Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Στη σπηλιά των αγριογουρουνιών

… Εκεί που έσταζε το νερό η πέτρα ήταν μαλακή. Με το έργο τούτο του θόλου, που γινόταν από παμπάλαιο χρόνια, σχηματίστηκε καταγής στο βράχο μια μικρή λακκούβα. ΄Όταν το νερό που έσταζε τη γέμιζε, ξεχείλιζε και χυνόταν αργά κατά την έξοδο της σπηλιάς. Οι στάλες, κοιμισμένες χρόνια πολλά μες στην καρδιά του βουνού, άρχιζαν τώρα φοβισμένες το ταξίδι τους προς το φως, το ταξίδι του τέλους. Προχωρούσαν λίγο. Δίσταζαν. Πάλι λίγο. Δίσταζαν. ΄Ετσι, εξόν απ΄ τη μεγάλη λακκούβα, ο τόπος ήταν γεμάτος από άλλες πιο μικρές, μνήμες του φόβου και του δισταγμού. Από γενιά σε γενιά οι στάλες που έρχουνται ακολουθούν τα σημάδια των προγόνων τους. Μένουν λίγο εκεί, όσο μείνανε κ΄ εκείνοι. Και σαν έρθει το πλήρωμα του χρόνου, σαν έρθουν οι στάλες που ακολουθούν και γυρεύουν τόπο, οι πρώτες φεύγουν. Από πάνω τους οι σταλαχτίτες, στέρεη φωνή του βουνού, καταβοδώνουν τότε και βλογούν τις στάλες για ό,τι κάμαν στη ζωή τους,, για την τρυφερότητα που δώσανε στη μεγάλη μάνα τους, στα Κιμιντένια: «Στο καλό! Στο καλό!» ΄Ενας τσαλαπετεινός πέρασε, πήρε τη μια στάλα. ΄Ένα αγριογούρουνο πέρασε, πήρε την άλλη. ΄Άλλη ταξίδεψε πιο χαμηλά. Πήγε στη ρίζα μιας βατομουριάς, κοντά στις όχθες του Ποταμιού των Τσακαλιών, κ΄ έγινε βατόμουρα. Να τα μαζέψει ένα κορίτσι και να τα δώσει με το χέρι του στον κυνηγό. Καιμια άλλη στάλα βάδισε στην κοίτη του ποταμιού, έγινεένα με το νερό της βροχής κ΄ έφταξε ως τη θάλασσα. Εκεί τη βρήκε ένα ερωτευμένο χέλι και την πήρε μέσα του…

…Τα χέλια του Ποταμού των Τσακαλιών καταλαβαίνουν πως ήρθε η ώρα για το μεγάλο ερωτικό τους ταξίδι. Γεννηθήκαν μακριά στο βυθό του Ωκεανού, κει που πάν και γονιμοποιούν τα χέλια όλου του κόσμου. Σα γίνανε δυο χρονώ άφησαν το λίκνο τους στο βυθό του Ωκεανού και πήραν το δρόμο των προγόνων τους. Περάσαν όλες τις θάλασσες κι ήρθανε μια χειμωνιάτικη νύχτα στο Ποτάμι των Τσακαλιών. Είχε φεγγάρι πάνω στα Κιμιντένια. ΄Ηταν ησυχία. Μοναχά πού και πού τα τσακάλια ούρλιαζαν στο ρουμάνι. ΄Όμως τα χέλια ήταν ασφαλισμένα μές στο νερό και δε φοβήθηκαν. Μείνανε θαμπωμένα απ΄ την αυστηρή ηρεμία της Αιολικής Γής, απ΄ το έρημο φεγγάρι. «Τι όμορφος που είναι ο τόπος των μητέρων μας», είπαν. «Τι όμορφη που είναι η πατρίδα μας».
Μείνανε κεί και ζήσανε μέρες χαρούμενες χρόνους εξ. ΄Όταν, πάλι, ήρθε μια νύχτα. ΤΟ φεγγάρι έλαμπε πάλι ψηλά, τα τσακάλια πάλι ούρλιαζαν, κ΄ ένα νέο κορίτσι που το λέγαν ΄Αρτεμη, παιδί των βουνών του τόπου, ζούσε την πρώτη ιστορία της καρδιάς του, την πρώτη με αίμα, στη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Μυστική, από πολύ βαθιά μέσα τους, ήρθε στα χέλια του Ποταμιού των Τσακαλιών η φωνή. Παράξενη φωνή, που τους έλεγε να φύγουν, να κατεβούν χαμηλά το ποτάμι και να βγουν στη θάλασσα. Ξυπνήσαν όλα τα χέλια, άκουσαν την προσταγή της φωνής, κατεβήκαν χαμηλά το ποτάμι και βρήκαν τη θάλασσα. Αλλόκοτο σούσουρο βρήκαν τότε κεί, στις ακρογιαλιές του Αιγαίου. Κοίταξαν καλά μες στο νερό γύρω τους και ξαφνιασμένα είδαν. ΄Όλα τα χέλια των ποταμιών της Ανατολής είχαν μαζευτεί εκεί.
«Πώς εδώ, σύντροφοί μας;»
Τους αποκρίθηκαν:
«Η φωνή μίλησε μέσα μας. Πάμε για το μακρινό ταξίδι».
«Α! Κ΄ εσείς; Κ΄ εμείς για το ίδιο ταξίδι πάμε. Μας μίλησε η φωνή».
Κι ολοένα κουβέντιαζαν χαρούμενα τα χέλια των ποταμιών και κάναν γνωριμίες το ένα με τ΄ άλλο. ΄Ένα μονάχα χέλι, ντυμένο με παράξενο ασημένιο δέρμα, δε σάλευε απ΄ τον τόπο του. Δεν ήθελε γνωριμίες, δεν ήθελε φλυαρίες, γιατί ήθελε να μείνει μονάχο με τη χαρά που το πλημμύριζε. Το είδε, έτσι μόνο, ένα άλλο χέλι με γυαλιστερό δέρμα, που είχε κι αυτό αρχίσει να παίρνει χρώμα ασημένιο, και νόμισε πως είναι περίλυπο.
«Τι έχεις;», του λέει, «κ΄ είσαι έτσι μονάχο; ΄Εχεις κανένα μυστικό που σε βασανίζει;»
«Από πού έρχεσαι εσύ;» ρωτά το μοναχικό χέλι.
«΄Ερχουμε απ΄ το Μαίανδρο. ΄Ετσι το λένε το μεγάλο ποτάμι όπου έζησα».
«΄Ελα κοντά μου», λέει τότε το άλλο χέλι, «εσύ που έρχεσαι από μεγάλο ποτάμι. Ακούμπησε πάνω μου. Ακούς;…»
Το χέλι απ΄ το Μαίανδρο κολλά στο χέλι του Ποταμιού των Τσακαλιών κι ακούει.
«Τι είν΄ αυτό που φωνάζει μέσα σου;» λέει ξαφνιασμένο.
«Είναι η φωνή του βουνού μας», απαντά το φιλέρημο χέλι με το ασημένιο χρώμα. «Την κατέβασε σήμερα το ποτάμι, μια σταγόνα, απ΄ τη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Και την πήρα μέσα μου. Τώρα θα ταξιδέψει μαζί μου. Τώρα θα ΄χω μαζί μου τη φωνή του τόπου μου. ΄Ελα μ΄ εμένα».
΄Ετσι έγινε και τα δυο χέλια πορεύτηκαν κοντά κοντά, μαζί με το κοπάδι τους, και φτάξανε στο βάθος του μακρινού Ωκεανού. Πολλούς συντρόφους χάσανε στο δρόμο σε μάχες που κάμανε με άλλα ψάρια. ΄Όμως οι δυο σύντροφοι δεν πάθανε τίποτα, γιατί ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Σαν κατέβηκαν στον τόπο που θα γονιμοποιούσαν, στο βυθό, διάλεξαν ένα μέρος στη ρίζα του κοραλλιού και κάμαν τη φωλιά τους. Τ΄ άλλα τα χέλια του κοπαδιού άρχισαν τότεν΄ αλλάζουν το πετσί τους και να ντύνουνται με αργυρό πετσί – τη γαμήλια φορεσιά τους. Μα οι δυο σύντροφοι του κοραλλιού δεν είχαν ανάγκη να περιμένουν. Γιατί αυτοί ήταν έτοιμοι απ΄ την αρχή του ταξιδιού. Ερωτευτήκανε γλυκά και σαν κουράστηκαν μείνανε ήσυχα, περιμένοντας πια τα παιδιά που θα ΄ρχονταν. Το αρσενικό χέλι ακουμπούσε πότε πότε στο σώμα της γυναίκας του, κι όταν άκουγε χτύπους:
«΄Ηρθαν;» ρωτούσε με ανυπομονησία. «Είναι τα παιδιά μας;»
«΄Όχι», του έλεγε εκείνη. «΄Όχι, ακόμα. Αυτό είναι ε κ ε ί ν ο ς ο χτύπος. Είναι η φωνή του τόπου μας».
Μα σαν ήρθαν μέσα της τα παιδιά, οι χτύποι μπερδεύτηκαν. Και τότε πια μήτε αυτή δεν ήξερε να τους ξεχωρίσει. (σελ. 216-218)

Δεν υπάρχουν σχόλια: