Ο Σελινούντας είναι ο κόσμος, είναι μια τάξη που την ορίζουν κινήσεις γλυκές και ήρεμες, μια αρχέγονη λιτότητα που αδυνατεί να αναμετρηθεί με τη γενική παγκόσμια τρέλα. Ο σελινούντας είναι μια σκηνή στην έρημο, όπου είσαι ή βοσκός ή καμήλα – δεν είναι το παλάτι της Βαβυλώνας ούτε η βιβλιοθήκη της Αλεξανδρειας. Μόνο από μια τέτοια σκηνή μπορεί να προέλθει κάτι που να φέρνει την αλήθεια, γιατί ο Σελινούντας δεν είναι φιλοσοφική αλληγορία, ούτε εικονική, πόσο μάλλον ταξική, είναι η ιστορία καθαυτή.
Το παράξενο παραμύθι που στήνει ο Robetro Vecchioni είναι μια σύγχρονη παραβολή για τη διαφορετικότητα και τη δύναμη της δίψας για μάθηση ενάντια στην άγνοια. Ο ίδιος όμως λέει : ¨αν λογαριάζετε να διαβάσετε τούτη τη διήγηση σαν παραμύθι, μην την αρχίσετε καν. Παραμύθια δεν υπάρχουν εδώ, το παραμύθι κρύβεται στο καθημερινό μας βάσανο, στην αδυναμία μας να φέρουμε τα λόγια μας σε αντιστοιχία με αυτό που αισθανόμαστε. Ο Σελινούντας είναι η λέξη, είναι αυτός ο ιερός μύθος που μας κρατάει συντροφιά, από τότε που του αφιερώσαμε τον αχό του κύματος. Το θρόισμα των φύλλων και το γρύλισμα των ζώων, ανακαλύπτοντας έντρομοι ότι χωρίς τον ήχο του, χωρίς έναν οποιονδήποτε ήχο, ο κόσμος δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ, ο άνθρωπος δεν θα είχε αντρωθεί.... γιατί, αν το υλικό κόσμο τον έπλασε ο Θεός, οι λέξεις είναι αυτό που ξαναέπλασε ο άνθρωπος: αυτό που ονομάζουμε ζωή” (σελ. 16-17).
Σ ένα χωριό της Σικελίας, οι κάτοικοι έχουν ξεχάσει τις σημασίες των λέξεων. Μόνο ο Νικολίνο τις θυμάται και διηγείται τα γεγονότα που οδήγησαν τον τόπο του σ΄ αυτή την παράδοξη κατάσταση. Σε τί οφείλει το προνόμιο της μνήμης ο Νικολίνο; Ως παιδί, γνωρίζεται μ΄ έναν βιβλιοπώλη που καταφτάνει στο Σελινούντα. ¨Εγώ δεν ήμουν παρά παιδί, όμως σ΄ αυτό το παιδικό κεφάλι φώλιασε ο βιβλιοπώλης και δεν ξαναβγήκε αποκεί ποτέ” (σελ. 47). Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος ανοίγει ένα βιβλιοπωλείο όχι για να πουλάει τα βιβλία του, αλλά για να τα διαβάζει σε άλλους.. “Ο βιβλιοπώλης ξανάδινε στις λέξεις το νόημά τους (σελ. 62). Η φαντασία του Νικολίνο απλώνεται και τον οδηγεί σε σκέψεις και συναισθήματα που νιώθει ότι μπορεί να αγγίξει, σε μια κατάσταση ευφορίας. “... Γνωρίζεις ένα άνθρωπο και δεν έχει πια μάτια, χέρια, ώμους, πόδια, μαλλιά, δεν είναι όλα αυτα ο άνθρωπος, ακόμη κι αν τα βάλεις όλα μαζί: ο άνθρωπος είναι κάτι άλλο” (σελ. 71). Πολλοί ντόπιοι δε βλέπουν με καθόλου καλό μάτι τον ξένο και τον αποκαλούν δαίμονα. “Το σπίτι του βιβλιοπώλη καιγόταν....Κοίταξα και είδα πάνω απ΄ το κεφάλι μου στον ουρανό σελίδες ολόκληρες και σκισμένα φύλλα να ΄χουνε στήσει χορό εδώ κι εκεί, ν΄ ακολουθούν τα προσταγματα του άερα, να λικνίζονται, να πέφτουν και να ξαναπαίρνουν τον ανήφορο....(σελ. 100). Ο Νικολίνο σε μια απέλπιδα προσπάθεια προσπαθεί να περισώσει όποια σελίδα μπορεί, φύλλα και κομμάτια από σελίδες, παραφουσκώνοντας τις τσέπες του κι ενώ ο κόσμος γύρω του σχολιάζει γελώντας. “Τέτοια όμως είναι τα καμώματα της απόγνωσης, μοιάζει με προσευχή χωρίς παραλήπτη”
΄Ετσι μετά από λίγο καιρό ένας μικρούλης αυλητής, σαν τον αυλητή του Χάμελιν, μαγεύει τα βιβλία, που τον ακολουθούν συντεταγμένα και ακέραια, βουτούν μαζί του στη θάλασσα και καταποντίζονται κατά δεκάδες, κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες, μια εικόνα παράλογη, μια απεραντοσύνη από βιβλία που επιπλέουν σαν από θαύμα πάνω στο νερό. “... Μείναμε να κοιτάμε και το τελευταίο βιβλίο... Είχε σηκωθεί ένας γλυκός αέρας, όταν εγώ, και μόνον εγώ, ένιωσα εντός μου ήχους από λόγια και λέξεις. Κανείς δεν θα μπορούσε τότε να φανταστεί πως οι λέξεις τούτες ίσως να ήταν και οι στερνές, μια που εκείνη την ημέρα αυτές χάθηκαν για πάντα” (σελ. 110).
Τα βιβλία δεν καίγονται ούτε πνίγονται, φωλιάζουν μέσα στις καρδιές και μετουσιώνουν τη ζωή σε ταξίδι, ποίηση, περιπέτεια. Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα είναι ένα βιβλίο που συγκινεί, γοητεύει, συγκλονίζει με το λόγο και τις εικόνες του. Για να μη χαθεί η παλέτα των αποχρώσεων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου