“Η Μαργαρίτα κρατούσε κάτι σιχαμένα, εκνευριστικά κίτρινα λουλούδια. Ο διάολος ξέρει πώς τα λένε, αλλά για κάποιο λόγο φωτρώνουν κυρίως στη Μόσχα. Και αυτά τα λουλούδια ξεχώριζαν πολύ έντονα πάνω στο μαύρο της παλτό. Κρατούσε κίτρινα λουλούδια! ΄Ασχημο χρώμα.....Με εντυπωσίασε όχι μόνο η ομορφιά της, όσο εκείνη η ασυνήθιστη, η αδιανόητη μοναξιά στο βλέμμα της! Σαν να υποτάχτηκα κι εγώ σ΄ εκείνο το κίτρινο νεύμα, και έστριψα πίσω της στο στενάκι, ακολουθώντας την... Ο έρωτα πετάχτηκε μπροστά μας, όπως ξεπηδάει απ΄ το λαγούμι του ο δολοφόνος στο στενάκι, και μας έσφαξε και τους δύο με τη μία:: ΄Ετσι χτυπάει μόνο κεραυνός, μόνο φινλανδικό μαχαίρι χτυπάει έτσι!!... Ναι, ο έρωτας μας παρέσυρε στιγμιαία...”
Για να ξανασυναντήσει τον άνθρωπο που αγαπά, έναν καταραμένο συγγραφέα κλεισμένο σε άσυλο, η Μαργαρίτα συμφωνεί να παραδώσει την ψυχή της στο Διάβολο. Το μυθιστόρημα ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή του μύθου του Φάουστ τοποθετημένη στη Μόσχα της δεκαετίας του 1930 και μια από τις πιο συγκινητικές και δυνατές ιστορίες αγάπης που γράφτηκαν ποτέ.
Τη στιγμή που τα επίσημα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μέσα από την επιβολή και παντοδυναμία του άχαρου “σοσιαλιστικού ρεαλισμού” υιοθετούσαν και αναπαρήγαν το σταλινικό καθεστώς τρόμου και λογοκρισίας ο Μπουλγκάκοφ συνέγραψε ένα μυθιστόρημα ανατρεπτικό και εξόχως μοντέρνο που συνδύαζε τα ρεαλιστικά στοιχεία με το γκροτέσκο, το χιούμορ με το δράμα, καθώς και διαφορετικές υφολογικές τεχνικές σε τρεις διαφορετικές ιστορίες σε ξεχωριστά και πολλαπλά αφηγηματικά επίπεδο, με ανάλογες αντιδράσεις από την μεριά του αναγνώστη. Γέλιο και κριτική στάση απέναντι στην εξουσία και στους υποτακτικούς της στην πρώτη ιστορία της επίσκεψης του Βόλαντ στη Μόσχα, συγκίνηση και τρυφερή συμπόνοια στην ερωτική ιστορία του Μαιτρ με την Μαργαρίτα, αγωνία και αναστοχασμός για τις συνέπειες της δειλίας και της αναποφασιστικότητας, καθώς και για την τύχη της αρετής και της ειλικρινείας στο μυθιστόρημα του Μαιτρ, που αφορά στον Πόνιο Πιλάτο.
Με ποιητικές περιγραφές, όπως “Η νύχτα με το φεγγάρι σήμερα είναι ανήσυχη”, “ Η νύχτα είχε χαθεί ανεπιστρεπτί”, “Η μέρα έπεφτε ασυγκράτητη πάνω στον ποιητή”, “ο ποιητής δεν έχει κερδίσει το φως, έχει κερδίσει τη γαλήνη” και παραπομπή σε άλλες διαστάσεις: “ Οι γνωρίζοντες καλά την πέμπτη διάσταση δεν το έχουν σε τίποτε α διαστείλουν τον χώρο στα επιθυμητά όρια” (σελ. 380)
Οι επισκέπτες: Αν πράγματι υπήρξαν αυτές οι σιλουέτες ή απλώς τις είχαν ονειρευτεί οι τρελαμένοι από τον τρόμο τους ένοικοι της κακότυχης πολυκατοικίας στη Σαντόβαγια, είναι φυσικά αδύνατον να το πει κανείς με ακρίβεια. Αν υπήρξαν, το πού ακριβώς κατευθύνθηκαν είναι επίσης αδύνατον να το γνωρίζει κανείς (σελ. 525)
Ο Ιούδας: “ Την ίδια ώρα από ένα άλλο στενό στην Κάτω Πόλη, από ένα στενό μπερδεμένο που κατέβαινε με σκαλοπάτια σε μια από τις λιμνούλες της πόλης, από την εξώπορτα ενός ασήμαντου σπιτιού που ο πίσω τοίχος του ήταν στραμμένος στο στενάκι και τα παράθυρα σε μια αυλκή βγήκε ένας νέος άνθρωπος με περιποιημένο γένι, με καθαρή κεφίγια που έπεφτε στους ώμους του, ένα νέο γαλάζιο ταλίτ για τη γιορτή με κόμπους στην άκρη, καθώς και καινούρια τριζάτα σανδάλια. Ο ομορφονιός με την καμπουρωτή μύτη που είχε στολιστεί για τη μεγάλη γιορτή, περπατούσε αποφασιστικά, παραμερίζοντας τους περαστικούς που βιάζονταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους για το εορταστικό τραπέζι, ενώ κοιτούσε πώς φωτιζόταν το ένα παράθυρο πίσω απ΄ τ΄ άλλο. Ο νεαρός περπατούσε στον δρόμο που περνούσε δίπλα από το παζάρι προς το παλάτι του αρχιερέα Καϊάφα, το οποίο βρισκόταν στους πρόποδες του λόφου του Ναού (σελ. 474)
Ο Λεβί Ματθαίος: Ο νεοφερμένος, κάτω από σαράντα χρονών, ήταν πολύ μαυριδερός, κουρελιάρης, σκεπασμένος με ξεραμένες λάσπες, κοιτούσε με βλοσυρό βλέμμα λύκου. Κοντολογής, ήταν πολύ ατημέλητος, και μάλλον έμοιαζε με ζητιάνο της πόλης, από αυτούς που συνωστίζονται στα μπαλκόνια του Ναού ή στα παζάρια της θορυβώδους και βρόμικης Κάτω Πόλης (σελ. 496).
Η Συγχώρεση: Θεοί, θεοί μου! Πόσο θλιβερή είναι η γη το βράδυ! Πόσο μυσρτηριώδεις είναι οι ομίχλες πάνω από τα έλη. ΄Οποιος έχει περιπλανηθεί σ΄ αυτές τις ομίχλες, όποιος έχει πολύ υποφέρει πριν από τον θάνατό του, όποιος έχει πετάξει πάνω απ΄ αυτή τη γη, κουβαλώντας πάνω του αβάσταχτο φορτίο, αυτός ξέρει. Ο κουρασμένος ξέρει. Αυτός που χωρίς να λυπηθεί θα εγκαταλείψει τις ομίχλες της γης, τα έλη και τα ποτάμια της και θα παραδοθεί με ανάλαφρη ματιά στα χέρια του θανάτου, γνωρίζοντας πως αυτός και μόνον αυτός θα τον παρηγορήσει (σελ. 572)
Και δύο βασικές διαπιστώσεις : Τα χειρόγραφα δεν καίγονται (σελ. 435) Μία φράση που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για να εκφράσει την παντοδυναμία και τη διαχρονικότητα του γραπτού λόγου και εκστομείται από τον Βόλαντ, τη μορφή του Σατανά στη Μόσχα.
Ελεύθερος χρόνος υπήρχε τόσος όσος χρειαζόταν, ενώ η καταιγίδα θα ερχόταν προς το βραδάκι, και η δειλία ήταν αναμφίβολα μια από τις χειρότερες αμαρτίες. Αυτά είχε πει ο Χα-Νότσρι. ΄Οχι, φιλόσοφε, σε αυτό έχω αντίρρηση: είναι η χειρότερη αμαρτία από όλες (σελ. 483)
Ο συγγραφέας δούλευε το μυθιστόρημα δώδεκα χρόνια εν μέσω απόλυτης κυριαρχίας της σταλινικής γραφειοκρατίας, έχοντας επίγνωση ότι δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να δει εν ζωή την έκδοση του βιβλίου του. Υμνώντας την ελευθερία των καλλιτεχνών εναντίον κάθε μορφής λογοκρισίας, αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του 1970, καθιστώντας τον Μπουλγκάκοφ ισάξιο των μεγάλων κλαστικών: Ντοστογιέφσκι, Γκογκόλ, Τολστόικαι Τσέχωφ.
Σήμερα ογδόντα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το μυθιστόρημα Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα φαντάζει πάντα επίκαιρο – όσο επίκαιρα μπορούν και παραμένουν πάντα το γέλιο, ο έρωτας και ο αντίκτυπος της εξουσίας στη ζωή των ανθρώπων (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου