Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2016

Ας Γελάσω....



Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ : ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣΥΝΗΣ
                                   Διηγήματα – Νουβέλες
Η Λιτανεία των Ασεβών, Το Συναξάρι των Αμαρτωλών

Περιεχόμενα:  Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι
                        Το νερό της βροχής
                        Νυχτερινή Ιστορία
                        Από τη ζωή του Μιχάλη Ρούση
                        Λειτουργία σε λα ύφεσις
                         Η μεγάλη βδομάδα του πρεζάκη
                        Μπουχούνστα
                        Ο άνθρωπος με το φλεμόνι
                        Το αρχοντικό
                        Βασιλική
                        Ο εξωμότης Παναγής Μαυρόπουλος
                        Το μπουρίνι (α΄ εκδοχή)


                        Στο τέλος του μεσοπολέμου, ο Καραγάτσης έγραψε ένα παράξενο αφήγημα, που με κράτησε για πολύ καιρό προσηλωμένο στις σελίδες του και μου έδωσε ένα στίγμα, για να βρω ένα τρόπο να οργανώσω τα βήματα της διερεύνησής μου μέσα στον πολυσύνθετο κόσμο των μικρών του ιστοριών. Είναι το διήγημα Ο άνθρωπος με το κανελί πανωφόρι, ένας ρεμβασμός, μια κατανυκτική συνάντηση μ΄ ένα φάσμα, μια παρουσία, στον ύπνο ή τον ξύπνο, μυστηριακό κρυπτογράφημα όπου ένιωσα να ανιχνεύεται η βασική γραμμή που διαπερνά και τονίζει τον διηγηματογραφικό τρόπο και κόσμο του συγγραφέα.  Μέσα σε ένα υποβλητικό κλίμα νησιωτικής νύχτας που γέρνει προς το χάραμα, αναδύεται από τη θάλασσα μπροστά στα έκπληκτα μάτια του νεαρού πεζογράφου η φασματική μορφή του μεγάλου δασκάλου της ελληνικής διηγηματογραφίας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.  Το αφήγημα ξεδιπλώνει μια απόκοσμη συνομιλία.  Από τη μια ο βλάσφημος οιηματίας που ποθεί να βιώσει το δράμα του κόσμου έξω από κάθε ψευδαίσθηση πίστης, από την άλλη ο αναπαυμένος μέσα στην πίστη αθώος απολογητής της ανθρώπινης ταπεινότητας, της εσωτερικής ησυχίας, της υπομονετικής εγκαρτέρησης, έξω από κάθε κοσμική και ιστορική πλάνη, που αποδέχεται μόνο την αλήθεια του μύθου…. Κι όμως.  Οι ρόλοι σιγά σιγά αρχίζουν να αντιστρέφονται.  Ο οσιακός γέρος γίνεται το απειλητικό, πονηρό φάσμα, κι ο νεαρός αυθάδης είναι ο αγνός και ανύποπτος που ψελλίζει εξορκιστικές φράσεις πασχίζοντας να διαλύσει τον εφιάλτη και να σωθεί από τον πειρασμό, μέχρι που τελικά ξεσπά σε λυγμούς αγαπητικής παράδοσης, ερωτικής λατρείας, καθώς μένει μόνο μέσα στα χέρια του, όταν ο ίσκιος χάνεται με το αυγινό φέγγος, το ποτισμένο από αμαρτία και αγιοσύνη, δυσώδες και μυρωμένο, πανωφόρι του εγκόσμιου ερημίτη. 
Ο εξωμότης αυτός του κόσμου, ο «λιποτάχτης της διαιώνισης» με τις άπειρες απωθήσεις που τις μετουσίωσε σε εκστατικές σελίδες απλοϊκής και ευλαβικής έμπνευσης, δεν μπορεί πια να ανακουφίσει την ανησυχία του νέου σύγχρονου ανθρώπου και συγγραφέα, του ποτισμένου με το αφιόνι της αμφιβολίας, της δίψας για εμπειρίες και κατακτήσεις, του μηδενιστή που ωστόσο θέλει να συνεχίσει να αγαπά και να υπάρχει, χωρίς βεβαιότητες και ιδεατές ονειροφαντασίες, αλλά  με πόνο και συντριβή μπροστά στην ίδια τη ζωή και το θάνατο που ποθεί να τα κοιτάξει ηρωικά και κατάματα.  Μολαταύτα ο νεαρός συγγραφέας νιώθει ακόμη να μαγνητίζεται από τη συγκινητική αγαθότητα και παραίτηση του γέροντα διηγηματογράφου.  Νιώθει να γοητεύεται από την υπερούσια ποίηση της φωνής του….. Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας δυστυχισμένος παρίας, ένας καταφρονεμένος και ταπεινός της ζωής, ένας καταντημένος του περιθωρίου… Είναι ο άνθρωπος με το ρυπαρό και βαρύτιμο κανελί πανωφόρι, που περισσότερο ονειρεύτηκε παρά έζησε….Είναι κι αυτός ένας άλλος άνθρωπος με το φλεμόνι, που τον περιγελούν οι πόρνες για την αλλόκοτη σχέση του με τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς – μια μορφή καλοκάγαθης μισανθρωπίας -  είναι η Βασιλική, που για τα μάτια του κόσμου και της ιστορίας ήταν μια καταραμένη προδότρια, ενώ στην πραγματικότητα, αν και πουλημένη, ήταν εκείνη που έσωσε τόσους και τόσους από τα νύχια του Αλή, είναι ο εξωμότης που κι εκείνος πλήρωσε άλλων τις αμαρτίες και θεωρήθηκε ένας τρισάθλιος τουρκεμένος χωρίς μερίδιο σε καμιά δικαίωση, είναι ο πρεζάκης που περιφέρεται χαμένος μέσα στην πένθιμη ατμόσφαιρα των Παθών μιας Μεγαλοβδομάδας μέχρις ότου τον πάρει ένα πλοίο μακριά απ΄ την αστική κόλαση, στη φυγή προς άλλους κόσμους, άγνωστους, ίσως λυτρωτικούς…., είναι η γυναίκα του μικρέμπορου που κοιτάζει δακρυσμένη το νερό της βροχής, καταδικασμένη να ζήσει την ασκήμια της μικροαστικής θηριωδίας,  μέχρι τέλους σιωπηλή, ολομόναχη, απειλημένη, ψυχικά νεκρή, είναι οι κολίγοι του θεσσαλικού κάμπου, οι χωρικοί, οι επαρχιώτες, οι απόκληροι, δέσμιοι της γης τους, της σκοτεινής τους συνείδησης, της αφέλειας, της ενοχής, της ασυνείδητης απόγνωσης που τους οδηγεί σε μια στωική σκληρότητα όλο ανθρωπιά, στον μίζερο ξεπεσμό, την παραδοχή της ανημπόριας, τον τρόμο και την υποταγή στο μοιραίο.   Ο Γέρος της Σκιάθου ενσαρκώνει σαν εικόνα όλους αυτούς που ζουν μια πικρή, ανώνυμη, δυστυχισμένη ζωή, όλα αυτά τα θύματα του εαυτού τους και της ύπαρξης ταυτοχρόνως, τα γεμάτα από τραγικό μεγαλείο…..

                        Ο Καραγάτσης είναι ο μικρός Μιχάλης Ρούσης, ο μετέπειτα φιλόδοξος μουσικός της Λειτουργίας, που ζει κάτω από την καταπιεστική σκιά του πατέρα, απέναντι σ΄ έναν άσωτο και αδύναμη αδελφό, αυτός που εξιδανικεύει τη μητέρα και που καλλιεργεί ένα πελώριο υπερεγώ, που ζει στον κλειστό κύκλο της αστικής οικογένειας, τον προστατευτικό και συνάμα τραυματικό, που βρίσκει διέξοδο στην τέχνη, που θέλει να τολμήσει την πατροκτονία…..να οδηγηθεί επιτέλους έστω και καταματωμένος στην ιστορική δικαίωση, τη νίκη του θανάτου μέσα από τη φήμη και τη διαιώνιση….

                        Ο Καραγάτσης είναι ένας διχασμένος.  Και σαν διχασμένος σκύβει, αρπάζει και φιλάει το κανελί πανωφόρι.  Αυτό το ύφασμα που απορροφά και μεταμορφώνει την αντίφαση της ζωής.   Σε τίμιο κράμα αμαρτίας και αγιοσύνης.  Αυτό ακριβώς που ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει,  κομμένος ανάμεσα στα δυό, ζώντας αυτή την αντίφαση σαν ένα δραματικό και βέβηλο κοντράστο,   σαν ένα εξιλαστικό, αλλά και βασανιστικό,  μαρτύριο – λιτανεία ασέβειας, συναξάρι αμαρτίας – ή μπορεί και σαν ένα όνειρο οργιαστικής τρέλας, σε κάποια πόλη θα έλεγες βγαλμένη από έναν υπερρεαλιστικό Γκογκολ, την Μπουχούνστα. Κάτι σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα του παραμυθιού, ενός παραμυθιού όμως που στάζει φαρμάκι ανάμεικτο με πηχτό αίμα, όπου ο φθόνος, η κτηνωδία, η προστυχιά, ο ξεπεσμός, ο φόνος, η ανθρωπιά, η ομορφιά, η φυσική μαγεία, η λαγνεία, κάθε κοσμική ευτέλεια και σαγήνη, κάθε ζωική αποφορά κι ευωδία, ενώνονται σ΄ ένα μοναδικό μπαρόκ παραλήρημα, σπάραγμα δίχως αρχή και δίχως τέλος, ένα λυσσαλέο ξέσπασμα ζωής και θανάτου, που δεν βρίσκει γαλήνη, ένα τερατώδες κρεσέντο φαντασμαγορικής απόγνωσης… 

«Κόκκος άμμου ο άνθρωπος στην απαλάμη του Θεού!»

Από την ΕΙΣΑΓΩΓΗ του Στρατή Πασχάλη

Δεν υπάρχουν σχόλια: