Η τέχνη είναι ο ψίθυρος της ιστορίας, που ακούγεται πάνω από τον αχό της εποχής. Η τέχνη δεν υπάρχει για την τέχνη, υπάρχει για τον λαό. Ποιον λαό όμως και ποιος τον καθορίζει; Ο ίδιος θεωρούσε ανέκαθεν την τέχνη του αντι-αριστοκρατική. Έγραφε άραγε, για μια κοσμοπολίτικη ελίτ αστών, όπως ισχυρίζονταν οι επικριτές του; ΄Οχι, Μήπως έγραφε για τον ανθρακωρύχο του Ντονπάς, που κατάκοπος μετά τη βάρδια χρειαζόταν κάτι καταπαϋντικό να τον τονώσει, όπως του ζητούσαν οι επικριτές του; ΄Οχι, έγραφε μουσική για όλους και για κανένα. ΄Εγραφε για εκείνους που εκτιμούσαν περισσότερο τη μουσική του, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης. Έγραφε μουσική για τα αυτιά που μπορούσαν ν΄ ακούσουν. ΄Ηξερε επομένως ότι κάθε αληθινός ορισμός της τέχνης είναι κυκλικός, ενώ καθε αναληθής της αποδίδει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου). Κάποτε είχε ρωτήσει εκείνη τη φοιτήτρια που έτρεμε σε ποιον ανήκει η μουσική και, παρόλο που η απάντηση ήταν γραμμένη με κεφαλαία γράμματα στο πανό επάνω από το κεφάλι του εξεταστή της (σελ. 119), η κοπέλα δεν μπορούσε να απαντήσει. Το να μην μπορείς να απαντήσεις είναι η σωστή απάντηση, γιατί σε τελική ανάλυση η μουσική ανήκει στη μουσική. Αυτό ήταν το περισσότερο που μπορoύσε να πει ή να ευχηθεί κανείς (σελ. 225).
Το βιβλίο του Τζούλιαν Μπάρνς πραγματεύεται τη βιογραφία του Ντμίτρι Σοστακόβιτς (Dmitri Shostakovich), ενός από τους επιφανέστερους συνθέτες του 20ου αιώνα. Η ζωή του σημαδεύτηκε από την αντιφατική του σχέση με το σοβιετικό καθεστώς, ενώ παράλληλα τιμήθηκε με πολυάριθμες διακρίσεις και κρατικά βραβεία.
Στις αρχές της δεκαετίας του '30 συνθέτει την όπερα «Η λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ». Η πρώτη της εκτέλεση τον Ιανουάριο του 1934 γνωρίζει επιτυχία και κομματική αποδοχή. Δύο χρόνια αργότερα ο Στάλιν παρακολουθεί την όπερα κάτω από αυστηρά μέτρα προστασίας και εγκαταλείπει το θέατρο κατά τη διάρκεια της παράστασης. Τότε ο Σοστακόβιτς χάνει την εύνοια του κομμουνιστικού καθεστώτος.
“Το να είσαι Ρώσος σήμαινε να είσαι απαισιόδοξος, το να είσαι Σοβιετικός σήμαινε να είσαι αισιόδοξος. Γι΄ αυτό ακριβώς ο όρος Σοβιετική Ρωσία ήταν καθαρή αντίφαση. Η εξουσία δεν το κατάλαβε αυτό ποτέ. Νόμιζε πώς, αν θανατώσεις αρκετό τμήμα του πληθυσμού και τρέφεις το υπόλοιπο με προπαγάνδα και τρόμο, θα έχεις ως αποτέλεσμα την αισιοδοξία. Είχε κάποια λογική αυτό; ΄Ηταν όπως ακριβώς του έλεγαν εκείνου, με διάφορους τρόπους και διαφορετικά λόγια μέσω γραφειοκρατών μουσικολόγων και άρθρων εφημερίδων, ότι αυτό που ήθελαν ήταν ένας “αισιόδοξος Σοστάκοβιτς”. ΄Αλλη μια καθαρή αντίφαση (σελ. 93-94).
Το έτος 1960 σηματοδοτεί άλλη μια κρίσιμη καμπή στη ζωή του Σοστακόβιτς: την προσχώρησή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το γεγονός αυτό έχει ερμηνευτεί είτε σαν ένδειξη συμμόρφωσης και αφοσίωσης, είτε σαν σημάδι δειλίας, είτε σαν αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης.
“Είχε επίσης μάθει τί σήμαινε το να χάσει κανείς την ψυχή του. Η ζωή, βλέπετε, δεν είναι περίπατος σε λιβάδι, όπως λέει και το ρητό. Η ψυχή μπορεί να χαθεί με τρεις τρόπους: από αυτό που σου κάνουν άλλοι, από αυτό που σε βάζουν να κάνεις στον εαυτό σου και απο αυτό που επιλέγεις μόνος σου να το κάνεις στον εαυτό σου. Οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους ήταν αρκετή, αν όμως συνυπάρχουν και οι τρεις, τότε το αποτέλεσμα ήταν ακαταμάχητο “ (σελ. 210).
Λίγα χρόνια αργότερα ο Σοστάκοβιτς μετακομίζει στη Μόσχα, όπου παρουσίαζει την 8η Συμφωνία, εκφράζοντας το πένθος για τις μεγάλες απώλειες του 2ου παγκοσμίου πολέμου, με αποτέλεσμα την απαγόρευσή της ως το 1960.
“Σε όλη του ζωή στηριζόταν στην ειρωνεία. Φανταζόταν ότι το χαρακτηριστικό αυτό είχε ξεφυτρώσει στο συνηθισμένο μέρος: στο χάσμα ανάμεσα στο πώς φανταζόμαστε, υποθέτουμε ή ελπίζουμε να εξελιχθεί η ζωή και στο πώς εξελίσσεται στην πραγματικότητα. Έτσι η ειρωνεία γίνεται η άμυνα του εαυτού και της ψυχής, σου επιτρέπει να αναπνέεις σε καθημερινή βάση.... Η ειρωνεία σου επιτρέπει να παπαγαλίζεις τη φρασεολογία της εξουσίας, να διαβάζεις ανούσιους λόγους που έχουν γράψει άλλοι για λογαριασμό σου και να θλίβεσαι βαθύτατα για την απουσία πορτρέτου του Στάλιν από ρτο γραφείο σου, ενώ πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα η γυναικα σου κρατιέται να μη βάλει τα γέλια που δεν επιτρέπονται ... Και κάπου μέσα σου πιστεύεις πως όσο καιρό μπορείς να στηρίζεσαι στην ειρωνεία τόσο θα είσαι σε θέση να επιβιώνεις. ... Η ειρωνεία είχε κι αυτή τα όριά της. Για παράδειγμα , δε γίνεται να είσαι είρων βασανιστής ή θύμα βασανισμού...΄Αμα γυρνούσες την πλάτη σ την ειρωνεία, αυτή ξίνιζε και γινόταν σαρκασμός. Τί καλό είχε τότε; Ο σαρκασμός ήταν ειρωνεία που είχε χάσει την ψυχή της¨.
Ο λόγος του Τζούλιαν Μπαρνς γνήσιος, άμεσος και ανθρώπινος εστιάζει με υπευθυνότητα και προσήλωση στη ζωή του μεγάλου συνθέτη αναλύοντας τόσο την πολιτική και κομματική του στάση όσο και την προσωπική του ζωή δημιουργώντας ισορροπία ανάμεσα στην απόρριψη και την αποδοχή, την πραγματικότητα και τη φαντασία, την μουσική ιδιοφυΐα και την εξουσία. Ακόμη ένα αριστοτεχνικό βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα που μπορεί να χαρακτηρισθεί βιογραφία, κυρίως όμως η εσωτερική πάλη ανάμεσα στο συνθέτη και τη συνείδησή του στις κρίσιμες ώρες της δημιουργίας και σταθεροποίησης του Σοβιετικού Κράτους,
Πηγή και :
https://www.sansimera.gr/biographies/196
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου