Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

΄Αλωση ή Πτώση;

… το 1955 καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν οι περιουσίες των Ρωμιών και των άλλων μειονοτήτων στην Ιστανμπούλ, επειδή ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν τα πλήθη που είχαν υποκινηθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Τα γεγονότα αυτά που συμπεριλάμβαναν καταστροφές εκκλησιών και δολοφονίες παπάδων, μοιάζουν σε λεηλασία και ωμότητα με τα γεγονότα που περιγράφουν οι «Δυτικοί» ιστορικοί της «πτώσης». Οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητες τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453.

Το 1955 όταν οι εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι έλληνες ν΄ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού , ένας πράκτορας των μυστικών τουρκικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. ΄Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ΄ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη.
Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκοϊ, το Μπαλουκλή, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν , λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες, μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ιστανμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πολιορκητής μπήκε στη πόλη. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίος στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν τη φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο είναι ελεύθερο.
Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος , το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Χρώματα χρώματα, τόπια τόπια τα υφάσματα, χαλιά και φορέματα κι από πάνω αναποδογυρισμένα ψυγεία, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, καινούρια ακόμη τότε στην τουρκική αγορά, το οδόστρωμα δε φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια (τα καλύτερα καταστήματα παιχνιδιών ήταν στο Μπέγιογλου) , τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. Ποδήλατα , αναποδογυρισμένα ή καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα πιάνα, ακρωτηριασμένες κούκλες που κοίταζαν τον ουρανό, πεσμένες ανάσκελα από τη βιτρίνα κάποιου μεγάλου καταστήματος, και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη.

Ιστανμπούλ (του Ορχάν Παμούκ)

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΣΗΓΑΤΑΚ ΕΤΕΝΥΤΦ ΗΜ

Αμέσως μόλις έμαθα να διαβάζω και να γράφω , στον κόσμο της φαντασίας μου προστέθηκαν και οι αστερισμοί των γραμμάτων. Ο καινούριος αυτός κόσμος δεν απαρτιζόταν από οράματα με νόημα, από εικόνες που διηγιόνταν ιστορίες, παρά μόνο από γράμματα κι από ήχους που βγάζανε τα γράμματα. Διάβαζα οτιδήποτε έβλεπα γραμμένο, τις επωνυμίες εταιρειών στα σταχτοδοχεία, τις αφίσες στους τοίχους, τις ειδήσεις στις εφημερίδες, τις διαφημίσεις, ό,τι γράφανε απέξω τα καταστήματα, τα εστιατόρια, ό,τι ήταν γραμμένο πάνω στα φορτηγά, στα χαρτιά περιτυλίγματος, στις πινακίδες της τροχαίας, στο κουτί της κανέλας στο τραπέζι, στο κουτί με το βούτυρο στην κουζίνα και στα σαπούνια και στα τσιγάρα της γιαγιάς μου και στα κουτιά με τα φάρμακά της. Ούτε ήταν απαραίτητο να καταλαβαίνω τη σημασία των λέξεων αυτών που καμιά φορά διάβαζα δυνατά. Θαρρείς, κάπουμέσα στο μυαλό μου, ανάμεσα στην όραση και το κέντρο αντίληψής μου είχε τοποθετηθεί μια μηχανή που μετέτρεπε όλα τα γράμματα σε συλλαβές και ήχους. ΄Ιδια με ανοιχτό ραδιόφωνο που κανείς δεν το ακούει, σε καφενείο όπου γίνεται πολλή φασαρία, η μηχανή αυτή, που καμιά φορά ούτε εγώ δεν της έδινα σημασία, έκανε συνέχεια εκπομπή.


Ορχάν Παμούκ: Ιστανμπούλ

Θλίψη

Η θλίψη είναι μοίρα αναπόφευκτη, ένα συναίσθημα που λυτρώνει την ψυχή και δίνει βάθος στον άνθρωπο. Η θλίψη είναι σαν θολό τζάμι ανάμεσα στον ποιητή και τη ζωή. Η θλιβερή προβολή της ζωής για τον ποιητή είναι πιο ελκυστική από την ίδια τη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τους κατοίκους της Ιστανμπούλ, που έχουν αποδεχτεί τη φτώχειά τους και τα αισθήματα μειονεξίας τους. Η θλίψη, που έχει και την έννοια της συνειδητής παραίτησης από τη ζωή, ενώ από τη μια μεριά επωφελείται από τη σπουδαιότητά της στη μυστικιστική λογοτεχνία, από την άλλη φαίνεται να είναι η αιτία – επιλεγμένη με απόλυτη συνείδηση και περηφάνια – της αποτυχίας, της αναποφασιστικότητας , της ηττοπάθειας και της φτώχειας όσων ζούνε στην πόλη. Με αυτή την έννοια η θλίψη δεν παρουσιάζεται μόνο ως αποτέλεσμα των ελλείψεων στη ζωή, των μεγάλων απωλειών αλλά , και το πιο σημαντικό, ως πραγματική τους αιτία. Οι ήρωες στις τουρκικές ταινίες στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, ακριβώς όπως οι ήρωες των πραγματικών ιστοριών που είχα ακούσει ή ήμουν μάρτυράς τους, λες και εξαιτίας της θλίψης που είχαν μέσα τους από τη γέννησή τους, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την αγαπημένη τους, τα λεφτά, την επιτυχία : η θλίψη παραλύει τον κάτοικο της Ιστανμπούλ, αλλά είναι και η δικαιολογία της παράλυσής του.


(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)

Χιουζούν (θλίψη) – μελαγχολία – tristesse

΄Όμως τώρα δεν προσπαθώ να σας πω για την μελαγχολία της Ιστανμπούλ, αλλά για τη θλίψη στην οποία βλέπουμε τον εαυτό μας, που της έχουμε δώσει με περηφάνια διάσταση πνευματική και τη μοιραζόμαστε όλοι σαν μια κοινωνία. Θλίψη είναι το σημείο όπου συναντιούνται η ίδια η πόλη και οι αναμνήσεις από τις εικόνες της πόλης. Εννοώ τα βράδυα που έρχονται νωρίς, τους πατεράδες που κάτω από τα φώτα των δρόμων γυρίζουν στα σπίτια τους στους πίσω μαχαλάδες με μια σακούλα στα χέρια. Τους γερασμένους βιβλιοπώλες που έπειτα από κάθε οικονομική κρίση περιμένουν τρέμοντας από το κρύο στο μαγαζί τους όλη μέρα πελάτη, τους μπαρμπέρηδες που έπειτα από την κρίση παραπονιούνται ότι ο κόσμος ξυρίζεται λιγότερο συχνά, τους ναύτες που καθώς πλένουν, μ΄ έναν κουβά στο χέρι, τα δεμένα στις άδειες αποβάθρες παλιά βαπόρια του Βοσπόρου, ρίχνουν ματιές στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση κάπου παρακάτω, και που σε λίγο θα πέσουν να κοιμηθούν στο βαπόρι που πλένουν, τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τις μαντιλοδεμένες γυναίκες με τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, που περιμένουν στις απόμερες στάσεις των λεωφορείων, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, το λεωφορείο που δεν έρχεται ποτέ, τους άδειους καϊκχανέδες των παλιών γιαλί, τους τσαϊχανέδες που είναι γεμάτοι με ανέργους, τους υπομονετικούς μαστροπούς που τα καλοκαιρινά βράδυα περπατάνε πέρα-δώθε στα πεζοδρόμια της πιο μεγάλης πλατείας της πόλης με την ελπίδα να βρούνε κάνα μεθυσμένο τουρίστα, τον κόσμο που τα χειμωνιάτικα βράδυα τρέχει να προλάβει τα βαπόρια, τις γυναίκες που περιμένουν τους καθυστερημένους άντρες τους να γυρίσουν στο σπίτι τα βράδυα, παραμερίζουν τις κουρτίνες να ρίξουν μια ματιά στο δρόμο, τους γέρους με τους τακέδες, τους μικρούς σκούφους, που στις αυλές των τζαμιών πουλάνε θρησκευτικά βιβλιαράκια, κομπολόγια, αγιασμούς, τις εισόδους χιλιάδων πολυκατοικιών που όλες μοιάζουν μεταξύ τους, τα ξύλινα κτίρια που από μικρά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε δημαρχεία και που τα ξύλινα πατώματά τους βογκάνε σε κάθε βήμα, τις σπασμένες τραμπάλες στις άδειες παιδικές χαρές, τις σφυρίχτρες των βαποριών στην ομίχλη, τα ερειπωμένα βυζαντινά τείχη της πόλης, τις αγορές που αδειάζουν όταν βραδιάζει, τα χαλάσματα που είναι ό,τι έχει απομείνει από τους παλιούς τεκέδες, τις προσόψεις των δεκάδων χιλιάδων πολυκατοικιών που από τη βρόμα, τη σκουριά, τη κάπνα και τη σκόνη έχουν χάσει το χρώμα τους, τους γλάρους που στέκονται ακίνητοι, κάτω από τη βροχή, πάνω στις σημαδούρες που είναι γεμάτες μύδια και φύκια, τα τεράστια αιωνόβια αρχοντικά που τις πιο κρύες μέρες του χρόνου ένας καπνός, κι αυτός λεπτός και σχεδόν αόρατος, βγαίνει από τη μοναδική καμινάδα τους, τους άντρες που ψαρεύουν στη γέφυρα του Γαλατά, τις κρύες αίθουσες των βιβλιοθηκών, τους φωτογράφους του δρόμου, την μπόχα από τις ανάσες που μυρίζουν οι κάποτε ωραίοι κινηματογράφοι με τα χρυσά ταβάνια, τώρα πια αίθουσες προβολής πορνό ταινιών όπου οι άντρες ντρέπονται όταν μπαίνουν., τις λεωφόρους όπου ούτε μια γυναίκα δεν βλέπεις να κυκλοφορεί μετά τη δύση του ήλιου, τους άντρες που μαζεύονται έξω από τις πόρτες των δεδηλωμένων μπουρδέλων τις μέρες με νοτιά και κουφόβραση, τις νεαρές γυναίκες που περιμένουν στην ουρά έξω από την πόρτα του μαγαζιού που πουλάει κρέας με έκπτωση, τις σβηστές λάμπες στα διακοσμητικά φώτα του ραμαζανιού που κρεμιούνται από μιναρέ σε μιναρέ, τις σκισμένες, μαυρισμένες από τον καιρό αφίσες τοίχου, τα κουρασμένα αμερικανικά αυτοκίνητα, απομεινάρια της δεκαετίας του ΄50, μουσειακά αντικείμενα σε κάποια δυτική πόλη αν υπάρχουν ακόμη, που τα δουλεύουν σαν ντολμούς και που βογκάνε και υποφέρουν στα βρώμικα σοκάκια της πόλης και στις ανηφόρες που σκαρφαλώνουν, τον κόσμο που γεμίζει ασφυκτικά τα λεωφορεία, τα τζαμιά που οι κλέφτες φροντίζουν να κλέβουν τους μολυβένιους καπλαμάδες και τις υδρορροές τους, τα νεκροταφεία και τα κυπαρίσσια που στην πόλη μέσα λες και υπάρχουν σαν ένας δεύτερος κόσμος, τις χλομές λάμπες που ανάβουν τις νύχτες στα βαπόρια της γραμμής Καντίκιοϊ – Καράκιοϊ, τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να πουλήσουν χαρτομάντιλα στους περαστικούς στα σοκάκια, τους πύργους των ρολογιών που ποτέ κανείς δεν κοιτάζει, το ξύλο που τρώνε οι μαθητές τα βράδυα στα σπίτια τους με τα βιβλία της ιστορίας όπου διαβάζουν για τους νικηφόρους πολέμους των Οθωμανών, το φόβο με τον οποίο περιμένουν τους «υπηρεσιακούς» τις μέρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας που κάθε τόσο αναγγέλλεται με αφορμή άλλοτε την απογραφή του πληθυσμού, άλλοτε των εκλογέων, άλλοτε την αναζήτηση τρομοκρατών, οι επιστολές των αναγνωστών στα μικρά γράμματα των εφημερίδων που ποτέ κανείς δε διαβάζει, του τύπου «ο θόλος του τάδε τζαμιού στο μαχαλά μας, ηλικίας άνω των τριακοσίων ετών γκρεμίζεται, γιατί το κράτος δεν κάνει τίποτε», τα σκαλοπάτια στις υπόγειες διαβάσεις και στις υπέργειες διαβάσεις στα πολυπληθέστερα μέρη της πόλης, που είναι σπασμένα στις άκρες με διαφορετικό σπάσιμο το καθένα, τον άνθρωπο που σαράντα χρόνια τώρα πουλάει στο ίδιο πόστο κάρτ ποστάλ της Ιστανμπούλ , τους ζητιάνους που ξεφυτρώνουν στις πιο απίθανες γωνιές μπροστά σου, και τους ζητιάνους που κάθε μέρα στην ίδια γωνία λένε τα ίδια, την έντονη μυρωδιά απόπατου που σου ΄ρχεται ξαφνικά στη μύτη στους δρόμους που βρίθουν από κόσμο, στα βαπόρια, στις στοές, στις διαβάσεις, τα κορίτσια που διαβάζουν την Αδελφή Γκιουζίν στην εφημερίδα Χουριέτ, τις δύσεις του ήλιου που βάφουν με κοκκινωπό πορτοκαλί τα παράθυρο στο Ουσκιουντάρ, τα χαράματα όπου κοιμούνται όλοι, εκτός από τους ψαράδες που ανοίγονται στη θάλασσα, τις τρεις γάτες και τις δυο κατσίκες στα κλουβιά στο πάρκο Γκιουλχανέ, εκεί όπου κανείς δεν θα έλεγε ότι είναι ο ζωολογικός κήπος, τους τρίτης κατηγορίας τραγουδιστές στα νυχτερινά κέντρα που μιμούνται Αμερικανούς και Τούρκους τραγουδιστές, αστέρια της ποπ μουσικής, αλλά και τους πρώτης κατηγορίας τραγουδιστές , τους μαθητές που βαριούνται τ΄ ατελείωτα μαθήματα των αγγλικών όπου στα έξι χρόνια ούτε ένας δεν καταφέρνει να μάθει κάτι παραπάνω από ένα yes κι ένα no, τους μετανάστες που περιμένουν στη γέφυρα του Γαλατά, τ΄ απομεινάρια στις λαϊκές αγορές που τις μαζεύουν νωρίς τ΄ απόβραδα το χειμώνα, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα σκουπίδια, τα χαρτιά, τις πλαστικές σακούλες, τα τσουβάλια, τα κουτιά, τα τελάρα, τις όμορφες μαντιλοδεμένες γυναίκες που ντρέπονται όταν παζαρεύουν στις λαϊκές αγορές, τις νεαρές μητέρες με τρία παιδιά που περπατάνε με δυσκολία στους δρόμους, την εικόνα του Κεράτιου όταν κοιτάζει κάποιος από τη γέφυρα του Γαλατά προς το Εγιούπ, τους κουλουράδες που αφαιρούνται καθώς περιμένουν πελάτη στις αποβάθρες, τις σφυρίχτρες των καραβιών που σφυρίζουν από μακριά όλες μαζί όταν για ένα λεπτό, μια φορά το χρόνο, όλη η Ιστανμπούλ στέκεται ακίνητη, σε στάση προσοχής, στη μνήμη του Ατατούρκ, τις παλιές κρήνες στις γειτονιές, ερείπια από μάρμαρα πια, με κλεμμένη τη βρύση τους που κάποτε ανέβαινες σε σκαλοπάτι για να τη φτάσεις, αλλά τώρα, έπειτα από τα τόσα στρώματα ασφάλτου πάνω από το λιθόστρωτο, είναι κάτω από το επίπεδο του δρόμου, τα νεαρά κορίτσια που δουλεύουν μέχρι το πρωί για να προλαβαίνουν τις παραγγελίες, στις μηχανές που ράβουν στριφώματα και κουμπιά, με τους χαμηλότερους μισθούς της πόλης, στριμωγμένες στα διαμερίσματα πολυκατοικιών στα στενά, εκεί όπου στα παιδικά μου χρόνια , αργά τ΄ απογεύματα, άκουγαν ραδιόφωνο οι μεσοαστικές οικογένειες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γυναίκες δασκάλων με τα παιδιά τους, όλα τα σπασμένα και παλιά εννοώ, την πόλη που όταν πλησίαζε το φθινόπωρο κοίταζε τους πελαργούς καθώς πετούσαν πάνω από το Βόσπορο και τα νησιά, στο ταξίδι τους από τα Βαλκάνια, την Ανατολική και τη Βόρεια Ευρώπη προς το Νότο, τα νησιά, και τους άντρες που γυρίζουν καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στα σπίτια τους μετά τους εθνικούς αγώνες ποδοσφαίρου, που στα παιδικά μου χρόνια τελείωνε καθένας με βαριά ήττα.

(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)

Η ανακάλυψη του Μπογάζ (Βοσπόρου)

Μου αρέσει κάθε τόσο ν΄ ανοίγω και να διαβάζω το κεφάλαιο «Σιωπές» στο βιβλίο Φεγγάρια του Βοσπόρου , που περιγράφει μια ολόκληρη μέρα και μια μακριά νύχτα με φεγγάρι, με τις σιωπές, τους έρωτες, τις συνήθειες και τις τελετές της που τόσο άρεσαν στο συγγραφέα, αρχίζοντας με τις προετοιμασίες που ξεκινούσαν από το πρωί για τη βόλτα με τα καΐκια το βράδυ στο Βόσπορο, ενώ σε μια βάρκα κάπου μακριά μια μικρή ορχήστρα έπαιζε μουσική, κι όλοι θαύμαζαν την πανσέληνο και τα παιχνίδια της από ασήμι στο νερό, να λυπάμαι για τον εξαφανισμένο πια αυτό κόσμο όπου δεν μπορώ να έχω συμμετοχή , να θυμώνω με το συγγραφέα που γεμάτος νοσταλγία για το παρελθόν έκλεινε τα μάτια στο μίσος, στις ανθρώπινες αδυναμίες, στη δύναμη και στην εξουσία, στα σατανικά και στα μοχθηρά: όταν τις νύχτες αυτές με πανσέληνο στην ήρεμη θάλασσα σταματούσε η μουσική που ερχόταν από τη βάρκα, άρχιζε η σιωπή της νύχτας. «αν και δεν φυσούσε καθόλου, τα νερά καμιά φορά ταράζονταν από μια ανατριχίλα που ερχόταν, θαρρείς, από μέσα τους», λέει ο Α.Σ.Χισάρ

(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)

Μαύρο και ΄Ασπρο

Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στα Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι ακόμη περιφέρεται η ασπρόμαυρη ψυχή για την οποία προσπαθώ να σας πω. Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό, οι σκουριασμένοι σκουπιδοτενεκέδες, οι κήποι και τα πάρκα που το χειμώνα μένουν άδεια και αφρόντιστα, και η φούρια των ανθρώπων καθώς γυρίζουν τα χειμωνιάτικα βράδυα μέσα στις λάσπες και τα χιόνια στα σπίτια τους, απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό αίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας. Παλιές κρήνες σπασμένες παντού, που αιώνες τώρα δεν έχουν νερό, φτηνομάγαζα που έχουν φυτρώσει από μόνα τους κάπου κοντά στα παλιά τζαμιά στις μακρινές γειτονιές, ή κοντά στα μεγάλα τζαμιά που δεν τα βλέπει κανείς πια ότι είναι εκεί, οι μαθητές του δημοτικού με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες τους που σε μια στιγμή γεμίζουν τους δρόμους, παλιά και κουρασμένα φορτηγά φορτωμένα κάρβουνο, παλιά μπακάλικα σκοτεινιασμένα από τα χρόνια, την ανεργία και τη σκόνη, μικρά καφενεία της γειτονιάς γεμάτα με θλιμμένους άνεργους, βρόμικα, σπασμένα πεζοδρόμια, τραχιά, γεμάτα λακκούβες, κυπαρίσσια που εμένα δεν μου φαίνονται σκούρα πράσινα αλλά μαύρα, παλιά νεκροταφεία απλωμένα στους λόφους, ερειπωμένα τείχη που μοιάζουν με σοκάκια όρθια στρωμένα με καλντερίμια, είσοδοι κινηματογράφων που έπειτα από λίγο καιρό μοιάζουν όλες μεταξύ τους, γαλακτοπωλεία, εφημεριδοπώλες στα πεζοδρόμια, σοκάκια όπου τα μεσάνυχτα τριγυρίζουν μεθυσμένοι, αδύναμες λάμπες του δρόμου, βαπόρια των αστικών δρομολογίων που ταξιδεύουν μπρος πίσω στο Βόσπορο, τοπία της πόλης σκεπασμένα με χιόνι, όλα μου φαίνονται σημάδια της ίδιας πάντοτε ασπρόμαυρης ψυχής.

(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)

Ο Αφανισμός της Μήλος

Μέσα σε ευλαβική σιωπή, χωρίς να ακούγονται ούτε οι ανάσες μας , παραδοθήκαμε το Σάββατο το βράδυ στη μαγεία της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Επτά ηθοποιοί, επτά μουσικοί δημιούργησαν μια κατανυχτική ατμόσφαιρα που μέσα της βυθιστήκαμε , ενώ τα συναισθήματα του πόνου και του φόβου ανάβλυζαν ατελείωτα και διαρκώς διογκούμενα μέσα από τις λέξεις και τις νότες.

Το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, ο Καλλιτεχνικός Οργανισμός Δήμου Βόλου – Δημοτικό Ωδείο, το τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας - Εργαστήρι ήχου και εικόνας και η Πειραματική Σκηνή Νέας Ιωνίας παρουσίασαν την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής το ποίημα - χορικό του Γιάννη Ρίτσου «Ο αφανισμός της Μήλος».
Το ποίημα αυτό συνέθεσε ο μεγάλος μας ποιητής κατά τη διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας που ταλαιπώρησε τον τόπο μας, στα 1969, ενώ ήταν απομονωμένος στη Σάμο.
«Αφορμή για τη συγγραφή αποτέλεσε» , όπως διαβάσαμε στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, αλλά και στην ιστοσελίδα του ΔΗ.Κ.Ι., «το γεγονός της ολοκληρωτικής καταστροφής της Μήλου, δωρικής αποικίας, από τους Αθηναίους, στη διάρκεια του καταστροφικού εμφύλιου σπαραγμού της αρχαιότητας, του Πελοποννησιακού πολέμου. Την ιστορία καταγράφει ο Θουκυδίδης. στο διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους απεσταλμένους και τους συνέδρους των Μηλίων, όπου αριστουργηματικά ο ιστορικός, καταδεικνύει τον βάναυσο κυνισμό του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού απέναντι στην επιθυμία των Μηλίων να διατηρήσουν την ουδετερότητα, την ελευθερία και την ειρήνη στο νησί τους. Η Μήλος πολιορκείται και τελικά πέφτει. Οι Αθηναίοι σκοτώνουν όλους τους άνδρες και πουλούν δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο αφανισμός της Μήλου υπήρξε μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της Αθηναϊκής ηγεμονίας.
Είναι λοιπόν η ιστορία της καταστροφής της Μήλου που εμπνέει τον οραματιστή-αγωνιστή ποιητή Ρίτσο. Είναι αυτές οι έρημες, σκλάβες γυναίκες της Μήλου που παρουσιάζονται επί σκηνής. Οι γυναίκες που ζουν για να συντηρήσουν τη Μνήμη, την ανάμνηση των όμορφων στιγμών της ελεύθερης ζωής στο νησί τους, αλλά και την οδυνηρή ανάμνηση του πόνου και της φρίκης που φέρνει το μαχαίρι, το ξερίζωμα, ο εξανδραποδισμός, σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιαδήποτε εποχή.»
Η εκδήλωση ξεκίνησε με ντουκουμέντα από την κινηματογραφική ταινία που γύρισαν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη το 1984 με θέμα την αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου. Ο ποιητής μας ταξίδεψε στη Μονεμβασία, στον ΄Αη Στράτη, στη Σάμο απαγγέλλοντας στίχους, ενώ η φωνή του Νίκου Ξυλούρη μας συγκλόνισε με την ένταση και το πάθος της.
Κι έπειτα η αίθουσα της Παλιάς Ηλεκτρικής σκοτείνιασε. Μόνο οι λάμπες που φώτιζαν τα αναλόγια των μουσικών. Απόλυτη σιωπή. Τότε ακούστηκε το τσέλο, επιβλητικό, θλιμμένο, κατανυκτικό . Η φωνή του σε λίγα λεπτά έσμιξε με τη φωνή του βιολιού, κι ακολούθησαν και τα υπόλοιπα όργανα μέσα στο σκοτάδι του θεάτρου και τότε ένιωσα και έχω την αίσθηση ότι το νιώσαμε όλοι οι θεατές ότι η ψυχή μας ανέβηκε λίγο παραπάνω από τα ανθρώπινα, μετουσιώθηκε σε παρουσία που πέταξε πέρα από το χρόνο και βρέθηκε δίπλα στον ποιητή την ώρα που έγραφε τους στίχους που ακούστηκαν στη συνέχεια, δίπλα στις μοιρολογήτρες γυναίκες που από την ασφάλεια του νησιού τους βρέθηκαν στη σκλαβιά της ξενιτιάς.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Πανταζή, τα κοστούμια και τα σκηνικά, μαύρα, απέριττα, ανέκφραστα και ταυτόχρονα γεμάτα ένταση και θλίψη της Χριστίνας Δημητρίου , η μουσική του Ανδρέα Μιμαίου.
Οι ηθοποιοί Ευαγγελία Χαρίτου, Όλγα Σταροπούλου, Άννα Σταυρακάκη, Βαρβάρα Δεμίρη, Ζαχαρούλα Νικολάου, Αγγελική Νικολάου και Ελένη Μπακίρη , καθισμένες στη μεγαλύτερη διάρκεια της εκδήλωσης μας μετέφεραν το λόγο του ποιητή απαγγέλλοντας στην αρχή τις χαρές της ειρήνης και στη συνέχεια την απελπισία του πολέμου και της σκλαβιάς. Στιγμές ευτυχίας και ουρλιαχτά οδύνης και απώλειας συμπλέχτηκαν στη σκηνή του θεάτρου κάνοντάς τους θεατές μετόχους της καθημερινής , απλής ζωής, «ένα θάμα είναι ο κόσμος δυο βρεμένα μανίκια», και της μεγάλης συμφοράς.
Ο ηθοποιός Δημήτρης Ντούκας μας εισήγαγε στο ποίημα απαγγέλλοντας αποσπάσματα από την Ιστορία του Θουκυδίδη, διαγράφοντας μας ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης τις ιστορικές αλλαγές που αποτελούν το πλαίσιο όπου κινούνται οι στίχοι .
Οι μουσικοί, το ακορντεόν του Δήμου Βουγιούκα, το πιάνο της Ανίτας Λεφάκη, το βιολί του Μιχάλη Ισκά και της Αιμιλίας Βαρανάκη, η βιόλα του Γιώργου Σκίμπα, το βιολοντσέλλο της Αφροδίτης Μιχαηλίδη και το κοντραμπάσο της Κικής Βελαλή, κάτω από την διεύθυνση του Αντρέα Μιμαίου πλαισίωσαν την παράσταση με νότες θλίψης , οργής, πόνου και φόβου, απώλειας και πένθους. Ο Ανδρέας Μιμαίος είναι ένας νέος βολιώτης συνθέτης που επενδύει στον τόπο μας χωρίς έπαρση και επιτήδευση, αλλά με σεμνότητα και ευγένεια.
Τα τελευταία λεπτά της εκδήλωσης δεν στερούνταν έντασης και συγκίνησης. Εικόνες αποτρόπαιες πολέμου και πένθους από το Βιετνάμ, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και τη Γάζα, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σμύρνη, εικόνες ξεριζωμού , λεηλασίας και καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας, ενώ η παλιά εκείνη εικόνα του φαντάρου που πέφτει νεκρός με το τεράστιο «WHY?», γνώριμη από τα χρόνια της φοιτητικής μας ζωής σταθεροποιήθηκε στην τεράστια οθόνη, αφήνοντας όλους μας με το αναπάντητο αυτό ερώτημα .

Η παρουσίαση του ποιήματος – χορικού του Γιάννη Ρίτσου «Ο Αφανισμός της Μήλος» μας έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχουμε για άλλη μια φορά στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του αγωνιστή – ποιητή, αλλά και να γνωρίσουμε ένα μεγάλο έργο του, ύμνο στην ειρήνη , καταγγελία ενάντια στον πόλεμο.

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Για τον Παράδεισο

΄Αργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την έννοια της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ΄ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα εκεί που περπατούσα , μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ΄κοψα και το ΄φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ΄ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ΄ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. ΄Ωσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. ΄Ηταν ένα δικαίωμα.

(από το Μικρό Ναυτίλο του Οδ. Ελύτη)

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Πυθαγόρεια Εγκλήματα

Η αποκάλυψη της αλήθειας και το κόστος της απόκρυψης της είναι το θέμα του Τεύκρου Μιχαηλίδη στο βιβλίο του «Πυθαγόρεια Εγκλήματα» που κυκλοφορεί εδώ και μερικά χρόνια από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Έμπειρος μαθηματικός και εκπαιδευτικός ο συγγραφέας προσεγγίζει με προσεκτικό και εύληπτο τρόπο τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούσαν τους μαθηματικούς των αρχών του 20ου αιώνα παρουσιάζοντας ταυτόχρονα εκείνους οι οποίοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μαθηματικής επιστήμης, αλλά και γενικότερα στην πνευματική ιστορία της Ευρώπης, χωρίς να παραλείπει να εμβαθύνει και στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μέσα από τις σελίδες του μαθηματικοί, όπως ο Ντάβιντ Χίλμπερτ, ο Ανταμάρ και ο ντε λα Βαλέ Πουσέν, ο Γκάους και ο Λεζάντρ, ο Γκιουζέππε Πεάνο, ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Γκότλομπ Φρέγκε, ο Πουανκαρέ και ο Κουρτ Γκέντελ, καλλιτέχνες , όπως ο Τουλούζ Λωτρέκ, ο Γκιγιώμ Απολιναίρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Σαλμόν πλαισιώνουν τα φανταστικά πρόσωπα της ιστορίας , τα οποία αποτελούν και τους πρωταγωνιστές του μύθου, εκείνοι τους οποίους επέλεξε ο συγγραφέας για να μοιραστεί μαζί μας ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά και μαθηματικά προβλήματα του 20ου αιώνα: «Η αριθμητική δεν μπορεί να μένει για πάντα ξεκρέμαστη. Κάπου μέσα στα κατάστιχα του Θεού θα πρέπει να υπάρχει γραμμένη η απόδειξη της πληρότητας. Το ίδιο κι ένας αλγόριθμος που να αποφαίνεται σε πεπερασμένο πλήθος βημάτων αν ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιωμάτων είναι ή όχι πλήρες και μη αντιφατικό. Σ΄ αυτό διαφέρουν τα μαθηματικά με την ιστορία. Κάποια μέρα θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα αξιωμάτων που να επαρκούν για να αποφανθούμε αν μια οποιαδήποτε πρόταση που εκφράζεται στο πλαίσιο μιας θεωρίας είναι αληθής ή ψευδής. Και στη συνέχεια , ο αλγόριθμος μου, αυτός που φτιάξω δηλαδή, θ εξασφαλίσει και τη μη αντιφατικότητα» (σελ. 192) ισχυρίζεται ο Στέφανος Κασαρτζής σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Ιγερινό , για τον οποίο «το θεώρημα της πληρότητας και μη αντιφατικότητας , με το οποίο μας απειλούσε, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αισθητική μου αντίληψη για τα μαθηματικά» (σελ. 193), ενώ λίγα χρόνια αργότερα διαπιστώνουμε ότι «ο νεαρός Γκέντελ είχε αποδείξει ότι καμιά αξιωματική θεωρία αρκετά πλούσια ώστε να συμπεριλαμβάνει την κλασική αριθμητική δεν μπορεί να είναι πλήρης»(σελ. 265). Στο φόντο της ιστορίας η σχολή του Πυθαγόρα, η σιωπή, η απόκρυψη, ο μυστικισμός με την τραγική για τον πρωταγωνιστή της ΄Ιππασο διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αριθμός που να εκφράζει το λόγο διαγωνίου και πλευράς τετραγώνου σε αντίθεση με την θέση του Πυθαγόρα ότι «όλα είναι αριθμός». Ο συγγραφέας αναπλάθει με σαφήνεια και επάρκεια τα ιστορικά γεγονότα της εποχής στην Ελλάδα, που αποτελούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η δολοφονία του Γεωργίου του Α΄ και η άνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου του Α΄, ο διχασμός , η Μικρασιατική Καταστροφή δίνοντας στους ήρωες του ρόλο , μικρό ή μεγάλο, και συμμετοχή στις ιστορικές συγκυρίες της εποχής.

«Μια αστυνομική περιπέτεια με έντονο μαθηματικό άρωμα» , βασισμένη , θα μπορούσα ίσως με κάποια δόση υπερβολής να πω, στην ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση μέσα από την υπεράσπιση με κάθε μέσο της δικής του πραγματικότητας , αρνούμενος να αποδεχθεί ότι η πραγματικότητα μπορεί και είναι πολυμορφική και πολυσύνθετη. Αν και σε πολλά σημεία προβλέψιμη, χωρίς εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς, διαβάζεται με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση προσφέροντας στον αναγνώστη στιγμές προβληματισμού , αλλά και ανοίγοντάς του παράθυρα προς την διανόηση του Παρισιού των αρχών του 20ου αιώνα και προς την διερεύνηση της ελληνικής ιστορίας των ίδιων χρόνων.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Ο Πικάσο στα "Πυθαγόρεια Εγκλήματα"

Ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 του Οκτώβρη 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 του Απρίλη 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος, δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ, άρχισε από πολύ νωρίς να εκδηλώνει την επιδεξιότητά του στο σχέδιο , στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων. Από τα τέλη του 1901 υπέγραφε με το επώνυμο της μητέρας του Πικάσο (σελ 136).

Ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Ανάμεσα στα έργα του υπήρξε ο πίνακας «Οι τελευταίες στιγμές» , πάνω στον οποίο αργότερα ζωγράφισε κάτι άλλο (σελ. 136) και ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Το έργο αυτό έγινε δεκτό στη Διεθνή ΄Εκθεση του Παρισιού που έγινε εκείνη τη χρονιά. Γύρω στον Οκτώβρη ο Πικάσο μαζί με το συνάδελφο και φίλο του Κάρλος Κασαχέμας ήλθαν στη Μονμάρτρη προκειμένου να γνωρίσουν το Παρίσι, όπου και έμειναν ένα δίμηνο περίπου.
Στη συνέχεια ο Πικάσο επέστρεψε στην Ισπανία μαζί με τον Κασαχέμας. Ο Πικάσο προσπάθησε χωρίς επιτυχία να δώσει κουράγιο στον φίλο του μετά από την ερωτική αποτυχία που είχε δοκιμάσει και κατόπιν αναχώρησε για την Μαδρίτη. Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι , αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και αυτοκτόνησε (σελ. 137) . Ο Πικάσο επηρεάστηκε βαθιά από την αυτοκτονία του φίλου του , μετά από την οποία ακολούθησε η «Γαλάζια Περίοδος» (ανάμεσα στα 1901 και 1904). Κατά την περίοδο αυτή ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού.
Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και η καλλιτεχνική του πορεία άλλαξε κατεύθυνση. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι πιερότοι αποτέλεσαν αντικείμενο του έργου του, καθώς και του φίλου του , του ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Ο Πικάσο ταυτιζόταν ως καλλιτέχνης με τους περιπλανώμενους αυτούς θεατρίνους και μάλιστα ζωγράφισε στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905) τον εαυτό του ως αρλεκίνο και τον Απολιναίρ ως παλικαρά (σελ. 178) .

Στα τέλη του 1904 ερωμένη του Πικάσο έγινε η Φερνάντ Ολιβιέ (σελ. 149), η παρουσία της οποίας του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό.
Από τα τέλη του 1904 ως το 1906 ακολούθησε η Ρόδινη Περίοδος, κατά την οποία κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα, οι αποχρώσεις της σάρκας και οι γήινοι τόνοι.
Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει έναν ιδιαίτερο πίνακα που απεικόνιζε γυναικείες μορφές (σελ. 166) . Ο πίνακας αυτός προκάλεσε πολλές συζητήσεις διότι δεν αποδίδονταν το γυναικείο σώμα ως σύμβολο της ομορφιάς, αλλά οι γυναίκες αυτές ήταν πόρνες της οδού Αβινιόν , από τις οποίες πήρε ο πίνακας το όνομά του . ΄Ετσι ο Πικάσο προτίμησε να κρατήσει τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» κρυμμένες για πολλά χρόνια.

Από το 1909 και για τα επόμενα τρία περίπου χρόνια ο Πικάσο συνεργάσθηκε με τον ζωγράφο Μπράκ και διαμόρφωσαν τον «Αναλυτικό Κυβισμό», μια τεχνοτροπία η οποία παρεξηγήθηκε στην αρχή από τους κριτικούς διότι θεωρήθηκε απλώς γεωμετρική τέχνη.

Ο Πικάσο, παρόλο που δεν εντάχθηκε ποτέ στο κίνημα του Υπερρεαλισμού , είχε στενές σχέσεις με τους συγγραφείς που το εκπροσωπούσαν . Το 1934 ο Πικάσο άρχισε να γράφει ποιήματα στα οποία ήταν έντονη η επίδραση των υπερρεαλιστών.

Η τέχνη του Πικάσο είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, γι΄ αυτό σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα δέχθηκαν την επίδρασή του. Δεν έπαψε ποτέ σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του να πειραματίζεται , να ανατρέπει και να εντυπωσιάζει με το έργο του, το οποίο , σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του , δεν έμεινε στατικό, αλλά αντίθετα μοντέρνο και πρωτοποριακό.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Λένιν και Μαχάτμα

Ξημέρωνε κι ήτανε κι οι δυό τους

ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ' όξω ο τόπος. "Τα πουλιά"

ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.

"Μυδράλια".

(του Νίκου Καρούζου)

Στη γλώσσα των Σλεχ

Τη μέρα, ω, τη μέρα που το κοράκι θα γίνει άσπρο κι η θάλασσα δεν θα ΄χει πια νερό,
τη μέρα που μέλι θα βγαίνει από τα άνθη του κάκτου και θα φτιάχνουν στρώματα με τα κλαδιά της ακακίας,
τη μέρα που χωρίς δηλητήριο θα ΄ναι το στόμα του φιδιού, κι οι σφαίρες των ντουφεκιών δεν θα σκορπούν πια το θάνατο,
εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που στην έρημο δεν θα φυσάει πια άνεμος κι οι κόκκοι της άμμου θα ΄ναι γλυκοί σαν ζάχαρη,
τη μέρα που μια νεροπηγή θα με περιμένει κάτω από κάθε λευκή πέτρα,
τη μέρα, ω, τη μέρα που οι μέλισσες θα τραγουδούν ανθρώπινα τραγούδια για μένα,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που ο ήλιος θα βγαίνει τη νύχτα και το νερό που θα πέφτει από τη σελήνη θα σχηματίζει λίμνες ολόκληρες στην έρημο,
όταν ο ουρανός θα ΄χει κατέβει τόσο χαμηλά, που θα μπορώ να πιάνω τ΄ αστέρια,
τη μέρα, ω, τη μέρα που θα δω τον ίσκιο μου να χορεύει μπροστά μου,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που θα κοιτάζω στον καθρέφτη και θα βλέπω το πρόσωπό σου,
τη μέρα που θα ακούω τον ήχο της φωνής σου από τα βάθη των πηγαδιών και θα αναγνωρίζω τα ίχνη σου πάνω στην άμμο,
τη μέρα, ω , τη μέρα που θα ξέρω πότε θα πεθάνω,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω , τη μέρα που θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και θ΄ ανοίξουν τα έγκατα της γης,
Τη μέρα που η θάλασσα θα σκεπάσει την έρημο,
Τη μέρα που τα μάτια μου δεν θα βλέπουν πια το φως και το στόμα μου δεν θα μπορεί να προφέρει το όνομά σου,
Τη μέρα που η καρδιά μου θα σταματήσει να υποφέρει,
Εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου

Για την ΄Ερημο

«Εμφανίσθηκαν στην κορυφή του αμμόλοφου σαν σε όνειρο, μισοκρυμμένοι, ενώ τα πόδια τους σήκωναν σύννεφα άμμοι … Κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν… Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στη γη, τίποτε, κανείς. Τους είχε γεννήσει η έρημος, γι΄ αυτούς δεν υπήρχε άλλος δρόμος… Από πολύ καιρό είχαν γίνει βουβοί σαν την έρημο, γεμάτοι φως όταν ο ήλιος έκαιγε καταμεσής στον άδειο ουρανό, παγωμένοι όταν έπεφτε η νύχτα με τα ακίνητα άστρα… ΄Αντρες και γυναίκες, άνθρωποι της άμμου, του ανέμου , του φωτός και της νύχτας. Εμφανίσθηκαν σαν σε όνειρο στην κορυφή ενός αμμόλοφου … και κουβαλούσαν στα μέλη τους κάτι από τη σκληρότητα του σύμπαντος …οι άντρες είχαν στο βλέμμα τους την ελευθερία των αστεριών» (σελ. 7 – 13).
Η ΄Ερημος του Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό είναι ένα μαγευτικό παραμύθι, που ξετυλίγεται στην έρημο Σαχάρα «΄Ηταν μια χώρα έξω από το χρόνο, μακριά απ΄ την ιστορία του κόσμου, μια χώρα όπου τίποτε δεν μπορούσε να γεννηθεί ή να πεθάνει , λες κι είχε απομονωθεί απ΄ τις υπόλοιπες χώρες και βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της γήινης ζωής… ΄Ηταν η μόνη, η τελευταία ελεύθερη χώρα, χώρα όπου οι νόμοι των ανθρώπων δεν είχαν καμιά ισχύ. Μια χώρα μόνο για τις πέτρες και τον αέρα, για τους σκορπιούς, για όσους ξέρουν να κρύβονται και να φεύγουν όταν ο ήλιος καίει ή η νύχτα πέφτει παγερή» (σελ. 11-13)
Στο φόντο το βιβλίου απλώνεται η ιστορία , η ιερή πόλη Σμάρα, ο σεΐχης Μα ελ Αϊνίν , οι προσευχές (σελ. 56), οι ισπανοί και γάλλοι στρατιώτες, η πολιορκία του Αγαδίρ, οι συνθήκες της Αλχεσίρας και της Φεζ, το μεταναστατευτικό κύμα προς τη Μασσαλία και μέσα σ΄ αυτό το χώρο που περιγράφεται με τις πιο αποκαλυπτικές περιγραφές ώστε στα μάτια μας σχηματίζονται εικόνες μοναδικής ομορφιάς και αλήθειας , μέσα σ΄ αυτό το χώρο τοποθετείται ο μύθος. Η ιστορία και ο μύθος αναμιγνύονται σε απροσδιόριστες αναλογίες και ο αναγνώστης βυθίζεται με ευχαρίστηση στις σελίδες του βιβλίου καθώς περιπλανιέται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια ανάμεσα στα βραχώδη όρη και τις πετρώδεις εκτάσεις, την ατελείωτη έκταση της ερήμου , κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στις παράγκες της Πολιτείας. «Η γλώσσα είναι η πιο καταπληκτική εφεύρεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια εφεύρεση που προηγήθηκε όλων των άλλων... Χωρίς τη γλώσσα δεν θα υπήρχαν επιστήμη, τεχνολογία, νόμος, τέχνη ή αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Λε Κλεζιό. Η δική του γλώσσα είναι ένα διαμάντι όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μετάφραση ή αντίστροφα δημιουργώντας στον αναγνώστη μια ψυχική ευφορία και μια ανάγκη προσέγγισης αυτού του σκληρού τόπου , όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για την ταυτότητά τους . Καθώς το βιβλίο είναι ένας δρόμος, που δεν γνωρίζεις από την αρχή πού θα σε οδηγήσει, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της Ερήμου γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να αναζητήσω και άλλες πηγές για την έρημο και κατέφυγα στον κινηματογράφο, στον Λόρενς της Αραβίας και στο Τσάι στη Σαχάρα.
Η ΄Ερημος χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το ένα κομμάτι της περιλαμβάνει δύο κεφάλαια, την Ευτυχία και τη Ζωή στη Χώρα των Σκλάβων και διηγείται την ιστορία της Λάλα, ενός κοριτσιού που κατάγεται από τις πολεμικές φυλές της Σαχάρας. «Σ΄ αυτή τη γυναίκα υπάρχει κάτι μυστικό, κάτι που αποκαλύπτεται τυχαία πάνω σ το χαρτί της φωτογραφίας, κάτι που μπορείς να δεις αλλά όχι να το κατακτήσεις, ακόμη κι αν φωτογραφίσεις κάθε στιγμή της ζωής της μέχρι να πεθάνει» (σελ. 336). Γύρω από τη Λάλα η θετή της μητέρα ΄Ααμα, ο αγαπημένος της Χαρτάνι, που συνεχίζει το δρόμο του για το Νότο για να βρει τα καραβάνια, ολομόναχος, γιατί από πάντα αυτό έπρεπε να κάνει (σελ. 255), ο μικρός μετανάστης Ράντιτς, που αγαπάει μόνο τη νύχτα και την αυγή, ζαρκαδάκι που τα κυνηγετικά σκυλιά είναι έτοιμα να το φτάσουν, καθένας και μια ιστορία, αλλά κυρίως η δυνατή αγάπη της Λάλα για την έρημο, όπου είναι η πατρίδα και η μοίρα της και η μοίρα των απογόνων της. Το άλλο κομμάτι του βιβλίου και αναφέρεται στην ιστορία και το μύθο, στις ρίζες της Λάλα, στον Γαλάζιο ΄Ανθρωπο Ελ Αζράκ, στον σεΐχη Μα ελ Αϊνίν, στον ιερό πόλεμο ανάμεσα στους πολεμιστές της ερήμου και τους αποικιοκράτες ευρωπαίους , στην καταστροφή του Αγαδίρ. .΄Όπως εξελίσσεται η ιστορία της Λάλα έτσι εξελίσσεται και η ιστορία της φυλής , ενώ η κορύφωση του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες του μας επιτρέπει την αισιοδοξία και την ελπίδα για τους λαούς που ζουν στην έρημο, καθώς ο θάνατος και η ήττα της φυλής έρχονται σε αντίθεση με τη γέννηση του κοριτσιού της Λάλα, γεγονός που αποτελεί τη συνέχιση της γενιάς της (σελ. 85 και 408).
Ο ρυθμός της αφήγησης στην αρχή ερευνητικός και αργός, σύντομα όμως γίνεται πιο γρήγορος και πιο αποκαλυπτικός , καθώς η Λάλα γνωρίζει τον εαυτό της και με εμπιστοσύνη και πείσμα επιστρέφει στην έρημο μετά από την μακριά και επίπονη περιπλάνηση της στην Δύση. «Είναι δυνατόν να γνώρισε ποτέ τίποτε άλλο; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι κόσμοι, άλλα πρόσωπα, άλλο φως; Η αυταπάτη των αναμνήσεων δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρή από το θόρυβο του λεωφορείου που αγκομαχεί, ούτε από τη ζέστη και τη σκόνη» (σελ. 398).
Οι αντιθέσεις του βιβλίου ιδιαίτερα έντονες , το φως στην έρημο (σελ. 121) και ο φόβος στη Μασσαλία, ο φόβος του κενού και της κατάθλιψης (σελ. 269 και 289), ο λευκός γλάρος και τα θαλασσοπούλια (σελ. 152 , 165, 250) , ο ουρανός και η νύχτα (σελ. 298, 300 και 309), ο άνεμος (σελ. 316)
Ξεχωριστές οι διηγήσεις που περιέχονται μέσα στις σελίδες του : η μαθητεία του Μα ελ Αϊνίν κοντά στο Γαλάζιο ΄Ανθρωπο (σελ. 52), τα θαύματα του Ελ Αζράκ (σελ. 117) και οι ιστορίες του ψαρά Ναμάν, όπως η ιστορία του δελφινιού (σελ. 80), το καταραμένο δακτυλίδι (σελ. 101), και η ιστορία του Μπαλααμπιλού (σελ. 139), η θεραπευτική δύναμη των χεριών (σελ. 127, 352, 356, 391), η συγκλονιστική ιστορία του τυφλού πολεμιστή και η γέννηση του μεγάλου σεΐχη (σελ. 352)
Η έκφρασή του συγγραφέα ποιητική, ταξιδιάρικη και κάποιες φορές ονειροπόλα : «Η σιωπή του δίχως νέφη, δίχως πουλιά ουρανού, όπου ο άνεμος φυσάει ελεύθερος» (σελ. 29), η Λάλα «προσπαθεί να καταλάβει το τραγούδι που βγαίνει από το βόμβο των φτερών τους» (σελ. 97), «Δεν βλέπουν πια τη γη. Τα δυο παιδιά, αγκαλιασμένα, ταξιδεύουν στο κέντρο του ουρανού» (σελ. 213), «το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στους σωρούς των αστεριών που έλουζαν με το φως τους τη γη» (σελ. 224), ο Νουρ «έμοιαζε να φεύγει γι΄ άλλη μια φορά σ΄ ένα ατέλειωτο όνειρο, ένα όνειρο που τον ξεπερνούσε και τον οδηγούσε σ΄ άλλους κόσμους»(σελ. 236), «στιγμές στιγμές φυσάει τόσο πολύ που λες και θ΄ αναποδογυρίσουν η θάλασσα και ο ουρανός» (σελ. 331).
Διαβάζοντας και τις τελευταίες γραμμές αυτού του υπέροχου βιβλίου σκέφτομαι ότι η έρημος είναι σαν τη θάλασσα, ανεξιχνίαστη , απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη , άλλοτε γαληνεμένη κι άλλοτε ανήσυχη, η έρημος είναι ο ορίζοντας που μέσα του χάνεται ο ουρανός , ένας τόπος σιωπής, απουσίας και ακινησίας «Η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια, είναι απέραντη σαν την επιφάνεια της γης, όμορφη και απάνθρωπη σαν το φως, γλυκιά σαν τα μάτια του νερού μέσα στην έρημο»

Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό : να μην ξεχάσω

Ο Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1940. Οι γονείς του κατάγονταν από την πρώην γαλλική αποικία του Αγίου Μαυρικίου. Σε ηλικία οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στη Νιγηρία, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως γιατρός . Δέκα χρόνια αργότερα επέστρεψαν στη Νίκαια όπου ο Λε Κλεζιό σπούδασε φιλολογία. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Μπανγκόκ, της πόλης του Μεξικού, της Βοστόνης, του Όστιν και της Αλμπουκέρκης. Το έργο το οποίο τον έκανε γνωστό, μέσα στη Γαλλία, αλλά κυρίως στο εξωτερικό είναι το μυθιστόρημα «Ερημος» , που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Πολ Μοράν της Γαλλικής Ακαδημίας. ΄Ενας πολίτης του κόσμου ο Λε Κλεζιό ζει σήμερα ανάμεσα στη Νίκαια και το Νέο Μεξικό. Το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας ως «συγγραφέας νέων ταξιδιών, ποιητικών περιπετειών και αισθησιακής έκστασης, εξερευνητής της ανθρωπότητας πέρα από τη βασιλεία του πολιτισμού».

Κατά την απονομή του βραβείου ξεκίνησε την ομιλία του με το ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» , για να απαντήσει ο ίδιος «Τώρα στην εποχή που ακολουθεί το τέλος της αποικιοκρατίας, η λογοτεχνία είναι ένα όχημα για τους άνδρες και τις γυναίκες του καιρού μας, με το οποίο μπορούν να δηλώσουν την ταυτότητά τους, να διεκδικήσουν το δικαίωμα της έκφρασης, να εισακουστούν προτάσσοντας την ποικιλομορφία των διαφορών τους. Χωρίς τις φωνές τους, χωρίς το κάλεσμά τους, θα ζούσαμε σ' έναν κόσμο σιωπής». Ο τίτλος της ομιλίας του δάνειο από το έργο του Σουηδού συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν , τον οποίο μνημόνευσε ιδιαίτερα «Αυτό το "δάσος με τα παράδοξα" είναι ακριβώς το βασίλειο της γραφής, ο τόπος από τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να προσπαθήσει να αποδράσει: αντιθέτως αυτός ή αυτή πρέπει να κατασκηνώσει εκεί για να εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, να εξερευνήσει κάθε μονοπάτι, να δώσει όνομα σε κάθε δέντρο. Δεν είναι πάντα μια ευχάριστη διαμονή… Όταν γράφεις σημαίνει ότι δεν δρας. Γι' αυτό νιώθουμε άβολα όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, καθώς διαλέξαμε έναν άλλο τρόπο αντίδρασης, έναν άλλο εξ αποστάσεως τρόπο επικοινωνίας, ώστε να έχουμε χρόνο για περισυλλογή». Συγγραφείς όπως ο Ρουσό, ο Σολζενίτσιν και ο Κούντερα αναφέρθηκαν στην ομιλία του ως προσωπικότητες που δεν αρκέσθηκαν στην παρατήρηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική δράση. Τέλος, ο Λε Κλεζιό αφιέρωσε το βραβείο στην αφηγήτρια μύθων Ελβίρα και σε ένα άγνωστο παιδί που διάβαζε στο φως μιας λάμπας θυέλλης. στις όχθες ενός ποταμού στον Παναμά.
Το έργο του Λε Κλεζιό χαρακτηρίζει ο εξωτισμός και η περιπλάνηση , οι ήρωές του είναι κυρίως παιδιά και άνθρωποι φτωχοί και ταπεινοί, νομάδες και Ινδιάνοι , ενώ ο ίδιος δηλώνει για τον εαυτό του ότι «ρίζες του είναι η ίδια η φαντασία του»

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Για την Ομιλία

Μιλάς όταν παύεις να έχεις ειρήνη με τις σκέψεις σου
Κι όταν δεν μπορείς να ζήσεις άλλο στη μοναξιά της καρδιάς σου, τότε ζεις στα χείλη σου, και μιλάς για να απασχολείσαι και να περνάς την ώρα σου
Και στην περισσότερη ομιλία σου, η σκέψη μισοσκοτώνεται
Γιατί η σκέψη είναι πουλί του σύμπαντος, που στο κλουβί των λέξεων μπορεί να ανοίξει τα φτερά του, δεν μπορεί όμως να πετάξει
Υπάρχουν ανάμεσά σας αυτοί που αναζητούν τους ομιλητικούς γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι.
Η σιωπή της μοναξιάς αποκαλύπτει στα μάτια τους το γυμνό τους εαυτό και θέλουν να ξεφύγουν
Και υπάρχουν αυτοί που μιλούν, και χωρίς γνώση ή προηγούμενη σκέψη αποκαλύπτουν μιαν αλήθεια που και οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν
Και υπάρχουν εκείνοι που αν και έχουν την αλήθεια μέσα τους δεν την λέγουν με λέξεις
Βαθιά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους φωλιάζει το πνεύμα στο ρυθμό της σιωπής
Σαν συναντάς το φίλο σου στο δρόμο ή στην αγορά, άφησε το πνεύμα που έχεις μέσα σου να κινήσει τα χείλη σου και να κατευθύνει τη γλώσσα σου
΄Αφησε τη φωνή της φωνής σου να μιλήσει στο αυτί του αυτιού του
Γιατί η ψυχή του θα κρατήσει την αλήθεια της καρδιάς σου, ίδια όπως η θύμηση κρατάει τη γεύση από ένα κρασί όταν το χρώμα του έχει ξεχαστεί και το ποτήρι δεν υπάρχει πια


(από τον Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν)