Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020

Ιωάννα Μπουραζοπούλου, Τί είδε η γυναίκα του Λωτ; εκδ. Καστανιώτη

Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνιση του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς. “Οι Παριζιάνοι που κάποτε αποτελούσαν τον ομφαλό της ηπείρου, ήταν τώρα υποχρεωμένοι να αντικαταστήσουν τα ευέλικτα ποταμόπλοιά τους με υπερπόντια βαπόρια, το γνώριμο μονοπάτι του ποταμού τους με τον αχανή μεσογειακό ορίζοντα που έδειχνε να μην έχει τέλος” (σελ. 7). Η νέα ουσία δεν υπηρετεί, αλλά υπηρετείται. Καταδυναστεύει με τις ιδιοτροπίες της. Εθίζει με τη γεύση της. Υποδουλώνει με την αθόρυβη επιρροή της. “Καημένε Ρίτσμοντ, άμα σ΄ αγγίξει μια φορά το βιολετί, θα το κουβαλάς για πάντα μέσα σου κι ας τρίβεσαι με σύρμα μέχρι να γεράσεις” (σελ. 27) Τα σύγχρονα Σόδομα, η “Αποικία”, αποδεικνύονται πιο πανούργα και από τη βιβλική ακόμη εκδοχή τους. “Η Κοινοπραξία κατά βάθος αδιαφορεί για το δόγμα, αφού το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η ιστορία της καταστροφής των Δίδυμων Πόλεων, η οποία εμφανίζεται σε όλα τα ιερά βιβλία, τη Βίβλο, την Τορά, το Κοράνι” (σελ. 341). Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιβάλλει τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, και μόνο ένας άνθρωπος είναι σε θέση να τα ανακαλύψει, ο ανυποψίαστος Φιλέας Μπουκ, που μια νύχτα αλλιώτικη από τις άλλες θα κληθεί να λύσει το πιο σημαντικό σταυρόλεξο που επινοήθηκε ποτέ. “Χάσατε συγγενείς στην Υπερχείληση, κύριε Μπουκ; ΄Εχασε κάτι πολυτιμότερο, την πίστη του” (σελ. 90), όταν “Σχηματίσθηκε μια τεράστια λίμνη μεταξύ των τριών ηπείρων, απο το Γιβραλτάρ μέχρι την Ερυθρά και τη Μαύρη Θάλασσα, στον βυθό της οποίας κοιμούνταν νικημένα τα μνημεία ρομαντικών πολιτισμών, που Ανατολή και Δύση συντηρούσαν μέχρι τότε ζηλόφθονα... Το νερό δεν πήρε μόνο ψυχές και κτίρια, αλλά και την πεποίθηση ότι το σύμπαν λειτουργεί με κανόνες που κατανοούμε, ότι η ύπαρξή μας δεν αποτελεί σύντομο και γελοίο διαλείμμα μέσα στην απεραντοσύνη της ανυπαρξίας” (σελ. 98). Στην αναζήτησή του για τυς αγαπημένους του ανασύρει τις επτά επιστολές από τους αγνοούμενους αγαπημένους του “Οι επιστολές εν αγνοία των συντακτών, απορρόφησαν ολόκληρο τον κόσμο που χάθηκε, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Αυτές οι κάψουλες συσσωρευμένης μνήμης θα χρησίμευσαν ως φάρμακο για τους επτά αμνήμονες... Νόμιζε ότι άκουγε επτά όργανα ορχήστρας, που το καθένα έπαιζε άλλες συγχορδίες, αλλά όλα μαζί παρήγαγαν αρμονικότατο μουσικό αποτέλεσμα. Στο βάθος παίζανε την ίδια μελωδία, παρά τα εκκεντρικά σολάκια τους, που δεν ήταν άλλη από την αγάπη τους γι΄ αυτόν – ή μήπως την δική του αγάπη για κείνους; (σελ. 162).

Τέλη Αυγούστου έξι αξιωματούχοι της Αποικίας ο Χαβιέ Τουρία Χερμενεγκίλιτο με ιδιότητα Πρόεδρος Δικαστηρίου και δηλωθέν όνομα Μπερνάρ Μπαντώ, ο Σελίμ Ντουντέν Μπερκάντ με ιδιότητα Διοικητής Φρουράς και δηλωθέν όνομα ΄Αντριου Ντρέικ, ο Ντουσάν Ζέτα Ντανίλοβιτς με ιδιότητα Ορθόδοξος Ιερέας και δηλωθέν όνομα Μόντεγκιου Μοντενέγκρο, ο Νικονιέμ Λε Ρου με ιδιότητα Ιδιαίτερος Γραμματέας Κυβερνείου και δηλωθέν όνομα Σαρλ Σικουάν, ο Αρντουίνο Τιβέριο Φλαγκράντε με ιδιότητα Διευθυντής Υγειονομείου και δηλωθέν όνομα Νικολό Φαμπρίτσιο, η Τζούντιθ Σουόρνλέικ με ιδιότητα σύζυγος του Κυβερνήτη, Προϊσταμένη Προσωπικού και Υπεύθυνη Εξοπλισμού Κυβερνητικού Μεγάτου και δηλωθέν όνομα Ρεγγίνα Βερά, με τις επιστολές τους συντάσσουν το Επιστολόλεξο που καλείται να λύσει ο Μπουκ. “΄Εδινε την εντύπωση πως τον ενδιέφεραν τα πάντα εκτός από το κείμενο, το οποίο διάβασε αστραπιαία, σχεδόν διαγώνια, μέσα σε λίγη ώρα. Θα τον έλεγες μάλλον “ακροατή” παρά “αναγνώστη”, αφού περισσότερο αφουγκραζόταν τις επιστολές παρά τις διάβαζε, ενώ οι μορφασμοί στο πρόσωπό του πρόδιδαν πως οι πνιχτοί υπέρηχοι, που δραπέτευαν σαν δακτυλίδια αόρατου καπνού από τους έξι γραφικούς χαρακτήρες, τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα (σελ. 253). ΄Οταν ο Μπουκ καλείται από την Ανώτατη Διοίκηση να ολοκληρώσει το μαίανδρο του Επιστολόλεξου αρνείται την ύπαρξη υπόγειου ποταμού ανάμεσα στις έξι επιστολές : Ούτε σταγόνα δεν διατρέχει υπογείως τις επιστολές. Είναι ακριβώς ό,τι δείχνουν: εκατό τα εκατό ορατές, εκατό τα εκατό στεγνές” (σελ. 259), ενώ “ποτέ στην έως σήμερα καριέρα του, δεν συνάντησε έξι επιστολές που να δένουν τόσο συγκλονιστικά μεταξύ τους, σαν πίδακες που εκτοξεύονται από φράγμα και βουτάνε στον ίδιο γκρεμό, με γνησιότητα τόσο ζωώδη κι ασυγκράτητη που κόντευε να τον πνίξει” (σελ. 263). ΄Ομως παρόλο που το σώμα του επιστολόλεξου ήταν έτοιμο, έλειπε η αιτία της ύπαρξής του, η διαγώνια επιστολή, που θα έδινε στο σχήμα την τρίτη του διάσταση και θα χρωμάτιζε με νοήματα τις λέξεις. Αυτό σήμαινε ότι ο μαίανδρος δεν είχε λύση, έλειπε δηλαδή το “γιατί” (σελ. 265). Ανακαλύπτει ότι η έβδομη επιστολή είναι η επιστολή της Λευκής Μπατώ “ελευθέρωσέ με” (σελ. 475). Αναρωτιέται : Πού βρήκαν το σθένος αυτοί οι νοσηροί ανταγωνιστές, οι μολυσμένοι από τα διαλυτικά ελιξήρια των Εβδομήνταπέντε, να σφυρηλατήσουν τέτοια συμπαγή ενότητα; Πώς κατόρθωσαν έξι σακατεμένες ψυχές , έξι ναυάγια, που υφίστανται την πολύπλοκη υποδούλωση της Αποικίας, να πιστέψουν στη δύναμή τους; Ο Μπουκ συνειδητοποίησε ξαφνιασμένος ότι ανακτά την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους και το ενδιαφέρον του γι΄ αυτούς (σελ. 480).

Τί είδε η γυναίκα του Λωτ;  

΄Ενα τέτοιο έγκλημα τιμής απέναντι στους Εβδομήντα πέντε χρειάζεται τουλάχιστον έναν αυτόπτη μάρτυρα για να νομιμοποιηθεί, να μην αφήνει αμφιβολίες ότι πραγματοποιήθηκε. Χρειάζεται μια γυναίκα του Λωτ, που θα στρέψει την κρίσιμη στιγμή το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι τα Σόδομα καταστράφηκαν χωρίς να φοβάται αν η ίδια θα μετατραπεί σε στήλη άλατος. Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο διάλεξαν τον Φιλέα Μπουκ, ο οποίος είδε το τέλος της Κοινοπραξίας πριν οι άλλοι προλάβουν να δουν την ακμή της (σελ. 478). ΄Ενα φαντασμαγορικό μυθιστόρημα, ένα συνεχές διανοητικό παιχνίδι, μια ανεπανάληπτη αλληγορία για το φόβο, την αμαρτία και την ενοχή, που ενεδρεύουν άλλοτε στους υγρούς δρόμους του “παραθαλάσσιου” Παρισιού κι άλλοτε στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης συνείδησης.(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: