Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώτα Κούγιαλη: Απόψε τί βλέπεις γύρω σου; εκδ. Καστανιώτη

Απόψε τί βλέπεις γύρω σου;” Είχε πιει αρκετά ο φίλος, ο αδελφός, και ο καημός του έβρισκε κερκόπορτες. Κοιτούσε τον κόσμο με θολό μάτι και πικρή θυμοσοφία. Αν τον είχα τώρα μπροστά μου, θα του έδινα αβίαστα την απάντηση: “Μια αγκαλιά πληρωμένα πουλιά βλέπω.”.

Ο Λάμπης ερωτεύεται άλλη, μια νταρντάνα, την Πετρούλα, και παρατά τις “τρεις ομορφάδες”, όπως αποκαλούσε την οικογένειά του τον καιρό της αγάπης. Η μοίρα όλων κρίνεται όταν η γυναίκα του βρίσκεται τσακισμένη στα βράχυα. “Αυτοκτόνησε”, συμπεραίνουν στο χωριό, ενώ η αλήθεια αποδεικνύεται διαφορετική. “Το μυαλό της ξεμάκρυνε, άρχισε να ονειρεύεται ένα καλύτερο κόσμο, αγνοώντας ότι η ύπαρξή της ακροβατούσε στον Τόπο και το Χρόνο” (σελ. 36). Αργότερα στις σελίδες 108, 143, 181, 218, 300 και 318 σταδιακά αποκαλύπτεται το μυστικό του θανάτου της: “από την έκπληξή της – ο Χάρος ανάσαινε ήδη παγωμένα στις παρειές της, τον ένιωθε-δεν πρόλαβε να βγάλει άχνα, το κεφάλι της χτύπησε στις σαπιόπετρες και έμεινε εκεί”.

Η Αθηνά, η μικρή κόρη, κλείνεται τότε στην Παιδόπολη της Λάρισας, όπου ανάμεσα σε εκατοντάδες παιδιά μεγαλώνει ψάχνοντας τον εαυτό της. Η Ειρήνη, η Ζήνα, η Αναστασία, η Στέλλα η Λιάνα, κάποια από τα 250 κορίτσια που φιλοξενούνταν εκείνο το διάστημα στην Παιδόπολη βιώνουν τη φιλία, τα ερωτικά σκιρτήματα, την πειθαρχία, την κοινωνική αδικία. Η φαντασία απελευθερώνει: “Μπροστά στην Αθηνά μια ρυτιδιασμένη θάλασσα. Ο αέρας, άστατος, αλλάζει απροειδοποίητα τη φορά του μικρού πράσινου κυματισμού. Πότε πότε, οι γλάροι κάνουν βαθιές βουτιές μέσα σ το νερό και ευχαριστημένοι για τη λεία τους πετούν πάλι μακριά κρώζοντας θριαμβευτικά. Είναι προσηλωμένη να κοιτάζει στο βάθος του ορίζοντα. ΄Οπου να ΄ναι, θα φανεί η βάρκα του παππού Στάθη, ίσως να είναι και ο πατέρας μέσα. Αργούν να φανούν και ο άνεμος δυναμώνει. Τα δάκτυλα της, γαντζωμένα πάνω στα σιδερένια ελάσματα, έχουν αρχίσει να μελανιάζουν, η μύτη τρέχει. Δεν πάει και να φύγει, αν δεν δει τη βάρκα να ξεμυτίζει, δεν έχει σκοπό να τοκουνήσει ρούπι από τη θέση της” (σελ. 187) Κι όμως μπροστά της έχει τον κάμπο με τα φρεσκοφυτρωμένα σπαρτά και οι γλάροι έγιναν κουρούνες. Η Αθηνά που όταν μεγαλώσει, θέλει να γίνει Μαρία Κιουρί, Ιούλιος Βέρν, Σιμόν νε Μπωβουάρ.

Η μεγαλύτερη κόρη , η Ευθαλιά, το Φταλιώ, η Θάλεια, με το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του σώματός της, παντρεύεται τον εύπορο Νίκο, έναν σύζυγο-δυνάστη. “Γύρω της συνωστίστηκαν σκιές προγόνων (σελ. 94). Για να βρει την ελευθερία της σκέφτεται να τον δηλητηριάσει.

Οι ζωές των ηρώων περιπλέκονται με σφικτό υφάδι.

Η Γιώτα Κούγιαλη σκιαγραφεί τη ζωή στις Παιδοπόλεις, τη δεκαετία του ΄60 και τις πολιτικές αναταράξεις της, τις σχέσεις των δύο φύλων, τους πόθους και τα πάθη. Στηρίζει τη μυθοπλασία της σε γεγονότα πραγματικά, σε βιώματά της αλλά και σε μαρτυρίες άλλων παιδιών που έζησαν σε ιδρύματα. Ο γάμος της πριγκίπισσας Σοφίας, ο βασιλικός γάμος του Κωνσταντίνου, η παραίτηση του Καραμανλή από την προεδρία της ΕΡΕ και η αναχώρηση του για Παρίσι, η δικτατορία, το Δημοψήφισμα, το πραξικόπημα του βασιλιά, το δυστύχημα με το καράβι από το Ηράκλειο με τους 273 πνιγμένους, ο Οδηγισμός, αλλά και γεγονότα σε διεθνές επίπεδο, όπως η δολοφονία του Κένεντυ, ο Τσε Γκεβάρα, η Βίκυ Λέανδρος, το Τείχος, η κατάκτηση της σελήνης, η τηλεόραση. Η παιδική μας ηλικία συνομιλεί με τα χρόνια εκείνα της δεκαετίας του 1960 αρχές δεκαετίας 1970 με τραγούδια, όπως Νιάου βρε γατούλα, Μαντουβάλα αγάπη γλυκιά μου, χάρτινο το φεγγαράκι, ο ΄Ολυμπος κι ο Κίσσαβος, Η Χριστινιώ, Στρώσε το στρώμα σου για δυο, ΄Ελα βρε Χαραλάμπη, Η Ελαφίνα, με χορούς όπως το χάλι γκάλι και η γιάγκα, με ταινίες όπως Η Γκόλφω, Η Μελωδία της Ευτυχίας, Η θεία μου η χίπισσα, τα τέκνα του πλοιάχου Γκραντ και με βιβλία Πολυάννα: το παιχνίδι της χαράς, Ταξίδι στο Κέντρο της Γης, Οι μικρές κυρίες, Χωρίς Οικογένεια, οι Μύθοι του Αισώπου. Τα γεγονότα ιστορικά, πολιτιστικά, κοινωνικά επηρεάζουν τα παιδιά σε συνδυασμό με τις σχέσεις τους με τους δασκάλους και τις υπάρχουσες οικογένειες και διαμορφώνουν ταυτότητες και συναισθήματα. Το βιβλίο της είναι ένα δραματικό μυθιστόρημα απαλλαγμένο από μελοδραματισμό, με αισιόδοξη ματιά και υφέρπον χιούμορ που απαλύνει την αγωνία στις συγκλονιστικές ανατροπές.

 

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδόσεις Μίνωας

Η Μαργαρίτα κρατούσε κάτι σιχαμένα, εκνευριστικά κίτρινα λουλούδια. Ο διάολος ξέρει πώς τα λένε, αλλά για κάποιο λόγο φωτρώνουν κυρίως στη Μόσχα. Και αυτά τα λουλούδια ξεχώριζαν πολύ έντονα πάνω στο μαύρο της παλτό. Κρατούσε κίτρινα λουλούδια! ΄Ασχημο χρώμα.....Με εντυπωσίασε όχι μόνο η ομορφιά της, όσο εκείνη η ασυνήθιστη, η αδιανόητη μοναξιά στο βλέμμα της! Σαν να υποτάχτηκα κι εγώ σ΄ εκείνο το κίτρινο νεύμα, και έστριψα πίσω της στο στενάκι, ακολουθώντας την... Ο έρωτα πετάχτηκε μπροστά μας, όπως ξεπηδάει απ΄ το λαγούμι του ο δολοφόνος στο στενάκι, και μας έσφαξε και τους δύο με τη μία:: ΄Ετσι χτυπάει μόνο κεραυνός, μόνο φινλανδικό μαχαίρι χτυπάει έτσι!!... Ναι, ο έρωτας μας παρέσυρε στιγμιαία...”

Για να ξανασυναντήσει τον άνθρωπο που αγαπά, έναν καταραμένο συγγραφέα κλεισμένο σε άσυλο, η Μαργαρίτα συμφωνεί να παραδώσει την ψυχή της στο Διάβολο. Το μυθιστόρημα ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου του Φάουστ τοποθετημένη στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930 και μια από τις πιο συγκινητικές και δυνατές ιστορίες αγάπης που γράφτηκαν ποτέ.

Τη στιγμή που τα επίσημα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μέσα από την επιβολή και παντοδυναμία του άχαρου “σοσιαλιστικού ρεαλισμού” υιοθετούσαν και αναπαρήγαν το σταλινικό καθεστώς τρόμου και λογοκρισίας ο Μπουλγκάκοφ συνέγραψε ένα μυθιστόρημα ανατρεπτικό και εξόχως μοντέρνο που συνδύαζε τα ρεαλιστικά στοιχεία με το γκροτέσκο, το χιούμορ με το δράμα, καθώς και διαφορετικές υφολογικές τεχνικές σε τρεις διαφορετικές ιστορίες σε ξεχωριστά και πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδο, με ανάλογες αντιδράσεις από την μεριά του αναγνώστη. Γέλιο και κριτική στάση απέναντι στην εξουσία και στους υποτακτικούς της στην πρώτη ιστορία της επίσκεψης του Βόλαντ στη Μόσχα, συγκίνηση και τρυφερή συμπόνοια στην ερωτική ιστορία του Μαιτρ με την Μαργαρίτα, αγωνία και αναστοχασμός για τις συνέπειες της δειλίας και της αναποφασιστικότητας, καθώς και για την τύχη της αρετής και της ειλικρινείας στο μυθιστόρημα του Μαιτρ, που αφορά στον Πόνιο Πιλάτο. 

Με ποιητικές περιγραφές, όπως “Η νύχτα με το φεγγάρι σήμερα είναι ανήσυχη”, “ Η νύχτα είχε χαθεί ανεπιστρεπτί”, “Η μέρα έπεφτε ασυγκράτητη πάνω στον ποιητή”, “ο ποιητής δεν έχει κερδίσει το φως, έχει κερδίσει τη γαλήνη” και παραπομπή σε άλλες διαστάσεις: “ Οι γνωρίζοντες καλά την πέμπτη διάσταση δεν το έχουν σε τίποτε α διαστείλουν τον χώρο στα επιθυμητά όρια” (σελ. 380)

Οι επισκέπτες: Αν πράγματι υπήρξαν αυτές οι σιλουέτες ή απλώς τις είχαν ονειρευτεί οι τρελαμένοι από τον τρόμο τους ένοικοι της κακότυχης πολυκατοικίας στη Σαντόβαγια, είναι φυσικά αδύνατον να το πει κανείς με ακρίβεια. Αν υπήρξαν, το πού ακριβώς κατευθύνθηκαν είναι επίσης αδύνατον να το γνωρίζει κανείς (σελ. 525)

Ο Ιούδας: “ Την ίδια ώρα από ένα άλλο στενό στην Κάτω Πόλη, από ένα στενό μπερδεμένο που κατέβαινε με σκαλοπάτια σε μια από τις λιμνούλες της πόλης, από την εξώπορτα ενός ασήμαντου σπιτιού που ο πίσω τοίχος του ήταν στραμμένος στο στενάκι και τα παράθυρα σε μια αυλκή βγήκε ένας νέος άνθρωπος με περιποιημένο γένι, με καθαρή κεφίγια που έπεφτε στους ώμους του, ένα νέο γαλάζιο ταλίτ για τη γιορτή με κόμπους στην άκρη, καθώς και καινούρια τριζάτα σανδάλια. Ο ομορφονιός με την καμπουρωτή μύτη που είχε στολιστεί για τη μεγάλη γιορτή, περπατούσε αποφασιστικά, παραμερίζοντας τους περαστικούς που βιάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους για το εορταστικό τραπέζι, ενώ κοιτούσε πώς φωτιζόταν το ένα παράθυρο πίσω απ΄ τ΄ άλλο. Ο νεαρός περπατούσε στον δρόμο που περνούσε δίπλα από το παζάρι προς το παλάτι του αρχιερέα Καϊάφα, το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου του Ναού (σελ. 474)

Ο Λεβί Ματθαίος: Ο νεοφερμένος, κάτω από σαράντα χρονών, ήταν πολύ μαυριδερός, κουρελιάρης, σκεπασμένος με ξεραμένες λάσπες, κοιτούσε με βλοσυρό βλέμμα λύκου. Κοντολογής, ήταν πολύ ατημέλητος, και μάλλον έμοιαζε με ζητιάνο της πόλης, από αυτούς που συνωστίζονται στα μπαλκόνια του Ναού ή στα παζάρια της θορυβώδους και βρόμικης Κάτω Πόλης (σελ. 496).

Η Συγχώρεση: Θεοί, θεοί μου! Πόσο θλιβερή είναι η γη το βράδυ! Πόσο μυσρτηριώδεις είναι οι ομίχλες πάνω από τα έλη. ΄Οποιος έχει περιπλανηθεί σ΄ αυτές τις ομίχλες, όποιος έχει πολύ υποφέρει πριν από τον θάνατό του, όποιος έχει πετάξει πάνω απ΄ αυτή τη γη, κουβαλώντας πάνω του αβάσταχτο φορτίο, αυτός ξέρει. Ο κουρασμένος ξέρει. Αυτός που χωρίς να λυπηθεί θα εγκαταλείψει τις ομίχλες της γης, τα έλη και τα ποτάμια της και θα παραδοθεί με ανάλαφρη ματιά στα χέρια του θανάτου, γνωρίζοντας πως αυτός και μόνον αυτός θα τον παρηγορήσει (σελ. 572)

Και δύο βασικές διαπιστώσεις : Τα χειρόγραφα δεν καίγονται (σελ. 435) Μία φράση που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για να εκφράσει την παντοδυναμία και τη διαχρονικότητα του γραπτού λόγου και εκστομείται από τον Βόλαντ, τη μορφή του Σατανά στη Μόσχα.

Ελεύθερος χρόνος υπήρχε τόσος όσος χρειαζόταν, ενώ η καταιγίδα θα ερχόταν προς το βραδάκι, και η δειλία ήταν αναμφίβολα μια από τις χειρότερες αμαρτίες. Αυτά είχε πει ο Χα-Νότσρι. ΄Οχι, φιλόσοφε, σε αυτό έχω αντίρρηση: είναι η χειρότερη αμαρτία από όλες (σελ. 483)

Ο συγγραφέας δούλευε το μυθιστόρημα δώδεκα χρόνια εν μέσω απόλυτης κυριαρχίας της σταλινικής γραφειοκρατίας, έχοντας επίγνωση ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να δει εν ζωή την έκδοση του βιβλίου του. Υμνώντας την ελευθερία των καλλιτεχνών εναντίον κάθε μορφής λογοκρισίας, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970, καθιστώντας τον Μπουλγκάκοφ ισάξιο των μεγάλων κλαστικών: Ντοστογιέφσκι, Γκογκόλ, Τολστόικαι Τσέχωφ.

Σήμερα ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το μυθιστόρημα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα φαντάζει πάντα επίκαιρο – όσο επίκαιρα μπορούν και παραμένουν πάντα το γέλιο, ο έρωτας και ο αντίκτυπος της εξουσίας στη ζωή των ανθρώπων  (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τί είδε η γυναίκα του Λωτ; εκδ. Καστανιώτη

Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνιση του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς. “Οι Παριζιάνοι που κάποτε αποτελούσαν τον ομφαλό της ηπείρου, ήταν τώρα υποχρεωμένοι να αντικαταστήσουν τα ευέλικτα ποταμόπλοιά τους με υπερπόντια βαπόρια, το γνώριμο μονοπάτι του ποταμού τους με τον αχανή μεσογειακό ορίζοντα που έδειχνε να μην έχει τέλος” (σελ. 7). Η νέα ουσία δεν υπηρετεί, αλλά υπηρετείται. Καταδυναστεύει με τις ιδιοτροπίες της. Εθίζει με τη γεύση της. Υποδουλώνει με την αθόρυβη επιρροή της. “Καημένε Ρίτσμοντ, άμα σ΄ αγγίξει μια φορά το βιολετί, θα το κουβαλάς για πάντα μέσα σου κι ας τρίβεσαι με σύρμα μέχρι να γεράσεις” (σελ. 27) Τα σύγχρονα Σόδομα, η “Αποικία”, αποδεικνύονται πιο πανούργα και από τη βιβλική ακόμη εκδοχή τους. “Η Κοινοπραξία κατά βάθος αδιαφορεί για το δόγμα, αφού το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η ιστορία της καταστροφής των Δίδυμων Πόλεων, η οποία εμφανίζεται σε όλα τα ιερά βιβλία, τη Βίβλο, την Τορά, το Κοράνι” (σελ. 341). Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιβάλλει τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, και μόνο ένας άνθρωπος είναι σε θέση να τα ανακαλύψει, ο ανυποψίαστος Φιλέας Μπουκ, που μια νύχτα αλλιώτικη από τις άλλες θα κληθεί να λύσει το πιο σημαντικό σταυρόλεξο που επινοήθηκε ποτέ. “Χάσατε συγγενείς στην Υπερχείληση, κύριε Μπουκ; ΄Εχασε κάτι πολυτιμότερο, την πίστη του” (σελ. 90), όταν “Σχηματίσθηκε μια τεράστια λίμνη μεταξύ των τριών ηπείρων, απο το Γιβραλτάρ μέχρι την Ερυθρά και τη Μαύρη Θάλασσα, στον βυθό της οποίας κοιμούνταν νικημένα τα μνημεία ρομαντικών πολιτισμών, που Ανατολή και Δύση συντηρούσαν μέχρι τότε ζηλόφθονα... Το νερό δεν πήρε μόνο ψυχές και κτίρια, αλλά και την πεποίθηση ότι το σύμπαν λειτουργεί με κανόνες που κατανοούμε, ότι η ύπαρξή μας δεν αποτελεί σύντομο και γελοίο διαλείμμα μέσα στην απεραντοσύνη της ανυπαρξίας” (σελ. 98). Στην αναζήτησή του για τυς αγαπημένους του ανασύρει τις επτά επιστολές από τους αγνοούμενους αγαπημένους του “Οι επιστολές εν αγνοία των συντακτών, απορρόφησαν ολόκληρο τον κόσμο που χάθηκε, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Αυτές οι κάψουλες συσσωρευμένης μνήμης θα χρησίμευσαν ως φάρμακο για τους επτά αμνήμονες... Νόμιζε ότι άκουγε επτά όργανα ορχήστρας, που το καθένα έπαιζε άλλες συγχορδίες, αλλά όλα μαζί παρήγαγαν αρμονικότατο μουσικό αποτέλεσμα. Στο βάθος παίζανε την ίδια μελωδία, παρά τα εκκεντρικά σολάκια τους, που δεν ήταν άλλη από την αγάπη τους γι΄ αυτόν – ή μήπως την δική του αγάπη για κείνους; (σελ. 162).

Τέλη Αυγούστου έξι αξιωματούχοι της Αποικίας ο Χαβιέ Τουρία Χερμενεγκίλιτο με ιδιότητα Πρόεδρος Δικαστηρίου και δηλωθέν όνομα Μπερνάρ Μπαντώ, ο Σελίμ Ντουντέν Μπερκάντ με ιδιότητα Διοικητής Φρουράς και δηλωθέν όνομα ΄Αντριου Ντρέικ, ο Ντουσάν Ζέτα Ντανίλοβιτς με ιδιότητα Ορθόδοξος Ιερέας και δηλωθέν όνομα Μόντεγκιου Μοντενέγκρο, ο Νικονιέμ Λε Ρου με ιδιότητα Ιδιαίτερος Γραμματέας Κυβερνείου και δηλωθέν όνομα Σαρλ Σικουάν, ο Αρντουίνο Τιβέριο Φλαγκράντε με ιδιότητα Διευθυντής Υγειονομείου και δηλωθέν όνομα Νικολό Φαμπρίτσιο, η Τζούντιθ Σουόρνλέικ με ιδιότητα σύζυγος του Κυβερνήτη, Προϊσταμένη Προσωπικού και Υπεύθυνη Εξοπλισμού Κυβερνητικού Μεγάτου και δηλωθέν όνομα Ρεγγίνα Βερά, με τις επιστολές τους συντάσσουν το Επιστολόλεξο που καλείται να λύσει ο Μπουκ. “΄Εδινε την εντύπωση πως τον ενδιέφεραν τα πάντα εκτός από το κείμενο, το οποίο διάβασε αστραπιαία, σχεδόν διαγώνια, μέσα σε λίγη ώρα. Θα τον έλεγες μάλλον “ακροατή” παρά “αναγνώστη”, αφού περισσότερο αφουγκραζόταν τις επιστολές παρά τις διάβαζε, ενώ οι μορφασμοί στο πρόσωπό του πρόδιδαν πως οι πνιχτοί υπέρηχοι, που δραπέτευαν σαν δακτυλίδια αόρατου καπνού από τους έξι γραφικούς χαρακτήρες, τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα (σελ. 253). ΄Οταν ο Μπουκ καλείται από την Ανώτατη Διοίκηση να ολοκληρώσει το μαίανδρο του Επιστολόλεξου αρνείται την ύπαρξη υπόγειου ποταμού ανάμεσα στις έξι επιστολές : Ούτε σταγόνα δεν διατρέχει υπογείως τις επιστολές. Είναι ακριβώς ό,τι δείχνουν: εκατό τα εκατό ορατές, εκατό τα εκατό στεγνές” (σελ. 259), ενώ “ποτέ στην έως σήμερα καριέρα του, δεν συνάντησε έξι επιστολές που να δένουν τόσο συγκλονιστικά μεταξύ τους, σαν πίδακες που εκτοξεύονται από φράγμα και βουτάνε στον ίδιο γκρεμό, με γνησιότητα τόσο ζωώδη κι ασυγκράτητη που κόντευε να τον πνίξει” (σελ. 263). ΄Ομως παρόλο που το σώμα του επιστολόλεξου ήταν έτοιμο, έλειπε η αιτία της ύπαρξής του, η διαγώνια επιστολή, που θα έδινε στο σχήμα την τρίτη του διάσταση και θα χρωμάτιζε με νοήματα τις λέξεις. Αυτό σήμαινε ότι ο μαίανδρος δεν είχε λύση, έλειπε δηλαδή το “γιατί” (σελ. 265). Ανακαλύπτει ότι η έβδομη επιστολή είναι η επιστολή της Λευκής Μπατώ “ελευθέρωσέ με” (σελ. 475). Αναρωτιέται : Πού βρήκαν το σθένος αυτοί οι νοσηροί ανταγωνιστές, οι μολυσμένοι από τα διαλυτικά ελιξήρια των Εβδομήνταπέντε, να σφυρηλατήσουν τέτοια συμπαγή ενότητα; Πώς κατόρθωσαν έξι σακατεμένες ψυχές , έξι ναυάγια, που υφίστανται την πολύπλοκη υποδούλωση της Αποικίας, να πιστέψουν στη δύναμή τους; Ο Μπουκ συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ότι ανακτά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και το ενδιαφέρον του γι΄ αυτούς (σελ. 480).

Τί είδε η γυναίκα του Λωτ;  

΄Ενα τέτοιο έγκλημα τιμής απέναντι στους Εβδομήντα πέντε χρειάζεται τουλάχιστον έναν αυτόπτη μάρτυρα για να νομιμοποιηθεί, να μην αφήνει αμφιβολίες ότι πραγματοποιήθηκε. Χρειάζεται μια γυναίκα του Λωτ, που θα στρέψει την κρίσιμη στιγμή το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι τα Σόδομα καταστράφηκαν χωρίς να φοβάται αν η ίδια θα μετατραπεί σε στήλη άλατος. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο διάλεξαν τον Φιλέα Μπουκ, ο οποίος είδε το τέλος της Κοινοπραξίας πριν οι άλλοι προλάβουν να δουν την ακμή της (σελ. 478). ΄Ενα φαντασμαγορικό μυθιστόρημα, ένα συνεχές διανοητικό παιχνίδι, μια ανεπανάληπτη αλληγορία για το φόβο, την αμαρτία και την ενοχή, που ενεδρεύουν άλλοτε στους υγρούς δρόμους του “παραθαλάσσιου” Παρισιού κι άλλοτε στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης συνείδησης.(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)