και κανένα βολβό.  Πάντα όμως πρέπει να έχεις το νου σου στο καράβι, και πάντα να κοιτάς πίσω, μήπως κάποια στιγμή ο καπετάνιος του καραβιού φωνάξει, κι αν σε καλέσει, εσύ πρέπει να ξεφορτωθείς όσα μάζεψες, μην τυχόν σε κουβαλήσουν στο σκάφος δεμένο σαν τα πρόβατα.
΄Ετσι συμβαίνει και με τη ζωή του ανθρώπου.  Αν αντί για κοχύλια και βολβούς, σου έχει δοθεί γυναικούλα και παιδί, τίποτε δεν σ΄ εμποδίζει να τα έχεις.  Αν όμως σε καλέσει ο καπετάνιος, τρέξε στο πλοίο κι άστα όλα, και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω.  Κι αν είσαι γέρος, μην απομακρυνθείς ποτέ από το καράβι, μην τυχόν σε φωνάξουν και δεν είσαι εκεί (χωρίο του Επίκτητου, σελ. 348)

Η ζωή μπορεί να συγκριθεί μ΄ ένα κομμάτι κεντητό ύφασμα, που στο πρώτο μισό ο άνθρωπος το βλέπει από την καλή του μεριά και στο δεύτερο  μισό από την ανάποδη.  Η δεύτερη  μεριά δεν είναι τόσο ωραία, αλλά είναι πιο εποικοδομητική, γιατί βοηθάει τον άνθρωπο να δει πώς συνδέονται μεταξύ τους τα νήματα (Σοπενχάουερ, Πάρεργα και Παραλειπόμενα)

 Μια διατύπωση του Σοπενάουερ που με βοήθησε ήταν η ιδέα ότι η σχετική ευτυχία πηγάζει από τρεις πηγές:  Από αυτό που είσαι, από αυτό που έχεις κι από αυτό που αντιπροσωπεύεις στα μάτια των άλλων.  Εκείνος μας προτρέπει να δίνουμε προσοχή μόνο στο πρώτο και να μη χτίζουμε πάνω στο δεύτερο και το τρίτο, γιατί αυτά τα δύο δεν τα ελέγχουμε (σελ. 380)

Ιδωμένη από τη σκοπιά της νεότητας, η ζωή είναι ένα απείρως μακρύ μέλλον:  από τη σκοπιά των γηρατειών μοιάζει μ΄ ένα πολύ σύντομο παρελθόν.  Ταξιδεύοντας με ένα καράβι, τα αντικείμενα στην ακτή γίνονται όλο και μικρότερα κι όλο και πιο δύσκολα τα αναγνωρίζουμε και τα ξεχωρίζουμε.  ΄Ετσι γίνεται και με τα χρόνια μας που πέρασαν, με όλα τους τα γεγονότα και τις δραστηριότητες (Σοπενάουερ, On the Different Periods of Life)

‘Όταν του περιέγραψα τη ρουτίνα της σεξουαλικής αποπλάνησης που ακολουθούσα κάθε βράδυ και τον ρώτησα αν αυτό τον σόκαρε ή τον αηδίαζε, απάντησε ότι του φαινόταν εξαιρετικά πληκτικό.  Η απάντησή του με ξύπνησε.  Μ΄ έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο αυθαίρετος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδινα εγώ σ΄ αυτή την επαναληπτική μου συμπεριφορά θεωρώντας τη συναρπαστική… Κάποτε με ρώτησε τι επιτύμβιο θα μπορούσε να γραφτεί στον τάφο μου.  Ο Τζούλιους πρότεινε το εξής : «πήδαγε αβέρτα»… ΄Ηθελε να με σοκάρει, να με ξυπνήσει (σελ. 409)

Ο Σοπενάουερ μας προτρέπει να ζήσουμε και να βιώσουμε τη ζωή στο τώρα και να μη ζούμε με την «ελπίδα» κάποιου μελλοντικού καλού.  Δυο γενιές αργότερα ο Νίτσε θ΄ άκουγε την πρόσκλησή του και θ΄ ανακήρυσσε την ελπίδα τη μεγαλύτερη μάστιγα του ανθρώπου.  Κατηγόρησε με τη μεγαλύτερη δριμύτητα τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη και τον Χριστιανισμό, επειδή έστρεψαν την προσοχή μας μακριά από τη μοναδική ζωή που διαθέτουμε, προς ένα μελλοντικό απατηλό κόσμο (σελ. 414)

Κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να χαλαρώσουν τα δικά τους δεσμά, κι όμως μπορούν να λυτρώσουν τους φίλους τους (Νίτσε)

Στο τέλος της ζωής του κανένας άνθρωπος, αν είναι ειλικρινής κι έχει σώας τας φρένας,  δεν εύχεται ποτέ να μην ξαναζήσει από την αρχή.  Αντί γι΄ αυτό θα προτιμήσει σαφώς την πλήρη ανυπαρξία (The World As Will and Representation του ΄Αρθουρ Σοπενάουερ)

«Είναι εκεί που ο Ζαρατούστρα λέει «Αυτό ήταν η ζωή;  Ε, τότε, άλλη μια φορά» (σελ. 462)


Ο Σοπενάουερ φλερτάρει με μια μορφή αθανασίας (αλλά  δεν την παντρεύεται).  Κατά την άποψή του η εσωτερική μας φύση είναι άφθαρτη, γιατί δεν είμαστε τίποτε άλλο από μια εκδήλωση της ζωικής δύναμης, βούληση, πράγμα καθεαυτό που υπάρχει αιώνια.  ΄Ετσι ο θάνατος δεν είναι πραγματικός αφανισμός.   Όταν τελειώσει η ασήμαντη ζωής μας, θα ενωθούμε ξανά με την πρωτόγονη ζωική δύναμη που υπάρχει πέρα από το χρόνο (σελ. 471-472)

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2016

IRVIN D. YALOM: ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΠΙΝΟΖΑ



Ποιος ήταν ο Σπινόζα; Αυτή η θαρραλέα μορφή του 17ου αιώνα,  αυτός ο μεγαλοφυής φιλόσοφος που με το έργο του επηρέασε την παγκόσμια σκέψη, και ο οποίος σε ηλικία εικοσιτριών ετών μετατράπηκε σε αποσυνάγωγο για ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα του ΄Αμστερνταμ, καθώς και για την ίδια του την οικογένεια;  Ποια ήταν η εσωτερική του ζωή; Και σε τι οφειλόταν, ακριβώς δύο αιώνες αργότερα, η έλξη που άσκησε στον «φιλόσοφο»  τα ων Ναζί ο Σπινόζα;  Γιατί λεηλάτησαν τη βιβλιοθήκη του, αλλά δεν έκαψαν τα βιβλία του;  Ποιο ήταν το «πρόβλημα Σπινόζα» στο οποίο αναφέρονταν;  Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν εδώ και άρα πολλά χρόνια τον ψυχίατρο και μυθιστοριογράφο ΄Ιρβιν Γιάλομ.  Στο συναρπαστικό καινούριο του μυθιστόρημα, Το πρόβλημα Σπινόζα, δεν εξανθρωπίζει μόνο τον φιλόσοφο, αλλά αποκαλύπτει την αφετηρία και το νόημα αυτής της ισχυρής μα αινιγματικής εμμονής.

Εστιάζει το βλέμμα του στον ΄Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ, τον Ναζί ιδεολόγο που ευθυνόταν κυρίως για το διανοητικό πρόγραμμα του κόμματός του.  Ο Ρόζενμπεργκ κατατρύχεται από την πνευματική κληρονομιά του ήρωά του, του Γκαίτε, από τη στιγμή που ανακαλύπτει ότι ο ποιητής έτρεφε θαυμασμό για τον Σπινόζα:  ΄Έναν αποσυνάγωγο Εβραίο, που η κοινότητά του τον κατηγόρησε ως αιρετικό και για τον οποίο ο Ρόζενμπεργκ νιώθε σεβασμό και απώθηση μαζί.

Με τους παράλληλους βίους του Σπινόζα και του Ρόζενμπεργκ, ο Γιάλομ ρίχνει ένα διεισδυτικό βλέμμα στους κινδύνους που ελλοχεύουν στην αναζήτηση της σοφίας και στις συμφορές που ακολουθούν όποιον είναι αρκετά θαρραλέος – ή αρκετά ανόητος – ώστε να αποπειραθεί να ζήσει σαν φιλόσοφος. 

 Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου