Στο
Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ παρακολουθούμε
τρεις νέους, καθώς αλληλεπιδρούν και
ξιφομαχούν με τα λόγια.
Ο
Ντόριαν,
όπως τον γνωρίζουμε στην αρχή είναι ένα
“άμυαλο και πανέμορφο πλάσμα που πρέπει
να το έχουμε κοντά μας το χειμώνα όταν
δεν έχει λουλούδια να ατενίζουμε και
διαρκώς το καλοκαίρι όταν θέλουμε κάτι
να μας δροσίζει.... Υπήρχε κάτι στο
πρόσωπό του που σ΄ έκανε να τον εμπιστεύεσαι
αμέσως. ΄Ενιωθες ότι είχε διατηρήσει
τον εαυτό του άσπιλο από τον κόσμο...
Είχε κάτι που σε γοήτευε αυτός ο γιος
του ΄Ερωτα και του Θανάτου.”. Η ιστορία
της καταγωγής του: Μια πανέμορφη γυναίκα
που αψηφά τα πάντα για ένα τρελλό πάθος.
Μερικές εβδομάδες παράφορης ευτυχίας
που διακόπτεται απότομα από ένα ειδεχθές,
δόλιο έγκλημα, Μήνες αλάλητης αγωνίας
και κατόπιν ένα παιδί γεννιέται μέσα
στον πόνο. Τη μητέρατην αρπάζει ο Χάρος
και το παιδί μένει έρημο, αφημένο στην
τυραννία ενός γέρου και άστοργου άντρα
(σελ. . 55). Ο ίδιος αναρωτιέται αν θα
είναι πάντα ευτυχής, καθώς συνειδηποιεί
την ομορφιά του, για την εξασφαλίσει θα
έδινε και την ψυχή του ακόμη, ζηλεύει
κάθε τι που είναι αθάνατο.
Ερωτεύεται παράφορα: “Θέλω όλοι οι
νεκροί εραστές του κόσμου να ακούσουν
το γέλιο μας και να μελαγχολήσουν. Θέλω
η πνοή του πάθους μας να ξαναδώσει
συνείδηση στη σκόνη τους , να κάνει τη
στάχτη τους να νιώσει πόνο...” (σελ. 81)
Αλλά ο έρωτάς του σκοτώνεται και η ζωή
του ακολουθεί πια την αναπόδραστη πορεία
της. Συνειδητοποιεί την επίδραση του
Χάρρυ στη ζωή και τη σκέψη του και θέλει
να σταματήσει να τον βλέπει, η ζωή έχει
αποφασίσει γι΄ αυτόν διαφορετικά: αιώνια
νιότη, ασυγκράτητο πάθος, εξαίσιες
ηδονές. Πάθη που θα εύρισκαν αναπόδραστα
την τρομακτική τους διέξοδο. Θέλει να
χρησιμοποιεί τα συναισθήματα του, να
τα απολαμβάνει και να εξουσιάζει. Ο
σκοπός της ζωής του η ίδια εμπειρία.
Συλλέγει θησαυρούς με σκοπό τη λησμονιά.
Φιλοδοξία του ήτανν α διατυπώσει ένα
νέο σχήμα βίου με δικά του φιλοσοφικά
θεμέλια και δικές του διατεταγμένες
αρχές, το οποίο θα έβρισκε την ύψιστη
πραγμάτωσή του στον εκπνευματιμσό των
αισθήσεων (σελ. 181). Οι τύψεις όμως είναι
παρούσες, στην συνάντηση με τον Μπάζιλ
ομολογεί ότι έχει βαρεθεί τον εαυτό
του, θα ήθελε να είναι κάποιος άλλος.. Ο
Ντόριαν ζει σε μια ασχήμια, που δεν
αποτυπώνεται στο πρόσωπο και τα μάτια
του, ο ίδιος όμως γνωρίζει τη διαφθορά
της ψυχής του και βασανίζεται από την
αδιαμφισβήτητη και αναπόδραση μαρτυρία
του πορτραίτου. ΄Ολοι
έχουμε τον Παράδεισο και την Κόλαση
μέσα μας (σελ. 217).
Καθώς υποκύπτει στα επτά θανάσιμα
αμαρτήματα, Οργή, Ματαιοδοξία, Οκνηρία
(η μεγάλη αριστοκρατική τέχνη να μην
κάνεις τίποτε), Λαγνεία, Απληστία,
Αλαζονεία και Ζηλοφθονία, διαπράττει
ύβρι στο πρόσωπο της Σιβύλλας, , οι θεοί
στέλνουν την άτη, δηλ,. το θόλωμα του
νου, οπότε διαπράττει μεγάλη α-νοησία,
υποπύπτει σε πολύ σοβαρό σφάλμα, τη
δολοφονία του Μπάζιλ προκαλώντας έτσι
τη νέμεση, δηλ. την οργή των θεών και
ακολουθεί η τιμωρία και η συντριβή/καταστροφή
του.
Ο
λόρδος Χένρυ
είναι ένας ανέμελος, γεμάτος ζωή νέος,
που επιλέγει φίλους για την ομορφιά
τους, τους γνωστούς για τον καλό τους
χαρακτήρα και τους εχθρούς για το γερό
μυαλό τους καθώς θεωρεί την
ομορφιά μια μορφή μεγαλοφυΐας
. Προτιμά τους ανθρώπους χωρίς αρχές,
άντρες με μέλλον και γυναίκες με παρελθόν.
Τα γοητευτικά πράγματα στη ζωή του
είναι η ψυχή του και τα πάθη των φίλων
του. ΄Οταν γνωρίζει τον Ντόριαν ,
μαγεύεται και δοκιμάζει να τον εξουσιάσει.
Εκτοξεύει βέλη στα τυφλά υποστηρίζοντας
ότι τίποτε δεν μπορεί να θεραπεύσει
την ψυχή όπως οι αισθήσεις. Εκθειάζει
τη νιότη σε διάφορα σημεία του βιβλίου
με τα λόγια “εμείς δεν ξαναβρίσκουμε
ποτέ τη νιότη μας” ....”για να ξαναβρει
κανείς τα νιάτα του, αρκεί να επαναλάβει
τις τρέλλες του”...”Η τραγωδία των
γηρατειών δεν είναι ότι είσαι γέρος,
αλλά ότι είσαι ακόμη γέρος”. Η φιλοσοφία
του εστιάζεται στην εξέλιξη του εαυτού,
πρέπει να συγκινούμαστε με τα χρώματα,
τη χαρά, την ομορφιά της ζωής. Το αληθινό
μυστικό της ζωής, η αναζήτηση του ωραίου.
Η μόνη ζωή που καταστρέφεται είναι αυτή
που εμποδίζεται η ανάπτυξή της. ΄Οταν
ζούμε σε αρμονία με τον εαυτό μας, αυτό
σημαίνει καλός άνθρωπος. Τα λόγια του
διαρκείς αφορισμοί και γενικόλογα
αποφθέγματα. Υποδαυλίζει την έπαρση
του Ντόριαν λέγοντας “μια γυναίκα
αυτοκτόνησε γιατί σε αγαπούσε”. Εκφράζει
μισογυνισμό και περιφρόνηση προς τη
γυναίκα. Για τον λόρδο Χένρυ η εγκράτεια
είναι μοιραία συνήθεια. Συναρπάζει
εκτοξεύοντας λεκτικά βέλη και παρασύροντας
με τον μαγικό αυλό του: ¨...Αυτός συνέχιζε
να παίζει με την ιδέα του και γινόταν
όλο και πιο ατίθασος. Την πετούσε στον
αέρα και την μεταμόρφωνε. Την άφηνε να
ξεφύγει και την άρπαζε πάλι. Την έκανενα
ιριδίζει από φαντασία και την αναπτέρωνε
παράξοδα. ... ΄Ηταν λαμπερός, φαντασμαγορικός
και ανεύθυνος (σελ. 63. ΄Ετσι ενώ όλοι
λένε ότι ο λόρδος Χένρυ είναι φοβερά
φαύλος, αυτός είναι θεατής της ζωής.
Αποστασιοποιείται
με μαγικό τρόπο, ό,τι και να του αποδίδει
ο Ντόριαν το αρνείται, για τον λόρδο
Χένρυ η τέχνη δεν επιδρά στην πράξη.
Θεωρεί
τον φόνο σφάλμα και ισχυρίζεται ότι δεν
πρέπει να διαπράττουμε πράγματα που
δεν μπορούμε να συζητήσουμε μετά το
δείπνο.
Ο
ζωγράφος Μπάζιλ ζωγραφίζει το
πορτραίτο του Ντόριαν και εξομολογείται
ότι έχει βάλει πολύ από τον εαυτό του
μέσα. Γι΄ αυτόν ο Ντόριαν είναι η έμπνευσή
του, εκφράζει αρμονία ψυχής και πνεύματος.
Φοβάται όμως ότι τα δώρα των θεών που
δόθηκαν απλόχερα στους τρεις φίλους, η
τέχνη, η περιουσία και η ομορφιά θα έχουν
αντίτιμο στη ζωή τους και θα υποφέρουν
από αυτά. Ο Μπάζιλ μπορεί να σώσει τον
Ντόριαν από τον κατήφορο στον οποίο
κυλάει, αλλά το ένστικτο της αυτοκαταστροφής
είναι ισχυρότερο. Για τον Μπάζιλ η
τέχνη αποκρύπτει τον καλλιτέχνη.
Νοιάζεται για τον Ντόριαν και ταυτόχρονα
τρομάζει από την επαφή που έχει μαζί
του, γι΄ αυτό επιθυμεί να δει την ψυχή
του. Κάτι που μόνο ο Θεός μπορεί. Ο Μπάζιλ
με την ειλικρινή του οδύνη για την
αποκαθήλωση του Ντόριαν μας οδηγεί σε
μονοπάτια ανθρώπινων πια συναισθημάτων
όπου η αλήθεια και η φαντασία
κονταροκτυπιούνται
Η
ανάγνωση του βιβλίου είναι συναρπαστική,
καθώς οι αισθήσεις όλες είναι σε
επαγρύπνηση, ενώ οι ήχοι και τα χρώματα
ανακατεύιονται αρμονικά με τα συναισθήματα,
δημιουργώντας ένα υπέροχο πίνακα. Τα
μάτια του λόρδου Χένρυ είναι αχάτινα
καστανά , η ζωή του Ντόριαν φλογερόχρωμη
, η στιγμή χάνεται μέσα στις χυδαίες
λεπτομέρειες , η χαρά ζωγραφίζεται
ροδόχρωμη (σελ. 110) , ο αέρας είναι
πευκομυρωμένος, , τα είχαν τρυγήσει τα
μεσάνυχτα και ειχαν κρατήσει μέσα τους
την ψύχρα του φεγγαριού (σελ. 127), ο ουρανός
ήταν σαν ουρά από παγώνι (220), τα ξύλινα
σκαλιά σαν να κραύγαζαν από πόνο (221).
΄Ενα
από τα ερωτήματα που γεννιούνται είναι
η ακούσια φαυλότητα
του Ντόριαν, είναι άραγε θύμα, μιμητής
και παρωδία του Χένρυ ή αποτέλεσμα κακής
καλλιέργειας των χαρακτηριστικών που
έχει ήδη μέσα του. Την απάντηση την
δίνει ο ίδιος καθώς περιδιαβάζει τα
πορτραίτα των προγόνων του . Ο Ντόριαν
Γκρέυ δηλητηριάστηκε απο ένα βιβλίο
(σελ. 203)
΄Ενα
άλλο ερώτημα είναι η λειτουργία της
τέχνης και αν η τέχνη αντικατοπτρίζει
το θεατή, ή τη ζωή. Κι εδώ ο ίδιος ο
συγραφέας μέσα από τα λόγα του Μπάζιλ
δίνει την απάντηση. Σε ένα γράμμα του
αποδέχεται ότι το μόνο ψεγάδι του βιβλίου
είναι το επιμύθιο, κάθε υπερβολή, όπως
και κάθε απάρνηση γεννά την τιμωρία της
(σελ. 350)
Ο
΄Οσκαρ Ουάιλντ θίγει εκτενώς και με
επιτυχία την υποκρισία της εποχής του.
Καλέ μου φίλε, λησμονείς ότι ζούμε στη
γενέθλια γη των υποκριτών (σελ. 209).
Στο Λονδίνο της εποχής συνυπάρχουν
λέσχες και καταγώγια, η Λέσχη Γκόβενορ
στην Ορλεάνη, η λέσχη Ουάιτ, το ΄Ωλμπανυ
στο Πικαντίλλυ και τα αριστοκρατικά
σαλόνια όπου οι αριστοκράτες καθησυχάζουν
τις συνειδήσεις τους διοργανώντας
φιλανθρωπικές εκδηλώσεις.. Αντίθετα το
Γιούστον μια υποβαθμισμένη και
πολυσύχναστη περιοχή όπου μένει η
Σίβυλλα με την μητέρα της και τον Τζέημς.
Η ζωή του ανθρώπου δεν έχει την ίδια
αξία ανάλογα με την κοινωνική θέση του
και την ευμάρεια του. ΄Ετσι ο θάνατος
του ναυτικού αδελφού της Σιβύλλας είναι
παράπλευρη απώλεια στο κυνήγι, ενώ η
εξαφάνιση του Μπάζιλ συζητιέται στα
σαλόνια και τις λέσχες του Λονδίνου.
Με
δυό λόγια ας επαναλάβουμε τη φραση του
Νίτσε που νομίζω ότι απεικονίζει τα
λόγια και τις πράξεις του Ντόριαν Γκέυ:
΄Οποιος παλεύει με τέρατα πρέπει να
προσέξει μη γίνει ο ίδιος τέρας. Κι όταν
κοιτάζεις πολλή ώρα την άβυσσο, στο
τέλος σε κοιτάζει κι αυτή.