Η ανάγνωση ενός βιβλίου σαν τον «Σινουχέ, τον Αιγύπτιο» του Μίκα Βαλτάρι, είναι από μόνη της ένας άθλος. ΄Ένα βιβλίο εννιακοσίων σελίδων δημιουργεί δέος στον μέσο αναγνώστη, καθώς το μέγεθός του αλλά και το θέμα του μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο σε μια πρώτη προσέγγιση.
Ξεκινώντας όμως από τις πρώτες σελίδες, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς γιατί το βιβλίο αυτό μεταφράζεται και ξαναμεταφράζεται στη χώρα μας, διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, αντέχει στο χρόνο και συναρπάζει νου και ψυχή. Μιλώντας μέσα μας βαθιά αγγίζει ουσιώδη ανθρώπινα ζητήματα, όπως τη μοναξιά, τη ματαίωση, τον έρωτα, το σεβασμό απέναντι στο συνάνθρωπο, την εκδίκηση, τον πόθο, τη δικαιοσύνη και την αδικία.
Ο Σινουχέ, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά και πιθανός διάδοχος του θρόνου των Φαραώ, ξετυλίγει με τέχνη την ιστορία της Αιγύπτου κατά την 18η δυναστεία, καθώς είναι σύγχρονος του Αμένωφι του Δ΄, που μετονομάσθηκε σε Ακενατόν και των διαδόχων του μέχρι τον Χορεμχέμπ. Οι Χετταίοι, οι Σύριοι, οι Κρήτες και η σχέση τους με την Αίγυπτο εξιστορούνται με αυθεντικότητα και ακρίβεια. ΄Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την αγάπη του για τον άνθρωπο, με την πίκρα για το ποτήρι που ξεχειλίζει, με την απογοήτευση για τα προδομένα όνειρα. «΄Ολα επιστρέφουν και τίποτα δεν αλλάζει κάτω από τον ήλιο, ούτε καν ο άνθρωπος, μολονότι αλλάζουν τα ρούχα του, αλλάζουν και οι λέξεις της γλώσσας του», ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος στην Αίγυπτο και την Ελλάδα, τον 14οπ.Χ και τον 21ο αιώνα που ζούμε σήμερα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος με τον καθένα μας, ευαίσθητος, μοναχικός, πολλές φορές ταραγμένος και σε σύγχυση.
Προδίδει τους θετούς γονείς του στο όνομα ενός ανεκπλήρωτου, αλλά και ανειλικρινούς έρωτα: «Τσακάλια ούρλιαζαν μες στη νύχτα, φαρμακερά φίδια της ερήμου σφύριζαν προς το μέρος μου, και σκορπιοί σέρνονταν πάνω στα ζεστά βράχια. Δεν αισθανόμουν φόβο, γιατί η καρδιά μου ήταν σκληραγωγημένη σ’ όλους τους κινδύνους. Αν και νέος, θα υποδεχόμουν τον θάνατο μ’ ευχαρίστηση, αν ήταν γραφτό μου να πεθάνω. Η επιστροφή μου στο φως του ήλιου και στον κόσμο των ανθρώπων με είχε κάνει να νιώσω πάλι την πίκρα της ντροπής μου, κι η ζωή δεν είχε τίποτα να μου προσφέρει. Δεν είχα μάθει τότε πως ο θάνατος αποφεύγει τον άνθρωπο που τον επιζητεί, και αρπάζει εκείνον που είναι προσκολλημένος στη ζωή. Τα φίδια έφευγαν απ’ το δρόμο μου, οι σκορπιοί δεν μου ΄καναν κακό, κι η ζέστη του ήλιου δεν μ’ έπνιγε».
Η αγάπη για τη Μαύρη Χώρα και το γλυκό νερό του Νείλου έρχεται ξανά και ξανά, καθώς ο ήρωας υποχρεώνεται από τις συνθήκες να ταξιδεύει μακριά από την Αίγυπτο : « Πεθύμησα τη γεύση του αιγυπτιακού κρασιού και του νερού του Νείλου, με το άρωμά του της γόνιμης γης. Πεθύμησα τον ψίθυρο των παπυροκαλαμιών στο βραδινό αεράκι, τον κάλυκα του άνθους του λωτού που ανοίγει στην ακτή, τα ιερογλυφικά που είναι χαραγμένα στους ναούς, τις χρωματιστές κολώνες».
Στο τέλος του βιβλίου ο Σινουχέ μιλάει για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τον εαυτό του που είναι ο καθένας μας; «Γιατί εγώ, ο Σινουχέ, είμαι ένας άνθρωπος. ΄Εχω ζήσει μέσα σε κάθε άνθρωπο που υπήρξε πριν από μένα και θα ζήσω μέσα σε κάθε άνθρωπο που θα έρθει μετά. Θα ζω στα γέλια και στα δάκρυα των ανθρώπων, στη θλίψη και στο φόβο τους, στην καλοσύνη και στην κακία, στη δικαιοσύνη και στην αδικία, στη δύναμη και στην αδυναμία. Είμαι άνθρωπος και θα ζω αιώνια μέσα στους ανθρώπους. Γι΄ αυτό το λόγο δεν θέλω προσφορές στον τάφο μου, ούτε θέλω να μείνει αθάνατο το όνομά μου. Αυτά τα έγραψε ο Σινουχέ ο Αιγύπτιος, εκείνος που έζησε όλες τις μέρες της ζωής του μόνος».
΄Όταν διαβάσουμε και την τελευταία λέξη του βιβλίου, γυρίζουμε πίσω στην πρώτη σελίδα και ρουφάμε ξανά κάθε λέξη που φωτίζεται και αποκτά καινούριο νόημα, καθώς ανακεφαλαιώνει τα επόμενα και ολοκληρώνει τον κύκλο μιας ζωής γεμάτης γνώση και σοφία.
Δευτέρα 26 Απριλίου 2010
Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
Σινουχέ ο Αιγύπτιος, από τον Μίκα Βαλτάρι
Εγώ, ο Σινουχέ, ο γιος του Σένμουτ και της γυναίκας του της Κίτα, τα γράφω αυτά. Αλλά δεν τα γράφω για να δοξάσω τους θεούς της χώρας του Κέμ, γιατί τους θεούς τους έχω βαρεθεί. Δεν τα γράφω για να δοξάσω τους φαραώ, γιατί τις πράξεις τους τις έχω βαρεθεί. Τα γράφω μόνο για μένα. Δεν γράφω για να καλοπιάσω τους θεούς, ούτε τους βασιλιάδες ούτε από φόβο ούτε ελπίζοντας στο μέλλον. Γιατί στη ζωή μου έχω ζήσει και έχω χάσει τόσα πολλά, ώστε ο μάταιος φόβος δεν με αγγίζει και έχω βαρεθεί να ελπίζω στην αθανασία, όπως βαρέθηκα θεούς και βασιλιάδες. Μόνο για μένα τα γράφω όλα αυτά και σ΄ αυτό το σημείο νομίζω πως διαφέρω από όλους τους άλλους συγγραφείς, παλιούς και μελλοντικούς.
Γιατί όλα όσα έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες έχουν γραφτεί ή για τους θεούς ή για τους ανθρώπους. Τους φαραώ, βλέπεις, τους συγκαταλέγω με τους ανθρώπους, επειδή είναι και αυτοί σαν κι εμάς στο μίσος και στο φόβο, στο πάθος και στην απογοήτευση και δεν διαφέρουν από εμάς σε τίποτα, ακόμη κι αν τους μετρήσουμε με τους θεούς χίλιες φορές. Είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν τους άλλους. ΄Εχουν βέβαια, εξουσία, κι έτσι κατορθώνουν να ικανοποιούν το μίσος τους και να πνίγουν το φόβο τους, αλλά η εξουσία δεν μπορεί να τους φυλάξει από τον πόθο και την απογοήτευση. ΄Όμως ό,τι έχει γραφτεί, έχει γραφτεί κατά διαταγή των βασιλιάδων, είτε για να καλοπιάσουν τους θεούς είτε για να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν σε πράγματα που δεν έχουν γίνει είτε για να πείσουν ότι όλα έγιναν αλλιώς και όχι όπως έχουν γίνει στ΄ αλήθεια είτε ότι η συμβολή του ενός ή του άλλου στα γεγονότα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη απ΄ ό,τι στην πραγματικότητα. Αυτό εννοώ λέγοντας πως ό,τι έχει γραφτεί από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα έχει γραφτεί ή για τους θεούς ή για τους ανθρώπους.
΄Όλα επιστρέφουν και τίποτε δεν αλλάζει κάτω από τον ήλιο, ούτε καν ο άνθρωπος, μολονότι αλλάζουν τα ρούχα του, αλλάζουν και οι λέξεις της γλώσσας του. Γι΄ αυτό πιστεύω πως ο τρόπος γραψίματος δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε στις εποχές που έρχονται, γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, μαζεύονται γύρω από το ψέμα όπως οι μύγες γύρω από το μέλι και τα λόγια του παραμυθά ευωδιάζουν καθώς αυτός κάθεται πάνω σε μια σβουνιά στη γωνιά του δρόμου, απέχουν όμως από την αλήθεια.
΄Όμως εγώ, ο Σινουχέ, ο γιος του Σενμούτ, το βαρέθηκα το ψέμα. Γι΄ αυτό και γράφω μόνο για μένα και γράφω μόνο ό,τι είδα με τα ίδια μου τα μάτια ή ό,τι έχω ακούσει και ξέρω πως είναι αλήθεια. Σε αυτό το σημείο διαφέρω από όλους όσοι έζησαν πριν από μένα και από όλους όσοι μετά από μένα θα ζήσουν. Γιατί ο άντρας που γράφει λέξεις στο χαρτί, κι ακόμα περισσότερο ο άντρας που επιτρέπει να σκαλίζεται στην πέτρα το όνομα και οι πράξεις του, ζει με την ελπίδα πως οι λέξεις του θα διαβαστούν. Πως οι επίγονοι θα τις διαβάζουν και θα εκθειάζουν τις πράξεις και τη σοφία του. Μα στις δικές μου λέξεις δεν υπάρχει τίποτε που να αξίζει να εκθειαστεί, ούτε οι πράξεις μου αξίζουν επαίνους και η σοφία μου είναι ένα αγκάθι στην καρδιά μου που δεν ενδιαφέρει κανένα. Τα λόγια μου δεν θα τα σκαλίζουν τα παιδιά στις πήλινες πινακίδες καθώς θα εξασκούνται στη γραφή. Δεν θα τα επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι για να δείχνουν σοφοί μέσα από τη σοφία μου. Και αφού γράψω αυτά που θέλω, θα εγκαταλείψω την ελπίδα πως κάποτε θα με διαβάσουν ή θα με καταλάβουν.
Γιατί ο κακός άνθρωπος είναι πιο σκληρός και από τον κροκόδειλο. Η καρδιά του είναι πιο σκληρή και από την πέτρα. Η ματαιοδοξία του πιο ελαφριά και από τη σκόνη. Βούτηξέ τον στο ρέμα, μόλις στεγνώσουν τα ρούχα του θα είναι πάλι ο ίδιος. Βούτηξέ τον στη λύπη και στην απογοήτευση και αν σηκωθεί θα είναι πάλι όπως ήταν πριν. Πολλές αλλαγές έχω δει στη ζωή μου εγώ, ο Σινουχέ, όλα όμως είναι όπως παλιά και ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που ισχυρίζονται ότι κάτι μπορεί να συμβεί για πρώτη φορά, όλα αυτά όμως είναι ανώφελα λόγια.
Εγώ, ο Σινουχέ είδα ένα αγόρι να χτυπάει τον πατέρα του στην άκρη του δρόμου και να τον σκοτώνει. Είδα φτωχούς να ξεσηκώνονται ενάντια στους πλούσιους, θεούς ενάντια στους θεούς. Είδα έναν άντρα που έπινε το κρασί του από κύπελλο χρυσό να σκύβει μέσα στην αθλιότητα και να πίνει νερό με την παλάμη του από το ποτάμι. Αυτούς που ζύγιζαν χρυσάφι να ζητιανεύουν στους δρόμους και τις γυναίκες τους να πουλούν το κορμί τους για μερικές δεκάρες σε ένα νέγρο με βαμμένο πρόσωπο για να αγοράσουν λίγο ψωμί για τα παιδιά τους.
΄Ετσι όμως ήταν πάντα. Ακόμα και τότε που οι βασιλιάδες ήταν βοσκοί, κάτω από τη σκιά μιας λαμπρής στέγης ξάπλωνε ένας άντρας που παλιά περνούσε τη νύχτα του καταγής. ΄Ερχονταν και τότε ξένοι, σκότωναν τα παιδιά και άρπαζαν σκλάβες τις γυναίκες που φορούσαν ρούχα βασιλικά. Ακόμα και τότε άντρες που είχαν ετοιμάσει τους τάφους τους στα βουνά της δύσης έχαναν τη ζωή τους βίαια και το σώμα τους το πέταγαν στο ποτάμι.
Τίποτε καινούριο δε συμβαίνει λοιπόν και όλα όσα έχουν ήδη συμβεί θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. ΄Ετσι και ο άνθρωπος, δεν έχει αλλάξει και ούτε πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον. Αυτοί που θα έρθουν μετά από μένα θα είναι ίδιοι με αυτούς που ζούσαν πριν από μένα. Πώς θα μπορέσουν λοιπόν να καταλάβουν τη σοφία μου; Γιατί να εύχομαι να διαβάσουν τα λόγια μου;
Αλλά εγώ, ο Σινουχέ, τα γράφω όλα αυτά για μένα, επειδή η γνώση μου κατατρώει την καρδιά σαν αλισίβα και έχω χάσει όλη τη χαρά της ζωής. Τον τρίτο χρόνο της εξορίας μου αρχίζω αυτό το βιβλίο στην ακτή της ανατολικής θάλασσας, απ΄ όπου τα πλοία ταξιδεύουν για την Πουντ, κοντά στην έρημο, κοντά στα βουνά όπου παλιά οι βασιλιάδες λάξευαν στην πέτρα το πρόσωπό τους. Τα γράφω όλα αυτά γιατί νιώθω το κρασί πικρό στο στόμα μου. Τα γράφω γιατί έχω χάσει πια την επιθυμία να χαρώ με μια γυναίκα και ο κήπος με τη λίμνη και τα ψάρια δεν μου προσφέρει πια καμιά ευχαρίστηση. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα ένα μελαμψό κορίτσι μου ζεσταίνει το κρεβάτι, όμως εμένα δεν με νοιάζει καθόλου. ΄Εχω διώξει από κοντά μου τους τραγουδιστές και ο ήχος από τα έγχορδα και τους αυλούς με ενοχλεί. Γι΄ αυτό τα γράφω αυτά εγώ, ο Σινουχέ, εγώ που δεν χρησιμοποιώ πια τα πλούτη και τα χρυσά κύπελλα, τη σμύρνα, τον έβενο και το ελεφαντόδοντο.
Επειδή όλα αυτά τα έχω ακόμη και κανένας δεν μου τα πήρε. Οι σκλάβοι φοβούνται ακόμη το ραβδί μου και οι φρουροί σκύβουν το κεφάλι και στέκονται προσοχή όταν εμφανίζονται μπροστά μου. Τα βήματά μου όμως είναι περιορισμένα και κανένα καράβι δεν έρχεται στην προκυμαία. Γι΄ αυτό εγώ, ο Σινουχέ, δεν πρόκειται να ξανανιώσω την ευωδιά του μαύρου χώματος τα ανοιξιάτικα βράδια. Γι΄ αυτό τα γράφω αυτά εδώ.
Κάποτε το όνομά μου ήταν γραμμένο στο χρυσό βιβλίο του φαραώ και κατοικούσα σε ένα ολόχρυσο σπίτι στα δεξιά του. Τα λόγια μου είχαν περισσότερο βάρος από τα λόγια των ισχυρών της χώρας του Κεμ, οι ευγενείς μου έστελναν δώρα και από το λαιμό μου κρέμονταν χρυσές αλυσίδες. Είχα όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι, αλλά ως άνθρωπος επιθυμούσα περισσότερα από όσα ένας άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει. Γι΄ αυτό είμαι εδώ που είμαι. Με έδιωξαν από τη Θήβα τον έκτο χρόνο της βασιλείας του φαραώ Χορεμχέμπ και με προειδοποίησαν πως θα με σκότωναν στο ξύλο σαν σκυλί αν επέστρεφα, πως θα με έλιωναν σα βάτραχο ανάμεσα στις πέτρες αν προχωρούσα έστω και ένα βήμα πέρα από την περιοχή που μου είχαν ορίσει για να μείνω. ΄Ετσι έχει διατάξει ο βασιλιάς, ο φαραώ, που κάποτε ήταν φίλος μου.
΄Όμως, τι μπορώ να περιμένω από κάποιον ταπεινής καταγωγής, κάποιον που διέταξε τους γραφείς να σβήσουν τα ονόματα των βασιλιάδων από τον κατάλογο των κυβερνητών και να προσθέσουν τα ονόματα των γονιών του για να περνούν για ευγενείς; Είδα τη στέψη του, είδα που έβαλαν στο κεφάλι του το ερυθρόλευκο στέμμα. Τον έκτο χρόνο μετά από αυτό το γεγονός με εξόρισε. Σύμφωνα όμως με τους γραφείς, ήταν το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του. Δεν είναι ψέματα λοιπόν όλα τα γραφτά, τα περασμένα και τα τωρινά;
Αυτόν, που ζούσε για την αλήθεια, τον περιφρονούσα όσο ζούσε γιατί ήταν αδύναμος και έτρεμα για την καταστροφή που έσπειρε στη χώρα του Κεμ εξαιτίας αυτής της αλήθειας. Και τώρα με εκδικείται. Είμαι εγώ που θέλω να ζήσω με την αλήθεια, όχι τόσο για το θεό του, αλλά για μένα τον ίδιο. Η αλήθεια είναι κοφτερό μαχαίρι, πληγή αγιάτρευτη, αλισίβα που τρώει την καρδιά. Γι΄ αυτό και όταν είναι νέος ο άντρας προσπαθεί να ξεφύγει από την αλήθεια. Περνάει τον καιρό του σε οίκους ανοχής, αφοσιώνεται στη δουλειά και σε ένα σωρό ασχολίες, σε ταξίδια και διασκεδάσεις, στο κυνήγι της εξουσίας και στην ανέγερση κτιρίων. Θα έρθει όμως μια μέρα που η αλήθεια θα τον διαπεράσει σαν ακόντιο και ύστερα δεν θα έχει πια κανένα ενδιαφέρον για τις σκέψεις του, ούτε για τα έργα των χεριών του, μα θα είναι μόνος, θα είναι μόνος μέσα στους ανθρώπους και οι θεοί δεν θα μπορούν να τον βοηθήσουν στη μοναξιά του. Αυτά που γράφω εγώ, ο Σινουχέ, γνωρίζοντας καλά ότι οι πράξεις μου ήταν κακές και οι δρόμοι που πήρα λαθεμένοι, αλλά γνωρίζοντας επίσης καλά ότι τίποτε από όλα αυτά δεν θα γινόταν μάθημα σε κανέναν, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να διαβάσει αυτά που γράφω. Γι΄ αυτό τα γράφω όλα αυτά μόνο για μένα τον ίδιο. Ας ξεπλένουν οι άλλοι τις αμαρτίες τους στο ιερό νερό του ΄Αμμωνα, εγώ, ο Σινουχέ, θα καθαρθώ γράφοντας τις πράξεις μου. Ας αφήσουν οι άλλοι τα ψέματα της καρδιάς τους να ζυγιστούν με τη ζυγαριά του ΄Οσιρι, εγώ, ο Σινουχέ, θα ζυγίσω την καρδιά μου με την καλαμένια πένα.
Μα πριν αρχίσω το βιβλίο μου, θα αφήσω την καρδιά μου να ξετυλίξει το παράπονό της, γιατί έτσι θρηνεί η καρδιά ενός εξόριστου.
΄Οποιος πιει μια φορά το νερό του Νείλου, πάντα θα ποθεί να επιστρέψει στην αγκάλη του. Κανένα άλλο νερό δεν μπορεί να τον ξεδιψάσει.
΄Οποιος έχει γεννηθεί στη Θήβα, εκεί θέλει να επιστρέψει, γιατί πάνω σ τη γη δεν υπάρχει άλλη πόλη σαν κι αυτή. ΄Οποιος έχει γεννηθεί στην άκρη του δρόμου, εκεί θέλει να επιστρέψει, από το κέδρινο παλάτι στην πλίνθινη καλύβα, από τη μυρωδιά της σμύρνας και των όμορφων αρωμάτων λαχταρά τη μυρωδιά της κοπριάς και την τσίκνα των τηγανητών ψαριών.
Το χρυσό μου κύπελλο θα το άλλαζα ευχαρίστως με πήλινο αν μπορούσαν τα πόδια μου να πατήσουν ακόμα μια φορά την αφράτη λάσπη της χώρας του Κεμ. Τα λινά μου ρούχα θα τα άλλαζα ευχαρίστως με τα κουρέλια των δούλων αν μπορούσα ακόμη μια φορά να ακούσω τις καλαμιές στο ποτάμι να θροΐζουν στον ανοιξιάτικο άνεμο.
Ο Νείλος πλημμυρίζει και οι πόλεις λάμπουν σαν πετράδια μέσα στα πράσινα νερά, τα χελιδόνια επιστρέφουν, οι γερανοί τσαλαβουτούν στο βούρκο, όμως εγώ λείπω. Γιατί να μην είμαι χελιδόνι, γιατί να μην είμαι γερανός με δυνατές φτερούγες να πετάξω πάνω από τους φρουρούς και να επιστρέψω στη χώρα του Κεμ.
Θα έφτιαχνα τη φωλιά μου ανάμεσα στους πολύχρωμους κίονες του ΄Αμμωνα ενώ οι οβελίσκοι θα άστραφταν φωτιά και χρυσάφι μέσα στις μυρωδιές του λίβανου και των παχιών ζώων που οδεύουν στο θυσιαστήριο. Οι ταύροι τραβούν τις άμαξες, οι εργάτες φτιάχνουν χαρτί κολλώντας φύλλα πάπυρου, οι έμποροι διαλαλούν την πραμάτεια τους, τα σκαθάρια κυλούν τις κοπριές πάνω στο χαλικοστρωμένο δρόμο.
Καθαρά ήταν τα νερά της νιότης μου, γλυκιά η τρέλα μου. Πικρό και ξινό είναι το κρασί των γηρατειών και με το σκληρό ψωμί της φτώχειας μου δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε το καλύτερο μελόψωμο. Γυρίστε πίσω, χρόνια, ελάτε, χαμένα χρόνια, ταξίδεψε, ΄Αμμωνα, από τη Δύση στην Ανατολή, να πάρω ακόμη μια φορά πίσω τα νιάτα μου. Ούτε λέξη δεν αλλάζω, ούτε την παραμικρή μου πράξη. Ω, λυγερή, καλαμένια πένα μου, ω, μεταξένια πάπυρε, δώστε μου πίσω τις ανώφελες πράξεις μου, τα νιάτα μου, την τρέλα μου.
Αυτά έγραψε ο Σινουχέ, ο εξόριστος, ο πιο φτωχός από τους φτωχούς της χώρας του Κεμ.
..................................................................................
Γιατί εγώ, ο Σινουχέ, είμαι ένας άνθρωπος. ΄Εχω ζήσει μέσα σε κάθε άνθρωπο που υπήρξε πριν από μένα και θα ζήσω μέσα σε κάθε άνθρωπο που θα έρθει μετά. Θα ζω στα γέλια και στα δάκρυα των ανθρώπων, στη θλίψη και στο φόβο τους, στην καλοσύνη και στην κακία, στη δικαιοσύνη και στην αδικία, στη δύναμη και στην αδυναμία. Είμαι άνθρωπος και θα ζω αιώνια μέσα στους ανθρώπους. Γι΄ αυτό το λόγο δεν θέλω προσφορές στον τάφο μου, ούτε θέλω να μείνει αθάνατο το όνομά μου. Αυτά τα έγραψε ο Σινουχέ ο Αιγύπτιος, εκείνος που έζησε όλες τις μέρες της ζωής του μόνος.
Γιατί όλα όσα έχουν γραφτεί ανά τους αιώνες έχουν γραφτεί ή για τους θεούς ή για τους ανθρώπους. Τους φαραώ, βλέπεις, τους συγκαταλέγω με τους ανθρώπους, επειδή είναι και αυτοί σαν κι εμάς στο μίσος και στο φόβο, στο πάθος και στην απογοήτευση και δεν διαφέρουν από εμάς σε τίποτα, ακόμη κι αν τους μετρήσουμε με τους θεούς χίλιες φορές. Είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν τους άλλους. ΄Εχουν βέβαια, εξουσία, κι έτσι κατορθώνουν να ικανοποιούν το μίσος τους και να πνίγουν το φόβο τους, αλλά η εξουσία δεν μπορεί να τους φυλάξει από τον πόθο και την απογοήτευση. ΄Όμως ό,τι έχει γραφτεί, έχει γραφτεί κατά διαταγή των βασιλιάδων, είτε για να καλοπιάσουν τους θεούς είτε για να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν σε πράγματα που δεν έχουν γίνει είτε για να πείσουν ότι όλα έγιναν αλλιώς και όχι όπως έχουν γίνει στ΄ αλήθεια είτε ότι η συμβολή του ενός ή του άλλου στα γεγονότα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη απ΄ ό,τι στην πραγματικότητα. Αυτό εννοώ λέγοντας πως ό,τι έχει γραφτεί από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα έχει γραφτεί ή για τους θεούς ή για τους ανθρώπους.
΄Όλα επιστρέφουν και τίποτε δεν αλλάζει κάτω από τον ήλιο, ούτε καν ο άνθρωπος, μολονότι αλλάζουν τα ρούχα του, αλλάζουν και οι λέξεις της γλώσσας του. Γι΄ αυτό πιστεύω πως ο τρόπος γραψίματος δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε στις εποχές που έρχονται, γιατί ο ίδιος ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Οι άνθρωποι, βλέπεις, μαζεύονται γύρω από το ψέμα όπως οι μύγες γύρω από το μέλι και τα λόγια του παραμυθά ευωδιάζουν καθώς αυτός κάθεται πάνω σε μια σβουνιά στη γωνιά του δρόμου, απέχουν όμως από την αλήθεια.
΄Όμως εγώ, ο Σινουχέ, ο γιος του Σενμούτ, το βαρέθηκα το ψέμα. Γι΄ αυτό και γράφω μόνο για μένα και γράφω μόνο ό,τι είδα με τα ίδια μου τα μάτια ή ό,τι έχω ακούσει και ξέρω πως είναι αλήθεια. Σε αυτό το σημείο διαφέρω από όλους όσοι έζησαν πριν από μένα και από όλους όσοι μετά από μένα θα ζήσουν. Γιατί ο άντρας που γράφει λέξεις στο χαρτί, κι ακόμα περισσότερο ο άντρας που επιτρέπει να σκαλίζεται στην πέτρα το όνομα και οι πράξεις του, ζει με την ελπίδα πως οι λέξεις του θα διαβαστούν. Πως οι επίγονοι θα τις διαβάζουν και θα εκθειάζουν τις πράξεις και τη σοφία του. Μα στις δικές μου λέξεις δεν υπάρχει τίποτε που να αξίζει να εκθειαστεί, ούτε οι πράξεις μου αξίζουν επαίνους και η σοφία μου είναι ένα αγκάθι στην καρδιά μου που δεν ενδιαφέρει κανένα. Τα λόγια μου δεν θα τα σκαλίζουν τα παιδιά στις πήλινες πινακίδες καθώς θα εξασκούνται στη γραφή. Δεν θα τα επαναλαμβάνουν οι άνθρωποι για να δείχνουν σοφοί μέσα από τη σοφία μου. Και αφού γράψω αυτά που θέλω, θα εγκαταλείψω την ελπίδα πως κάποτε θα με διαβάσουν ή θα με καταλάβουν.
Γιατί ο κακός άνθρωπος είναι πιο σκληρός και από τον κροκόδειλο. Η καρδιά του είναι πιο σκληρή και από την πέτρα. Η ματαιοδοξία του πιο ελαφριά και από τη σκόνη. Βούτηξέ τον στο ρέμα, μόλις στεγνώσουν τα ρούχα του θα είναι πάλι ο ίδιος. Βούτηξέ τον στη λύπη και στην απογοήτευση και αν σηκωθεί θα είναι πάλι όπως ήταν πριν. Πολλές αλλαγές έχω δει στη ζωή μου εγώ, ο Σινουχέ, όλα όμως είναι όπως παλιά και ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που ισχυρίζονται ότι κάτι μπορεί να συμβεί για πρώτη φορά, όλα αυτά όμως είναι ανώφελα λόγια.
Εγώ, ο Σινουχέ είδα ένα αγόρι να χτυπάει τον πατέρα του στην άκρη του δρόμου και να τον σκοτώνει. Είδα φτωχούς να ξεσηκώνονται ενάντια στους πλούσιους, θεούς ενάντια στους θεούς. Είδα έναν άντρα που έπινε το κρασί του από κύπελλο χρυσό να σκύβει μέσα στην αθλιότητα και να πίνει νερό με την παλάμη του από το ποτάμι. Αυτούς που ζύγιζαν χρυσάφι να ζητιανεύουν στους δρόμους και τις γυναίκες τους να πουλούν το κορμί τους για μερικές δεκάρες σε ένα νέγρο με βαμμένο πρόσωπο για να αγοράσουν λίγο ψωμί για τα παιδιά τους.
΄Ετσι όμως ήταν πάντα. Ακόμα και τότε που οι βασιλιάδες ήταν βοσκοί, κάτω από τη σκιά μιας λαμπρής στέγης ξάπλωνε ένας άντρας που παλιά περνούσε τη νύχτα του καταγής. ΄Ερχονταν και τότε ξένοι, σκότωναν τα παιδιά και άρπαζαν σκλάβες τις γυναίκες που φορούσαν ρούχα βασιλικά. Ακόμα και τότε άντρες που είχαν ετοιμάσει τους τάφους τους στα βουνά της δύσης έχαναν τη ζωή τους βίαια και το σώμα τους το πέταγαν στο ποτάμι.
Τίποτε καινούριο δε συμβαίνει λοιπόν και όλα όσα έχουν ήδη συμβεί θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. ΄Ετσι και ο άνθρωπος, δεν έχει αλλάξει και ούτε πρόκειται να αλλάξει στο μέλλον. Αυτοί που θα έρθουν μετά από μένα θα είναι ίδιοι με αυτούς που ζούσαν πριν από μένα. Πώς θα μπορέσουν λοιπόν να καταλάβουν τη σοφία μου; Γιατί να εύχομαι να διαβάσουν τα λόγια μου;
Αλλά εγώ, ο Σινουχέ, τα γράφω όλα αυτά για μένα, επειδή η γνώση μου κατατρώει την καρδιά σαν αλισίβα και έχω χάσει όλη τη χαρά της ζωής. Τον τρίτο χρόνο της εξορίας μου αρχίζω αυτό το βιβλίο στην ακτή της ανατολικής θάλασσας, απ΄ όπου τα πλοία ταξιδεύουν για την Πουντ, κοντά στην έρημο, κοντά στα βουνά όπου παλιά οι βασιλιάδες λάξευαν στην πέτρα το πρόσωπό τους. Τα γράφω όλα αυτά γιατί νιώθω το κρασί πικρό στο στόμα μου. Τα γράφω γιατί έχω χάσει πια την επιθυμία να χαρώ με μια γυναίκα και ο κήπος με τη λίμνη και τα ψάρια δεν μου προσφέρει πια καμιά ευχαρίστηση. Τις κρύες νύχτες του χειμώνα ένα μελαμψό κορίτσι μου ζεσταίνει το κρεβάτι, όμως εμένα δεν με νοιάζει καθόλου. ΄Εχω διώξει από κοντά μου τους τραγουδιστές και ο ήχος από τα έγχορδα και τους αυλούς με ενοχλεί. Γι΄ αυτό τα γράφω αυτά εγώ, ο Σινουχέ, εγώ που δεν χρησιμοποιώ πια τα πλούτη και τα χρυσά κύπελλα, τη σμύρνα, τον έβενο και το ελεφαντόδοντο.
Επειδή όλα αυτά τα έχω ακόμη και κανένας δεν μου τα πήρε. Οι σκλάβοι φοβούνται ακόμη το ραβδί μου και οι φρουροί σκύβουν το κεφάλι και στέκονται προσοχή όταν εμφανίζονται μπροστά μου. Τα βήματά μου όμως είναι περιορισμένα και κανένα καράβι δεν έρχεται στην προκυμαία. Γι΄ αυτό εγώ, ο Σινουχέ, δεν πρόκειται να ξανανιώσω την ευωδιά του μαύρου χώματος τα ανοιξιάτικα βράδια. Γι΄ αυτό τα γράφω αυτά εδώ.
Κάποτε το όνομά μου ήταν γραμμένο στο χρυσό βιβλίο του φαραώ και κατοικούσα σε ένα ολόχρυσο σπίτι στα δεξιά του. Τα λόγια μου είχαν περισσότερο βάρος από τα λόγια των ισχυρών της χώρας του Κεμ, οι ευγενείς μου έστελναν δώρα και από το λαιμό μου κρέμονταν χρυσές αλυσίδες. Είχα όλα όσα επιθυμούν οι άνθρωποι, αλλά ως άνθρωπος επιθυμούσα περισσότερα από όσα ένας άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει. Γι΄ αυτό είμαι εδώ που είμαι. Με έδιωξαν από τη Θήβα τον έκτο χρόνο της βασιλείας του φαραώ Χορεμχέμπ και με προειδοποίησαν πως θα με σκότωναν στο ξύλο σαν σκυλί αν επέστρεφα, πως θα με έλιωναν σα βάτραχο ανάμεσα στις πέτρες αν προχωρούσα έστω και ένα βήμα πέρα από την περιοχή που μου είχαν ορίσει για να μείνω. ΄Ετσι έχει διατάξει ο βασιλιάς, ο φαραώ, που κάποτε ήταν φίλος μου.
΄Όμως, τι μπορώ να περιμένω από κάποιον ταπεινής καταγωγής, κάποιον που διέταξε τους γραφείς να σβήσουν τα ονόματα των βασιλιάδων από τον κατάλογο των κυβερνητών και να προσθέσουν τα ονόματα των γονιών του για να περνούν για ευγενείς; Είδα τη στέψη του, είδα που έβαλαν στο κεφάλι του το ερυθρόλευκο στέμμα. Τον έκτο χρόνο μετά από αυτό το γεγονός με εξόρισε. Σύμφωνα όμως με τους γραφείς, ήταν το τριακοστό δεύτερο έτος της βασιλείας του. Δεν είναι ψέματα λοιπόν όλα τα γραφτά, τα περασμένα και τα τωρινά;
Αυτόν, που ζούσε για την αλήθεια, τον περιφρονούσα όσο ζούσε γιατί ήταν αδύναμος και έτρεμα για την καταστροφή που έσπειρε στη χώρα του Κεμ εξαιτίας αυτής της αλήθειας. Και τώρα με εκδικείται. Είμαι εγώ που θέλω να ζήσω με την αλήθεια, όχι τόσο για το θεό του, αλλά για μένα τον ίδιο. Η αλήθεια είναι κοφτερό μαχαίρι, πληγή αγιάτρευτη, αλισίβα που τρώει την καρδιά. Γι΄ αυτό και όταν είναι νέος ο άντρας προσπαθεί να ξεφύγει από την αλήθεια. Περνάει τον καιρό του σε οίκους ανοχής, αφοσιώνεται στη δουλειά και σε ένα σωρό ασχολίες, σε ταξίδια και διασκεδάσεις, στο κυνήγι της εξουσίας και στην ανέγερση κτιρίων. Θα έρθει όμως μια μέρα που η αλήθεια θα τον διαπεράσει σαν ακόντιο και ύστερα δεν θα έχει πια κανένα ενδιαφέρον για τις σκέψεις του, ούτε για τα έργα των χεριών του, μα θα είναι μόνος, θα είναι μόνος μέσα στους ανθρώπους και οι θεοί δεν θα μπορούν να τον βοηθήσουν στη μοναξιά του. Αυτά που γράφω εγώ, ο Σινουχέ, γνωρίζοντας καλά ότι οι πράξεις μου ήταν κακές και οι δρόμοι που πήρα λαθεμένοι, αλλά γνωρίζοντας επίσης καλά ότι τίποτε από όλα αυτά δεν θα γινόταν μάθημα σε κανέναν, ακόμα κι αν αναγκαζόταν να διαβάσει αυτά που γράφω. Γι΄ αυτό τα γράφω όλα αυτά μόνο για μένα τον ίδιο. Ας ξεπλένουν οι άλλοι τις αμαρτίες τους στο ιερό νερό του ΄Αμμωνα, εγώ, ο Σινουχέ, θα καθαρθώ γράφοντας τις πράξεις μου. Ας αφήσουν οι άλλοι τα ψέματα της καρδιάς τους να ζυγιστούν με τη ζυγαριά του ΄Οσιρι, εγώ, ο Σινουχέ, θα ζυγίσω την καρδιά μου με την καλαμένια πένα.
Μα πριν αρχίσω το βιβλίο μου, θα αφήσω την καρδιά μου να ξετυλίξει το παράπονό της, γιατί έτσι θρηνεί η καρδιά ενός εξόριστου.
΄Οποιος πιει μια φορά το νερό του Νείλου, πάντα θα ποθεί να επιστρέψει στην αγκάλη του. Κανένα άλλο νερό δεν μπορεί να τον ξεδιψάσει.
΄Οποιος έχει γεννηθεί στη Θήβα, εκεί θέλει να επιστρέψει, γιατί πάνω σ τη γη δεν υπάρχει άλλη πόλη σαν κι αυτή. ΄Οποιος έχει γεννηθεί στην άκρη του δρόμου, εκεί θέλει να επιστρέψει, από το κέδρινο παλάτι στην πλίνθινη καλύβα, από τη μυρωδιά της σμύρνας και των όμορφων αρωμάτων λαχταρά τη μυρωδιά της κοπριάς και την τσίκνα των τηγανητών ψαριών.
Το χρυσό μου κύπελλο θα το άλλαζα ευχαρίστως με πήλινο αν μπορούσαν τα πόδια μου να πατήσουν ακόμα μια φορά την αφράτη λάσπη της χώρας του Κεμ. Τα λινά μου ρούχα θα τα άλλαζα ευχαρίστως με τα κουρέλια των δούλων αν μπορούσα ακόμη μια φορά να ακούσω τις καλαμιές στο ποτάμι να θροΐζουν στον ανοιξιάτικο άνεμο.
Ο Νείλος πλημμυρίζει και οι πόλεις λάμπουν σαν πετράδια μέσα στα πράσινα νερά, τα χελιδόνια επιστρέφουν, οι γερανοί τσαλαβουτούν στο βούρκο, όμως εγώ λείπω. Γιατί να μην είμαι χελιδόνι, γιατί να μην είμαι γερανός με δυνατές φτερούγες να πετάξω πάνω από τους φρουρούς και να επιστρέψω στη χώρα του Κεμ.
Θα έφτιαχνα τη φωλιά μου ανάμεσα στους πολύχρωμους κίονες του ΄Αμμωνα ενώ οι οβελίσκοι θα άστραφταν φωτιά και χρυσάφι μέσα στις μυρωδιές του λίβανου και των παχιών ζώων που οδεύουν στο θυσιαστήριο. Οι ταύροι τραβούν τις άμαξες, οι εργάτες φτιάχνουν χαρτί κολλώντας φύλλα πάπυρου, οι έμποροι διαλαλούν την πραμάτεια τους, τα σκαθάρια κυλούν τις κοπριές πάνω στο χαλικοστρωμένο δρόμο.
Καθαρά ήταν τα νερά της νιότης μου, γλυκιά η τρέλα μου. Πικρό και ξινό είναι το κρασί των γηρατειών και με το σκληρό ψωμί της φτώχειας μου δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε το καλύτερο μελόψωμο. Γυρίστε πίσω, χρόνια, ελάτε, χαμένα χρόνια, ταξίδεψε, ΄Αμμωνα, από τη Δύση στην Ανατολή, να πάρω ακόμη μια φορά πίσω τα νιάτα μου. Ούτε λέξη δεν αλλάζω, ούτε την παραμικρή μου πράξη. Ω, λυγερή, καλαμένια πένα μου, ω, μεταξένια πάπυρε, δώστε μου πίσω τις ανώφελες πράξεις μου, τα νιάτα μου, την τρέλα μου.
Αυτά έγραψε ο Σινουχέ, ο εξόριστος, ο πιο φτωχός από τους φτωχούς της χώρας του Κεμ.
..................................................................................
Γιατί εγώ, ο Σινουχέ, είμαι ένας άνθρωπος. ΄Εχω ζήσει μέσα σε κάθε άνθρωπο που υπήρξε πριν από μένα και θα ζήσω μέσα σε κάθε άνθρωπο που θα έρθει μετά. Θα ζω στα γέλια και στα δάκρυα των ανθρώπων, στη θλίψη και στο φόβο τους, στην καλοσύνη και στην κακία, στη δικαιοσύνη και στην αδικία, στη δύναμη και στην αδυναμία. Είμαι άνθρωπος και θα ζω αιώνια μέσα στους ανθρώπους. Γι΄ αυτό το λόγο δεν θέλω προσφορές στον τάφο μου, ούτε θέλω να μείνει αθάνατο το όνομά μου. Αυτά τα έγραψε ο Σινουχέ ο Αιγύπτιος, εκείνος που έζησε όλες τις μέρες της ζωής του μόνος.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)