Γράφει ο Μάξ Φρις στον Στίλερ: "Η συγγραφή δεν είναι επικοινωνία με του αναγνώστες ούτε επικοινωνία με τον εαυτό σου, είναι επικοινωνία με τα ανείπωτα. ΄Οσο πιο συγκεκριμένα προσπαθεί κανείς να εκφραστεί τόσο πιο ξεκάθαρα εμφανίζονται τα ανείπωτα, δηλαδή η πραγματικότητα που ωθεί και πιέζει τον γράφοντα. ΄Εχουμε τη γλώσσα για να γίνουμε μουγκοί. Αυτός που σωπαίνει δεν είναι μουγκός. Αυτός που σωπαίνει δεν έχει καν ιδέα ποιος είναι".
Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Στίλερ ερχόμαστε στο μεταγενέστερο HOMO FABER , που σημαίνει άνθρωπος τεχνίτης, άνθρωπος δημιουργός, άνθρωπος χειροτέχνης, ο άνθρωπος που ελέγχει τη μοίρα του αλλά και το περιβάλλον του μέσα από τα εργαλεία που κατασκευάζει, ένας όρος που καθιερώθηκε στην Αναγέννηση και τιμά την απεριόριστη δημιουργικότητα του ανθρώπου.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα παιχνίδι της τύχης, μια δοκιμασία του αφηγητή να ελέγξει τη ζωή και τη μοίρα του, όταν το απρόβλεπτο κάνει την εμφάνισή του και όλη η τακτοποιημένη ζωή του ανατρέπεται συμπαρασύροντας και τις ζωές κοντινών του προσώπων, προσώπων από το παρελθόν, προσώπων από το μέλλον που σβήνει μέσα στο παρελθόν. Ο Βάλτερ, η Χάννα, η Ζάμπετ, ο Γιοακίμ, ο αδελφός του στήνουν μια παράσταση όπου τα πάντα μπορεί να είναι αλήθεια κι όπου τίποτε δεν είναι αληθινό, γιατί το να βρίσκεσαι στον κόσμο σημαίνει πως βρίσκεσαι στο φως (σελ. 235) και ο Βάλτερ δεν είναι στο φως, ζει σε ένα σκοτάδι, δεν βλέπει. Κάνει συνέχεια αναφορές στην τυφλότητα του, είμασταν τυφλοί (12), δεν είμαι τυφλός (32), δεν καταλάβαινα ούτε εμένα, καθώς έρχεται σε επαφή με την ιστορία και την τέχνη των Μάγια (55), σαν τυφλός (218). Η Ζάμπετ του θυμίζει τη Χάννα, το σούφρωμα στο μέτωπο, καθόλου τον Γιοακίμ, κι όμως αγνοεί τα σημάδια και προχωρεί σε πράξεις που τον οδηγούν στην απελπισία: μακάρι να μην είχα γεννηθεί, πρόταση που επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους σελ. 163 (ήμουν σ΄ ένα παραλήρημα ακινησίας και αναποφασιστικότητας – ευχόμουν να μην είχα γεννηθεί), 205 (Αποφασίζω να αλλάξω ζωή), 207 (η απόφασή μου να ζήσω διαφορετικά) , 209 (να μπορούσε κανείς να ξαναζήσει από την αρχή) , 212 ( η ζωή μου ακόμα και σε μένα τον ίδιο φαίνεται ασήμαντη) και 227 ( θα ήθελα μονάχα να μην είχα υπάρξει ποτέ).
Από την αρχή έρχεται αντιμέτωπος με τη μοίρα και την τύχη, την πραγματικότητα και την μαθηματική επαφή με τον κόσμο, την εμπειρία και την σύμπτωση: «Δεν πιστεύω στο πεπρωμένο και στη μοίρα, ως τεχνικός συνηθίζω να υπολογίζω τα πράγματα με βάση τους νόμους των πιθανοτήτων» (σελ. 29) η στατιστική, οι πιθανότητες (σελ. 29-30), ο ορισμός του απίθανου ως αληθινού γεγονότος, ως μια ακραία εκδοχή του πιθανού (σελ. 30), η εμπειρία, δεν ακούω τίποτε απολύτως εκτός από το τρίξιμο της άμμου σε κάθε βήμα (σελ. 33), μια απλή σύμπτωση που καθόρισε το μέλλον, βλάβη στην ξυριστική μηχανή (σελ. 79), συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ρομπότ και την κυβερνητική (σελ. 93) , ο ορθολογισμός του υπερπληθυσμού και της διακοπής της κύησης με το τραγικό συμπέρασμα «Ζούμε μέσω της τεχνικής, ο άνθρωπος κυριαρχεί στη φύση, ο άνθρωπος ως τεχνικός , κι όποιος έχει αντίρρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί ούτε τις γέφυρες αφού δεν τις έχτισε η φύση ( σελ. 128), το ερώτημα γιατί παντρευόμαστε «Δεν μπορεί να πει κανείς καληνύχτα στον εαυτό του» την ίδια στιγμή που κάνει πρόταση γάμου σε ένα κορίτσι τριάντα χρόνια μικρότερο ( 112 και 116), η προκατάληψη «΄Ολες οι γυναίκες έχουν κλίση στις προλήψεις, αλλά η Χάννα είναι πολύ μορφωμένη (σελ. 169).
Μια ακόμη παράμετρος ο χρόνος, επανέρχεται συνέχεια στη διήγηση, συνέχεια ο Βάλτερ μας υπενθυμίζει το χρόνο, ήταν 1936, ήμουν περίπου πενήντα, είχαν περάσει είκοσι, για την ακρίβεια είκοσι ένα χρόνια, η Χάννα με άσπρα μαλλιά, μονάχα που γερνάει κανείς – μονάχα ο ήλιος φαινόταν να αλλάζει θέση (σελ. 94) , το 1927 ήμουν είκοσι ετών (σελ. 102) γενέθλια (109) , το γερασμένο σώμα μου (163(
Και βέβαια παρόλο που ο ήρωάς του Μαξ Φρις υποστηρίζει την παρέμβαση του ανθρώπου στη μοίρα του στέκεται αμήχανος μπροστά στα ερωτήματα: σε τι έφταιξα λοιπόν, μια αθώα γνωριμία πάνω στο πλοίο (σελ. 149) , οι ενοχές απειλητικές ερινύες (σελ. 153) εσύ έχεις αλλάξει (160), Τι έφταιγα εγώ που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα! επιτρέποντας στη διαρκή τάση του ανθρώπου να αποποιείται τις ευθύνες του και να τις μεταθέτει σε κάποιον άλλο να εμφανισθεί κι εδώ πιεστικά και ανεύθυνα, όπως και στον Στίλερ. Τίποτε πιο δύσκολο για τον Βάλτερ από το να αποδεχτεί τον εαυτό του και να αναλάβει τις ευθύνες του.
Ο δεύτερος σταθμός είναι καθηλωτικός καθώς ο Βάλτερ ανυπεράσπιστος απέναντι στον ίδιο του εαυτό μονολογεί σε μια γλώσσα διαφορετικά από αυτή στο πρώτο σταθμό, μια γλώσσα που αναδεικνύεται ποιητική γιατί μιλάει για την ουσία της ζωής, για τα συναισθήματά του, που μπορεί να τα δει και να τα αισθανθεί. ΄Ολες οι αισθήσεις του και οι αισθήσεις μας σε εγρήγορση: η γεύση του κρασιού, της μπύρας, των χειλιών της, το άγγιγμα των μαλλιών της, το σώμα της όλα αυτά που υπήρξαν και δεν υπάρχουν πια, ο θάνατος μας ξεπερνάει, μας ακινητοποιεί.
Ο ποιητικός λόγος μπαίνει επίμονος με τα αναπάντητα ερωτήματα γιατί δεν κάθεται ποτέ , μπορεί να με συγχωρέσει, μπορώ να επανορθώσω, γιατί δε μιλάει, γιατί έρχεται, ενώ η χρονική γραμμή κινείται κυκλικά ανάλογα με τις σκέψεις του ήρωα όπως υπεισέρχονται στη διήγησή του.
Η Ζάμπετ ανατρέπει όλα όσα θεωρούσε δεδομένα και ξάφνου, χωρίς να το καταλάβει ο Βάλτερ αισθάνεται, έχει εμπειρίες, Δεν θα ξεχάσω ποτέ πώς καθόταν πάνω σ΄ εκείνους τους βράχους, με τα μάτια κλειστά, πώς σώπαινε και πώς τη φώτιζε ο ήλιος (σελ. 181). Ο αναγνώστης χάνεται μέσα στην ευτυχία της Ζάμπετ, τη βλέπει μπροστά του νέα, φωτεινή, χαρούμενη. Η ανάγκη για βιώματα, για την αίσθηση της ζωής έρχεται απροειδοποίητα όταν δεν έχει κανένα λόγο να είναι ευτυχισμένος, αλλά είναι, όταν τραγουδάει τη ζωή ΄Ένα τραγούδι γεμάτο συναίσθημα , μυρωδιές και ακούσματα, η ταμπέλα που κουδουνίζει, το άλογο που χλιμιντρίζει, αλάτι στα χείλη, ένα από τα πιο ταξιδιάρικα κομμάτια που φθάνει στα αυτιά και τα μάτια μας από την Αβάνα (σελ. 214-215)
Και αφοπλιστική η διαπίστωση: Κυριολεκτικά παιχνίδι της τύχης, η μπομπίνα με την Ζάμπετ, το πρόσωπό της που δεν θα ξαναδώ ποτέ, το σώμα της που δεν υπάρχει πια, τα μάτια της που δεν υπάρχουν πια, τα χείλη της …. Τα χέρια της που δεν υπάρχουν πια…., το γέλιο της, που δεν θα ξανακούσω ποτέ, το βάδισμά της …. , το ζωηρό της βήμα …, το σώμα της που αναπνέει…, η Ζάμπετ μαζεύει λουλούδια…, μια ερωτική εξομολόγηση και μια απέραντη θλίψη, που ο συγγραφές μοιράζεται μαζί μας με ένταση καθώς νιώθουμε την απελπισία του ήρωα, την ενοχή και την αυτομαστίγωση του , το αδιέξοδο και την φυλακή του. ΄Εχει χάσει την αγαπημένη του, έχει χάσει την κόρη του. Εγκλωβισμένος μέσα στη θλίψη ψάχνει για κάθαρση που δεν έρχεται. ΄Εχει την αίσθηση ότι η Χάννα τον καταριέται, ίσως το αποζητάει για να λυτρωθεί!!! Το πρόβλημα της υγείας του υπάρχει από την αρχή στο βιβλίο, μια ενόχληση στο στομάχι, ένα αρρωστημένο συναίσθημα (σελ. 15, 45, 54, 109, 133) και δεν δίνει την αίσθηση της νέμεσης.
Είναι άραγε το βιβλίο το χρονικό μιας ύβρεως; Αν είναι έτσι, τότε η ύβρις είναι η αλαζονεια του ανθρώπου, η πεποίθηση ότι κυβερνά τα πάντα, ότι μπορεί να κυριαρχεί στη ζωή του. Δεν είναι δυνατό να έχουμε τέλεια γνώση του παρόντος και επομένως υπάρχουν όρια στη δυνατότητά μας να προβλέψουμε το μέλλον. Λέγεται ότι κι ένα μόνο φτερούγισμα πεταλούδας στην Κίνα θα μπορούσε ίσως οδηγήσει σε βροχή στη Γαλλία, ύστερα από βδομάδες . .Αν πάλι ήταν δυνατόν να ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο, αν γύριζα πίσω το χρόνο, όπως λέει ο Βάλτερ, αν ήταν ακόμη Απρίλιος, άραγε τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά; θα ήταν διαφορετικές οι επιλογές; Αν...αν...αν...."Δεν μπορούμε να κρατάμε τη ζωή μας στα χέρια μας, Βάλτερ, δηλώνει στωικά η Χάννα,. Ούτε κι εσύ μπορείς...".
Μπορεί ο Βάλτερ να συγχωρέσει; μπορεί να συγχωρεθεί; Η απάντηση κρύβεται ίσως μέσα στις τελευταίες σελίδες καθώς κανείς από τους δύο ήρωες δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την Αθήνα. Κάπου εδώ βρισκόμαστε κι εμείς στο έλεος του ερωτήματός: Θα μπορούσαμε να συγχωρέσουμε;