Η ιστορία αυτού του βιβλίου ξετυλίγεται στο αλ Αουάφι, ένα χωριό του Ομάν κοντά στην πρωτεύουσα Μουσκάτ. Η οικογένεια του Ααζάν και της Σάλιμα με τις τρεις κόρες τους, τη Μάγια, την Ασμά και τη Χάουλα, είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές, μαζί βέβαια με τον Αμπντάλα, τον σύζυγο της Μάγια, καθώς και μερικά ακόμα πρόσωπα, όπως τη Ζαρίφα, αγορασμένη σκλάβα μα στην ουσία μέλος της οικογένειας. Δεν είναι όμως μόνο αυτοί: τρεις ολόκληρες γενιές από πολίτες της χώρας, παλαιότερους ιδικτήτες σκλάβων και σκλάβους, περνάνε μέσα από τις γραμμές του βιβλίου. Οι τρεις κόρες έχουν τις δικές τους ζωές, διαφορετικούς στόχους και τα προσωπικά τους όνειρα: η Μάγια ερωτεύεται πλατωνικά, αλλά παντρεύεται τον Αμπντάλα, γιο ενός πλούσιου εμπόρου.
Η Ασμά αγαπάει το διάβασμα και τις σπουδές, παντρεύεται ένα καλλιτέχνη και οργανώνει ένα δικό της κόσμο αλλά παράλληλο με τη ζωή του συζύγου της.
Η μικρότερη, η Χάουλα, επαναστατεί και αρνείται το γάμο που της ετοιμάζουν, περιμένοντας την επιστροφή του αγαπημένου της από τον Καναδά.
Μέσα από μια ιστορία που ακούγεται συνηθισμένη, διαφαίνονται η ιστορία, ο πολιτισμός και οι κοινωνικές αξίες του Ομάν, καθώς και η πρόοδος που έρχεται με τα χρόνια, το παλιό και το νέο, η Δύση και η Ανατολή, η συμμόρφωση και η υποταγή, αλλά και η επανάσταση και η αντιπαράθεση. Διαβάζουμε για καθημερινούς ανθρώπους που έχουν παραδοσιακές αξίες, συνυφασμένες όμως με μια σύγχρονη καθημερινότητα, για τα ήθη και έθιμα του τόπου, από τα οποία οι νέοι άνθρωποι, ίσως όζι όλοι, προσπαθούν να ξεφύγουν,,,,,Παράλληλα κεντρικός άξονας της εφήγησης είναι η δουλεία. Το Ομάν ήταν μια χώρα που συντηρούνταν από το εμπόριο όπλων και σκλάβων μέχρι τον 19ο αιώνα. Η δουλεία καταργήθηκε με νόμο το 1970. Θα ήταν ωστόσο ανακρίβεια να πούμε ότι εξαλείφθηκε πλήρως, αφού φαίνεται ότι μερικοί δούλοι ζουν ακόμη με τις οικογένειες που τους αγόρασαν. ....
Η Τζόνα Αλχάρθι γνωρίζει πολύ καλά την κοινωνία και την παράδοση της χώρας της και προσκαλεί τον αναγνώστη να περπατήσει στα χωριά και τις πόλεις, τους αμμόλοφους και τις οάσεις της ερήμου, μέσα στα σουκ και τις σκεπαστές αγορές, να μυηρίσει μπαχάρια, λιβάνια και αρώματα, ευωδιαστά φυτά και βότανα, να μπει σε σπίτια – οχυρά των πλουσίων και καλύβια των φτωχών, να ακούσει παμπάλαιες αφηγήσεις για σκλάβους και δουλεμπόρους, να αφουγκραστεί τη διαφορετική, άγνωστη σχετικά, κουυλτούρα του Ομάν. Κι επιθυμεί ακόμη α απλωθεί η χώρα της μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου μιας και μας ξεναγεί τόσο όμορφα παραστατικά, τόσο λυρικά και ποιητικά, σε έναν τόπο που ελάχιστα γνωρίζουμε. “Επιθυμεί να ανοίξει ένα παράθυρο στην πλούσια αραβική λογοτεχνία γενικά και στη λογοτεχνία του Ομάν ειδικότερα”, όπως λέει η ίδια. Η συγγραφέας και η μεταφράστρια εύχονται να υπάρχουν πρόθυμοι αναγνώστες!” (από το εισαγωγικό σημείωμα της μεταφράστριας Ελένης Καπετανάκη)
Πρόθυμη αναγνώστρια μοιράστηκα τις ζωές των ηρώων του βιβλίου, άλλοτε με προσμονή και ελπίδα, άλλοτε με θλίψη και απογοήτευση κι άλλοτε με την αίσθηση του αδιέξοδου και ανεπίστρεπτου, θαύμασα το θάρρος κάποιων γυναικών αλλά και την υποταγή κάποιων άλλων στη μοίρα τους, γιατί για κάθε επιλογή και απόφαση χρειάζεται θάρρος και δυναμισμός, χωρίς παράλληλα να με αφήνει αδιάφορη η ζωή των ανδρών ηρώων, που κι αυτοί από την μεριά τους προσπαθούν να ανακαλύψουν καινούρια βήματα, να τα συγχρονίσουν με τα παλιά και να αναγνωρίσουν την νέα τους ταυτότητα μέσα στην οικογένεια και την πολιτιστική τους κληρονομιά. ΄Ενα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα και δεύτερη φορά, καθώς επιτρέπει στον αναγνώστη να ανακαλύψει με τη δεύτερη και πιο προσεγμένη ανάγνωση την αραβική σκέψη και λογοτεχνία, την αραβική προκατάληψη και μυστήριο, τις εσωστρεφείς ψυχές των ηρώων που συνομιλούν ακατάπαυστα με τη συνείδησή τους. Επιτρέπει τη γνωριμία μιας χώρας, που ίσως κάποιοι, όπως εγώ ούτε σ το χάρτη δεν ξέρουμε πού βρίσκεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου