Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Δίστιχα από τον Επιτάφιο

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, λουλούδι της ερμιάς μου,

πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;

Πουλί μου, εσύ που μού ' φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο διες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου μπήγω.
---------------------

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες , και δίχως να χορταίνεις
Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα,
Τα όσα γλυκά , τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα.

Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα λάδι,
Και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
Κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ΄ αστέρια και τα πλάτια
Τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
-------------------

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: