Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Γιάννης Καλπούζος: ΄Αγιοι και Δαίμονες

«΄Επιασα να γράψω τούτο το στόρημα ως ιστορητής και ιστορούμενος. Να περπατήσουν πάνω στο χαρτί όσα μονάχος μου αξιώθηκα να ζήσω και όσα οι μαρτυρίες άλλων ακούμπησαν στην πένα μου. Γιατί πολλών εζήτησα τη βοήθεια και μ΄ απολογήθηκαν με το στόμα ή μου τα έδωκαν γραμμένα. Κι είναι και λόγια άλλων όπως τα εκράτησα στο νου μου, γιατί σαν με πήρε αυτός ο πυρετός εκείνοι ήσαν αφανισμένοι από τη ζωή… Λαγαρό νερό έρχονται οι θύμησες κι αέρας δίχως τον κουρνιαχτό που σήκωσε οπίσω του το πέρασμα του καιρού, αλλά και όσων οι κάλαμοι ήσαν ποτισμένοι με ζοφή μελάνη, καθώς έκατσε στα μάτια τους το μίσος, η κολακεία και ο ιφτιράς (συκοφαντία), και καθαρά δεν έγλεπαν. ΄Ερχονται οι θύμησες καθάριες αμά και ίδιες φωτιές ολόγυρα. Σταλαματιές μελιού τη μια, δάκρυ πικρό την άλλη. Πότε με τρατάρουν δροσερό λεβάντε, πότε άγρια τραμουντάνα με κλωθογυρίζει όπως το φύλλο στα σοκάκια της Πόλης. ΄Ατζαμπα(άραγε) έπραξα σωστά να τις ιστορήσω; Οι αποθαμένοι δεν ομιλούν αμά κι από τους ζωντανούς δεν θα λάβω απόκριση. Τούτη η αμφιβολία θα με καίει ώσπου να σφαλίσω τα μάτια μου. ΄Ερχονται όλα όσα έζησα όπως το πρώτο γιαγκίνι, όθεν θέλησα να κάμω την αρχή σε τούτο το ανάποδο ταξίδι. Το πρώτο γιαγκίνι, τότε…»
Μυθοπλασία και πραγματικότητα συνυφαίνονται στο υφαντό της Πόλης από το 1808 ως το 1831. «Μάταια περιστρέφεται ο ουρανός γύρω απ΄ τον κόσμο. Πόλη σαν την Κωνσταντινούπολη δεν βλέπει πουθενά. Δείτε πώς λάμπει με μια ομορφιά μονάχα δική της καθώς χαϊδεύει χαμογελώντας τη θάλασσα» (Γιουσούφ Ναμπί, τούρκος ποιητής, 1642-1712). Καθημερινή ζωή, έρωτες, δυνατές φιλίες, πλούτη, φτώχεια, οραματιστές, συμμορίες των δρόμων, χασικλήδες, δερβίσηδες, γενίτσαροι. Αρνησίθρησκοι, κρυπτοχριστιανοί, δεισιδαίμονες, ερωτικά ξόρκια, χαμένα όνειρα, οι γυναίκες στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Πυρκαγιές, παζάρια, βεγγέρες, καπηλειά των 1000 τ.μ., η τρομερή φυλακή του Μπάνιον, εκεί όπου ο φόβος γεννιέται: «Πώς με όλα τούτα να μη γεννηθεί ο φόβος, αμά και να μη σκληράνει η ψυχή; Πώς να μη κάμει σκληρό πετσί ολόγυρά της και τίποτε να μη νιώθει; Πώς να μην απομείνεις μονάχα κορμί; Κι αυτό άθλιο, ωσάν ξένο να το λογαριάζεις» (σελ. 341). Το μπουντρούμι και η αστυνομία του Πατριαρχείου. Κοινά σχολεία, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ερωμένες Πατριαρχών, λεσβίες, αρώματα, λάσπες, βασανιστήρια, πανούκλα. Προεπαναστατική περίοδος, Φαναριώτες, συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, προδότες, μισαλλοδοξία, οι σφαγές στην Πόλη το 1821. Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Φράγκοι, Εβραίοι. Ο Μποκρουζέ: «… Πιστεύω πως μια μέρα όλοι οι κάτοικοι της γης θα γίνουν ιγντίς (μιγάδες). Μα και πάλι θα βρίσκουν τρόπο να χωρίζονται. Η χώρα, η γλώσσα, η θρησκεία θα φαίνεται να είναι οι αιτίες και θα χωρίζονται σε νέες φυλές κι ας είναι όλοι ιγντίς. Κείνο που θέλω να πω είναι ότι δεν φταίει το αίμα, ούτε οι θρησκείες ούτε οι γλώσσες για τα δεινά του λαού. Οι Οθωμανοί είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Ιγντίς είναι και η θρησκεία τους, αν το καλοσκεφτεί κανείς, όπως και των χριστιανών. Πήραν την Παλαιά Διαθήκη των Ιουδαίων, τόσα και τόσα στοιχεία από τους ΄Ελληνες του Δωδεκάθεου κι από άλλες θρησκείες των αρχαίων λαών. ΄Όλα λοιπόν ιγντίς. Γιατί τα δεινά του λαού; Γιατί εκείνοι που κυβερνούν φροντίζουν να διαιρούν για να βασιλεύουν. Ποτίζουν το λαό με το ένα και το άλλο, γίνονται τούτα ρίζωμα βαθύ μέσα του και ύστερα ρίχνονται να κατασπαράξουν κείνους που δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν μαζί τους. Λέγουν στον Οθωμανό πως είσαι ανώτερος των ραγιάδων, κι αυτός, αντί να ιδεί ποιος του πατάει το σβέρκο, στρέφεται κατά του δύστυχου χαμάλη, που κάμνει την ίδια δουλειά με τη δική του…»(σελ. 184). Κι ακόμα, Πόντος και Χίος: «μονάχα το βλέμμα τους μαρτυρούσε το αδειανό της ψυχής τους. ΄Εγλεπαν κάπου μακριά. Τόσο μακριά, όσο βρίσκεται το τίποτε» (σελ. 661). Δραγατσάνι, Μανιάκι, Αλεξάνδρεια. «Τι σημασία έχει αν κάποιον τον λένε Τζανή ή Μποκρουζέ, κι αν είναι Οθωμανός ή Ρωμιός; Σημασία έχει το κελάηδημά τους. Και το κάθε κελάηδημα πρέπει να μάθεις να στοχάζεσαι για να μπορείς να το κρίνεις. Γιατί εκείνος που άκουσε μόνο σπουργίτι να κελαηδεί θαρρεί πως είναι το πιο γλυκόλαλο πουλί στον κόσμο. Κι ακόμη, κείνος που ακούει ένα καναρίνι, αλλά δεν ξέρει από κελαηδήματα, δεν είναι σε θέση να το εκτιμήσει. Μα και τα κελαηδήματα των ανθρώπων θέλουν προσοχή και μελέτη» (σελ. 201). Η μητέρα «θυμήσου τη μια στιγμή να σε νοιάζεται. Θυμήσου έναν λόγο της που σ΄ έμαθε κάτι σπουδαίο για τη ζωή. Θυμήσου και το πιο όμορφο χαμόγελό της. Κράτησε τα ωσάν φυλακτό και κείνη θα ζει μαζί σου».
Πόθος «΄Όπως η βροχή μπαίνει στο κακοσκεπασμένο σπίτι, έτσι και ο πόθος εισχωρεί στο νου που δεν έχει ασκηθεί» (Βούδας). Φόβος «Κανένα πάθος δεν αφαιρεί τη θέληση και τη λογική από το νου του ανθρώπου όσο ο φόβος» (΄Εντμουντ Μπερκ, βρετανός πολιτικός και φιλόσοφος, 1729-1797). ΄Οχλος «Ο όχλος είναι η μητέρα όλων των τυράννων» (Διογένης). Ο πατέρας: ΄Οχλος! Μας κατακλύζουν εξωτικά, νεράιδες, στοιχειά, καλικάτζαροι, καλές κυράδες, ιπτάμενοι δράκοι. Πού ζώμεν; Πάσχοντες Μουσουλμάνοι καταφεύγουν εις εξορκισμούς των χριστιανών ιερέων. Χριστιανοί προστρέχουν σε εμίρηδες και δερβίσηδες να τους διαβάσουν. Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι ολημερίς ματιάζονται ή είναι αμποδεμένοι και μαγευμένοι. ΄Οσοι γεννώνται Σάββατο μεταμορφώνονται σε λυκανθρώπους. Γαβγίζουν οι σκύλοι σ το δρόμο; Οιωνός θανάτου. Ανέβασε κάποιος πυρετό; Φταίει η κακιά η ώρα. Χώρισε η τάδε με τον άντρα της; Της έκαμαν μάγια. Εχύθη ρακί; Θα γίνει κακό. Εχύθη κρασί; Ευτυχία. Πονεί ή σφυρίζει το αυτί; Κακολογία. Για κάθε τι σημαντικό προστρέχουν εις τους μελλοντολόγους. Τρίτην και Παρασκευήν δεν ταξιδεύουν οι χριστιανοί. Οι Εβραίοι την Τετράδην. Οι Οθωμανοί Παρασκευήν και Σάββατο. Δίσεκτο έτος δεν υπανδρεύονται. Παντού βλέπεις πλεξούδες σκόρδων και γαλαζόπετρες. Είμεθα λαός απαιδεύτων και γρυλίζομεν ακόμη ωσάν τα άγρια θηρία» (σελ. 117). ΄Αγιοι και Δαίμονες. «Μην μετανιώνεις για ό,τι έπραξες. Να χαίρεσαι που τα έζησες όλα τούτα, κι ας πόνεσες κι ας κινδύνεψες κι ας βασανίστηκες. Ωσάν δέκα ζωές είναι. Να μετανιώνει εκείνος που δεν μεγαλώνει το βήμα του ούτε ένα πόντο από το συνηθισμένο. Εκείνος που περπατά τυφλά στα βήματα μυριάδων άλλων» (σελ. 400). Η λύτρωση «Ο άνθρωπος του Θεού είναι πέρα από απιστία και πίστη. Για τον άνθρωπο του Θεού, ορθό και λάθος είναι το ίδιο… ΄Όταν ο πιστός αφιερώνεται στο Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ένα μαζί Του και βλέπει τον κόσμο ωσάν να είναι μια αχτίδα Του. Κι αφού όλα είναι θέλημα του Θεού να συμβούν, δεν υπάρχει ορθό και λάθος. Κείνο που προσθέτω εγώ είναι πως κάθε άνθρωπος είναι ένας μικρός Θεός. Μπορεί να κοιτάζει τον ίδιο τον «εαυτό του», όπως ο Θεός τον κόσμο. Να λέγει: «΄Οσα έγιναν, έπρεπε να γίνουν» και να γαληνεύει η ψυχή του. ΄Υστερα να κοιτάζει ο «εαυτός» τον μικρό Θεό και να πασχίζει να τον φτάσει. Να εξομοιωθεί με το θείο που κρύβει μέσα του και να στοχάζεται τι θα πράξει αποδώ και μπρος (σελ. 725)…Γιατί «ο λόγος του βασιλιά είναι βασιλιάς του λόγου. ΄Όμως και συ είσαι βασιλιάς του εαυτού σου. Κάνε το δικό σου λόγο βασιλιά που θα αποφασίσει για τον δρόμο σου και προχώρα. Σκέψου τι θα έκανες εάν σου δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσει και κάμε το αποδώ και μπρος. Να ελευθερωθείς από όσα έκαμες και από όσα δεν έκαμες» (σελ. 692). ΄Ένα επικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων του, την ατμόσφαιρά του, τη χειμαρρώδη γλώσσα του, το συναίσθημα, τον στοχασμό, τις αστείες καταστάσεις και την ολοζώντανη αναπαράσταση της εποχής εκείνης. «Θρύλοι και παραδόσεις άρχισαν ν΄ ακούγονται όσο ποτέ άλλοτε. Και τούτο, γιατί φροντίζαμε να τους σπείρουμε ξανά στον κόσμο για να τον ζεστάνουμε με την ιδέα του ξεσηκωμού. ΄Όπως ο θρύλος για τα τρία αδέλφια των Κρητικών που πολεμούσαν τους Τούρκους τον καιρό της Άλωσης, δίχως να ημπορούν να τους κάμουν ζάφτι χιλιάδες, και συμφώνησαν στο τέλος να τους δώκει καράβι ο σουλτάνος για να φύγουν. Κι έλεγε ο θρύλος ότι δεν έφτασαν ποτέ σ την Κρήτη και γυρνούν στο πέλαγος μέχρι να ξεκινήσει πάλι η μάχη για την απελευθέρωση της Πόλης, και τότε θα φανούν να λάβουν μέρος. Κι ακόμα θρύλους για ποτάμια στερεμένα που θα ξανακυλήσουν, για πουλιά που πέταξαν με το μήνυμα της ΄Αλωσης βαμμένο στα φτερά τους, για τα ψάρια του Μπαλουκλί που θα επέστρεφαν στο τηγάνι του καλόγερου, για τον παπά οπού τον κατάπιε ο τοίχος της Αγια-Σοφιάς σαν μπήκαν στην εκκλησία οι Οθωμανοί και θα έβγαινε να συνεχίσει τη λειτουργία όταν λευτερωθεί η Πόλη (σελ. 503). Με τον συλλογισμό ότι οι άνθρωποι όλων των φυλών θα ζούσαν πιότερο μονοιασμένοι, ότι μια καταστροφή θα μπορούσε να γίνει αφορμή να ανθίσει ένας καινούριος κόσμος «…Για κάπου τραβάμε. ΄Ολοι μαζί; Ο καθένας μονάχος του; Δεν ηξεύρω. Αλλά σαν νιώσεις πως για κάπου τραβάς, πώς για κάποιον σκοπό είσαι απά στη γης, δεν έχεις παρά να σύρεις το ποδάρι σου ένα βήμα παρέκει. Για να έχει νόημα η πατημασιά σου σ΄ αυτόν τον κόσμο. Και δεν γίνεται, πριν κάμεις το βήμα σου, να μη θωρείς πού πάταγες χθες και πού πατούσαν οι γεννημένοι πρωτύτερα από σένα. Είναι σα να στεριώνεις το μαδέρι μονάχα από τη μια μεριά και να θέλεις να διαβείς αντίκρυ. Είναι κι αυτός ένας λόγος οπού θέλησα να ιστορήσω τη ζωή μου» (σελ. 738).

Δεν υπάρχουν σχόλια: