Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Τίποτε σ΄ αυτόν τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας ...

Υπάρχουν βιβλία που η λάμψη τους διαρκεί ένα ή δύο χρόνια, ίσως και λιγότερο. Κάποιες φορές κυκλοφορούν σε χιλιάδες αντίτυπα και μετά από χρόνια αναρωτιέται κανείς τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τέτοια αναγνωσιμότητα. Υπάρχουν ευτυχώς βιβλία που ευωδιάζουν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο, που το άγγιγμά τους προκαλεί δέος και η προσέγγισή τους γίνεται με ιδιαίτερο σεβασμό . Βιβλία δοκιμασμένα στο χρόνο, βράχια σοφίας και αλήθειας, τα προσεγγίζει κανείς σ΄ ένα επίπεδο, για να αντιληφθεί κάτι από τη σοφία των μεγάλων στοχαστών, να γίνει κοινωνός ενός φωτός που ανατέλλει με σταθερότητα και σκορπίζει τη λάμψη του στον πρόθυμο αναγνώστη , να αγγίξει κάτι από το μεγαλείο τους , να γευτεί την πίκρα και τη γλύκα τους, να χαθεί μέσα στη μαγεία των λέξεων και την απεραντοσύνη του σύμπαντος ενός μεγάλου μελετητή και συγγραφέα, βιβλία που μοσχοβολάνε τριαντάφυλλο και γιασεμί, που συγκινούν με την απελπισία της μοναξιάς και την πληρότητα του έρωτα. Βιβλία που σου επιτρέπουν να μιλήσεις για να συναισθήματα που σου προκαλούν , χωρίς πολλά λόγια γιατί μέσα από τις λέξεις τους έχουν τα πάντα ειπωθεί , ενώ όταν διαβάσεις και την τελευταία λέξη τους διαπιστώνεις με θλίψη και νοσταλγία το τέλος ενός υπέροχου ταξιδιού. Κι όταν κάποτε δεις κάποιο από αυτά τα βιβλία στα χέρια ενός αναγνώστη , αισθάνεσαι ιδιαίτερη περηφάνια στη σκέψη ότι κάποτε το διάβασες κι εσύ. ΄Ένα τέτοιο βιβλίο , σιωπηλό αλλά και θορυβώδες, ερωτικό αλλά και ανέραστο, γεμάτο κύματα επιθυμιών αλλά και αδιέξοδες σχέσεις , είναι «ο ΄Ερωτας στα Χρόνια της Χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Παγίδες της μοίρας , παγίδες της άγνοιας και της περηφάνιας καθορίζουν το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που ανήγαγε τον έρωτα σε διαχρονική αξία δίνοντας του διάρκεια και πάθος ανεξάρτητα από την ηλικία των ηρώων και τις προκαταλήψεις της εποχής .
΄Ένα απλό βλέμμα ήταν αιτία για έναν ερωτικό κατακλυσμό που για πενήντα και πλέον χρόνια δεν έλεγε να σταματήσει. Από την ημέρα που το βλέμμα αυτό της Φερμίνα Δάσα τον αιχμαλώτισε για πάντα, ο Φλορεντίνο Αρίσα άρχισε τη μυστική ζωή του μοναχικού κυνηγού. Ο έρωτάς του τον οδήγησε στην αλχημεία της ποίησης και στη μουσική . Τα πλούσια συναισθήματα, το πάθος του και ο τρόπος που τα μετουσιώνει αυτά σε πράξη ξεπηδούν μέσα από τις σειρές του μυθιστορήματος, ενώ κάθε λέξη μας μεταφέρει με παραστατικότητα στη σχέση των δύο νέων : τα γράμματα της Φερμίνα Δάσα «προορισμένα να διατηρούν αναμμένα τα κάρβουνα χωρίς να βάζει χέρι στη φωτιά, ενώ ο Φλορεντίνο Αρίσα γινόταν στάχτη σε κάθε γραμμή». ΄Όταν ο πατέρας της ανακαλύπτει την ανίερη σχέση ο Φλορεντίνο δε διστάζει να του πει «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να πεθάνω για τον έρωτα». Κι όμως ο Λορέντσο Δάσα λησμονώντας τη δική του ερωτική ιστορία απομακρύνει την κόρη του από την πόλη του έρωτά της. Ο χρόνος και ο χώρος έπαιξαν το καταστρεπτικό τους παιχνίδι , με αποτέλεσμα όταν η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει διαπιστώνει ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Λίγα χρόνια μετά μπαίνει στη ζωή της ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από πολύχρονη διαμονή στο Παρίσι και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την επιδημία της χολέρας στην πόλη τους «΄Ηταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ΄ αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε να αντέχουμε το παρελθόν». Ερωτεύεται την Φερμίνα Δάσα κεραυνοβόλα. Εκείνη στην αρχή αρνείται , αλλά μετά από πολλές και ποικίλες πιέσεις γίνεται ο γάμος τους. Ο Φλορεντίνο Αρίσα προσπαθεί να επιζήσει μέσα στη λήθη. Η πρώτη του σαρκική επαφή με μια άγνωστη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο απατηλός έρωτας της Φερμίνα Δάσα μπορούσε να αντικατασταθεί μ΄ ένα γήινο πάθος (σελ. 198). Τότε ήταν που άρχισε να καταγράφει σε ένα τετράδιο τους συνεχόμενους έρωτές του, εκτός από τις περαστικές περιπέτειες που δεν άξιζαν ούτε μια σημείωση. Στα επόμενα πενήντα χρόνια συμπλήρωσε εικοσιπέντε τετράδια με εξακόσιες είκοσι δύο καταχωρήσεις. ΄Όταν η Φερμίνα Δάσα έμεινε έγκυος ο Φλορεντίνο Αρίσα πήρε δύο αποφάσεις : να φτιάξει όνομα και περιουσία για να γίνει αντάξιός της και ότι ο γιατρός Ουρμπίνο έπρεπε να πεθάνει. Για να εκπληρώσει την πρώτη του απόφαση, αφού η δεύτερη δεν εξαρτιόταν από αυτόν, προσέγγισε τον θείο του Λεόν ΧΙΙ , που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ποταμοπλοΐας Καραϊβικής. Εκείνος πίστευε ότι «οι άνθρωποι δεν γεννιούνται μόνο τη μέρα που τους φέρνει στον κόσμο η μάνα τους, μα η ζωή τους αναγκάζει να ξαναγεννηθούν , μόνοι τους πλέον, μια και δυο και πολλές φορές ακόμα». ΄Ετσι ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε απ΄ όλες τις θέσεις της επιχείρησης μ΄ αφοσίωση και αντοχή σε κάθε δοκιμασία. Στην προσωπική του ζωή προωθούσε τις επιχειρήσεις του λαθροκυνηγού: Η χήρα του Νασαρέτ, η Αουσένσια Σανταντέρ, η Σάρα Νοριέγα , η Ολυμπία Σουλέτα. Συμπαραστάτισσα και φίλη η Λεόνα Κασιάνι, η οποία και μέσα από τη θέση της στην εταιρεία αλλά και σαν φίλη τον υποστήριξε και τον προώθησε, δυναμική, σιωπηλή , με μια γλύκα όλο σοφία. Ο συγγραφέας μας διηγείται με λεπτομέρειες κομμάτια από τη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνέχεια της Φερμίνα Δάσα, ακούραστος, μεταδίδοντας μας όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με διαύγεια και απλότητα. Ο γιατρός Ουρμπίνο πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μόνο γήινα αγαθά: ασφάλεια, τάξη, ευτυχία, άμεσα νούμερα που αν μπορούσαν να αθροιστούν ίσως να έμοιαζαν με έρωτα: σχεδόν με έρωτα (σελ. 282). ΄Οσο για την ίδια τη Φερμίνα Δάσα πέρασε ένα σφουγγάρι χωρίς δάκρυα πάνω από τη θύμηση του Φλορεντίνο Αρίσα και στο χώρο αυτό άφησε να ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο ευτυχισμένος γάμος της κράτησε όσο και το ταξίδι του μέλιτος : «το πρόβλημα στη κοινωνική ζωή είναι να μάθει κανείς να κυριαρχεί πάνω στον τρόμο, το πρόβλημα στη συζυγική ζωή είναι να μάθει να κυριαρχεί πάνω στην ανία». Δεν έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, η ζωή έφταιγε (σελ. 305). Τίποτε σ΄ αυτό τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας. Μετά από τριάντα χρόνια γάμου οι δύο σύζυγοι άρχισαν να αγαπιούνται καλύτερα, χωρίς βιασύνη και υπερβολές (σελ. 309), ενώ ο
Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα «ζούσαν σε δύο κόσμους που απομακρύνονταν, αλλά, ενώ εκείνος έκανε κάθε προσπάθεια για να μικρύνει την απόσταση, εκείνη δεν έκανε ούτε ένα βήμα που να μην είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πέρασε πολύς καιρός πριν εκείνος τολμήσει να σκεφτεί πως η αδιαφορία της δεν ήταν παρά μια προστατευτική πανοπλία ενάντια στο φόβο». Όταν το φάντασμα της Μπάρμπαρα Λιντς μπαίνει μέσα στο σπίτι του γιατρού Ουρμπίνο, δεν ήταν μια σεισμική δόνηση της καρδιάς, αλλά ένα ειρηνικό χτύπημα, που απομάκρυνε τη Φερμίνα Δάσα για δύο χρόνια από το συζυγικό σπίτι μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Ουρμπίνο την έφερε πίσω. Τότε ήταν περίπου που μπήκε στη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα η δεκατετράχρονη Αμέρικα Βικούνια και συνειδητοποίησε ότι «μετά από τόσα χρόνια υπολογισμένους έρωτες, η άνοστη γεύση της αθωότητας είχε τη γοητεία μιας ανανεωτικής διαστροφής» (σελ. 375). Ο θάνατος του γιατρού Ουρμπίνο ατύχημα έδωσε ελπίδες στον Φλορεντίνο Αρίσα, ενώ «οι χώροι της μνήμης της Φερμίνα Δάσα , όπου κατόρθωνε να κατευνάσει τις αναμνήσεις του πεθαμένου , γέμιζαν ολοένα και περισσότερο, αλλά μ΄ έναν αδυσώπητο τρόπο, με το λιβάδι από παπαρούνες που βρίσκονταν θαμμένες οι αναμνήσεις του Φλορεντίνο Αρίσα» (σελ. 391). Οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι αρχίζουν να συναντώνται και στις αντιδράσεις της κόρης της η Φερμίνα Δάσα απαντά «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ΄ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι» (σελ. 446). Πενήντα τρία χρόνια μετά το πρώτο βλέμμα της Φερμίνα Δάσα αποφασίζουν να φύγουν μαζί με το πλοίο Καινούρια Πίστη ταξιδεύοντας για όλη τους τη ζωή «΄Ηταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή , πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄ οποιαδήποτε εποχή και σ΄ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο» (σελ. 475).
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» : ένα ποίημα για τον έρωτα, ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής που μέσα από την ελπίδα και την πίστη πραγματώνεται , ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που εκφράζει όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά μας μεταδίδει εικόνες της εποχής εκείνης στην Κολομβία, στον απόηχο της ισπανικής κυριαρχίας και των συμφορών του Μεσαίωνα.

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009

Σκιές στον ποταμό Χάντσον

Το πολυσέλιδο βιβλίο του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978, καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Αναφερόμενο σε Πολωνοεβραίους πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκαν στην Αμερική, επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη θρησκευτική τους παράδοση ανάγοντας τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του σε μία διαρκή αντιπαράθεση με το Θεό μέχρι να καταλήξει στη συμφιλίωση με τον Δημιουργό σαν την μόνη επιλογή που μπορεί να καθησυχάσει και ημερώσει το θηρίο που βρίσκεται μέσα στον καθένα. Οι ήρωες του βιβλίου, παρότι είναι πολλοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, διαγράφονται με σαφήνεια, αναλύονται με μεγάλη λεπτομέρεια, με τρόπο διεισδυτικό και αποκαλυπτικό για τις αδυναμίες που καθορίζουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στις συγκρούσεις, αλλά και για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής που αναδεικνύουν τις αξίες της , την πίστη, τη δικαιοσύνη, τη συγνώμη, τη διάκριση. Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο ξεχωρίζει για τις εικόνες του, τη χρήση της γλώσσας και τα συναισθήματα που προξενεί, το βιβλίο του Σίνγκερ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ξεχωρίζει για τη λογοτεχνική του αξία. Είναι περισσότερο ένα βιβλίο γεμάτο προβληματισμούς , φιλοσοφικές αναζητήσεις και θρησκευτικές αναφορές. Ο κάθε ήρωας πορεύεται σε ένα δρόμο προσωπικής ολοκλήρωσης μέσα από παλινδρομήσεις, οδύνη, πόνο και πάθη. Οι επιθυμίες και οι προσκολλήσεις , ο φόβος μπροστά στην έκφραση της ελεύθερης βούλησης, αλλά και η αμφισβήτησή της ενίοτε, η ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, καθώς και οι νωπές μνήμες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα , αποτελούν το χώρο μέσα στον οποίο κινούνται με προοπτική τη χάραξη της προσωπικής για τον καθένα πορείας που θα τον γαληνέψει και θα τον συμβιβάσει με την συνείδηση του.
Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Ν. Υόρκη ανάμεσα στο Δεκέμβρη του 1947 και το Νοέμβρη του 1949, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ξεκινά με μία συγκέντρωση φίλων στο διαμέρισμα του Μπόρις Μακάβερ και κλείνει κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πολλοί από τους φίλους λείπουν , είτε επειδή έχουν χαθεί είτε επειδή η πνευματική τους αναζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Καλεσμένοι στο σπίτι του Μπόρις Μακάβερ είναι οι ήρωες του βιβλίου, που οι ζωές τους διαπλέκονται ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση : η κόρη του ΄Αννα και ο σύζυγός της Στανισλάβ Λούρια, ο ανεψιός του Χέρμαν Μακάβερ, ο καθηγητής Σράγκε, , ο Χερτς Ντόβιντ Γκρέιν, ο γιατρός Σόλομον Μάλγκοριν , και τα αδέλφια Τσάντοκ Χάλπεριν και Φρίντα Ταμάρ. Αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας η οικογένεια του Γκρέιν, η σύζυγός του Λέα και τα παιδιά του Ανίτα και Τζάκ, και η Πατρίτσια, σύζυγος του Τζακ, η οδοντίατρος Κλαρκ και ο φίλος του Γκρέιν Μόρις Γκόμπινερ, σημαντικά πρόσωπα για την εξέλιξη της ιστορίας, ορισμένα από τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις των βασικών ηρώων. Ο καθένας εξίσου μοναδικός και εξίσου κομμάτι μιας ολότητας, την οποία επηρεάζει αλλά και δέχεται την επίδρασή της. ΄Ετσι οι δυαδικές σχέσεις Γκρέιν - Λέα, Γκρέιν -΄Αννα, ΄Αννα – Στανισλάβ, οι σχέσεις του Γκρέιν με τα παιδιά του, Μπόρις - ΄Αννα , Γκρέιν - ΄Εστερ και όσες ακόμη μου διαφεύγουν , διαγράφονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες. Το Εβραϊκό Ζήτημα κυριαρχεί στις συζητήσεις των φίλων εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά άλλα βράδια που ακολουθούν. Η διχογνωμία έγκειται στην άποψη του Μπόρις Μακάβερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εβραϊκότητα υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει , παρά το ενδεχόμενο της αφομοίωσης και έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη ότι η εβραϊκότητα ήταν ένα βραχύ επεισόδιο της εβραϊκής ιστορίας . Ο κομμουνισμός αποτελεί ένα ακόμη θέμα συζήτησης και προβληματισμού, δεδομένου ότι μέσα στην ομάδα υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του , όπως ο Χέρμαν, αλλά και σφοδροί πολέμιοι, όπως ο Λούρια. Μέσα σ΄ ατή την ομήγυρη εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στην ΄Αννα και τον Γκρέιν, η οποία θα είναι κυρίαρχη σε όλο το βιβλίο, και σαν ερωτική σχέση, αλλά και σαν μέσο εξέλιξης όλων των προσώπων. Ο Γκρέιν από την πρώτη στιγμή αντιδρά με τις σκέψεις : «δεν σκοπεύω να καταστρέψω καμιά οικογένεια. Υπάρχει Θεός» (σελ. 33), «Δεν θέλω να κτίσω την ευτυχία μου πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου» (σελ. 47), «Τι γυρεύω από αυτό ζευγάρι; Γιατί εισβάλλω στις ζωές ξένων; (σελ. 53), ενδίδει στο τέλος , αλλά «δεν τολμά να στραφεί στο Θεό ακριβώς τη στιγμή που παρέβαινε έναν από τους ιερότερους νόμους του». ΄Ηταν ένας εγκληματίας χωρίς αισθήματα μεταμέλειας (σελ. 79). «Μολονότι δεν μπορούσε να ζήσει με τον Θεό, ο Γκρέιν δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς Αυτόν» (σελ. 127). « Είχε ενεργήσει ενάντια στις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του» (σελ. 198) «Αντιλαμβανόμενος σαφώς πως η αμαρτία που είχε σπείρει είχε βγάλει ρίζες , είχε απλωθεί και βλαστήσει, μπουμπουκιάσει και ανθίσει για να δώσει ένα άνθος δυστυχίας και αθλιότητας»(σελ. 257) Στο τέλος του πρώτου μέρους ο Γκρέιν προβλέπει σε κάποιο επίπεδο το μέλλον του : «Στο κάτω κάτω πάντα ήθελα να γίνω ερημίτης. Θα πάω κάπου και κανείς δεν θα μάθει που θα απομείνουν τα κόκκαλα μου. Θα κάνω τους τελευταίους λογαριασμούς μου με το Θεό». Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου , αποκαλύπτει στην ΄Αννα ότι δεν βρήκε στον εαυτό του , δεν βρήκε τίποτε (σελ. 558) .
Ο Ισαάκ Σίνγκερ στο βιβλίου θίγει μέσα από τα λόγια των ηρώων του ζητήματα όπως η πίστη «Η πίστη από μόνη της δεν δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αποφασίζει. Χρειάζεται ακόμη οργάνωση … Δεν μπορείς να υποτάξεις τα ένστικτα αν δεν καταβάλλει προσπάθεια. Και για να το επιτύχεις πρέπει να έχεις ένα σχέδιο επίθεσης γιατί ο εχθρός είναι πλήρως κινητοποιημένος» (σελ. 55-56), η συμπόνια «Η τρομοκρατία μπορεί να λάβει κάθε δυνατή μορφή, αλλά η χειρότερη μορφή της είναι η συμπόνια. ΄Όταν αγαπάς κάποιον και νιώθεις ταυτόχρονα συμπόνια γι΄ αυτόν , αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στα πιο βάναυσα πράγματα» (σελ. 60), καθώς και θέματα που άπτονται του μεγαλείου του Θείου και της Φύσης : « Ο Θεός χρειάζεται την ανθρωπότητα για να Τον βοηθήσει ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας το κοσμικό δράμα» (σελ. 119), « Τι ευτυχία , που υπάρχει ο ουρανός και μπορεί κανείς τουλάχιστον να δει φευγαλέα τα φώτα του! Χωρίς αυτά , τα ανθρώπινα όντα θα βυθίζονταν τελείως στην ασημαντότητα» (σελ. 127), «Μερικά πλάσματα δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, ιδίως όταν αυτό δεν τα εξυπηρετεί. Μόνο εμείς οι άνθρωποι νομίζουμε ότι φέρουμε στους ώμους μας ολόκληρο το Σύμπαν» (σελ. 437), «Αφού παίρνουμε πράγματα από αυτό τον κόσμο, πρέπει να δίνουμε κι εμείς ένα αντάλλαγμα» (σελ. 468), «Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω στις ατυχίες των άλλων» (σελ. 502), «Αν ανάμεσα σ΄ εκατομμύρια αγκάθια μπορεί ν΄ ανθίσει ένα και μόνο λουλούδι, αυτό είναι δείγμα ότι μπορούν ν΄ ανθίσουν και πολλά άλλα λουλούδια» (σελ. 581), «Δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ανάμεσα σ΄ ένα ζώο δεμένο κι ένα ζώο που περιπλανιέται ελεύθερο», «Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός τα συναισθήματα, αν πρέπει διαρκώς να τα ελέγχουμε;» (σελ. 115) , «Γιατί να αγαπάς ένα μόριο αφρού , όταν αποκάτω του φουρτουνιάζει μια παντοδύναμη θάλασσα; Η ασημαντότητα μπορεί να αγαπά μόνο αυτό που είναι ασήμαντο» (σελ. 122). «Ποιος διαπότισε την ανθρωπότητα με οργή, θηριωδία, δίψα για εξουσία; … Γιατί απαιτεί ο Θεός να παθαίνουν από ασιτία πεντάχρονα παιδιά; … Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο» (σελ. 490 και 503).
Ο θάνατος του Στανισλάβ Λούρια, τα προβλήματα υγείας του Μπόρις Μακάβερ και η μαστεκτομή της Λέα ανατρέπουν τις καταστάσεις που δείχνουν να έχουν διαμορφωθεί. ΄Όλα όσα θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας , αναδεικνύονται σε ουσιαστικά. Οι ήρωες του βιβλίου περνώντας μέσα από πόνο, δοκιμασίες και παλινδρομήσεις κερδίζουν την αποδοχή ή έστω την ανοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ενώ το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο πετούν πάνω από τον ποταμό Χάντσον όχι σαν τιμωρία , γιατί ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, αλλά σαν αποτέλεσμα της άγνοιας , της προσκόλλησης σε επιθυμίες και του πάθους.

Δεν κοιμάται κανένας απόψε ...

Μετά την Τριλογία του Καΐρου που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, έκανα τη σκέψη να προσεγγίσω ξανά τον μεγάλο άραβα νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ μέσα από ένα βιβλίο που ο τίτλος του έδειχνε ανάλαφρος «Φλυαρία πάνω στο Νείλο» με την πεποίθηση ότι το βιβλίο αυτό θα ήταν πραγματικά μια «φλυαρία» , γεμάτη περιέργεια να διαβάσω ένα βιβλίο του μεγάλου στοχαστή που δεν θα ήθελε να μεταδώσει σκέψεις και προβληματισμούς ούτε να διεισδύσει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και να αποκαλύψει τα μυστικά της . Ευτυχώς διαψεύστηκα!
Η γοητεία της γραφής, η ποίηση του λόγου, ο νους που διαχέεται μέσα στο κενό που δεν είναι κενό, αλλά γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα και αντιφατικά συναισθήματα, η άρνηση της πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα και η πικρή αντίληψη της αλήθειας, με λίγα λόγια το βιβλίο αυτό με μάγεψε.
Χώρος του βιβλίου το ποταμόπλοιο που «ξεπροβάλλει σαν ένα γνωστό και αγαπημένο πρόσωπο, ασάλευτο πάνω στην ήρεμη γκριζωπή επιφάνεια του Νείλου»
Βασικός ήρωας ο Ανίς Ζάκι, ο οποίος ζει σε παράλληλους χρόνους, με απόσταση από το χώρο και το χρόνο ενώ η προσγείωσή του γίνεται επώδυνα και βίαια. Οι σπουδές (ιατρική, φυσικές επιστήμες και νομική) που δεν ολοκληρώθηκαν και τα αγαπημένα πρόσωπα (σύζυγος και κόρη) που δεν ξεχάστηκαν, αλλά επανέρχονται συχνά , παρόλο που «θάφτηκαν κάτω από στοίβες πάγου μέσα στην καρδιά». Λίγο αργότερα «δεν έμεινε άλλος πόνος στην καρδιά από τότε που έθαψε στο χώμα ό,τι πιο πολύτιμο είχε» (σελ. 33), και «όσο για τον πόνο , αυτός θρονιάστηκε στη δική του καρδιά, μια για πάντα» (σελ. 57)
Φύλακας ο αμ ΄Αμπντου, «σαν ένα παλιό και σπάνιο αντικείμενο που έρχεται από μακριά… Ολόκληρη η ύπαρξή του εκπέμπει μια γοητεία που δεν μπορεί κανείς να της αντισταθεί, ένα αληθινό σύμβολο αντίστασης κατά της φθοράς και του θανάτου» (σελ. 21). Γι΄ αυτόν το πολυτιμότερο πράγμα στο κόσμο είναι η υγεία, και η προσευχή είναι η μόνη που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο μετά τον έρωτα. Είναι «το ίδιο το ποταμόπλοιο, τα σχοινιά και οι δεξαμενές του, τα φυτά, το φαγητό, η γυναίκα και η προσευχή, όλα αυτά σε ένα πρόσωπο», «δυνατός, αλλά και αδύναμος, υπαρκτός αλλά και ανύπαρκτος, θρήσκος αλλά και ιμάμης στο μικρό τέμενος που έχτισε ο ίδιος αλλά και ο «προμηθευτής» της παρέας» (σελ. 61)
Καλεσμένοι στο ποταμόπλοιο μια παρέα φίλων : η Λάιλα Ζιντάν, την οποία μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας στη σελίδα 28 με ευφάνταστες εικόνες μοναδικής ομορφιάς, ο Άχμαντ Νάσρ, ο Μουστάφα Ράσεντ, ο ΄Αλι ελ Σάιεντ, ο Χάλεντ Αζούζ, η Σανέγια Κάμελ, ο Ράγκαμπ ελ Κάντι, ο θεός του έρωτα και ο προμηθευτής του ποταμόπλοιου σε γυναίκες και η Σανάα Ρούντι. Μέσα από τις συστάσεις στην Σανάα γνωρίζουμε κι εμείς την παρέα που συγκεντρώνεται τα βράδια στο ποταμόπλοιο «για να τους ταξιδέψει στους ωκεανούς της φαντασίας» συζητώντας, πίνοντας, καπνίζοντας, κάνοντας ανάκατα σχόλια, ανταλλάσσοντας σκέψεις σε μια προσπάθεια φυγής από τον κόσμο τους καθώς «η ζωή δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς και συνεπώς κι εκείνοι δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή» , δραπετεύοντας από την πραγματικότητα μέσα από τον εθισμό στα ναρκωτικά και την ψευδαίσθηση που δημιουργούν τα όνειρα (σελ. 123). Αυτό που τους ενώνει είναι η φάλαινα (σελ. 54) και ο ναργιλές . Στην παρέα μπαίνει και η ανερχόμενη δημοσιογράφος Σαμάρα Μπάχγκατ. Παρόλο που η ατμόσφαιρα στο ποταμόπλοιο δεν προδιαθέτει για σοβαρές συζητήσεις εκτός από την αοριστολογία ή τη φλυαρία πάνω σε γελοία ή ασήμαντα θέματα, η Σαμάρα δηλώνει πως πιστεύει στη σοβαρότητα.
Οι σκέψεις του Ανίς περιφέρονται μέσα στις γραμμές και τις λέξεις χαρίζοντάς μας ξεχωριστές εικόνες και απλές αλήθειες με διαχρονικά νοήματα : «Πώς εμφανίσθηκε η ζωή στα φύκια , μέσα στις σπηλιές των βράχων της θάλασσας για πρώτη φορά;» (σελ. 15), «Πώς μπορεί να υποθάλπει η φωτιά κάτω από τα φτερά της μια τόσο καταστροφική δύναμη;», «Γιατί χωρίστηκε η Σελήνη από τη Γη;», «΄Εχουμε ζωή, αλλά , υπερβάλλοντας στην προσπάθειά μας να την κατανοήσουμε, χάσαμε το νόημά της», «Κανείς και τίποτε δε γνωρίζει το μυστικό της δύναμης της φωτιάς εκτός από το Δέλτα …΄Υστερα έπεσαν τα μυστήρια κι οι σπόροι των θαυμάτων έπεσαν στο χώμα και κανένας δεν είδε τίποτ΄ απ΄ όλ΄ αυτά εκτός από το Δέλτα» (σελ. 84-85), «Η αναμονή είναι ένα εξαντλητικό συναίσθημα , και τίποτ΄ άλλο δεν μπορεί να το θεραπεύσει εκτός από το βάλσαμο της αιωνιότητας» (σελ. 97), «΄Αραγε έσπασαν οι αλυσίδες που μας ενώνουν με την ακτή;» (σελ. 125), «Τι απήχηση έχουν άραγε οι φωνές μας στ΄ αφτιά των εντόμων και των ερπετών του αγρού;» (σελ. 154).
Ο θάνατος ενός αγνώστου από το άγνωστο που έφυγε για το άγνωστο δημιουργεί αναταραχές και θύελλες στην παρέα , στη συνέχεια διάσπαση και εχθρότητα ,οδηγώντας τους από την αδράνεια στην εκρηκτική βιαιότητα, ενώ το Σύμπαν σείεται και είναι έτοιμο να καταρρεύσει : «Δεν κοιμάται κανένας απόψε παρά μόνον οι νεκροί» (σελ. 164), «Δεν έχουμε βγει από την κόλαση» και «Χάσαμε τον παράδεισο» (σελ. 175-177), κι ο έρωτας πορεύεται μέσα στη νύχτα δίχως ελπίδα, «απλώνοντας τη ματιά του προς ένα δρόμο χωρίς τέλος…»
Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ πλάθει με την μαγική του πένα μια ιστορία που δεν λυτρώνει ούτε καν ανακουφίζει , εκφράζει όμως τους προβληματισμούς του για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα , ενώ αφήνει τους ήρωές του να αποφασίσουν χωρίς την παρέμβασή του για τη ζωή τους . ΄Αλλωστε η σοβαρότητα και η γελοιότητα είναι δυο λέξεις για το ίδιο πράγμα (σελ. 133) και η δύναμη που σαρκάζει το Τίποτα είναι πιο ισχυρή από εκείνη που σαρκάζει το Οτιδήποτε (σελ. 149) .

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Ποιος είναι ο τόπος σου και πόσα βάσανα υπόμεινε η ψυχή σου ...

Εδώ και ένα χρόνο περίπου ξεφύλλισα για πρώτη φορά το «από Δρυ Παλιά κι από Πέτρα», με περιέργεια , κυρίως όμως με δυσπιστία. Δεν το αγόρασα. Η ιδέα να παρατίθενται αποσπάσματα της Οδύσσειας σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα μου έδινε την εντύπωση ότι ένας ιερός χώρος βεβηλωνόταν , μια σχέση σύμβολο , μια σχέση διαχρονική , σχέση – αρχέτυπο, συμβιβαζόταν στα μέτρα του 20ου αιώνα, μια φωνή ποιητική που ηχεί μέχρι τις μέρες μας με πάθος αλλά και ελπίδα έχανε το μεγαλειώδες της νόημα καθώς κομματιαζόταν σε δίστιχα ή τρίστιχα προκειμένου να ταιριάξουν με το κείμενο . Τελικά οι αντιστάσεις μου κάμφθηκαν στο χρόνο πάνω. Κι έτσι το «πληθωρικό μυθιστόρημα» της Νοέλ Μπάξερ με τον τίτλο «από Δρυ Παλιά κι από Πέτρα» κόσμησε τη βιβλιοθήκη μου προσφέροντάς μου πολλές στιγμές γαλήνης, ομορφιάς, συγκίνησης και τρυφερότητας. Με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι η παράθεση αποσπασμάτων από την Οδύσσεια αναβάθμιζε το σύγχρονο αυτό μυθιστόρημα ενώ το ιερό γινόταν τόπος προσκύνησης από ανθρώπους οι οποίοι είχαν την πρόθεση να μοιραστούν με τη συγγραφέα συναισθήματα, ελπίδες, πίστη και όνειρα.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου μια αίσθηση ζεστασιάς, απαλότητας και γλυκύτητας με συνεπήρε, με γέμισε οικειότητα και συμπάθεια για τους χαρακτήρες της ιστορίας. Σύντομα είχα την ψευδαίσθηση, ζούσα την ψευδαίσθηση σαν να ήμουν σε μια αυλή και κεντούσα Γύρω μου η Πηνελόπη, η Ζόι, η Τίνα, η κόρη του ΄Εκτορα και για λίγο έρχεται και η δική της κόρη. Μαζί μας η μαμά Καλφαντζή, η Αγγελιώ, η Ευρύκλεια, η Κατίνα, η Φραγκώ, η Οντέτ, η Αϊσέ ένα μπουκέτο από γυναίκες που αγαπούν, στηρίζουν., οραματίζονται, δουλεύουν, τραγουδούν, ζωγραφίζουν, διαβάζουν, δασκαλεύουν. Μαζί μας ο μπαμπάς Καλφατζής, ο Χαραλάμπης, ο Τζόνι, ο Φρέντι, ο Ιορδάνης, ο Παρασκευάς,. ο Φίλιππος, ο Φώτης, ο ΄Εκτορας, ο Μπιλ Μπελ, ο Βρασίδας, ο ΄Αγης, άντρες δάσκαλοι, άντρες στρατιώτες, άντρες εραστές, άντρες σύντροφοι, άντρες πατέρες, αδελφοί και γιοί.
Ο χώρος, ο χρόνος και οι χαρακτήρες ξετυλίγονται σταδιακά μπροστά μας, σταδιακά ολοκληρώνονται, και κατά καιρούς, όποτε αλλάζει ο χρόνος ή ο χώρος, η συγγραφέας ανακεφαλαιώνει τα γεγονότα με σύντομο και περιεκτικό τρόπο, χωρίς να δίνει την αίσθηση της κουραστικής επανάληψης, αλλά μάλλον την διάθεση να ξεκουράσει τον αναγνώστη από την ανάγκη απομνημόνευσης προσώπων και γεγονότων.
Η Κύπρος περιγράφεται σαν «ένα ακριβό μονόπετρο δακτυλίδι», ο Καλφαντζής «ένας γίγαντας καλοσύνης, ψηλός, μέχρι το ταβάνι. Θεόρατος και θεόσταλτος, έτοιμος να προστατέψει και να προφυλάξει», που σε μια άλλη εποχή θα μπορούσε να ήταν «ένας πολύ γενναίος πολεμιστής ή ένας αξιολάτρευτος παραμυθάς» . Η μαμά Καλφατζή «ένα άνθος, μια γλυκιά μυρωδιά, φωτεινή στα χρώματα, απαλή στο χάδι», η Κατίνα «μια ατέλειωτη , νόστιμη ήπειρος καλοσύνης και αυτοδίδακτης θρεπτικής σοφίας». Και το σπίτι, το πρώτο σπίτι της Πηνελόπης , το θυμάται άραγε ; «το κουβαλάς μαζί σου», θα πει η βάγια Ευρύκλεια. Η ανατολή μέσα στη θάλασσα, που άμα τη δεις, ξεχνάς τη στεριά, γίνεσαι θαλασσινός για πάντα (σελ. 48). Από την Κύπρο στη Σμύρνη σε αναζήτηση της ρίζας της, η Πηνελόπη ενηλικιώνεται συνειδητοποιώντας ότι η ευτυχία δεν είναι μια συνεχής κατάσταση (σελ. 70). Επιστρέφοντας στην Κύπρο τίποτε δεν είχε αλλάξει κι όλα είχαν αλλάξει. Ο χαμός της Ευρύκλειας είναι μια απώλεια που με συγκλόνισε . Η μάνα που φεύγει και χάνει για πάντα το παιδί της: «Θα μου λείψεις Πηνελόπη. Φεύγω και σε χάνω» . Από την Κύπρο του 1903 στη Σμύρνη του 1915, όπου η Πηνελόπη ενώνει τη ζωή της με αυτή του βρετανού Τζόνι Σάρει. Στη Σμύρνη επιστρέφει μόνο η Ζόι το 1952 αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα της
Μη ρωτάς το γένος μου κι ο τόπος μου ποιος είναι
Μη μου γεμίσει την καρδιά καημούς η θύμησή τους
Το 1922 όλοι οι Βρετανοί έπρεπε να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή για αναχώρηση. Η οικογένεια Σάρει καταλήγει στην Κύπρο : «ποτέ δεν έγινε η Κύπρος σπίτι μας, όσο κι αν μας δέχτηκε με στοργή. Παραμείναμε άστεγοι και απάτριδες». Τον Αύγουστο του 1922 χαράχτηκε στη Σμύρνη μια μεγάλη, παχιά , διαχωριστική γραμμή που χώρισε το χθες από το σήμερα. Κι όμως τίποτε δεν ξεχάσθηκε. Στην Αθήνα το 1926 , ήταν σα να βρέθηκαν μπροστά σε μια ανοικτή πύλη. Ο Τζόνι και η Πηνελόπη την διάβηκαν και προχώρησαν. Η Αθήνα, μια θηλυκή πόλη (σελ. 306), που τους παρείχε μια εξαιρετική φιλοξενία. Με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η οικογένεια ξεκληρίζεται για άλλη μια φορά και αναζητά την τύχη της στη μακρινή εξωτική Ινδία. Η Αρουντάτη μια αξέχαστη, αγαπημένη ανάμνηση της Ζόι στην αξέχαστη , αγαπημένη ανάμνηση της Ινδίας (σελ. 468). ΄Εξι χρόνια μετά επιστρέφουν στην Αθήνα, χωρίς τον Τζόνι, αλλά και χωρίς τον Μπιλ Μπελ.
Οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη , οι απόψεις αλλάζουν, η αναζήτηση της χαμένης πατρίδας δεν είναι πια στόχος για τους νεότερους που δεν κουβαλούν πια κλειδί μαζί τους, αλλά το όραμά τους. ΄Ένα κλειδί που δεν σκουριάζει, ούτε κινδυνεύει να μείνει χωρίς πόρτα. Κι όμως η μικρή κόρη του ΄Εκτορα παραπονιέται που δεν έχει πατρίδα, μ-ί-α πατρίδα. Για την θεία της τη Ζόι «η γλώσσα που ονειρεύεσαι είναι η πατρίδα σου». Με απελπισία η μικρή διαπιστώνει ότι ούτε κι αυτό είναι αλήθεια γιατί η πατρίδα της γιαγιάς Πηνελόπης βρίσκεται στην Τουρκία, κι όμως εκείνη δεν ξέρει τούρκικα. Γιατί πατρίδα είναι αυτή που σου λέει η καρδιά σου.
Κι έτσι «μια μέρα κι εσύ θα ανακαλύψεις το μπαούλο. Μέσα του έχω τακτοποιήσει για σένα θησαυρούς, λάφυρα πολλών μεγάλων ταξιδιών. Πάνω πάνω έστρωσα προσεκτικά μια ζωγραφιά που χάθηκε και σου ακούμπησα να βρεις το παλιό κλειδί». Γιατί μήτε από δρυ γεννήθηκες παλιά μήτε από πέτρα.