Με επικρατέστερους υποψήφιους τον Ισραηλινό συγγραφέα Άμος Οζ και την Αλγερινή Άσια Τζεμπάρ, η Σουηδική Ακαδημία προκάλεσε έκπληξη απονέμοντας το Νόμπελ Λογοτεχνίας της χρονιάς στη Γερμανίδα ρουμανικής καταγωγής, άγνωστη και ελάχιστα μεταφρασμένη έξω από τη Γερμανία, Χέρτα Μίλερ. Αιτιολόγησε την απόφασή της αυτή , αναφέροντας ότι η συγγραφέας «με την πυκνότητα της ποίησής της και την ειλικρίνεια της πρόζας της σκιαγραφεί το σύμπαν των στερημένων».
Η Χέρτα Μίλερ γεννήθηκε το 1953 στη Ρουμανία σ΄ ένα μικρό γερμανόφωνο χωριό της Τρανσυλβανίας και το 1987 μετανάστευσε στη Δυτική Γερμανία με τον σύζυγό της, καθώς στη Ρουμανία δεν της επέτρεπαν να εκδώσει τα έργα της, στα οποία επέκρινε ανοικτά το ολοκληρωτικό καθεστώς Τσαουσέσκου, όπως διευκρινίζει η Σουηδική Ακαδημία. Το πρώτο της μυθιστόρημα ήταν «Η Συνάντηση» το 1997, ενώ είχε προηγηθεί μία συλλογή διηγημάτων το 1982, με την οποία πρωτοεμφανίστηκε, που λογοκρίθηκε και απαγορεύτηκε από το ρουμανικό καθεστώς το 1984. Η συλλογή δημοσιεύτηκε τελικά στη Γερμανία, και το έργο της που παρουσίαζε τη ζωή σε ένα μικρό, γερμανόφωνο χωριό στη Ρουμανία ενθουσίασε τους αναγνώστες.
Άλλα της μυθιστορήματα είναι «Η αλεπού ήταν κιόλας ο κυνηγός», «Το Ζώο της Καρδιάς», ενώ στα ελληνικά κυκλοφορεί το «Μετέωροι Ταξιδιώτες» από τις εκδόσεις Ηρόδοτος σε μετάφραση Κατερίνας Χατζή από το 1993 .
Η Χέρτα Μίλερ είναι μυθιστοριογράφος, ποιήτρια και δοκιμιογράφος , γράφει στα γερμανικά και εξομολογείται : «Δεν έγραψα ποτέ στα ρουμανικά, αλλά έχω επαφή με αυτή τη γλώσσα και φυσικά τα ρουμανικά παίζουν ένα ρόλο. Ακόμα και αν γράφω τις λέξεις στα γερμανικά, η ματιά είναι ρουμανική». Στο έργο της περιγράφει τις συνθήκες ζωής κάτω από το καθεστώς του Νικολάε Τσαουσέσκου. Ζει και εργάζεται στο Βερολίνο.
Το Νόμπελ έδωσε σε όλο τον κόσμο τη δυνατότητα να γνωρίσει μια δυνατή, πρωτότυπη φωνή η οποία ήταν γνωστή και έχαιρε εκτίμησης μονάχα στο γερμανόφωνο αναγνωστικό κοινό.
Τα αποκλειστικά δικαιώματα έκδοσης των βιβλίων της φετινής νικήτριας του βραβείου Νόμπελ Χέρτα Μίλερ απέκτησαν για την Ελλάδα οι Εκδόσεις Καστανιώτη. Ο πρώτος τίτλος αναμένεται να κυκλοφορήσει την άνοιξη του 2010.
Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009
Το Εμβατήριο του Ωκεανού
Νυχτερινό λιμάνι
Φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια
φωτισμένα από τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων
κι ύστερα φωτισμένα στην σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στην νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν την συγνώμη που έφτασεν αργά.
Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.
...
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Άπ΄ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια
Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.
Κοιτούσα την δύση και σε έβλεπα
-μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
-ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη Θάλασσα.
Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω από τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ΄ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός την θάλασσα.
Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.
...
Γυμνοί παλέψαμε στην αμμουδιά το μεσημέρι
με τα υγρά κορμιά των δωδεκάχρονων παιδιών
πιο πολύ για το αγκάλιασμα παρά για την πάλη
πιο πολύ για την πάλη παρά για την νίκη
μονάχα για την νίκη.
Αλμυρά μαλλιά
ηλιοψημένοι μηροί
ο φλοίσβος ανάμεσα στο φιλί
η θάλασσα πιο πέρα απ΄ το σπασμό.
Τα μεσημέρια βουίζοντας κατέβαιναν σε στροβίλους φωτιάς
να τυλίξουν μ΄ άσπρες φλόγες τα ψαράδικα σπίτια
να κάψουν τις καρδιές που δεν αντιστέκονται.
Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη
το φωτεινό πρόσωπο της ευωδίας
στην άσπρη μνήμη του καλοκαιριού
με μια μαβιά δέσμη σκιάς
λοξά στο βελουδένιο μάγουλο.
Χρυσή αναπνοή του ατέλειωτου νερού
δίχτυα που λιάζονται στα βράχια
βάρκες γεμάτες καρπούς και λουλούδια
τα σπίτια μας γραμμένα μες στη θάλασσα
να τα σπίτια μας.
...
Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τα αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες
κάτω απ΄ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα
κάτω απ΄ τα σπίτια με τούς κόκκινους γλόμπους
κάτω απ΄ τα μέγαρα
που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.
Μητέρα μητέρα
που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που ΄ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που ΄ναι το χέρι σου
ν΄ ακούσουμε την αυγή και την θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρια των αθώων.
Εμείς που περπατήσαμε τις νύχτες
σε λευκά δάση μαργαριταριών
εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα
τη γαληνή μορφή του ονείρου
δεν ξέρουμε να περπατάμε
πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται
με το αίμα του ξανθού Ιησού.
Πίσω απ΄ τους τοίχους μας παραμονεύουν
Απ΄ τις γωνιές φεύγουν περίτρομα
πλήθη αγριοπερίστερων.
Πόρτες χάσκουν την νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκαλα
για να ανέβουν.
Κύριε Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα που δεν επαιτούν.
Μητέρα δεν μας μένει τίποτα.
Που θ΄ απαγκιάσουμε;
Που θα κοιμηθούμε;
...
Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε την γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία με τα τετράδια της αριθμητικής
θυμάσαι τον γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τα αστέρια
για να κερδίσει την νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;
Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ΄ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο στ΄ ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια και οι φώκιες.
Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες
που πεινούν ακόμη το νερό
παρελάσεις άστρων στη μνήμη κοιμισμένων γλάρων
έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδρόβιων
και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού
η κυκλική απόδραση του γαλαξία.
Η σιγή φεύγει πάλι τρομαγμένη
μακριά στην κοιμισμένη παραλία
- λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων
που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου
και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι
την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.
Κύριε τ' ουρανού της γης και της θάλασσας
ως πότε θ΄ αγρυπνούμε
ως πότε θα διψάμε
ως πότε δεν θα πεθαίνουμε;
...
1939-1940
Φώτα πνιγμένα στα νερά
πρόσωπα δίχως μνήμη και συνέχεια
φωτισμένα από τους περαστικούς προβολείς μακρινών πλοίων
κι ύστερα φωτισμένα στην σκιά του ταξιδιού
λοξά ιστία με κρεμασμένες λάμπες ονείρου
σαν τις ραγισμένες φτερούγες αγγέλων που αμάρτησαν
οι στρατιώτες με τις κάσκες
ανάμεσα στην νύχτα και στο κάρβουνο
τραυματισμένα χέρια σαν την συγνώμη που έφτασεν αργά.
Αιχμάλωτοι δεμένοι στις άγκυρες
ένας κρίκος γύρω στο λαιμό του ορίζοντα
κι άλλες αλυσίδες εκεί στα πόδια των παιδιών
και στα χέρια της αυγής που κρατούν μια μαργαρίτα.
...
Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Άπ΄ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη γλαυκή διαφάνεια
Εσύ δεν είχες έρθει ακόμη.
Κοιτούσα την δύση και σε έβλεπα
-μια ρόδινη ανταύγεια στα μαλλιά σου
-ένα μειδίαμα σκιάς βαθειά στη Θάλασσα.
Η μητέρα μου κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ
πίσω από τον τρυφερό της ώμο
πίσω απ΄ τα μαλλιά της τα χλωμά
στρωτά με ένα στρώμα υπομονής και ευγένειας
κοιτούσα σοβαρός την θάλασσα.
Ένας γλάρος με φώναζε
στο βάθος της εσπέρας
εκεί στην γαλανή καμπύλη των βουνών.
...
Γυμνοί παλέψαμε στην αμμουδιά το μεσημέρι
με τα υγρά κορμιά των δωδεκάχρονων παιδιών
πιο πολύ για το αγκάλιασμα παρά για την πάλη
πιο πολύ για την πάλη παρά για την νίκη
μονάχα για την νίκη.
Αλμυρά μαλλιά
ηλιοψημένοι μηροί
ο φλοίσβος ανάμεσα στο φιλί
η θάλασσα πιο πέρα απ΄ το σπασμό.
Τα μεσημέρια βουίζοντας κατέβαιναν σε στροβίλους φωτιάς
να τυλίξουν μ΄ άσπρες φλόγες τα ψαράδικα σπίτια
να κάψουν τις καρδιές που δεν αντιστέκονται.
Έξω από τα παράθυρα το γαληνό κιθάρισμα του μπάτη
το φωτεινό πρόσωπο της ευωδίας
στην άσπρη μνήμη του καλοκαιριού
με μια μαβιά δέσμη σκιάς
λοξά στο βελουδένιο μάγουλο.
Χρυσή αναπνοή του ατέλειωτου νερού
δίχτυα που λιάζονται στα βράχια
βάρκες γεμάτες καρπούς και λουλούδια
τα σπίτια μας γραμμένα μες στη θάλασσα
να τα σπίτια μας.
...
Μας πήραν το θαλασσινό τραγούδι
μας δέσαν τα θαλασσινά μας πόδια.
Παιδάκια σιωπηλά κι απορημένα
με τα αλατισμένα ματόκλαδα
με τα μεγάλα μάτια τα γαλάζια
περνάμε φοβισμένα στις μεγάλες πολιτείες
κάτω απ΄ τα νοσοκομεία που μυρίζουν ύπνο κι ιδρώτα
κάτω απ΄ τα σπίτια με τούς κόκκινους γλόμπους
κάτω απ΄ τα μέγαρα
που καπνίζουν αίμα νύχτα κι αρπαγή.
Μητέρα μητέρα
που αρνηθήκαμε
την τρυφερή σοφία των δακρύων σου
που ΄ναι το μακρόθυμο χέρι σου
με την έκφραση της καρτερίας
που ΄ναι το χέρι σου
ν΄ ακούσουμε την αυγή και την θάλασσα
να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρια των αθώων.
Εμείς που περπατήσαμε τις νύχτες
σε λευκά δάση μαργαριταριών
εμείς που πελεκήσαμε στην πέτρα
τη γαληνή μορφή του ονείρου
δεν ξέρουμε να περπατάμε
πάνω στους δρόμους που κάθε μέρα βάφονται
με το αίμα του ξανθού Ιησού.
Πίσω απ΄ τους τοίχους μας παραμονεύουν
Απ΄ τις γωνιές φεύγουν περίτρομα
πλήθη αγριοπερίστερων.
Πόρτες χάσκουν την νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
με ανθρώπινα κόκαλα
για να ανέβουν.
Κύριε Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ' ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα που δεν επαιτούν.
Μητέρα δεν μας μένει τίποτα.
Που θ΄ απαγκιάσουμε;
Που θα κοιμηθούμε;
...
Παιδί μελαχρινό με τα γαλάζια μάτια
με τα πυκνά μαλλιά που τα χτένισε η θάλασσα
παιδί με το ανεύθυνο βάδισμα που ποτέ δεν ρωτούσε την γη
περήφανο παιδί που αρνιόσουνα την εκκλησία της Κυριακής
που έφτιαχνες χαρταετούς και πλοία με τα τετράδια της αριθμητικής
θυμάσαι τον γέρο καπετάνιο
που ξέχασε το λιμάνι κοιτάζοντας τα αστέρια
για να κερδίσει την νιότη τραγουδώντας τη θάλασσα;
Έτσι την ώρα που μας άφηνε
το τελευταίο χαμόγελο της νύχτας
και δεν είχαμε άλλο πλοίο να μπαρκάρουμε
κι ήταν οι προκυμαίες χωρίς φανάρια κι επιβάτες
απαντήσαμε τον ίσκιο μας ώ παιδί της θάλασσας
απαντήσαμε σένα μ΄ ένα φεγγάρι ανοιξιάτικο στα χέρια
να βηματίζεις μονάχο στ΄ ακρογιάλι ανάμεσα στα βράχια
όπου ρεμβάζουν γαλήνια τα καβούρια και οι φώκιες.
Μάτια χορτασμένα με ζωγραφιές υδάτινες
που πεινούν ακόμη το νερό
παρελάσεις άστρων στη μνήμη κοιμισμένων γλάρων
έφοδος ξαφνική των δελφινιών, πανικός των υδρόβιων
και πάνω στους ραγισμένους καθρέφτες του νερού
η κυκλική απόδραση του γαλαξία.
Η σιγή φεύγει πάλι τρομαγμένη
μακριά στην κοιμισμένη παραλία
- λευκή κόρη των πνιγμένων καπετάνιων
που ζει στα ερείπια του πανάρχαιου μώλου
και κάθε νύχτα που γεμίζει το φεγγάρι
την κυνηγούν οι μεθυσμένοι ναύτες.
Κύριε τ' ουρανού της γης και της θάλασσας
ως πότε θ΄ αγρυπνούμε
ως πότε θα διψάμε
ως πότε δεν θα πεθαίνουμε;
...
1939-1940
Δίστιχα από τον Επιτάφιο
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, λουλούδι της ερμιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Πουλί μου, εσύ που μού ' φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο διες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου μπήγω.
---------------------
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες , και δίχως να χορταίνεις
Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα,
Τα όσα γλυκά , τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα.
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα λάδι,
Και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
Κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ΄ αστέρια και τα πλάτια
Τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
-------------------
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, λουλούδι της ερμιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Πουλί μου, εσύ που μού ' φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ' άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο διες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου μπήγω.
---------------------
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες , και δίχως να χορταίνεις
Άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα,
Τα όσα γλυκά , τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα.
Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα λάδι,
Και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι
Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
Κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.
Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ΄ αστέρια και τα πλάτια
Τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.
-------------------
Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.
Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009
Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού Αγωνιστή
Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες
μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε . 'Έχουμε πατρίδα.
'Έχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.
'Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Το πρώτο σου παιχνίδι , Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.
'Έπαιξες τη φωτιά. 'Έπαιξες το Χριστό.
'Έπαιξες τον Αϊ Γιώργη και το Διγενή.
'Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν τα μεσάνυχτα.
'Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει
΄Ηταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο!
Ν΄ ακούς κάτω απ΄ τη στέγη σου τ΄ ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
΄Αναψες κάτω από το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο και προχώρησες...
Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κι έπαιξες τον ΄Ανθρωπο!
(του Νικηφόρου Βρεττάκου
όπως καταγράφεται στην Ανθολογία του Βασίλη Βασιλικού "Λύρα Ελληνική")
Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπους και τις πολιτείες
μας.
Πάνω στο χώμα σου Είμαστε . 'Έχουμε πατρίδα.
'Έχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος του πολυβόλου.
Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονται στο μυαλό μου
κάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.
'Έτσι μας μίλησε η καρδιά σου.
Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτερος
κι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.
Το πρώτο σου παιχνίδι , Εσύ.
Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.
'Έπαιξες τη φωτιά. 'Έπαιξες το Χριστό.
'Έπαιξες τον Αϊ Γιώργη και το Διγενή.
'Έπαιξες τους δείχτες του ρολογιού που κατεβαίνουν τα μεσάνυχτα.
'Έπαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε φωνή.
Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει
΄Ηταν καιρός! Δε βάσταξε η καρδιά σου περισσότερο!
Ν΄ ακούς κάτω απ΄ τη στέγη σου τ΄ ανθρώπινα μπουμπουνητά της Ευρώπης!
΄Αναψες κάτω από το σακκάκι σου το πρώτο κλεφτοφάναρο.
Καρδιά των καρδιών! Σκέφτηκες τον ήλιο και προχώρησες...
Ανέβηκες στο πεζοδρόμιο κι έπαιξες τον ΄Ανθρωπο!
(του Νικηφόρου Βρεττάκου
όπως καταγράφεται στην Ανθολογία του Βασίλη Βασιλικού "Λύρα Ελληνική")
Μικρός τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με τον ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ώς εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
λιτανεύει ο αέρας της αρετής.
Ω παιδιά μου,
μπροστά σ' αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Από τη συλλογή "Παραλειπόμενα" του ΝΙκ. Βρεττάκου
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ώς εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
λιτανεύει ο αέρας της αρετής.
Ω παιδιά μου,
μπροστά σ' αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Από τη συλλογή "Παραλειπόμενα" του ΝΙκ. Βρεττάκου
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
΄Αλωση ή Πτώση;
… το 1955 καταστράφηκαν και λεηλατήθηκαν οι περιουσίες των Ρωμιών και των άλλων μειονοτήτων στην Ιστανμπούλ, επειδή ήταν αδύνατο να συγκρατηθούν τα πλήθη που είχαν υποκινηθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Τα γεγονότα αυτά που συμπεριλάμβαναν καταστροφές εκκλησιών και δολοφονίες παπάδων, μοιάζουν σε λεηλασία και ωμότητα με τα γεγονότα που περιγράφουν οι «Δυτικοί» ιστορικοί της «πτώσης». Οι Ρωμιοί που εγκατέλειψαν τα τελευταία πενήντα χρόνια την Ιστανμπούλ εξαιτίας των λαθών των τουρκικών και των ελληνικών κυβερνήσεων που συμπεριφέρονταν στις μειονότητες τους, από τότε που η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν εθνικά κράτη, σαν να ήταν όμηροι, είναι περισσότεροι από κείνους που την εγκατέλειψαν στα πενήντα χρόνια μετά το 1453.
Το 1955 όταν οι εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι έλληνες ν΄ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού , ένας πράκτορας των μυστικών τουρκικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. ΄Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ΄ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη.
Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκοϊ, το Μπαλουκλή, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν , λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες, μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ιστανμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πολιορκητής μπήκε στη πόλη. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίος στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν τη φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο είναι ελεύθερο.
Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος , το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Χρώματα χρώματα, τόπια τόπια τα υφάσματα, χαλιά και φορέματα κι από πάνω αναποδογυρισμένα ψυγεία, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, καινούρια ακόμη τότε στην τουρκική αγορά, το οδόστρωμα δε φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια (τα καλύτερα καταστήματα παιχνιδιών ήταν στο Μπέγιογλου) , τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. Ποδήλατα , αναποδογυρισμένα ή καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα πιάνα, ακρωτηριασμένες κούκλες που κοίταζαν τον ουρανό, πεσμένες ανάσκελα από τη βιτρίνα κάποιου μεγάλου καταστήματος, και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη.
Ιστανμπούλ (του Ορχάν Παμούκ)
Το 1955 όταν οι εγγλέζοι ετοιμάζονταν να φύγουν από την Κύπρο και οι έλληνες ν΄ αναλάβουν ολοκληρωτικά τη διακυβέρνηση του νησιού , ένας πράκτορας των μυστικών τουρκικών υπηρεσιών έβαλε βόμβα στο σπίτι που γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. ΄Όταν οι εφημερίδες με έκτακτες εκδόσεις και μεγαλοποιώντας το περιστατικό κυκλοφόρησαν την είδηση, το εχθρικό προς τις μη μουσουλμανικές μειονότητες πλήθος που μαζεύτηκε στην πλατεία Τακσίμ, έκαψε, γκρέμισε και λεηλάτησε μέχρι το πρωί, πρώτα τα καταστήματα απ΄ όπου ψωνίζαμε με τη μητέρα μου στο Μπέγιογλου κι έπειτα όλη την πόλη.
Οι καταστροφικοί τσέτες, στις περιοχές όπως το Ορτάκοϊ, το Μπαλουκλή, τα Ψωμαθειά, το Φανάρι, όπου ζούσαν πολλοί Ρωμιοί, με βιαιότητα που προκαλούσε φρίκη, έκαψαν , λεηλάτησαν μικρά φτωχικά ρωμαίικα μπακάλικα, γκρέμισαν μάντρες και μπήκαν σε σπίτια, βίασαν Ρωμιές και Αρμένισσες, μπορεί κανείς να πει ότι φέρθηκαν το ίδιο ανελέητα με τους στρατιώτες που λεηλάτησαν την Ιστανμπούλ, όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πολιορκητής μπήκε στη πόλη. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι οι οργανωτές, τους οποίος στήριζε η κυβέρνηση, για να κινητοποιήσουν τους πλιατσικολόγους, που για δύο μέρες σκόρπισαν τη φρίκη στην πόλη και μετέτρεψαν την Ιστανμπούλ σε κόλαση χειρότερη κι από τους πιο κακούς εφιάλτες των χριστιανών και των Ευρωπαίων, τους είχαν πει ότι το πλιάτσικο είναι ελεύθερο.
Το πρωί της νύχτας όπου στους δρόμους κινδύνευε να λιντσαριστεί όποιος δεν ήταν μουσουλμάνος , το Μπέγιογλου και η λεωφόρος Ιστικλάλ ήταν γεμάτη από αντικείμενα που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν από τα λεηλατημένα μαγαζιά με τις σπασμένες βιτρίνες και πόρτες, αλλά είχαν καταστραφεί με πολλή χαρά. Χρώματα χρώματα, τόπια τόπια τα υφάσματα, χαλιά και φορέματα κι από πάνω αναποδογυρισμένα ψυγεία, ραδιόφωνα, πλυντήρια ρούχων, καινούρια ακόμη τότε στην τουρκική αγορά, το οδόστρωμα δε φαινόταν από τις σπασμένες πορσελάνες, τα παιχνίδια (τα καλύτερα καταστήματα παιχνιδιών ήταν στο Μπέγιογλου) , τα έπιπλα κουζίνας, τα ενυδρεία που ήταν της μόδας τότε, τα κρύσταλλα φωτιστικών. Ποδήλατα , αναποδογυρισμένα ή καμένα αυτοκίνητα, σπασμένα πιάνα, ακρωτηριασμένες κούκλες που κοίταζαν τον ουρανό, πεσμένες ανάσκελα από τη βιτρίνα κάποιου μεγάλου καταστήματος, και μερικά τανκς που έστω και αργά είχαν βγει στους δρόμους για να επαναφέρουν την τάξη.
Ιστανμπούλ (του Ορχάν Παμούκ)
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009
ΣΗΓΑΤΑΚ ΕΤΕΝΥΤΦ ΗΜ
Αμέσως μόλις έμαθα να διαβάζω και να γράφω , στον κόσμο της φαντασίας μου προστέθηκαν και οι αστερισμοί των γραμμάτων. Ο καινούριος αυτός κόσμος δεν απαρτιζόταν από οράματα με νόημα, από εικόνες που διηγιόνταν ιστορίες, παρά μόνο από γράμματα κι από ήχους που βγάζανε τα γράμματα. Διάβαζα οτιδήποτε έβλεπα γραμμένο, τις επωνυμίες εταιρειών στα σταχτοδοχεία, τις αφίσες στους τοίχους, τις ειδήσεις στις εφημερίδες, τις διαφημίσεις, ό,τι γράφανε απέξω τα καταστήματα, τα εστιατόρια, ό,τι ήταν γραμμένο πάνω στα φορτηγά, στα χαρτιά περιτυλίγματος, στις πινακίδες της τροχαίας, στο κουτί της κανέλας στο τραπέζι, στο κουτί με το βούτυρο στην κουζίνα και στα σαπούνια και στα τσιγάρα της γιαγιάς μου και στα κουτιά με τα φάρμακά της. Ούτε ήταν απαραίτητο να καταλαβαίνω τη σημασία των λέξεων αυτών που καμιά φορά διάβαζα δυνατά. Θαρρείς, κάπουμέσα στο μυαλό μου, ανάμεσα στην όραση και το κέντρο αντίληψής μου είχε τοποθετηθεί μια μηχανή που μετέτρεπε όλα τα γράμματα σε συλλαβές και ήχους. ΄Ιδια με ανοιχτό ραδιόφωνο που κανείς δεν το ακούει, σε καφενείο όπου γίνεται πολλή φασαρία, η μηχανή αυτή, που καμιά φορά ούτε εγώ δεν της έδινα σημασία, έκανε συνέχεια εκπομπή.
Ορχάν Παμούκ: Ιστανμπούλ
Ορχάν Παμούκ: Ιστανμπούλ
Θλίψη
Η θλίψη είναι μοίρα αναπόφευκτη, ένα συναίσθημα που λυτρώνει την ψυχή και δίνει βάθος στον άνθρωπο. Η θλίψη είναι σαν θολό τζάμι ανάμεσα στον ποιητή και τη ζωή. Η θλιβερή προβολή της ζωής για τον ποιητή είναι πιο ελκυστική από την ίδια τη ζωή. Το ίδιο ισχύει και για τους κατοίκους της Ιστανμπούλ, που έχουν αποδεχτεί τη φτώχειά τους και τα αισθήματα μειονεξίας τους. Η θλίψη, που έχει και την έννοια της συνειδητής παραίτησης από τη ζωή, ενώ από τη μια μεριά επωφελείται από τη σπουδαιότητά της στη μυστικιστική λογοτεχνία, από την άλλη φαίνεται να είναι η αιτία – επιλεγμένη με απόλυτη συνείδηση και περηφάνια – της αποτυχίας, της αναποφασιστικότητας , της ηττοπάθειας και της φτώχειας όσων ζούνε στην πόλη. Με αυτή την έννοια η θλίψη δεν παρουσιάζεται μόνο ως αποτέλεσμα των ελλείψεων στη ζωή, των μεγάλων απωλειών αλλά , και το πιο σημαντικό, ως πραγματική τους αιτία. Οι ήρωες στις τουρκικές ταινίες στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, ακριβώς όπως οι ήρωες των πραγματικών ιστοριών που είχα ακούσει ή ήμουν μάρτυράς τους, λες και εξαιτίας της θλίψης που είχαν μέσα τους από τη γέννησή τους, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν την αγαπημένη τους, τα λεφτά, την επιτυχία : η θλίψη παραλύει τον κάτοικο της Ιστανμπούλ, αλλά είναι και η δικαιολογία της παράλυσής του.
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
Χιουζούν (θλίψη) – μελαγχολία – tristesse
΄Όμως τώρα δεν προσπαθώ να σας πω για την μελαγχολία της Ιστανμπούλ, αλλά για τη θλίψη στην οποία βλέπουμε τον εαυτό μας, που της έχουμε δώσει με περηφάνια διάσταση πνευματική και τη μοιραζόμαστε όλοι σαν μια κοινωνία. Θλίψη είναι το σημείο όπου συναντιούνται η ίδια η πόλη και οι αναμνήσεις από τις εικόνες της πόλης. Εννοώ τα βράδυα που έρχονται νωρίς, τους πατεράδες που κάτω από τα φώτα των δρόμων γυρίζουν στα σπίτια τους στους πίσω μαχαλάδες με μια σακούλα στα χέρια. Τους γερασμένους βιβλιοπώλες που έπειτα από κάθε οικονομική κρίση περιμένουν τρέμοντας από το κρύο στο μαγαζί τους όλη μέρα πελάτη, τους μπαρμπέρηδες που έπειτα από την κρίση παραπονιούνται ότι ο κόσμος ξυρίζεται λιγότερο συχνά, τους ναύτες που καθώς πλένουν, μ΄ έναν κουβά στο χέρι, τα δεμένα στις άδειες αποβάθρες παλιά βαπόρια του Βοσπόρου, ρίχνουν ματιές στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση κάπου παρακάτω, και που σε λίγο θα πέσουν να κοιμηθούν στο βαπόρι που πλένουν, τα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τις μαντιλοδεμένες γυναίκες με τις πλαστικές σακούλες στα χέρια, που περιμένουν στις απόμερες στάσεις των λεωφορείων, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους, το λεωφορείο που δεν έρχεται ποτέ, τους άδειους καϊκχανέδες των παλιών γιαλί, τους τσαϊχανέδες που είναι γεμάτοι με ανέργους, τους υπομονετικούς μαστροπούς που τα καλοκαιρινά βράδυα περπατάνε πέρα-δώθε στα πεζοδρόμια της πιο μεγάλης πλατείας της πόλης με την ελπίδα να βρούνε κάνα μεθυσμένο τουρίστα, τον κόσμο που τα χειμωνιάτικα βράδυα τρέχει να προλάβει τα βαπόρια, τις γυναίκες που περιμένουν τους καθυστερημένους άντρες τους να γυρίσουν στο σπίτι τα βράδυα, παραμερίζουν τις κουρτίνες να ρίξουν μια ματιά στο δρόμο, τους γέρους με τους τακέδες, τους μικρούς σκούφους, που στις αυλές των τζαμιών πουλάνε θρησκευτικά βιβλιαράκια, κομπολόγια, αγιασμούς, τις εισόδους χιλιάδων πολυκατοικιών που όλες μοιάζουν μεταξύ τους, τα ξύλινα κτίρια που από μικρά αρχοντικά έχουν μετατραπεί σε δημαρχεία και που τα ξύλινα πατώματά τους βογκάνε σε κάθε βήμα, τις σπασμένες τραμπάλες στις άδειες παιδικές χαρές, τις σφυρίχτρες των βαποριών στην ομίχλη, τα ερειπωμένα βυζαντινά τείχη της πόλης, τις αγορές που αδειάζουν όταν βραδιάζει, τα χαλάσματα που είναι ό,τι έχει απομείνει από τους παλιούς τεκέδες, τις προσόψεις των δεκάδων χιλιάδων πολυκατοικιών που από τη βρόμα, τη σκουριά, τη κάπνα και τη σκόνη έχουν χάσει το χρώμα τους, τους γλάρους που στέκονται ακίνητοι, κάτω από τη βροχή, πάνω στις σημαδούρες που είναι γεμάτες μύδια και φύκια, τα τεράστια αιωνόβια αρχοντικά που τις πιο κρύες μέρες του χρόνου ένας καπνός, κι αυτός λεπτός και σχεδόν αόρατος, βγαίνει από τη μοναδική καμινάδα τους, τους άντρες που ψαρεύουν στη γέφυρα του Γαλατά, τις κρύες αίθουσες των βιβλιοθηκών, τους φωτογράφους του δρόμου, την μπόχα από τις ανάσες που μυρίζουν οι κάποτε ωραίοι κινηματογράφοι με τα χρυσά ταβάνια, τώρα πια αίθουσες προβολής πορνό ταινιών όπου οι άντρες ντρέπονται όταν μπαίνουν., τις λεωφόρους όπου ούτε μια γυναίκα δεν βλέπεις να κυκλοφορεί μετά τη δύση του ήλιου, τους άντρες που μαζεύονται έξω από τις πόρτες των δεδηλωμένων μπουρδέλων τις μέρες με νοτιά και κουφόβραση, τις νεαρές γυναίκες που περιμένουν στην ουρά έξω από την πόρτα του μαγαζιού που πουλάει κρέας με έκπτωση, τις σβηστές λάμπες στα διακοσμητικά φώτα του ραμαζανιού που κρεμιούνται από μιναρέ σε μιναρέ, τις σκισμένες, μαυρισμένες από τον καιρό αφίσες τοίχου, τα κουρασμένα αμερικανικά αυτοκίνητα, απομεινάρια της δεκαετίας του ΄50, μουσειακά αντικείμενα σε κάποια δυτική πόλη αν υπάρχουν ακόμη, που τα δουλεύουν σαν ντολμούς και που βογκάνε και υποφέρουν στα βρώμικα σοκάκια της πόλης και στις ανηφόρες που σκαρφαλώνουν, τον κόσμο που γεμίζει ασφυκτικά τα λεωφορεία, τα τζαμιά που οι κλέφτες φροντίζουν να κλέβουν τους μολυβένιους καπλαμάδες και τις υδρορροές τους, τα νεκροταφεία και τα κυπαρίσσια που στην πόλη μέσα λες και υπάρχουν σαν ένας δεύτερος κόσμος, τις χλομές λάμπες που ανάβουν τις νύχτες στα βαπόρια της γραμμής Καντίκιοϊ – Καράκιοϊ, τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να πουλήσουν χαρτομάντιλα στους περαστικούς στα σοκάκια, τους πύργους των ρολογιών που ποτέ κανείς δεν κοιτάζει, το ξύλο που τρώνε οι μαθητές τα βράδυα στα σπίτια τους με τα βιβλία της ιστορίας όπου διαβάζουν για τους νικηφόρους πολέμους των Οθωμανών, το φόβο με τον οποίο περιμένουν τους «υπηρεσιακούς» τις μέρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας που κάθε τόσο αναγγέλλεται με αφορμή άλλοτε την απογραφή του πληθυσμού, άλλοτε των εκλογέων, άλλοτε την αναζήτηση τρομοκρατών, οι επιστολές των αναγνωστών στα μικρά γράμματα των εφημερίδων που ποτέ κανείς δε διαβάζει, του τύπου «ο θόλος του τάδε τζαμιού στο μαχαλά μας, ηλικίας άνω των τριακοσίων ετών γκρεμίζεται, γιατί το κράτος δεν κάνει τίποτε», τα σκαλοπάτια στις υπόγειες διαβάσεις και στις υπέργειες διαβάσεις στα πολυπληθέστερα μέρη της πόλης, που είναι σπασμένα στις άκρες με διαφορετικό σπάσιμο το καθένα, τον άνθρωπο που σαράντα χρόνια τώρα πουλάει στο ίδιο πόστο κάρτ ποστάλ της Ιστανμπούλ , τους ζητιάνους που ξεφυτρώνουν στις πιο απίθανες γωνιές μπροστά σου, και τους ζητιάνους που κάθε μέρα στην ίδια γωνία λένε τα ίδια, την έντονη μυρωδιά απόπατου που σου ΄ρχεται ξαφνικά στη μύτη στους δρόμους που βρίθουν από κόσμο, στα βαπόρια, στις στοές, στις διαβάσεις, τα κορίτσια που διαβάζουν την Αδελφή Γκιουζίν στην εφημερίδα Χουριέτ, τις δύσεις του ήλιου που βάφουν με κοκκινωπό πορτοκαλί τα παράθυρο στο Ουσκιουντάρ, τα χαράματα όπου κοιμούνται όλοι, εκτός από τους ψαράδες που ανοίγονται στη θάλασσα, τις τρεις γάτες και τις δυο κατσίκες στα κλουβιά στο πάρκο Γκιουλχανέ, εκεί όπου κανείς δεν θα έλεγε ότι είναι ο ζωολογικός κήπος, τους τρίτης κατηγορίας τραγουδιστές στα νυχτερινά κέντρα που μιμούνται Αμερικανούς και Τούρκους τραγουδιστές, αστέρια της ποπ μουσικής, αλλά και τους πρώτης κατηγορίας τραγουδιστές , τους μαθητές που βαριούνται τ΄ ατελείωτα μαθήματα των αγγλικών όπου στα έξι χρόνια ούτε ένας δεν καταφέρνει να μάθει κάτι παραπάνω από ένα yes κι ένα no, τους μετανάστες που περιμένουν στη γέφυρα του Γαλατά, τ΄ απομεινάρια στις λαϊκές αγορές που τις μαζεύουν νωρίς τ΄ απόβραδα το χειμώνα, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα σκουπίδια, τα χαρτιά, τις πλαστικές σακούλες, τα τσουβάλια, τα κουτιά, τα τελάρα, τις όμορφες μαντιλοδεμένες γυναίκες που ντρέπονται όταν παζαρεύουν στις λαϊκές αγορές, τις νεαρές μητέρες με τρία παιδιά που περπατάνε με δυσκολία στους δρόμους, την εικόνα του Κεράτιου όταν κοιτάζει κάποιος από τη γέφυρα του Γαλατά προς το Εγιούπ, τους κουλουράδες που αφαιρούνται καθώς περιμένουν πελάτη στις αποβάθρες, τις σφυρίχτρες των καραβιών που σφυρίζουν από μακριά όλες μαζί όταν για ένα λεπτό, μια φορά το χρόνο, όλη η Ιστανμπούλ στέκεται ακίνητη, σε στάση προσοχής, στη μνήμη του Ατατούρκ, τις παλιές κρήνες στις γειτονιές, ερείπια από μάρμαρα πια, με κλεμμένη τη βρύση τους που κάποτε ανέβαινες σε σκαλοπάτι για να τη φτάσεις, αλλά τώρα, έπειτα από τα τόσα στρώματα ασφάλτου πάνω από το λιθόστρωτο, είναι κάτω από το επίπεδο του δρόμου, τα νεαρά κορίτσια που δουλεύουν μέχρι το πρωί για να προλαβαίνουν τις παραγγελίες, στις μηχανές που ράβουν στριφώματα και κουμπιά, με τους χαμηλότερους μισθούς της πόλης, στριμωγμένες στα διαμερίσματα πολυκατοικιών στα στενά, εκεί όπου στα παιδικά μου χρόνια , αργά τ΄ απογεύματα, άκουγαν ραδιόφωνο οι μεσοαστικές οικογένειες, οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι γυναίκες δασκάλων με τα παιδιά τους, όλα τα σπασμένα και παλιά εννοώ, την πόλη που όταν πλησίαζε το φθινόπωρο κοίταζε τους πελαργούς καθώς πετούσαν πάνω από το Βόσπορο και τα νησιά, στο ταξίδι τους από τα Βαλκάνια, την Ανατολική και τη Βόρεια Ευρώπη προς το Νότο, τα νησιά, και τους άντρες που γυρίζουν καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στα σπίτια τους μετά τους εθνικούς αγώνες ποδοσφαίρου, που στα παιδικά μου χρόνια τελείωνε καθένας με βαριά ήττα.
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
Η ανακάλυψη του Μπογάζ (Βοσπόρου)
Μου αρέσει κάθε τόσο ν΄ ανοίγω και να διαβάζω το κεφάλαιο «Σιωπές» στο βιβλίο Φεγγάρια του Βοσπόρου , που περιγράφει μια ολόκληρη μέρα και μια μακριά νύχτα με φεγγάρι, με τις σιωπές, τους έρωτες, τις συνήθειες και τις τελετές της που τόσο άρεσαν στο συγγραφέα, αρχίζοντας με τις προετοιμασίες που ξεκινούσαν από το πρωί για τη βόλτα με τα καΐκια το βράδυ στο Βόσπορο, ενώ σε μια βάρκα κάπου μακριά μια μικρή ορχήστρα έπαιζε μουσική, κι όλοι θαύμαζαν την πανσέληνο και τα παιχνίδια της από ασήμι στο νερό, να λυπάμαι για τον εξαφανισμένο πια αυτό κόσμο όπου δεν μπορώ να έχω συμμετοχή , να θυμώνω με το συγγραφέα που γεμάτος νοσταλγία για το παρελθόν έκλεινε τα μάτια στο μίσος, στις ανθρώπινες αδυναμίες, στη δύναμη και στην εξουσία, στα σατανικά και στα μοχθηρά: όταν τις νύχτες αυτές με πανσέληνο στην ήρεμη θάλασσα σταματούσε η μουσική που ερχόταν από τη βάρκα, άρχιζε η σιωπή της νύχτας. «αν και δεν φυσούσε καθόλου, τα νερά καμιά φορά ταράζονταν από μια ανατριχίλα που ερχόταν, θαρρείς, από μέσα τους», λέει ο Α.Σ.Χισάρ
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
Μαύρο και ΄Ασπρο
Στα απόκεντρα στενά στο Τεπέμπασι, στο Τζιχανγκίρ, στα Γαλατά, στο Φατίχ και στο Ζεγρέκ, και σε μερικά χωριά στο Βόσπορο και στο Σκούταρι ακόμη περιφέρεται η ασπρόμαυρη ψυχή για την οποία προσπαθώ να σας πω. Τα γεμάτα ομίχλη και καπνούς πρωινά, οι βροχερές νύχτες με τους αέρηδες, οι καθισμένοι στους τρούλους των τζαμιών γλάροι, ο μολυσμένος αέρας, τα μπουριά της σόμπας που εκτείνονται από τα σπίτια στα σοκάκια σαν κάννες από κανόνια και φυσάνε βρόμικο καπνό, οι σκουριασμένοι σκουπιδοτενεκέδες, οι κήποι και τα πάρκα που το χειμώνα μένουν άδεια και αφρόντιστα, και η φούρια των ανθρώπων καθώς γυρίζουν τα χειμωνιάτικα βράδυα μέσα στις λάσπες και τα χιόνια στα σπίτια τους, απευθύνονται στο ασπρόμαυρο αυτό αίσθημα μέσα μας που σαλεύει σαν μια μορφή θλιμμένης ευτυχίας. Παλιές κρήνες σπασμένες παντού, που αιώνες τώρα δεν έχουν νερό, φτηνομάγαζα που έχουν φυτρώσει από μόνα τους κάπου κοντά στα παλιά τζαμιά στις μακρινές γειτονιές, ή κοντά στα μεγάλα τζαμιά που δεν τα βλέπει κανείς πια ότι είναι εκεί, οι μαθητές του δημοτικού με τις μαύρες ποδιές και τους άσπρους γιακάδες τους που σε μια στιγμή γεμίζουν τους δρόμους, παλιά και κουρασμένα φορτηγά φορτωμένα κάρβουνο, παλιά μπακάλικα σκοτεινιασμένα από τα χρόνια, την ανεργία και τη σκόνη, μικρά καφενεία της γειτονιάς γεμάτα με θλιμμένους άνεργους, βρόμικα, σπασμένα πεζοδρόμια, τραχιά, γεμάτα λακκούβες, κυπαρίσσια που εμένα δεν μου φαίνονται σκούρα πράσινα αλλά μαύρα, παλιά νεκροταφεία απλωμένα στους λόφους, ερειπωμένα τείχη που μοιάζουν με σοκάκια όρθια στρωμένα με καλντερίμια, είσοδοι κινηματογράφων που έπειτα από λίγο καιρό μοιάζουν όλες μεταξύ τους, γαλακτοπωλεία, εφημεριδοπώλες στα πεζοδρόμια, σοκάκια όπου τα μεσάνυχτα τριγυρίζουν μεθυσμένοι, αδύναμες λάμπες του δρόμου, βαπόρια των αστικών δρομολογίων που ταξιδεύουν μπρος πίσω στο Βόσπορο, τοπία της πόλης σκεπασμένα με χιόνι, όλα μου φαίνονται σημάδια της ίδιας πάντοτε ασπρόμαυρης ψυχής.
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
(από την Ιστανμπούλ του Ορχάν Παμούκ)
Ο Αφανισμός της Μήλος
Μέσα σε ευλαβική σιωπή, χωρίς να ακούγονται ούτε οι ανάσες μας , παραδοθήκαμε το Σάββατο το βράδυ στη μαγεία της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου. Επτά ηθοποιοί, επτά μουσικοί δημιούργησαν μια κατανυχτική ατμόσφαιρα που μέσα της βυθιστήκαμε , ενώ τα συναισθήματα του πόνου και του φόβου ανάβλυζαν ατελείωτα και διαρκώς διογκούμενα μέσα από τις λέξεις και τις νότες.
Το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, ο Καλλιτεχνικός Οργανισμός Δήμου Βόλου – Δημοτικό Ωδείο, το τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας - Εργαστήρι ήχου και εικόνας και η Πειραματική Σκηνή Νέας Ιωνίας παρουσίασαν την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής το ποίημα - χορικό του Γιάννη Ρίτσου «Ο αφανισμός της Μήλος».
Το ποίημα αυτό συνέθεσε ο μεγάλος μας ποιητής κατά τη διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας που ταλαιπώρησε τον τόπο μας, στα 1969, ενώ ήταν απομονωμένος στη Σάμο.
«Αφορμή για τη συγγραφή αποτέλεσε» , όπως διαβάσαμε στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, αλλά και στην ιστοσελίδα του ΔΗ.Κ.Ι., «το γεγονός της ολοκληρωτικής καταστροφής της Μήλου, δωρικής αποικίας, από τους Αθηναίους, στη διάρκεια του καταστροφικού εμφύλιου σπαραγμού της αρχαιότητας, του Πελοποννησιακού πολέμου. Την ιστορία καταγράφει ο Θουκυδίδης. στο διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους απεσταλμένους και τους συνέδρους των Μηλίων, όπου αριστουργηματικά ο ιστορικός, καταδεικνύει τον βάναυσο κυνισμό του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού απέναντι στην επιθυμία των Μηλίων να διατηρήσουν την ουδετερότητα, την ελευθερία και την ειρήνη στο νησί τους. Η Μήλος πολιορκείται και τελικά πέφτει. Οι Αθηναίοι σκοτώνουν όλους τους άνδρες και πουλούν δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο αφανισμός της Μήλου υπήρξε μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της Αθηναϊκής ηγεμονίας.
Είναι λοιπόν η ιστορία της καταστροφής της Μήλου που εμπνέει τον οραματιστή-αγωνιστή ποιητή Ρίτσο. Είναι αυτές οι έρημες, σκλάβες γυναίκες της Μήλου που παρουσιάζονται επί σκηνής. Οι γυναίκες που ζουν για να συντηρήσουν τη Μνήμη, την ανάμνηση των όμορφων στιγμών της ελεύθερης ζωής στο νησί τους, αλλά και την οδυνηρή ανάμνηση του πόνου και της φρίκης που φέρνει το μαχαίρι, το ξερίζωμα, ο εξανδραποδισμός, σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιαδήποτε εποχή.»
Η εκδήλωση ξεκίνησε με ντουκουμέντα από την κινηματογραφική ταινία που γύρισαν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη το 1984 με θέμα την αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου. Ο ποιητής μας ταξίδεψε στη Μονεμβασία, στον ΄Αη Στράτη, στη Σάμο απαγγέλλοντας στίχους, ενώ η φωνή του Νίκου Ξυλούρη μας συγκλόνισε με την ένταση και το πάθος της.
Κι έπειτα η αίθουσα της Παλιάς Ηλεκτρικής σκοτείνιασε. Μόνο οι λάμπες που φώτιζαν τα αναλόγια των μουσικών. Απόλυτη σιωπή. Τότε ακούστηκε το τσέλο, επιβλητικό, θλιμμένο, κατανυκτικό . Η φωνή του σε λίγα λεπτά έσμιξε με τη φωνή του βιολιού, κι ακολούθησαν και τα υπόλοιπα όργανα μέσα στο σκοτάδι του θεάτρου και τότε ένιωσα και έχω την αίσθηση ότι το νιώσαμε όλοι οι θεατές ότι η ψυχή μας ανέβηκε λίγο παραπάνω από τα ανθρώπινα, μετουσιώθηκε σε παρουσία που πέταξε πέρα από το χρόνο και βρέθηκε δίπλα στον ποιητή την ώρα που έγραφε τους στίχους που ακούστηκαν στη συνέχεια, δίπλα στις μοιρολογήτρες γυναίκες που από την ασφάλεια του νησιού τους βρέθηκαν στη σκλαβιά της ξενιτιάς.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Πανταζή, τα κοστούμια και τα σκηνικά, μαύρα, απέριττα, ανέκφραστα και ταυτόχρονα γεμάτα ένταση και θλίψη της Χριστίνας Δημητρίου , η μουσική του Ανδρέα Μιμαίου.
Οι ηθοποιοί Ευαγγελία Χαρίτου, Όλγα Σταροπούλου, Άννα Σταυρακάκη, Βαρβάρα Δεμίρη, Ζαχαρούλα Νικολάου, Αγγελική Νικολάου και Ελένη Μπακίρη , καθισμένες στη μεγαλύτερη διάρκεια της εκδήλωσης μας μετέφεραν το λόγο του ποιητή απαγγέλλοντας στην αρχή τις χαρές της ειρήνης και στη συνέχεια την απελπισία του πολέμου και της σκλαβιάς. Στιγμές ευτυχίας και ουρλιαχτά οδύνης και απώλειας συμπλέχτηκαν στη σκηνή του θεάτρου κάνοντάς τους θεατές μετόχους της καθημερινής , απλής ζωής, «ένα θάμα είναι ο κόσμος δυο βρεμένα μανίκια», και της μεγάλης συμφοράς.
Ο ηθοποιός Δημήτρης Ντούκας μας εισήγαγε στο ποίημα απαγγέλλοντας αποσπάσματα από την Ιστορία του Θουκυδίδη, διαγράφοντας μας ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης τις ιστορικές αλλαγές που αποτελούν το πλαίσιο όπου κινούνται οι στίχοι .
Οι μουσικοί, το ακορντεόν του Δήμου Βουγιούκα, το πιάνο της Ανίτας Λεφάκη, το βιολί του Μιχάλη Ισκά και της Αιμιλίας Βαρανάκη, η βιόλα του Γιώργου Σκίμπα, το βιολοντσέλλο της Αφροδίτης Μιχαηλίδη και το κοντραμπάσο της Κικής Βελαλή, κάτω από την διεύθυνση του Αντρέα Μιμαίου πλαισίωσαν την παράσταση με νότες θλίψης , οργής, πόνου και φόβου, απώλειας και πένθους. Ο Ανδρέας Μιμαίος είναι ένας νέος βολιώτης συνθέτης που επενδύει στον τόπο μας χωρίς έπαρση και επιτήδευση, αλλά με σεμνότητα και ευγένεια.
Τα τελευταία λεπτά της εκδήλωσης δεν στερούνταν έντασης και συγκίνησης. Εικόνες αποτρόπαιες πολέμου και πένθους από το Βιετνάμ, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και τη Γάζα, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σμύρνη, εικόνες ξεριζωμού , λεηλασίας και καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας, ενώ η παλιά εκείνη εικόνα του φαντάρου που πέφτει νεκρός με το τεράστιο «WHY?», γνώριμη από τα χρόνια της φοιτητικής μας ζωής σταθεροποιήθηκε στην τεράστια οθόνη, αφήνοντας όλους μας με το αναπάντητο αυτό ερώτημα .
Η παρουσίαση του ποιήματος – χορικού του Γιάννη Ρίτσου «Ο Αφανισμός της Μήλος» μας έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχουμε για άλλη μια φορά στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του αγωνιστή – ποιητή, αλλά και να γνωρίσουμε ένα μεγάλο έργο του, ύμνο στην ειρήνη , καταγγελία ενάντια στον πόλεμο.
Το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας και Τεκμηρίωσης, ο Καλλιτεχνικός Οργανισμός Δήμου Βόλου – Δημοτικό Ωδείο, το τμήμα Αρχιτεκτόνων Πανεπιστημίου Θεσσαλίας - Εργαστήρι ήχου και εικόνας και η Πειραματική Σκηνή Νέας Ιωνίας παρουσίασαν την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή στο θέατρο της Παλιάς Ηλεκτρικής το ποίημα - χορικό του Γιάννη Ρίτσου «Ο αφανισμός της Μήλος».
Το ποίημα αυτό συνέθεσε ο μεγάλος μας ποιητής κατά τη διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας που ταλαιπώρησε τον τόπο μας, στα 1969, ενώ ήταν απομονωμένος στη Σάμο.
«Αφορμή για τη συγγραφή αποτέλεσε» , όπως διαβάσαμε στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, αλλά και στην ιστοσελίδα του ΔΗ.Κ.Ι., «το γεγονός της ολοκληρωτικής καταστροφής της Μήλου, δωρικής αποικίας, από τους Αθηναίους, στη διάρκεια του καταστροφικού εμφύλιου σπαραγμού της αρχαιότητας, του Πελοποννησιακού πολέμου. Την ιστορία καταγράφει ο Θουκυδίδης. στο διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους απεσταλμένους και τους συνέδρους των Μηλίων, όπου αριστουργηματικά ο ιστορικός, καταδεικνύει τον βάναυσο κυνισμό του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού απέναντι στην επιθυμία των Μηλίων να διατηρήσουν την ουδετερότητα, την ελευθερία και την ειρήνη στο νησί τους. Η Μήλος πολιορκείται και τελικά πέφτει. Οι Αθηναίοι σκοτώνουν όλους τους άνδρες και πουλούν δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο αφανισμός της Μήλου υπήρξε μια από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της Αθηναϊκής ηγεμονίας.
Είναι λοιπόν η ιστορία της καταστροφής της Μήλου που εμπνέει τον οραματιστή-αγωνιστή ποιητή Ρίτσο. Είναι αυτές οι έρημες, σκλάβες γυναίκες της Μήλου που παρουσιάζονται επί σκηνής. Οι γυναίκες που ζουν για να συντηρήσουν τη Μνήμη, την ανάμνηση των όμορφων στιγμών της ελεύθερης ζωής στο νησί τους, αλλά και την οδυνηρή ανάμνηση του πόνου και της φρίκης που φέρνει το μαχαίρι, το ξερίζωμα, ο εξανδραποδισμός, σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιαδήποτε εποχή.»
Η εκδήλωση ξεκίνησε με ντουκουμέντα από την κινηματογραφική ταινία που γύρισαν ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη το 1984 με θέμα την αυτοβιογραφία του Γιάννη Ρίτσου. Ο ποιητής μας ταξίδεψε στη Μονεμβασία, στον ΄Αη Στράτη, στη Σάμο απαγγέλλοντας στίχους, ενώ η φωνή του Νίκου Ξυλούρη μας συγκλόνισε με την ένταση και το πάθος της.
Κι έπειτα η αίθουσα της Παλιάς Ηλεκτρικής σκοτείνιασε. Μόνο οι λάμπες που φώτιζαν τα αναλόγια των μουσικών. Απόλυτη σιωπή. Τότε ακούστηκε το τσέλο, επιβλητικό, θλιμμένο, κατανυκτικό . Η φωνή του σε λίγα λεπτά έσμιξε με τη φωνή του βιολιού, κι ακολούθησαν και τα υπόλοιπα όργανα μέσα στο σκοτάδι του θεάτρου και τότε ένιωσα και έχω την αίσθηση ότι το νιώσαμε όλοι οι θεατές ότι η ψυχή μας ανέβηκε λίγο παραπάνω από τα ανθρώπινα, μετουσιώθηκε σε παρουσία που πέταξε πέρα από το χρόνο και βρέθηκε δίπλα στον ποιητή την ώρα που έγραφε τους στίχους που ακούστηκαν στη συνέχεια, δίπλα στις μοιρολογήτρες γυναίκες που από την ασφάλεια του νησιού τους βρέθηκαν στη σκλαβιά της ξενιτιάς.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Πανταζή, τα κοστούμια και τα σκηνικά, μαύρα, απέριττα, ανέκφραστα και ταυτόχρονα γεμάτα ένταση και θλίψη της Χριστίνας Δημητρίου , η μουσική του Ανδρέα Μιμαίου.
Οι ηθοποιοί Ευαγγελία Χαρίτου, Όλγα Σταροπούλου, Άννα Σταυρακάκη, Βαρβάρα Δεμίρη, Ζαχαρούλα Νικολάου, Αγγελική Νικολάου και Ελένη Μπακίρη , καθισμένες στη μεγαλύτερη διάρκεια της εκδήλωσης μας μετέφεραν το λόγο του ποιητή απαγγέλλοντας στην αρχή τις χαρές της ειρήνης και στη συνέχεια την απελπισία του πολέμου και της σκλαβιάς. Στιγμές ευτυχίας και ουρλιαχτά οδύνης και απώλειας συμπλέχτηκαν στη σκηνή του θεάτρου κάνοντάς τους θεατές μετόχους της καθημερινής , απλής ζωής, «ένα θάμα είναι ο κόσμος δυο βρεμένα μανίκια», και της μεγάλης συμφοράς.
Ο ηθοποιός Δημήτρης Ντούκας μας εισήγαγε στο ποίημα απαγγέλλοντας αποσπάσματα από την Ιστορία του Θουκυδίδη, διαγράφοντας μας ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης τις ιστορικές αλλαγές που αποτελούν το πλαίσιο όπου κινούνται οι στίχοι .
Οι μουσικοί, το ακορντεόν του Δήμου Βουγιούκα, το πιάνο της Ανίτας Λεφάκη, το βιολί του Μιχάλη Ισκά και της Αιμιλίας Βαρανάκη, η βιόλα του Γιώργου Σκίμπα, το βιολοντσέλλο της Αφροδίτης Μιχαηλίδη και το κοντραμπάσο της Κικής Βελαλή, κάτω από την διεύθυνση του Αντρέα Μιμαίου πλαισίωσαν την παράσταση με νότες θλίψης , οργής, πόνου και φόβου, απώλειας και πένθους. Ο Ανδρέας Μιμαίος είναι ένας νέος βολιώτης συνθέτης που επενδύει στον τόπο μας χωρίς έπαρση και επιτήδευση, αλλά με σεμνότητα και ευγένεια.
Τα τελευταία λεπτά της εκδήλωσης δεν στερούνταν έντασης και συγκίνησης. Εικόνες αποτρόπαιες πολέμου και πένθους από το Βιετνάμ, την Κύπρο, την Παλαιστίνη και τη Γάζα, το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σμύρνη, εικόνες ξεριζωμού , λεηλασίας και καταπάτησης κάθε ανθρώπινου δικαιώματος πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας, ενώ η παλιά εκείνη εικόνα του φαντάρου που πέφτει νεκρός με το τεράστιο «WHY?», γνώριμη από τα χρόνια της φοιτητικής μας ζωής σταθεροποιήθηκε στην τεράστια οθόνη, αφήνοντας όλους μας με το αναπάντητο αυτό ερώτημα .
Η παρουσίαση του ποιήματος – χορικού του Γιάννη Ρίτσου «Ο Αφανισμός της Μήλος» μας έδωσε την ευκαιρία να συμμετέχουμε για άλλη μια φορά στις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του αγωνιστή – ποιητή, αλλά και να γνωρίσουμε ένα μεγάλο έργο του, ύμνο στην ειρήνη , καταγγελία ενάντια στον πόλεμο.
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
Για τον Παράδεισο
΄Αργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την έννοια της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.
Μια μέρα που ένιωθα να μ΄ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα εκεί που περπατούσα , μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ΄κοψα και το ΄φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ΄ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ΄ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. ΄Ωσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. ΄Ηταν ένα δικαίωμα.
(από το Μικρό Ναυτίλο του Οδ. Ελύτη)
Μια μέρα που ένιωθα να μ΄ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα εκεί που περπατούσα , μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ΄κοψα και το ΄φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ΄ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ΄ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. ΄Ωσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.
Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. ΄Ηταν ένα δικαίωμα.
(από το Μικρό Ναυτίλο του Οδ. Ελύτη)
Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009
Πυθαγόρεια Εγκλήματα
Η αποκάλυψη της αλήθειας και το κόστος της απόκρυψης της είναι το θέμα του Τεύκρου Μιχαηλίδη στο βιβλίο του «Πυθαγόρεια Εγκλήματα» που κυκλοφορεί εδώ και μερικά χρόνια από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ. Έμπειρος μαθηματικός και εκπαιδευτικός ο συγγραφέας προσεγγίζει με προσεκτικό και εύληπτο τρόπο τα μεγάλα προβλήματα που απασχολούσαν τους μαθηματικούς των αρχών του 20ου αιώνα παρουσιάζοντας ταυτόχρονα εκείνους οι οποίοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μαθηματικής επιστήμης, αλλά και γενικότερα στην πνευματική ιστορία της Ευρώπης, χωρίς να παραλείπει να εμβαθύνει και στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μέσα από τις σελίδες του μαθηματικοί, όπως ο Ντάβιντ Χίλμπερτ, ο Ανταμάρ και ο ντε λα Βαλέ Πουσέν, ο Γκάους και ο Λεζάντρ, ο Γκιουζέππε Πεάνο, ο Μπέρτραντ Ράσελ και ο Γκότλομπ Φρέγκε, ο Πουανκαρέ και ο Κουρτ Γκέντελ, καλλιτέχνες , όπως ο Τουλούζ Λωτρέκ, ο Γκιγιώμ Απολιναίρ, ο Πάμπλο Πικάσο και ο Σαλμόν πλαισιώνουν τα φανταστικά πρόσωπα της ιστορίας , τα οποία αποτελούν και τους πρωταγωνιστές του μύθου, εκείνοι τους οποίους επέλεξε ο συγγραφέας για να μοιραστεί μαζί μας ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά και μαθηματικά προβλήματα του 20ου αιώνα: «Η αριθμητική δεν μπορεί να μένει για πάντα ξεκρέμαστη. Κάπου μέσα στα κατάστιχα του Θεού θα πρέπει να υπάρχει γραμμένη η απόδειξη της πληρότητας. Το ίδιο κι ένας αλγόριθμος που να αποφαίνεται σε πεπερασμένο πλήθος βημάτων αν ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιωμάτων είναι ή όχι πλήρες και μη αντιφατικό. Σ΄ αυτό διαφέρουν τα μαθηματικά με την ιστορία. Κάποια μέρα θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα αξιωμάτων που να επαρκούν για να αποφανθούμε αν μια οποιαδήποτε πρόταση που εκφράζεται στο πλαίσιο μιας θεωρίας είναι αληθής ή ψευδής. Και στη συνέχεια , ο αλγόριθμος μου, αυτός που φτιάξω δηλαδή, θ εξασφαλίσει και τη μη αντιφατικότητα» (σελ. 192) ισχυρίζεται ο Στέφανος Κασαρτζής σε αντίθεση με τον Μιχαήλ Ιγερινό , για τον οποίο «το θεώρημα της πληρότητας και μη αντιφατικότητας , με το οποίο μας απειλούσε, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αισθητική μου αντίληψη για τα μαθηματικά» (σελ. 193), ενώ λίγα χρόνια αργότερα διαπιστώνουμε ότι «ο νεαρός Γκέντελ είχε αποδείξει ότι καμιά αξιωματική θεωρία αρκετά πλούσια ώστε να συμπεριλαμβάνει την κλασική αριθμητική δεν μπορεί να είναι πλήρης»(σελ. 265). Στο φόντο της ιστορίας η σχολή του Πυθαγόρα, η σιωπή, η απόκρυψη, ο μυστικισμός με την τραγική για τον πρωταγωνιστή της ΄Ιππασο διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αριθμός που να εκφράζει το λόγο διαγωνίου και πλευράς τετραγώνου σε αντίθεση με την θέση του Πυθαγόρα ότι «όλα είναι αριθμός». Ο συγγραφέας αναπλάθει με σαφήνεια και επάρκεια τα ιστορικά γεγονότα της εποχής στην Ελλάδα, που αποτελούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η δολοφονία του Γεωργίου του Α΄ και η άνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου του Α΄, ο διχασμός , η Μικρασιατική Καταστροφή δίνοντας στους ήρωες του ρόλο , μικρό ή μεγάλο, και συμμετοχή στις ιστορικές συγκυρίες της εποχής.
«Μια αστυνομική περιπέτεια με έντονο μαθηματικό άρωμα» , βασισμένη , θα μπορούσα ίσως με κάποια δόση υπερβολής να πω, στην ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση μέσα από την υπεράσπιση με κάθε μέσο της δικής του πραγματικότητας , αρνούμενος να αποδεχθεί ότι η πραγματικότητα μπορεί και είναι πολυμορφική και πολυσύνθετη. Αν και σε πολλά σημεία προβλέψιμη, χωρίς εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς, διαβάζεται με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση προσφέροντας στον αναγνώστη στιγμές προβληματισμού , αλλά και ανοίγοντάς του παράθυρα προς την διανόηση του Παρισιού των αρχών του 20ου αιώνα και προς την διερεύνηση της ελληνικής ιστορίας των ίδιων χρόνων.
«Μια αστυνομική περιπέτεια με έντονο μαθηματικό άρωμα» , βασισμένη , θα μπορούσα ίσως με κάποια δόση υπερβολής να πω, στην ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση μέσα από την υπεράσπιση με κάθε μέσο της δικής του πραγματικότητας , αρνούμενος να αποδεχθεί ότι η πραγματικότητα μπορεί και είναι πολυμορφική και πολυσύνθετη. Αν και σε πολλά σημεία προβλέψιμη, χωρίς εκπλήξεις και αιφνιδιασμούς, διαβάζεται με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση προσφέροντας στον αναγνώστη στιγμές προβληματισμού , αλλά και ανοίγοντάς του παράθυρα προς την διανόηση του Παρισιού των αρχών του 20ου αιώνα και προς την διερεύνηση της ελληνικής ιστορίας των ίδιων χρόνων.
Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009
Ο Πικάσο στα "Πυθαγόρεια Εγκλήματα"
Ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 του Οκτώβρη 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 του Απρίλη 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα, ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος, δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ, άρχισε από πολύ νωρίς να εκδηλώνει την επιδεξιότητά του στο σχέδιο , στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων. Από τα τέλη του 1901 υπέγραφε με το επώνυμο της μητέρας του Πικάσο (σελ 136).
Ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Ανάμεσα στα έργα του υπήρξε ο πίνακας «Οι τελευταίες στιγμές» , πάνω στον οποίο αργότερα ζωγράφισε κάτι άλλο (σελ. 136) και ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Το έργο αυτό έγινε δεκτό στη Διεθνή ΄Εκθεση του Παρισιού που έγινε εκείνη τη χρονιά. Γύρω στον Οκτώβρη ο Πικάσο μαζί με το συνάδελφο και φίλο του Κάρλος Κασαχέμας ήλθαν στη Μονμάρτρη προκειμένου να γνωρίσουν το Παρίσι, όπου και έμειναν ένα δίμηνο περίπου.
Στη συνέχεια ο Πικάσο επέστρεψε στην Ισπανία μαζί με τον Κασαχέμας. Ο Πικάσο προσπάθησε χωρίς επιτυχία να δώσει κουράγιο στον φίλο του μετά από την ερωτική αποτυχία που είχε δοκιμάσει και κατόπιν αναχώρησε για την Μαδρίτη. Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι , αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και αυτοκτόνησε (σελ. 137) . Ο Πικάσο επηρεάστηκε βαθιά από την αυτοκτονία του φίλου του , μετά από την οποία ακολούθησε η «Γαλάζια Περίοδος» (ανάμεσα στα 1901 και 1904). Κατά την περίοδο αυτή ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού.
Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και η καλλιτεχνική του πορεία άλλαξε κατεύθυνση. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι πιερότοι αποτέλεσαν αντικείμενο του έργου του, καθώς και του φίλου του , του ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Ο Πικάσο ταυτιζόταν ως καλλιτέχνης με τους περιπλανώμενους αυτούς θεατρίνους και μάλιστα ζωγράφισε στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905) τον εαυτό του ως αρλεκίνο και τον Απολιναίρ ως παλικαρά (σελ. 178) .
Στα τέλη του 1904 ερωμένη του Πικάσο έγινε η Φερνάντ Ολιβιέ (σελ. 149), η παρουσία της οποίας του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό.
Από τα τέλη του 1904 ως το 1906 ακολούθησε η Ρόδινη Περίοδος, κατά την οποία κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα, οι αποχρώσεις της σάρκας και οι γήινοι τόνοι.
Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει έναν ιδιαίτερο πίνακα που απεικόνιζε γυναικείες μορφές (σελ. 166) . Ο πίνακας αυτός προκάλεσε πολλές συζητήσεις διότι δεν αποδίδονταν το γυναικείο σώμα ως σύμβολο της ομορφιάς, αλλά οι γυναίκες αυτές ήταν πόρνες της οδού Αβινιόν , από τις οποίες πήρε ο πίνακας το όνομά του . ΄Ετσι ο Πικάσο προτίμησε να κρατήσει τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» κρυμμένες για πολλά χρόνια.
Από το 1909 και για τα επόμενα τρία περίπου χρόνια ο Πικάσο συνεργάσθηκε με τον ζωγράφο Μπράκ και διαμόρφωσαν τον «Αναλυτικό Κυβισμό», μια τεχνοτροπία η οποία παρεξηγήθηκε στην αρχή από τους κριτικούς διότι θεωρήθηκε απλώς γεωμετρική τέχνη.
Ο Πικάσο, παρόλο που δεν εντάχθηκε ποτέ στο κίνημα του Υπερρεαλισμού , είχε στενές σχέσεις με τους συγγραφείς που το εκπροσωπούσαν . Το 1934 ο Πικάσο άρχισε να γράφει ποιήματα στα οποία ήταν έντονη η επίδραση των υπερρεαλιστών.
Η τέχνη του Πικάσο είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, γι΄ αυτό σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα δέχθηκαν την επίδρασή του. Δεν έπαψε ποτέ σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του να πειραματίζεται , να ανατρέπει και να εντυπωσιάζει με το έργο του, το οποίο , σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του , δεν έμεινε στατικό, αλλά αντίθετα μοντέρνο και πρωτοποριακό.
Ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Ανάμεσα στα έργα του υπήρξε ο πίνακας «Οι τελευταίες στιγμές» , πάνω στον οποίο αργότερα ζωγράφισε κάτι άλλο (σελ. 136) και ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας. Το έργο αυτό έγινε δεκτό στη Διεθνή ΄Εκθεση του Παρισιού που έγινε εκείνη τη χρονιά. Γύρω στον Οκτώβρη ο Πικάσο μαζί με το συνάδελφο και φίλο του Κάρλος Κασαχέμας ήλθαν στη Μονμάρτρη προκειμένου να γνωρίσουν το Παρίσι, όπου και έμειναν ένα δίμηνο περίπου.
Στη συνέχεια ο Πικάσο επέστρεψε στην Ισπανία μαζί με τον Κασαχέμας. Ο Πικάσο προσπάθησε χωρίς επιτυχία να δώσει κουράγιο στον φίλο του μετά από την ερωτική αποτυχία που είχε δοκιμάσει και κατόπιν αναχώρησε για την Μαδρίτη. Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι , αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε και αυτοκτόνησε (σελ. 137) . Ο Πικάσο επηρεάστηκε βαθιά από την αυτοκτονία του φίλου του , μετά από την οποία ακολούθησε η «Γαλάζια Περίοδος» (ανάμεσα στα 1901 και 1904). Κατά την περίοδο αυτή ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού.
Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και η καλλιτεχνική του πορεία άλλαξε κατεύθυνση. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι πιερότοι αποτέλεσαν αντικείμενο του έργου του, καθώς και του φίλου του , του ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Ο Πικάσο ταυτιζόταν ως καλλιτέχνης με τους περιπλανώμενους αυτούς θεατρίνους και μάλιστα ζωγράφισε στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905) τον εαυτό του ως αρλεκίνο και τον Απολιναίρ ως παλικαρά (σελ. 178) .
Στα τέλη του 1904 ερωμένη του Πικάσο έγινε η Φερνάντ Ολιβιέ (σελ. 149), η παρουσία της οποίας του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό.
Από τα τέλη του 1904 ως το 1906 ακολούθησε η Ρόδινη Περίοδος, κατά την οποία κυριαρχούν τα κεραμικά χρώματα, οι αποχρώσεις της σάρκας και οι γήινοι τόνοι.
Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει έναν ιδιαίτερο πίνακα που απεικόνιζε γυναικείες μορφές (σελ. 166) . Ο πίνακας αυτός προκάλεσε πολλές συζητήσεις διότι δεν αποδίδονταν το γυναικείο σώμα ως σύμβολο της ομορφιάς, αλλά οι γυναίκες αυτές ήταν πόρνες της οδού Αβινιόν , από τις οποίες πήρε ο πίνακας το όνομά του . ΄Ετσι ο Πικάσο προτίμησε να κρατήσει τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» κρυμμένες για πολλά χρόνια.
Από το 1909 και για τα επόμενα τρία περίπου χρόνια ο Πικάσο συνεργάσθηκε με τον ζωγράφο Μπράκ και διαμόρφωσαν τον «Αναλυτικό Κυβισμό», μια τεχνοτροπία η οποία παρεξηγήθηκε στην αρχή από τους κριτικούς διότι θεωρήθηκε απλώς γεωμετρική τέχνη.
Ο Πικάσο, παρόλο που δεν εντάχθηκε ποτέ στο κίνημα του Υπερρεαλισμού , είχε στενές σχέσεις με τους συγγραφείς που το εκπροσωπούσαν . Το 1934 ο Πικάσο άρχισε να γράφει ποιήματα στα οποία ήταν έντονη η επίδραση των υπερρεαλιστών.
Η τέχνη του Πικάσο είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, γι΄ αυτό σχεδόν όλοι οι καλλιτέχνες του 20ου αιώνα δέχθηκαν την επίδρασή του. Δεν έπαψε ποτέ σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του να πειραματίζεται , να ανατρέπει και να εντυπωσιάζει με το έργο του, το οποίο , σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του , δεν έμεινε στατικό, αλλά αντίθετα μοντέρνο και πρωτοποριακό.
Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009
Λένιν και Μαχάτμα
Ξημέρωνε κι ήτανε κι οι δυό τους
ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ' όξω ο τόπος. "Τα πουλιά"
ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.
"Μυδράλια".
(του Νίκου Καρούζου)
ασπροντυμένοι.
Κελαηδούσε απ' όξω ο τόπος. "Τα πουλιά"
ψιθύρισε ο Μαχάτμα.
Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.
"Μυδράλια".
(του Νίκου Καρούζου)
Στη γλώσσα των Σλεχ
Τη μέρα, ω, τη μέρα που το κοράκι θα γίνει άσπρο κι η θάλασσα δεν θα ΄χει πια νερό,
τη μέρα που μέλι θα βγαίνει από τα άνθη του κάκτου και θα φτιάχνουν στρώματα με τα κλαδιά της ακακίας,
τη μέρα που χωρίς δηλητήριο θα ΄ναι το στόμα του φιδιού, κι οι σφαίρες των ντουφεκιών δεν θα σκορπούν πια το θάνατο,
εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που στην έρημο δεν θα φυσάει πια άνεμος κι οι κόκκοι της άμμου θα ΄ναι γλυκοί σαν ζάχαρη,
τη μέρα που μια νεροπηγή θα με περιμένει κάτω από κάθε λευκή πέτρα,
τη μέρα, ω, τη μέρα που οι μέλισσες θα τραγουδούν ανθρώπινα τραγούδια για μένα,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που ο ήλιος θα βγαίνει τη νύχτα και το νερό που θα πέφτει από τη σελήνη θα σχηματίζει λίμνες ολόκληρες στην έρημο,
όταν ο ουρανός θα ΄χει κατέβει τόσο χαμηλά, που θα μπορώ να πιάνω τ΄ αστέρια,
τη μέρα, ω, τη μέρα που θα δω τον ίσκιο μου να χορεύει μπροστά μου,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που θα κοιτάζω στον καθρέφτη και θα βλέπω το πρόσωπό σου,
τη μέρα που θα ακούω τον ήχο της φωνής σου από τα βάθη των πηγαδιών και θα αναγνωρίζω τα ίχνη σου πάνω στην άμμο,
τη μέρα, ω , τη μέρα που θα ξέρω πότε θα πεθάνω,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω , τη μέρα που θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και θ΄ ανοίξουν τα έγκατα της γης,
Τη μέρα που η θάλασσα θα σκεπάσει την έρημο,
Τη μέρα που τα μάτια μου δεν θα βλέπουν πια το φως και το στόμα μου δεν θα μπορεί να προφέρει το όνομά σου,
Τη μέρα που η καρδιά μου θα σταματήσει να υποφέρει,
Εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
τη μέρα που μέλι θα βγαίνει από τα άνθη του κάκτου και θα φτιάχνουν στρώματα με τα κλαδιά της ακακίας,
τη μέρα που χωρίς δηλητήριο θα ΄ναι το στόμα του φιδιού, κι οι σφαίρες των ντουφεκιών δεν θα σκορπούν πια το θάνατο,
εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που στην έρημο δεν θα φυσάει πια άνεμος κι οι κόκκοι της άμμου θα ΄ναι γλυκοί σαν ζάχαρη,
τη μέρα που μια νεροπηγή θα με περιμένει κάτω από κάθε λευκή πέτρα,
τη μέρα, ω, τη μέρα που οι μέλισσες θα τραγουδούν ανθρώπινα τραγούδια για μένα,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που ο ήλιος θα βγαίνει τη νύχτα και το νερό που θα πέφτει από τη σελήνη θα σχηματίζει λίμνες ολόκληρες στην έρημο,
όταν ο ουρανός θα ΄χει κατέβει τόσο χαμηλά, που θα μπορώ να πιάνω τ΄ αστέρια,
τη μέρα, ω, τη μέρα που θα δω τον ίσκιο μου να χορεύει μπροστά μου,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω, τη μέρα που θα κοιτάζω στον καθρέφτη και θα βλέπω το πρόσωπό σου,
τη μέρα που θα ακούω τον ήχο της φωνής σου από τα βάθη των πηγαδιών και θα αναγνωρίζω τα ίχνη σου πάνω στην άμμο,
τη μέρα, ω , τη μέρα που θα ξέρω πότε θα πεθάνω,
εκείνη τη μέρα θα χάσω την αγάπη μου
Τη μέρα, ω , τη μέρα που θα σκοτεινιάσει ο ήλιος και θ΄ ανοίξουν τα έγκατα της γης,
Τη μέρα που η θάλασσα θα σκεπάσει την έρημο,
Τη μέρα που τα μάτια μου δεν θα βλέπουν πια το φως και το στόμα μου δεν θα μπορεί να προφέρει το όνομά σου,
Τη μέρα που η καρδιά μου θα σταματήσει να υποφέρει,
Εκείνη τη μέρα θ΄ αφήσω την αγάπη μου
Για την ΄Ερημο
«Εμφανίσθηκαν στην κορυφή του αμμόλοφου σαν σε όνειρο, μισοκρυμμένοι, ενώ τα πόδια τους σήκωναν σύννεφα άμμοι … Κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν… Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πάνω στη γη, τίποτε, κανείς. Τους είχε γεννήσει η έρημος, γι΄ αυτούς δεν υπήρχε άλλος δρόμος… Από πολύ καιρό είχαν γίνει βουβοί σαν την έρημο, γεμάτοι φως όταν ο ήλιος έκαιγε καταμεσής στον άδειο ουρανό, παγωμένοι όταν έπεφτε η νύχτα με τα ακίνητα άστρα… ΄Αντρες και γυναίκες, άνθρωποι της άμμου, του ανέμου , του φωτός και της νύχτας. Εμφανίσθηκαν σαν σε όνειρο στην κορυφή ενός αμμόλοφου … και κουβαλούσαν στα μέλη τους κάτι από τη σκληρότητα του σύμπαντος …οι άντρες είχαν στο βλέμμα τους την ελευθερία των αστεριών» (σελ. 7 – 13).
Η ΄Ερημος του Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό είναι ένα μαγευτικό παραμύθι, που ξετυλίγεται στην έρημο Σαχάρα «΄Ηταν μια χώρα έξω από το χρόνο, μακριά απ΄ την ιστορία του κόσμου, μια χώρα όπου τίποτε δεν μπορούσε να γεννηθεί ή να πεθάνει , λες κι είχε απομονωθεί απ΄ τις υπόλοιπες χώρες και βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της γήινης ζωής… ΄Ηταν η μόνη, η τελευταία ελεύθερη χώρα, χώρα όπου οι νόμοι των ανθρώπων δεν είχαν καμιά ισχύ. Μια χώρα μόνο για τις πέτρες και τον αέρα, για τους σκορπιούς, για όσους ξέρουν να κρύβονται και να φεύγουν όταν ο ήλιος καίει ή η νύχτα πέφτει παγερή» (σελ. 11-13)
Στο φόντο το βιβλίου απλώνεται η ιστορία , η ιερή πόλη Σμάρα, ο σεΐχης Μα ελ Αϊνίν , οι προσευχές (σελ. 56), οι ισπανοί και γάλλοι στρατιώτες, η πολιορκία του Αγαδίρ, οι συνθήκες της Αλχεσίρας και της Φεζ, το μεταναστατευτικό κύμα προς τη Μασσαλία και μέσα σ΄ αυτό το χώρο που περιγράφεται με τις πιο αποκαλυπτικές περιγραφές ώστε στα μάτια μας σχηματίζονται εικόνες μοναδικής ομορφιάς και αλήθειας , μέσα σ΄ αυτό το χώρο τοποθετείται ο μύθος. Η ιστορία και ο μύθος αναμιγνύονται σε απροσδιόριστες αναλογίες και ο αναγνώστης βυθίζεται με ευχαρίστηση στις σελίδες του βιβλίου καθώς περιπλανιέται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια ανάμεσα στα βραχώδη όρη και τις πετρώδεις εκτάσεις, την ατελείωτη έκταση της ερήμου , κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στις παράγκες της Πολιτείας. «Η γλώσσα είναι η πιο καταπληκτική εφεύρεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια εφεύρεση που προηγήθηκε όλων των άλλων... Χωρίς τη γλώσσα δεν θα υπήρχαν επιστήμη, τεχνολογία, νόμος, τέχνη ή αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Λε Κλεζιό. Η δική του γλώσσα είναι ένα διαμάντι όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μετάφραση ή αντίστροφα δημιουργώντας στον αναγνώστη μια ψυχική ευφορία και μια ανάγκη προσέγγισης αυτού του σκληρού τόπου , όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για την ταυτότητά τους . Καθώς το βιβλίο είναι ένας δρόμος, που δεν γνωρίζεις από την αρχή πού θα σε οδηγήσει, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της Ερήμου γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να αναζητήσω και άλλες πηγές για την έρημο και κατέφυγα στον κινηματογράφο, στον Λόρενς της Αραβίας και στο Τσάι στη Σαχάρα.
Η ΄Ερημος χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το ένα κομμάτι της περιλαμβάνει δύο κεφάλαια, την Ευτυχία και τη Ζωή στη Χώρα των Σκλάβων και διηγείται την ιστορία της Λάλα, ενός κοριτσιού που κατάγεται από τις πολεμικές φυλές της Σαχάρας. «Σ΄ αυτή τη γυναίκα υπάρχει κάτι μυστικό, κάτι που αποκαλύπτεται τυχαία πάνω σ το χαρτί της φωτογραφίας, κάτι που μπορείς να δεις αλλά όχι να το κατακτήσεις, ακόμη κι αν φωτογραφίσεις κάθε στιγμή της ζωής της μέχρι να πεθάνει» (σελ. 336). Γύρω από τη Λάλα η θετή της μητέρα ΄Ααμα, ο αγαπημένος της Χαρτάνι, που συνεχίζει το δρόμο του για το Νότο για να βρει τα καραβάνια, ολομόναχος, γιατί από πάντα αυτό έπρεπε να κάνει (σελ. 255), ο μικρός μετανάστης Ράντιτς, που αγαπάει μόνο τη νύχτα και την αυγή, ζαρκαδάκι που τα κυνηγετικά σκυλιά είναι έτοιμα να το φτάσουν, καθένας και μια ιστορία, αλλά κυρίως η δυνατή αγάπη της Λάλα για την έρημο, όπου είναι η πατρίδα και η μοίρα της και η μοίρα των απογόνων της. Το άλλο κομμάτι του βιβλίου και αναφέρεται στην ιστορία και το μύθο, στις ρίζες της Λάλα, στον Γαλάζιο ΄Ανθρωπο Ελ Αζράκ, στον σεΐχη Μα ελ Αϊνίν, στον ιερό πόλεμο ανάμεσα στους πολεμιστές της ερήμου και τους αποικιοκράτες ευρωπαίους , στην καταστροφή του Αγαδίρ. .΄Όπως εξελίσσεται η ιστορία της Λάλα έτσι εξελίσσεται και η ιστορία της φυλής , ενώ η κορύφωση του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες του μας επιτρέπει την αισιοδοξία και την ελπίδα για τους λαούς που ζουν στην έρημο, καθώς ο θάνατος και η ήττα της φυλής έρχονται σε αντίθεση με τη γέννηση του κοριτσιού της Λάλα, γεγονός που αποτελεί τη συνέχιση της γενιάς της (σελ. 85 και 408).
Ο ρυθμός της αφήγησης στην αρχή ερευνητικός και αργός, σύντομα όμως γίνεται πιο γρήγορος και πιο αποκαλυπτικός , καθώς η Λάλα γνωρίζει τον εαυτό της και με εμπιστοσύνη και πείσμα επιστρέφει στην έρημο μετά από την μακριά και επίπονη περιπλάνηση της στην Δύση. «Είναι δυνατόν να γνώρισε ποτέ τίποτε άλλο; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι κόσμοι, άλλα πρόσωπα, άλλο φως; Η αυταπάτη των αναμνήσεων δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρή από το θόρυβο του λεωφορείου που αγκομαχεί, ούτε από τη ζέστη και τη σκόνη» (σελ. 398).
Οι αντιθέσεις του βιβλίου ιδιαίτερα έντονες , το φως στην έρημο (σελ. 121) και ο φόβος στη Μασσαλία, ο φόβος του κενού και της κατάθλιψης (σελ. 269 και 289), ο λευκός γλάρος και τα θαλασσοπούλια (σελ. 152 , 165, 250) , ο ουρανός και η νύχτα (σελ. 298, 300 και 309), ο άνεμος (σελ. 316)
Ξεχωριστές οι διηγήσεις που περιέχονται μέσα στις σελίδες του : η μαθητεία του Μα ελ Αϊνίν κοντά στο Γαλάζιο ΄Ανθρωπο (σελ. 52), τα θαύματα του Ελ Αζράκ (σελ. 117) και οι ιστορίες του ψαρά Ναμάν, όπως η ιστορία του δελφινιού (σελ. 80), το καταραμένο δακτυλίδι (σελ. 101), και η ιστορία του Μπαλααμπιλού (σελ. 139), η θεραπευτική δύναμη των χεριών (σελ. 127, 352, 356, 391), η συγκλονιστική ιστορία του τυφλού πολεμιστή και η γέννηση του μεγάλου σεΐχη (σελ. 352)
Η έκφρασή του συγγραφέα ποιητική, ταξιδιάρικη και κάποιες φορές ονειροπόλα : «Η σιωπή του δίχως νέφη, δίχως πουλιά ουρανού, όπου ο άνεμος φυσάει ελεύθερος» (σελ. 29), η Λάλα «προσπαθεί να καταλάβει το τραγούδι που βγαίνει από το βόμβο των φτερών τους» (σελ. 97), «Δεν βλέπουν πια τη γη. Τα δυο παιδιά, αγκαλιασμένα, ταξιδεύουν στο κέντρο του ουρανού» (σελ. 213), «το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στους σωρούς των αστεριών που έλουζαν με το φως τους τη γη» (σελ. 224), ο Νουρ «έμοιαζε να φεύγει γι΄ άλλη μια φορά σ΄ ένα ατέλειωτο όνειρο, ένα όνειρο που τον ξεπερνούσε και τον οδηγούσε σ΄ άλλους κόσμους»(σελ. 236), «στιγμές στιγμές φυσάει τόσο πολύ που λες και θ΄ αναποδογυρίσουν η θάλασσα και ο ουρανός» (σελ. 331).
Διαβάζοντας και τις τελευταίες γραμμές αυτού του υπέροχου βιβλίου σκέφτομαι ότι η έρημος είναι σαν τη θάλασσα, ανεξιχνίαστη , απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη , άλλοτε γαληνεμένη κι άλλοτε ανήσυχη, η έρημος είναι ο ορίζοντας που μέσα του χάνεται ο ουρανός , ένας τόπος σιωπής, απουσίας και ακινησίας «Η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια, είναι απέραντη σαν την επιφάνεια της γης, όμορφη και απάνθρωπη σαν το φως, γλυκιά σαν τα μάτια του νερού μέσα στην έρημο»
Η ΄Ερημος του Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό είναι ένα μαγευτικό παραμύθι, που ξετυλίγεται στην έρημο Σαχάρα «΄Ηταν μια χώρα έξω από το χρόνο, μακριά απ΄ την ιστορία του κόσμου, μια χώρα όπου τίποτε δεν μπορούσε να γεννηθεί ή να πεθάνει , λες κι είχε απομονωθεί απ΄ τις υπόλοιπες χώρες και βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της γήινης ζωής… ΄Ηταν η μόνη, η τελευταία ελεύθερη χώρα, χώρα όπου οι νόμοι των ανθρώπων δεν είχαν καμιά ισχύ. Μια χώρα μόνο για τις πέτρες και τον αέρα, για τους σκορπιούς, για όσους ξέρουν να κρύβονται και να φεύγουν όταν ο ήλιος καίει ή η νύχτα πέφτει παγερή» (σελ. 11-13)
Στο φόντο το βιβλίου απλώνεται η ιστορία , η ιερή πόλη Σμάρα, ο σεΐχης Μα ελ Αϊνίν , οι προσευχές (σελ. 56), οι ισπανοί και γάλλοι στρατιώτες, η πολιορκία του Αγαδίρ, οι συνθήκες της Αλχεσίρας και της Φεζ, το μεταναστατευτικό κύμα προς τη Μασσαλία και μέσα σ΄ αυτό το χώρο που περιγράφεται με τις πιο αποκαλυπτικές περιγραφές ώστε στα μάτια μας σχηματίζονται εικόνες μοναδικής ομορφιάς και αλήθειας , μέσα σ΄ αυτό το χώρο τοποθετείται ο μύθος. Η ιστορία και ο μύθος αναμιγνύονται σε απροσδιόριστες αναλογίες και ο αναγνώστης βυθίζεται με ευχαρίστηση στις σελίδες του βιβλίου καθώς περιπλανιέται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια ανάμεσα στα βραχώδη όρη και τις πετρώδεις εκτάσεις, την ατελείωτη έκταση της ερήμου , κάτω από τον καυτό ήλιο, μέσα στις παράγκες της Πολιτείας. «Η γλώσσα είναι η πιο καταπληκτική εφεύρεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια εφεύρεση που προηγήθηκε όλων των άλλων... Χωρίς τη γλώσσα δεν θα υπήρχαν επιστήμη, τεχνολογία, νόμος, τέχνη ή αγάπη», υποστηρίζει κάπου ο Λε Κλεζιό. Η δική του γλώσσα είναι ένα διαμάντι όπως αναδεικνύεται μέσα από τη μετάφραση ή αντίστροφα δημιουργώντας στον αναγνώστη μια ψυχική ευφορία και μια ανάγκη προσέγγισης αυτού του σκληρού τόπου , όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται όχι μόνο για την επιβίωσή τους, αλλά και για την ταυτότητά τους . Καθώς το βιβλίο είναι ένας δρόμος, που δεν γνωρίζεις από την αρχή πού θα σε οδηγήσει, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες της Ερήμου γεννήθηκε μέσα μου η επιθυμία να αναζητήσω και άλλες πηγές για την έρημο και κατέφυγα στον κινηματογράφο, στον Λόρενς της Αραβίας και στο Τσάι στη Σαχάρα.
Η ΄Ερημος χωρίζεται σε δύο μέρη.
Το ένα κομμάτι της περιλαμβάνει δύο κεφάλαια, την Ευτυχία και τη Ζωή στη Χώρα των Σκλάβων και διηγείται την ιστορία της Λάλα, ενός κοριτσιού που κατάγεται από τις πολεμικές φυλές της Σαχάρας. «Σ΄ αυτή τη γυναίκα υπάρχει κάτι μυστικό, κάτι που αποκαλύπτεται τυχαία πάνω σ το χαρτί της φωτογραφίας, κάτι που μπορείς να δεις αλλά όχι να το κατακτήσεις, ακόμη κι αν φωτογραφίσεις κάθε στιγμή της ζωής της μέχρι να πεθάνει» (σελ. 336). Γύρω από τη Λάλα η θετή της μητέρα ΄Ααμα, ο αγαπημένος της Χαρτάνι, που συνεχίζει το δρόμο του για το Νότο για να βρει τα καραβάνια, ολομόναχος, γιατί από πάντα αυτό έπρεπε να κάνει (σελ. 255), ο μικρός μετανάστης Ράντιτς, που αγαπάει μόνο τη νύχτα και την αυγή, ζαρκαδάκι που τα κυνηγετικά σκυλιά είναι έτοιμα να το φτάσουν, καθένας και μια ιστορία, αλλά κυρίως η δυνατή αγάπη της Λάλα για την έρημο, όπου είναι η πατρίδα και η μοίρα της και η μοίρα των απογόνων της. Το άλλο κομμάτι του βιβλίου και αναφέρεται στην ιστορία και το μύθο, στις ρίζες της Λάλα, στον Γαλάζιο ΄Ανθρωπο Ελ Αζράκ, στον σεΐχη Μα ελ Αϊνίν, στον ιερό πόλεμο ανάμεσα στους πολεμιστές της ερήμου και τους αποικιοκράτες ευρωπαίους , στην καταστροφή του Αγαδίρ. .΄Όπως εξελίσσεται η ιστορία της Λάλα έτσι εξελίσσεται και η ιστορία της φυλής , ενώ η κορύφωση του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες του μας επιτρέπει την αισιοδοξία και την ελπίδα για τους λαούς που ζουν στην έρημο, καθώς ο θάνατος και η ήττα της φυλής έρχονται σε αντίθεση με τη γέννηση του κοριτσιού της Λάλα, γεγονός που αποτελεί τη συνέχιση της γενιάς της (σελ. 85 και 408).
Ο ρυθμός της αφήγησης στην αρχή ερευνητικός και αργός, σύντομα όμως γίνεται πιο γρήγορος και πιο αποκαλυπτικός , καθώς η Λάλα γνωρίζει τον εαυτό της και με εμπιστοσύνη και πείσμα επιστρέφει στην έρημο μετά από την μακριά και επίπονη περιπλάνηση της στην Δύση. «Είναι δυνατόν να γνώρισε ποτέ τίποτε άλλο; Είναι δυνατόν να υπάρχουν άλλοι κόσμοι, άλλα πρόσωπα, άλλο φως; Η αυταπάτη των αναμνήσεων δεν μπορεί να είναι πιο ισχυρή από το θόρυβο του λεωφορείου που αγκομαχεί, ούτε από τη ζέστη και τη σκόνη» (σελ. 398).
Οι αντιθέσεις του βιβλίου ιδιαίτερα έντονες , το φως στην έρημο (σελ. 121) και ο φόβος στη Μασσαλία, ο φόβος του κενού και της κατάθλιψης (σελ. 269 και 289), ο λευκός γλάρος και τα θαλασσοπούλια (σελ. 152 , 165, 250) , ο ουρανός και η νύχτα (σελ. 298, 300 και 309), ο άνεμος (σελ. 316)
Ξεχωριστές οι διηγήσεις που περιέχονται μέσα στις σελίδες του : η μαθητεία του Μα ελ Αϊνίν κοντά στο Γαλάζιο ΄Ανθρωπο (σελ. 52), τα θαύματα του Ελ Αζράκ (σελ. 117) και οι ιστορίες του ψαρά Ναμάν, όπως η ιστορία του δελφινιού (σελ. 80), το καταραμένο δακτυλίδι (σελ. 101), και η ιστορία του Μπαλααμπιλού (σελ. 139), η θεραπευτική δύναμη των χεριών (σελ. 127, 352, 356, 391), η συγκλονιστική ιστορία του τυφλού πολεμιστή και η γέννηση του μεγάλου σεΐχη (σελ. 352)
Η έκφρασή του συγγραφέα ποιητική, ταξιδιάρικη και κάποιες φορές ονειροπόλα : «Η σιωπή του δίχως νέφη, δίχως πουλιά ουρανού, όπου ο άνεμος φυσάει ελεύθερος» (σελ. 29), η Λάλα «προσπαθεί να καταλάβει το τραγούδι που βγαίνει από το βόμβο των φτερών τους» (σελ. 97), «Δεν βλέπουν πια τη γη. Τα δυο παιδιά, αγκαλιασμένα, ταξιδεύουν στο κέντρο του ουρανού» (σελ. 213), «το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στους σωρούς των αστεριών που έλουζαν με το φως τους τη γη» (σελ. 224), ο Νουρ «έμοιαζε να φεύγει γι΄ άλλη μια φορά σ΄ ένα ατέλειωτο όνειρο, ένα όνειρο που τον ξεπερνούσε και τον οδηγούσε σ΄ άλλους κόσμους»(σελ. 236), «στιγμές στιγμές φυσάει τόσο πολύ που λες και θ΄ αναποδογυρίσουν η θάλασσα και ο ουρανός» (σελ. 331).
Διαβάζοντας και τις τελευταίες γραμμές αυτού του υπέροχου βιβλίου σκέφτομαι ότι η έρημος είναι σαν τη θάλασσα, ανεξιχνίαστη , απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη , άλλοτε γαληνεμένη κι άλλοτε ανήσυχη, η έρημος είναι ο ορίζοντας που μέσα του χάνεται ο ουρανός , ένας τόπος σιωπής, απουσίας και ακινησίας «Η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια, είναι απέραντη σαν την επιφάνεια της γης, όμορφη και απάνθρωπη σαν το φως, γλυκιά σαν τα μάτια του νερού μέσα στην έρημο»
Ζαν Μαρί Γκυστάβ λε Κλεζιό : να μην ξεχάσω
Ο Ζαν Μαρί Γκουστάβ Λε Κλεζιό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1940. Οι γονείς του κατάγονταν από την πρώην γαλλική αποικία του Αγίου Μαυρικίου. Σε ηλικία οκτώ ετών η οικογένειά του μετακόμισε στη Νιγηρία, όπου ο πατέρας του εργάστηκε ως γιατρός . Δέκα χρόνια αργότερα επέστρεψαν στη Νίκαια όπου ο Λε Κλεζιό σπούδασε φιλολογία. Δίδαξε στα πανεπιστήμια της Μπανγκόκ, της πόλης του Μεξικού, της Βοστόνης, του Όστιν και της Αλμπουκέρκης. Το έργο το οποίο τον έκανε γνωστό, μέσα στη Γαλλία, αλλά κυρίως στο εξωτερικό είναι το μυθιστόρημα «Ερημος» , που τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Πολ Μοράν της Γαλλικής Ακαδημίας. ΄Ενας πολίτης του κόσμου ο Λε Κλεζιό ζει σήμερα ανάμεσα στη Νίκαια και το Νέο Μεξικό. Το 2008 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας ως «συγγραφέας νέων ταξιδιών, ποιητικών περιπετειών και αισθησιακής έκστασης, εξερευνητής της ανθρωπότητας πέρα από τη βασιλεία του πολιτισμού».
Κατά την απονομή του βραβείου ξεκίνησε την ομιλία του με το ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» , για να απαντήσει ο ίδιος «Τώρα στην εποχή που ακολουθεί το τέλος της αποικιοκρατίας, η λογοτεχνία είναι ένα όχημα για τους άνδρες και τις γυναίκες του καιρού μας, με το οποίο μπορούν να δηλώσουν την ταυτότητά τους, να διεκδικήσουν το δικαίωμα της έκφρασης, να εισακουστούν προτάσσοντας την ποικιλομορφία των διαφορών τους. Χωρίς τις φωνές τους, χωρίς το κάλεσμά τους, θα ζούσαμε σ' έναν κόσμο σιωπής». Ο τίτλος της ομιλίας του δάνειο από το έργο του Σουηδού συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν , τον οποίο μνημόνευσε ιδιαίτερα «Αυτό το "δάσος με τα παράδοξα" είναι ακριβώς το βασίλειο της γραφής, ο τόπος από τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να προσπαθήσει να αποδράσει: αντιθέτως αυτός ή αυτή πρέπει να κατασκηνώσει εκεί για να εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, να εξερευνήσει κάθε μονοπάτι, να δώσει όνομα σε κάθε δέντρο. Δεν είναι πάντα μια ευχάριστη διαμονή… Όταν γράφεις σημαίνει ότι δεν δρας. Γι' αυτό νιώθουμε άβολα όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, καθώς διαλέξαμε έναν άλλο τρόπο αντίδρασης, έναν άλλο εξ αποστάσεως τρόπο επικοινωνίας, ώστε να έχουμε χρόνο για περισυλλογή». Συγγραφείς όπως ο Ρουσό, ο Σολζενίτσιν και ο Κούντερα αναφέρθηκαν στην ομιλία του ως προσωπικότητες που δεν αρκέσθηκαν στην παρατήρηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική δράση. Τέλος, ο Λε Κλεζιό αφιέρωσε το βραβείο στην αφηγήτρια μύθων Ελβίρα και σε ένα άγνωστο παιδί που διάβαζε στο φως μιας λάμπας θυέλλης. στις όχθες ενός ποταμού στον Παναμά.
Το έργο του Λε Κλεζιό χαρακτηρίζει ο εξωτισμός και η περιπλάνηση , οι ήρωές του είναι κυρίως παιδιά και άνθρωποι φτωχοί και ταπεινοί, νομάδες και Ινδιάνοι , ενώ ο ίδιος δηλώνει για τον εαυτό του ότι «ρίζες του είναι η ίδια η φαντασία του»
Κατά την απονομή του βραβείου ξεκίνησε την ομιλία του με το ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» , για να απαντήσει ο ίδιος «Τώρα στην εποχή που ακολουθεί το τέλος της αποικιοκρατίας, η λογοτεχνία είναι ένα όχημα για τους άνδρες και τις γυναίκες του καιρού μας, με το οποίο μπορούν να δηλώσουν την ταυτότητά τους, να διεκδικήσουν το δικαίωμα της έκφρασης, να εισακουστούν προτάσσοντας την ποικιλομορφία των διαφορών τους. Χωρίς τις φωνές τους, χωρίς το κάλεσμά τους, θα ζούσαμε σ' έναν κόσμο σιωπής». Ο τίτλος της ομιλίας του δάνειο από το έργο του Σουηδού συγγραφέα Στιγκ Ντάγκερμαν , τον οποίο μνημόνευσε ιδιαίτερα «Αυτό το "δάσος με τα παράδοξα" είναι ακριβώς το βασίλειο της γραφής, ο τόπος από τον οποίο ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να προσπαθήσει να αποδράσει: αντιθέτως αυτός ή αυτή πρέπει να κατασκηνώσει εκεί για να εξετάσει κάθε λεπτομέρεια, να εξερευνήσει κάθε μονοπάτι, να δώσει όνομα σε κάθε δέντρο. Δεν είναι πάντα μια ευχάριστη διαμονή… Όταν γράφεις σημαίνει ότι δεν δρας. Γι' αυτό νιώθουμε άβολα όταν καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, καθώς διαλέξαμε έναν άλλο τρόπο αντίδρασης, έναν άλλο εξ αποστάσεως τρόπο επικοινωνίας, ώστε να έχουμε χρόνο για περισυλλογή». Συγγραφείς όπως ο Ρουσό, ο Σολζενίτσιν και ο Κούντερα αναφέρθηκαν στην ομιλία του ως προσωπικότητες που δεν αρκέσθηκαν στην παρατήρηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά στην κοινωνική δράση. Τέλος, ο Λε Κλεζιό αφιέρωσε το βραβείο στην αφηγήτρια μύθων Ελβίρα και σε ένα άγνωστο παιδί που διάβαζε στο φως μιας λάμπας θυέλλης. στις όχθες ενός ποταμού στον Παναμά.
Το έργο του Λε Κλεζιό χαρακτηρίζει ο εξωτισμός και η περιπλάνηση , οι ήρωές του είναι κυρίως παιδιά και άνθρωποι φτωχοί και ταπεινοί, νομάδες και Ινδιάνοι , ενώ ο ίδιος δηλώνει για τον εαυτό του ότι «ρίζες του είναι η ίδια η φαντασία του»
Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009
Για την Ομιλία
Μιλάς όταν παύεις να έχεις ειρήνη με τις σκέψεις σου
Κι όταν δεν μπορείς να ζήσεις άλλο στη μοναξιά της καρδιάς σου, τότε ζεις στα χείλη σου, και μιλάς για να απασχολείσαι και να περνάς την ώρα σου
Και στην περισσότερη ομιλία σου, η σκέψη μισοσκοτώνεται
Γιατί η σκέψη είναι πουλί του σύμπαντος, που στο κλουβί των λέξεων μπορεί να ανοίξει τα φτερά του, δεν μπορεί όμως να πετάξει
Υπάρχουν ανάμεσά σας αυτοί που αναζητούν τους ομιλητικούς γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι.
Η σιωπή της μοναξιάς αποκαλύπτει στα μάτια τους το γυμνό τους εαυτό και θέλουν να ξεφύγουν
Και υπάρχουν αυτοί που μιλούν, και χωρίς γνώση ή προηγούμενη σκέψη αποκαλύπτουν μιαν αλήθεια που και οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν
Και υπάρχουν εκείνοι που αν και έχουν την αλήθεια μέσα τους δεν την λέγουν με λέξεις
Βαθιά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους φωλιάζει το πνεύμα στο ρυθμό της σιωπής
Σαν συναντάς το φίλο σου στο δρόμο ή στην αγορά, άφησε το πνεύμα που έχεις μέσα σου να κινήσει τα χείλη σου και να κατευθύνει τη γλώσσα σου
΄Αφησε τη φωνή της φωνής σου να μιλήσει στο αυτί του αυτιού του
Γιατί η ψυχή του θα κρατήσει την αλήθεια της καρδιάς σου, ίδια όπως η θύμηση κρατάει τη γεύση από ένα κρασί όταν το χρώμα του έχει ξεχαστεί και το ποτήρι δεν υπάρχει πια
(από τον Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν)
Κι όταν δεν μπορείς να ζήσεις άλλο στη μοναξιά της καρδιάς σου, τότε ζεις στα χείλη σου, και μιλάς για να απασχολείσαι και να περνάς την ώρα σου
Και στην περισσότερη ομιλία σου, η σκέψη μισοσκοτώνεται
Γιατί η σκέψη είναι πουλί του σύμπαντος, που στο κλουβί των λέξεων μπορεί να ανοίξει τα φτερά του, δεν μπορεί όμως να πετάξει
Υπάρχουν ανάμεσά σας αυτοί που αναζητούν τους ομιλητικούς γιατί φοβούνται να μείνουν μόνοι.
Η σιωπή της μοναξιάς αποκαλύπτει στα μάτια τους το γυμνό τους εαυτό και θέλουν να ξεφύγουν
Και υπάρχουν αυτοί που μιλούν, και χωρίς γνώση ή προηγούμενη σκέψη αποκαλύπτουν μιαν αλήθεια που και οι ίδιοι δεν καταλαβαίνουν
Και υπάρχουν εκείνοι που αν και έχουν την αλήθεια μέσα τους δεν την λέγουν με λέξεις
Βαθιά σ΄ αυτούς τους ανθρώπους φωλιάζει το πνεύμα στο ρυθμό της σιωπής
Σαν συναντάς το φίλο σου στο δρόμο ή στην αγορά, άφησε το πνεύμα που έχεις μέσα σου να κινήσει τα χείλη σου και να κατευθύνει τη γλώσσα σου
΄Αφησε τη φωνή της φωνής σου να μιλήσει στο αυτί του αυτιού του
Γιατί η ψυχή του θα κρατήσει την αλήθεια της καρδιάς σου, ίδια όπως η θύμηση κρατάει τη γεύση από ένα κρασί όταν το χρώμα του έχει ξεχαστεί και το ποτήρι δεν υπάρχει πια
(από τον Προφήτη του Χαλίλ Γκιμπράν)
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
Πώς αλλιώς δηλαδή;
« ΄Όταν γεννήθηκε ο Φάκος και η Σαραγώ νόμισε ότι όλα θα ήταν αλλιώς… Νόμισε πως θα έκρυβε τα όνειρά της μέσα στα τριαντάφυλλα και θα τα κρατούσε εκεί, να μοσκοβολούν παντοτινά.». Η Σαραγώ , που πάντοτε έδενε σ΄ όλα πολύχρωμες κορδελίτσες. Στόλιζε τα πάντα με φιογκάκια (σελ. 14, 73, 82, 91, 114, 156) και ζωγράφιζε τον Γιάνκο με δικά της χρώματα (58). Σκληρή και εγωίστρια με τον πατέρα της, ανυποχώρητη και ανελέητη, όπως κι εκείνος, βιώνει την αυταπάτη της νίκης, ενώ στην πραγματικότητα χάνουν και οι δύο, αφού το πείσμα τους υπερισχύει της αγάπης (σελ. 103). Κι όταν ο πατέρας , ακόμα και μετά το θάνατό του, ειρωνεύεται το γαμπρό που ποτέ δεν αποδέχθηκε, η Σαραγώ συμπαραστέκεται στον Γιάνκο, παρά την προσπάθεια της Κουλίτσας να την προσγειώσει. Αλλά «Μετά την προσγείωση; ΄Η βάζεις μια βόμβα και ανατινάζεις το αεροσκάφος, ή φτύνεις στα μούτρα σου και προχωρείς προς άγνωστη κατεύθυνση. Εξαρτάται από το τσαγανό του επιβάτη. Πάντως η πιο βολική λύση είναι να βρες ένα ωραίο άλλοθι να παραμείνεις στη θέση σου και να παραγγείλεις ένα διπλό καπουτσίνο. Πάμε γι΄ άλλα, λες… Και ξερογλείφεσαι… Αν το ξέρεις κιόλας ότι αυτά τα άλλα είναι μια αυταπάτη, τότε … με γεια σου με χαρά σου (σελ. 113). Η μοίρα, η μοίρα… «που μόνη της περιδιάβαινε , ανενόχλητη, τσαλαβουτούσε στα νερά, ποδοπατούσε τα όνειρα των γλάρων και έλιωνε μέσα στις χούφτες της τα μικρά κοχύλια και τις αφύλακτες ψυχές» την οδηγεί σε διλήμματα ζωής, που δεν διστάζει να τα απαντήσει με γνώμονα την αγάπη : εγώ θα το υποστηρίξω το παιδί μου (σελ. 168). Παλεύει μέσα της σε έναν αγώνα εσωτερικό , μοναχικό και αδιέξοδο «Αλίμονο σε κείνους που κλείνουν και τις χαραμάδες της ψυχής τους , να μην ξεφύγει απέξω ο καπνός… Εγώ θα μείνω εδώ μόνη μου, να ιχνηλατώ τους ίσκιους της ψυχής μου… Θα μείνω εδώ μόνη μου , να νομίζω συνεχώς ότι πακετάρω τα όνειρά μου για μια φυγή» (σελ. 174). Η αγάπη ξεχειλίζει από μέσα της στις δύσκολες στιγμές του γιου της «Ο έρωτας είναι τα φτερά της ψυχής μας. Μόνο που, σχεδόν πάντα, είναι αέρινα. Σαν του ΄Ικαρου, Αξίζει όμως, αξίζει να πετάξεις τόσο ψηλά. Να δεις τον κόσμο, έστω για λίγο, σαν να τον έπλασε ο Θεός μόνο και μόνο για να στον κάνει δώρο» (σελ. 179), καθώς και «υπάρχουν τόσοι και τόσοι που περπατούν με άρβυλα πάνω σε γυάλινες ψυχές… Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι δύσκολες… Να δίνεις αγάπη στους άλλους, αλλά να περιφρουρείς τα όριά σου, Φάκο μου» . Μέσα από τις αντιξοότητες και τις αμφιβολίες αναδεικνύεται η ομορφιά και η δύναμη της «Τόσος ουρανός, χωμένος μέσα στις χούφτες της! Είπε ένα μωβ νυχτολούλουδο σ΄ ένα άσπρο, που μόλις είχε ανθίσει. ΄Οσο προχωρά η ψυχή της μέσα στο σκοτάδι, τόσο φωτίζεται. Τόσο λάμπει, απάντησε το άσπρο κι έγειρε στην αγκαλιά του μωβ» (σελ. 233) . Μετά την απώλεια της Κουλίτσας και την ασθένεια του Φάκου, η Σαραγώ κλονίζεται, αλλά γρήγορα βρίσκει συμπαράσταση στο πρόσωπο ενός γιατρού : «Πρόσεξες τη φύση; Δίπλα στο δηλητηριώδες φυτό , φυτρώνει πάντα κάποιο άλλο με το αντίδοτο του δηλητηρίου. Ψάξε μέσα σου και βρες το δικό σου αντίδοτο, το μυστικό κουτί που είναι κρυμμένη η δύναμή σου. Κι αν έχασες στον πανικό σου το κλειδάκι, σπάσ΄το, Σαραγώ! Παραβίασέ το ! Και προχώρα!» (σελ. 279), επιτρέποντας παράλληλα στη ρομαντική και ονειροπόλα της διάθεση να μας μελαγχολήσει «Τα ταξίδια της ζωής μας …. Ξεκινάμε, φεύγουμε για μακριά, κάνουμε σχέδια να εξερευνήσουμε όλη τη ζωή, και πάντα στο ίδιο σημείο ξαναγυρνάμε. Αράζουμε στην κόγχη ενός ονείρου, που έμεινε εκεί και μας περίμενε» (σελ. 286)
Στον αντίποδα της Σαραγώς ο Γιάνκος : «πίσω από τη σιωπή κρυβόταν ένα φοβισμένο τίποτε. ΄Ένα καμουφλάζ μιας μίζερης καχεκτικής ζωής», παρόλο που η Σαραγώ στο πρόσωπό του βλέπει σοφία και δύναμη «Πού να ήξερε η Σαραγώ πώς τα βαθιά πηγάδια κρύβουν μέσα τους λασπόνερα και όχι πνιγμένα φεγγάρια» (σελ. 16)
Η Αλκυόνη Παπαδάκη έχει πρωταγωνιστές στις ιστορίες της κυρίως γυναίκες. Μαζί με τη Σαραγώ σημαντική παρουσία η Κουλίτσα, που η μόνη της διασκέδαση ήταν να «πηγαίνει για καφέ» παρέα με τις γλαδιόλες και τις καμέλιες. Η Κουλίτσα δεν ήταν από εκείνους που παίρνουν τα ηνία της ζωής. Δεν ήταν από τη φτιαξιά των καπεταναίων. Η Κουλίτσα ήταν πάντα ένα φοβισμένος μούτσος, κλεισμένος σαν ποντίκι στ΄ αμπάρια του πλεούμενου (σελ. 44). Ζει και πεθαίνει χωρίς να μάθει ποτέ πώς λειτουργεί η αγάπη, συγχέοντας την αγάπη με την προστασία, αρνούμενη επίμονα να μάθει την αλήθεια για το παιδί που έφερε στο κόσμο.
Βασικοί χαρακτήρες ο Φάκος, ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, έτοιμο να λιποτακτήσει από το μετερίζι ανά πάσα ώρα και στιγμή (σελ. 196), που εισέπραξε την αγάπη «σαν κραυγή απελπισίας», ενώ η αγάπη «απλά και αθόρυβα πρέπει να φτάνει. Σαν τους κύκλους του νερού όταν πετάξεις ένα βότσαλο» (σελ. 159), που κέρδισε το χρήμα, τη φήμη και τη δόξα, αλλά έχασε την ψυχή του (241) και ο Μπιλ, ο στερημένος από αγάπη, που χάθηκε σ΄ ένα σύννεφο γεμάτο βροχή. Ποιος ξέρει αν πίσω απ΄ αυτό το σύννεφο, αν καρτερούσε ο ήλιος, ή αν παραμόνευε άλλο σύννεφο, γεμάτο χαλάζι… Κανείς δεν έμαθε. Ποτέ (σελ. 222)
Στον αντίποδα της Σαραγώς ο Γιάνκος : «πίσω από τη σιωπή κρυβόταν ένα φοβισμένο τίποτε. ΄Ένα καμουφλάζ μιας μίζερης καχεκτικής ζωής», παρόλο που η Σαραγώ στο πρόσωπό του βλέπει σοφία και δύναμη «Πού να ήξερε η Σαραγώ πώς τα βαθιά πηγάδια κρύβουν μέσα τους λασπόνερα και όχι πνιγμένα φεγγάρια» (σελ. 16)
Η Αλκυόνη Παπαδάκη έχει πρωταγωνιστές στις ιστορίες της κυρίως γυναίκες. Μαζί με τη Σαραγώ σημαντική παρουσία η Κουλίτσα, που η μόνη της διασκέδαση ήταν να «πηγαίνει για καφέ» παρέα με τις γλαδιόλες και τις καμέλιες. Η Κουλίτσα δεν ήταν από εκείνους που παίρνουν τα ηνία της ζωής. Δεν ήταν από τη φτιαξιά των καπεταναίων. Η Κουλίτσα ήταν πάντα ένα φοβισμένος μούτσος, κλεισμένος σαν ποντίκι στ΄ αμπάρια του πλεούμενου (σελ. 44). Ζει και πεθαίνει χωρίς να μάθει ποτέ πώς λειτουργεί η αγάπη, συγχέοντας την αγάπη με την προστασία, αρνούμενη επίμονα να μάθει την αλήθεια για το παιδί που έφερε στο κόσμο.
Βασικοί χαρακτήρες ο Φάκος, ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, έτοιμο να λιποτακτήσει από το μετερίζι ανά πάσα ώρα και στιγμή (σελ. 196), που εισέπραξε την αγάπη «σαν κραυγή απελπισίας», ενώ η αγάπη «απλά και αθόρυβα πρέπει να φτάνει. Σαν τους κύκλους του νερού όταν πετάξεις ένα βότσαλο» (σελ. 159), που κέρδισε το χρήμα, τη φήμη και τη δόξα, αλλά έχασε την ψυχή του (241) και ο Μπιλ, ο στερημένος από αγάπη, που χάθηκε σ΄ ένα σύννεφο γεμάτο βροχή. Ποιος ξέρει αν πίσω απ΄ αυτό το σύννεφο, αν καρτερούσε ο ήλιος, ή αν παραμόνευε άλλο σύννεφο, γεμάτο χαλάζι… Κανείς δεν έμαθε. Ποτέ (σελ. 222)
Αν ήταν όλα ... αλλιώς ...
«Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της …
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε, και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες …
Αν ήταν όλα … αλλιώς !...
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;»
Με το καινούριο της βιβλίο η Αλκυόνη Παπαδάκη έρχεται γι΄ άλλη μια φορά να μας παρασύρει σε ένα όνειρο, στο όνειρο εκείνο που καταφέρνουμε να δούμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας. Από τη θλίψη, τον πόνο , την αδικία και την οργή στη λύτρωση και την ηθική δικαίωση. ΄Οσοι δεν μπορούν να αναζητήσουν την ευτυχία, όσοι δεν συνομιλούν με την ψυχή τους , όσοι κλείνονται μέσα στη σιωπή, φεύγουν , κι όσοι αγγίζουν τα μυστικά της ζωής επιβιώνουν και δικαιώνονται, ενώ το μέλλον στο πρόσωπο των δύο νέων παραμένει ανεξιχνίαστο και ομιχλώδες. Η άτυχη Κουλίτσα, ο τραχύς Γιάνκος, η ονειροπόλα Σαραγώ, ο στερημένος από αγάπη Μπιλ, ο καλομαθημένος Φάκος, χαρακτήρες που μέσα τους μπορεί ο καθένας μας να αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του κι αυτό τους κάνει πιο προσιτούς, πιο δικούς μας, ανθρώπους της γειτονιάς μας και , γιατί όχι, και του σπιτιού μας.
Το ύφος της Αλκυόνης Παπαδάκη, αυτή η συνεχής ονειροπόληση, το αγκάλιασμα όλων των προσώπων του βιβλίου της, το ντάντεμα θα έλεγα της ψυχής , δημιουργεί στον αναγνώστη μια παρηγοριά και μια απενοχοποίηση για τη δική του στάση απέναντι στους άλλους, απέναντι στη ζωή. Ο ίδιος ο αναγνώστης γίνεται πρωταγωνιστής στην ιστορία και έτσι χαϊδεύει τον εαυτό του , αποκοιμίζει την ψυχή του και την παρηγορεί για τις μύχιες σκέψεις και πράξεις του. Στα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη ακόμη και το πιο ταπεινό φυλλαράκι έχει υπόσταση και ρόλο , τα βατράχια, οι πεταλούδες και τα λουλούδια παρατηρούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μιλούν γι΄ αυτή, την περιβάλλουν με συμπόνια και κατανόηση κρύβοντας μέσα στις σκέψεις τους κάτι από τη σοφία του σύμπαντος
Συχνά μέσα στις σελίδες της η συγγραφέας στρέφεται προς τον Δημιουργό επικαλούμενη τη παρέμβασή του , με τη θλιβερή όμως διαπίστωση ότι οι προσευχές μας δεν εισακούγονται πάντοτε , με μια ρομαντική διάθεση εσωτερίκευσης και μελαγχολίας
«Πόσο εύκολα ξεχνούν οι άνθρωποι πως ο Θεός σκοτώνει την άνοιξη! Μαδάει τα τριαντάφυλλα! Σβήνει τελικά την ομορφιά! Τόση μανία κι αυτός με τη γομολάστιχα» (σελ. 10) .
Οι χαρακτήρες ξετυλίγονται σιγά σιγά και παράλληλα , ενώ ο καθένας τους παραμένει κλεισμένος σε ένα δικό του καταφύγιο, χωρίς ποτέ να μοιραστούν τα μυστικά τους , προστατευμένοι από βολικά άλλοθι.
Από το βιβλίο δε λείπουν βέβαια και κάποιες διαπιστώσεις ζωής , κάποια γενικά συμπεράσματα , απλοϊκά κάπως, αλλά που κρύβουν μέσα τους την αγωνία και τον προβληματισμό της συγγραφέως, από τα οποία άλλα μπορείς να τα δεχθείς γιατί αποτελούν διαχρονικές αλήθειες κι άλλα μπορούν να δημιουργήσουν γόνιμους προβληματισμούς : «Αν καταφέρεις να επιζήσεις, να κολυμπήσεις ως την απέναντι όχθη, δεν είσαι πια ο ίδιος. Θα είσαι ένας άλλος. Θα χάσεις το ένδυμα της ψυχής που διάλεξες. Προχωράς από κει και πέρα στην ζωή . με μια στολή που δεν σου πάει. Σε προφυλάσσει μεν, αλλά δεν σου πάει» (σελ. 124), «Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων. Αυτοί που σέρνονται με τα τέσσερα πίσω από τη μοίρα τους, αυτοί που την πιάνουν τα κέρατα και την αλλάζουν , με όποιο κόστος, κι αυτοί που απλώς την ακολουθούν, φυτεύοντας όμως σε κάθε σωρό σκατά που συναντούν κι από μία τουλίπα» (129) , «Η ομορφιά σώζει» (σελ. 179), «Χρειάζεται να επιμένεις. Να μη βγαίνεις από το παιχνίδι, ακόμη κι αν δεν ξέρεις τους κανόνες… Ο καλός ο παίχτης παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού» (σελ. 141), «΄Οσο κι αν αγαπάς τον άλλον, το μυστικό του είναι πρόκληση. Θέλεις να το περιεργαστείς, να το ψαχουλέψεις», (σελ. 71), «η υπέρτατη κατάκτηση της ψυχής είναι η ταπεινότητα» (σελ. 225) , «Υπάρχουν άνθρωποι που φτάνουν ως το τέλος τους κρατώντας μέσα στην ψυχή τους ένα βουλωμένο γράμμα… Και κυλάει ο χρόνος … Και το γράμμα κιτρινίζει . Ξεθωριάζει. Παραπέφτει… ΄Ένα παραμύθι λέει πως τα βότσαλα της θάλασσας είναι τ΄ ανείπωτα μυστικά των ανθρώπων» (σελ. 273).
Αλλά η μαγεία της Αλκυόνης Παπαδάκη βρίσκεται στην αλληγορία και στην ανταπόκριση της φύσης στα γεγονότα που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας . ΄Ετσι η κάπαρη επιμένει να ονειρεύεται (σελ. 118), η αγριοτριανταφυλλιά ξεραίνεται δύο τρία χρόνια αφότου έφυγε η Σαραγώ από το πατρικό της, η εσπέρια αρνείται να ανθίσει και να δώσει χαρά στην Κουλίτσα ανθίζοντας μόνο μετά τον θάνατό της και οι ερωτευμένοι γλάροι γίνονται παρατηρητές και σχολιαστές της ζωής των ανθρώπων, του ψέματος και της ανάγκης του .
«Αν ήταν όλα … αλλιώς», ένας τίτλος παραπειστικός και απατηλός. Γιατί η ζωή δεν είναι πρόβα, είναι η τελική παράσταση. Η επίγνωση του παρόντος είναι ένα μεγάλο επίτευγμα για τον άνθρωπο που απαιτεί μακρόχρονη προσπάθεια και αδιάλειπτη προσήλωση σ΄ αυτό το στόχο. Για να θυμηθούμε τους αρχαίους μας «ό,τι έγινε, καλώς καμωμένο» ή την ελληνική παράδοση «ας μην κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα». Κατά τα άλλα η Αλκυόνη Παπαδάκη υφαίνει όνειρα στα ταξίδια της ψυχής μας.
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε, και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες …
Αν ήταν όλα … αλλιώς !...
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;»
Με το καινούριο της βιβλίο η Αλκυόνη Παπαδάκη έρχεται γι΄ άλλη μια φορά να μας παρασύρει σε ένα όνειρο, στο όνειρο εκείνο που καταφέρνουμε να δούμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας. Από τη θλίψη, τον πόνο , την αδικία και την οργή στη λύτρωση και την ηθική δικαίωση. ΄Οσοι δεν μπορούν να αναζητήσουν την ευτυχία, όσοι δεν συνομιλούν με την ψυχή τους , όσοι κλείνονται μέσα στη σιωπή, φεύγουν , κι όσοι αγγίζουν τα μυστικά της ζωής επιβιώνουν και δικαιώνονται, ενώ το μέλλον στο πρόσωπο των δύο νέων παραμένει ανεξιχνίαστο και ομιχλώδες. Η άτυχη Κουλίτσα, ο τραχύς Γιάνκος, η ονειροπόλα Σαραγώ, ο στερημένος από αγάπη Μπιλ, ο καλομαθημένος Φάκος, χαρακτήρες που μέσα τους μπορεί ο καθένας μας να αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του κι αυτό τους κάνει πιο προσιτούς, πιο δικούς μας, ανθρώπους της γειτονιάς μας και , γιατί όχι, και του σπιτιού μας.
Το ύφος της Αλκυόνης Παπαδάκη, αυτή η συνεχής ονειροπόληση, το αγκάλιασμα όλων των προσώπων του βιβλίου της, το ντάντεμα θα έλεγα της ψυχής , δημιουργεί στον αναγνώστη μια παρηγοριά και μια απενοχοποίηση για τη δική του στάση απέναντι στους άλλους, απέναντι στη ζωή. Ο ίδιος ο αναγνώστης γίνεται πρωταγωνιστής στην ιστορία και έτσι χαϊδεύει τον εαυτό του , αποκοιμίζει την ψυχή του και την παρηγορεί για τις μύχιες σκέψεις και πράξεις του. Στα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη ακόμη και το πιο ταπεινό φυλλαράκι έχει υπόσταση και ρόλο , τα βατράχια, οι πεταλούδες και τα λουλούδια παρατηρούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μιλούν γι΄ αυτή, την περιβάλλουν με συμπόνια και κατανόηση κρύβοντας μέσα στις σκέψεις τους κάτι από τη σοφία του σύμπαντος
Συχνά μέσα στις σελίδες της η συγγραφέας στρέφεται προς τον Δημιουργό επικαλούμενη τη παρέμβασή του , με τη θλιβερή όμως διαπίστωση ότι οι προσευχές μας δεν εισακούγονται πάντοτε , με μια ρομαντική διάθεση εσωτερίκευσης και μελαγχολίας
«Πόσο εύκολα ξεχνούν οι άνθρωποι πως ο Θεός σκοτώνει την άνοιξη! Μαδάει τα τριαντάφυλλα! Σβήνει τελικά την ομορφιά! Τόση μανία κι αυτός με τη γομολάστιχα» (σελ. 10) .
Οι χαρακτήρες ξετυλίγονται σιγά σιγά και παράλληλα , ενώ ο καθένας τους παραμένει κλεισμένος σε ένα δικό του καταφύγιο, χωρίς ποτέ να μοιραστούν τα μυστικά τους , προστατευμένοι από βολικά άλλοθι.
Από το βιβλίο δε λείπουν βέβαια και κάποιες διαπιστώσεις ζωής , κάποια γενικά συμπεράσματα , απλοϊκά κάπως, αλλά που κρύβουν μέσα τους την αγωνία και τον προβληματισμό της συγγραφέως, από τα οποία άλλα μπορείς να τα δεχθείς γιατί αποτελούν διαχρονικές αλήθειες κι άλλα μπορούν να δημιουργήσουν γόνιμους προβληματισμούς : «Αν καταφέρεις να επιζήσεις, να κολυμπήσεις ως την απέναντι όχθη, δεν είσαι πια ο ίδιος. Θα είσαι ένας άλλος. Θα χάσεις το ένδυμα της ψυχής που διάλεξες. Προχωράς από κει και πέρα στην ζωή . με μια στολή που δεν σου πάει. Σε προφυλάσσει μεν, αλλά δεν σου πάει» (σελ. 124), «Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων. Αυτοί που σέρνονται με τα τέσσερα πίσω από τη μοίρα τους, αυτοί που την πιάνουν τα κέρατα και την αλλάζουν , με όποιο κόστος, κι αυτοί που απλώς την ακολουθούν, φυτεύοντας όμως σε κάθε σωρό σκατά που συναντούν κι από μία τουλίπα» (129) , «Η ομορφιά σώζει» (σελ. 179), «Χρειάζεται να επιμένεις. Να μη βγαίνεις από το παιχνίδι, ακόμη κι αν δεν ξέρεις τους κανόνες… Ο καλός ο παίχτης παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού» (σελ. 141), «΄Οσο κι αν αγαπάς τον άλλον, το μυστικό του είναι πρόκληση. Θέλεις να το περιεργαστείς, να το ψαχουλέψεις», (σελ. 71), «η υπέρτατη κατάκτηση της ψυχής είναι η ταπεινότητα» (σελ. 225) , «Υπάρχουν άνθρωποι που φτάνουν ως το τέλος τους κρατώντας μέσα στην ψυχή τους ένα βουλωμένο γράμμα… Και κυλάει ο χρόνος … Και το γράμμα κιτρινίζει . Ξεθωριάζει. Παραπέφτει… ΄Ένα παραμύθι λέει πως τα βότσαλα της θάλασσας είναι τ΄ ανείπωτα μυστικά των ανθρώπων» (σελ. 273).
Αλλά η μαγεία της Αλκυόνης Παπαδάκη βρίσκεται στην αλληγορία και στην ανταπόκριση της φύσης στα γεγονότα που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας . ΄Ετσι η κάπαρη επιμένει να ονειρεύεται (σελ. 118), η αγριοτριανταφυλλιά ξεραίνεται δύο τρία χρόνια αφότου έφυγε η Σαραγώ από το πατρικό της, η εσπέρια αρνείται να ανθίσει και να δώσει χαρά στην Κουλίτσα ανθίζοντας μόνο μετά τον θάνατό της και οι ερωτευμένοι γλάροι γίνονται παρατηρητές και σχολιαστές της ζωής των ανθρώπων, του ψέματος και της ανάγκης του .
«Αν ήταν όλα … αλλιώς», ένας τίτλος παραπειστικός και απατηλός. Γιατί η ζωή δεν είναι πρόβα, είναι η τελική παράσταση. Η επίγνωση του παρόντος είναι ένα μεγάλο επίτευγμα για τον άνθρωπο που απαιτεί μακρόχρονη προσπάθεια και αδιάλειπτη προσήλωση σ΄ αυτό το στόχο. Για να θυμηθούμε τους αρχαίους μας «ό,τι έγινε, καλώς καμωμένο» ή την ελληνική παράδοση «ας μην κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα». Κατά τα άλλα η Αλκυόνη Παπαδάκη υφαίνει όνειρα στα ταξίδια της ψυχής μας.
Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009
Αλκυόνη Παπαδάκη "Επανάσταση είναι να αγαπάς τη ζωή"
Από το βιβλίο «Οι Κάργιες» (1997), αφιερωμένο σ΄ αυτούς που έκαμα βαρκάδα στη ψυχή τους.
«Η Ιβανή παραξενεύτηκε. Δεν απάντησε αμέσως. ΄Εκανε μια μεγάλη βόλτα και ξαναγύρισε κοντά στη Φιλίνα. «Ψάχνεις να βρεις το Θεό, μάτια μου; Και τι είσαι, στραβή; Κοίταξε εκείνη την κίτρινη μαργαρίτα: μέσα στην καρδιά της έχει το θρόνο του ο Θεός. Κοίταξε εκείνη τη χρυσόμυγα που κάθεται στο άγουρο μανταρίνι: καβάλα στα φτερά της σεργιανάει τον κόσμο ο Θεός. Ιχοχόοοο».
Από το βιβλίο «Σαν Χειμωνιάτικη Λιακάδα» (1999) , αφιερωμένο σε κείνους που μπορούν να κρατούν στο χέρι τους ένα κοχύλι και να ονειρεύονται το πέλαγος…
«Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ΄ άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σ΄ ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους …Χαρά σ΄ αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το ΄σκισαν μετά, αν το ΄καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν το μάτι στο Θεό»
Από το Τετράδιο της Αλκυόνης (1999), αφιερωμένο σ΄ αυτούς που ξέρουν να ζουν, ν΄ αγαπούν, να ελπίζουν, να χαίρονται …
«Θυμάμαι τότε… Κάτω απ΄ τα πλατάνια, στην πηγή. Διψούσα και μου ΄φερες στη χούφτα σου κρύο νερό. ΄Ολη μου τη ζωή ξεδίψασε».
Από το βιβλίο «Βαρκάρισσα της Χίμαιρας» (2001) αφιερωμένο σ΄ όλες τις βαρκάρισσες και τους βαρκάρηδες της Χίμαιρας. Ιδίως σ΄ αυτούς που ξεκίνησαν τη βαρκάδα τους με απαγορευτικό …
Να ονειρεύεσαι, μου ΄λεγε ένας φίλος που μ΄ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως , προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. ΄Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι. Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτε δεν είναι στη ζωή το παν! ΄Εχει και παρακάτω … ΄Εχει κι άλλο… Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα. Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
Από το βιβλίο «Στον ΄Ισκιο των Πουλιών» (2003) αφιερωμένο στους φίλους που χαθήκαμε στις στροφές της ζωής, με αβάσταχτη νοσταλγία
«Είναι κάτι νύχτες , που τ΄ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες , που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμη κι οι πέτρες….
Είν΄ αυτές οι νύχτες που τ΄ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. ΄Ιδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα».
Από το βιβλίο «Ξεφυλλίζοντας τη Σιωπή» (2004) αφιερωμένο σ΄ αυτούς που έδεσαν την άγκυρά τους στα φτερά των γλάρων
«Είσαι για ένα ταξίδι, στ΄ ανοιχτά; Είσαι για ένα ρίσκο;
Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα πάρεις μετεωρολογικό δελτίο
Πως δε θα ΄χεις μαζί σου προμήθειες κι αποσκευές
Πως δε θα γεμίσεις το πλεούμενο με σωσίβια
Θα δέσουμε την άγκυρά μας στα φτερά των γλάρων
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας το πιο τρελό δελφίνι
Θα σου χαρίσω όλο το γαλάζιο του πελάγου
΄Ολο το χρυσάφι του ήλιου
΄Ολο το ροζ του δελφινιού».
Από το βιβλίο «Στο Ακρογιάλι της Ουτοπίας» (2005)
«Μη χάνεσαι, Χρύσα. ΄Ελεγα και ξανάλεγα δυνατά, σαν να είχα τον εαυτό μου απέναντι. Μη βουλιάζεις. Αφού δεν έχεις τίποτε άλλο να κρατηθείς, κρατήσου από ένα φύλλο τριαντάφυλλου.
Κοίταξε γύρω την ομορφιά. Η ομορφιά του κόσμου δεν πρόδωσε ποτέ κανένα. Είν΄ εκεί. Και σε περιμένει».
«Η Ιβανή παραξενεύτηκε. Δεν απάντησε αμέσως. ΄Εκανε μια μεγάλη βόλτα και ξαναγύρισε κοντά στη Φιλίνα. «Ψάχνεις να βρεις το Θεό, μάτια μου; Και τι είσαι, στραβή; Κοίταξε εκείνη την κίτρινη μαργαρίτα: μέσα στην καρδιά της έχει το θρόνο του ο Θεός. Κοίταξε εκείνη τη χρυσόμυγα που κάθεται στο άγουρο μανταρίνι: καβάλα στα φτερά της σεργιανάει τον κόσμο ο Θεός. Ιχοχόοοο».
Από το βιβλίο «Σαν Χειμωνιάτικη Λιακάδα» (1999) , αφιερωμένο σε κείνους που μπορούν να κρατούν στο χέρι τους ένα κοχύλι και να ονειρεύονται το πέλαγος…
«Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ΄ άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σ΄ ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους …Χαρά σ΄ αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το ΄σκισαν μετά, αν το ΄καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν το μάτι στο Θεό»
Από το Τετράδιο της Αλκυόνης (1999), αφιερωμένο σ΄ αυτούς που ξέρουν να ζουν, ν΄ αγαπούν, να ελπίζουν, να χαίρονται …
«Θυμάμαι τότε… Κάτω απ΄ τα πλατάνια, στην πηγή. Διψούσα και μου ΄φερες στη χούφτα σου κρύο νερό. ΄Ολη μου τη ζωή ξεδίψασε».
Από το βιβλίο «Βαρκάρισσα της Χίμαιρας» (2001) αφιερωμένο σ΄ όλες τις βαρκάρισσες και τους βαρκάρηδες της Χίμαιρας. Ιδίως σ΄ αυτούς που ξεκίνησαν τη βαρκάδα τους με απαγορευτικό …
Να ονειρεύεσαι, μου ΄λεγε ένας φίλος που μ΄ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως , προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. ΄Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι. Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτε δεν είναι στη ζωή το παν! ΄Εχει και παρακάτω … ΄Εχει κι άλλο… Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα. Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»
Από το βιβλίο «Στον ΄Ισκιο των Πουλιών» (2003) αφιερωμένο στους φίλους που χαθήκαμε στις στροφές της ζωής, με αβάσταχτη νοσταλγία
«Είναι κάτι νύχτες , που τ΄ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες , που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμη κι οι πέτρες….
Είν΄ αυτές οι νύχτες που τ΄ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. ΄Ιδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα».
Από το βιβλίο «Ξεφυλλίζοντας τη Σιωπή» (2004) αφιερωμένο σ΄ αυτούς που έδεσαν την άγκυρά τους στα φτερά των γλάρων
«Είσαι για ένα ταξίδι, στ΄ ανοιχτά; Είσαι για ένα ρίσκο;
Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα πάρεις μετεωρολογικό δελτίο
Πως δε θα ΄χεις μαζί σου προμήθειες κι αποσκευές
Πως δε θα γεμίσεις το πλεούμενο με σωσίβια
Θα δέσουμε την άγκυρά μας στα φτερά των γλάρων
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας το πιο τρελό δελφίνι
Θα σου χαρίσω όλο το γαλάζιο του πελάγου
΄Ολο το χρυσάφι του ήλιου
΄Ολο το ροζ του δελφινιού».
Από το βιβλίο «Στο Ακρογιάλι της Ουτοπίας» (2005)
«Μη χάνεσαι, Χρύσα. ΄Ελεγα και ξανάλεγα δυνατά, σαν να είχα τον εαυτό μου απέναντι. Μη βουλιάζεις. Αφού δεν έχεις τίποτε άλλο να κρατηθείς, κρατήσου από ένα φύλλο τριαντάφυλλου.
Κοίταξε γύρω την ομορφιά. Η ομορφιά του κόσμου δεν πρόδωσε ποτέ κανένα. Είν΄ εκεί. Και σε περιμένει».
Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009
Εαρινή Συμφωνία
Αγαπημένη,
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ΄ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ΄ τα βλέφαρά σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ΄ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ΄ τα μάτια μου
και σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί κι οι στίχοι
μακραίνουν μες στη νύχτα
κι εμείς απ΄ την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ΄ άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη ημέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι απορήσει.
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ΄ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ΄ τα βλέφαρά σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ΄ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ΄ τα μάτια μου
και σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί κι οι στίχοι
μακραίνουν μες στη νύχτα
κι εμείς απ΄ την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ΄ άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη ημέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι απορήσει.
Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009
Η Μουσική των Πρώτων Αριθμών
«Οι πρώτοι αριθμοί , διαμάντια σκορπισμένα σε ολόκληρο το απέραντο σύμπαν των αριθμών, αιώνιοι αριθμοί που υπάρχουν σ΄έναν κόσμο ανεξάρτητο της φυσικής πραγματικότητας. Είναι το δώρο της φύσης προς τους μαθηματικούς. Οι πρώτοι αριθμοί – δηλαδή, οι αδιαίρετοι, αυτοί που δεν μπορούν να γραφούν ως γινόμενο δυο μικρότερων αριθμών – αποτελούν τα άτομα της Αριθμητικής… Παρά την υπερδισχιλιετή προσπάθεια , οι πρώτοι αριθμοί μοιάζουν να αψηφούν κάθε απόπειρα ένταξής τους σ΄ ένα απλό μοτίβο. Στην καρδιά των Μαθηματικών, την αναζήτηση της τάξης, οι μαθηματικοί δεν ακούν τίποτε άλλο από τον ήχο του χάους. Στην πραγματικότητα η ακολουθία των πρώτων αριθμών θυμίζει πολύ περισσότερο μια τυχαία διαδοχή αριθμών, παρά μια καλά διατεταγμένη κανονικότητα . Η τυχαιότητα και το χάος αποτελούν ανάθεμα για τους περισσότερους μαθηματικούς… Παρά την τυχαιότητά τους , οι πρώτοι αριθμοί έχουν έναν αιώνιο και οικουμενικό χαρακτήρα. Θα υπήρχαν, ανεξαρτήτως του αν θα εξελισσόμασταν αρκετά ώστε να τους αναγνωρίσουμε … Το πρώτο τεκμήριο ότι ο άνθρωπος γνώριζε τους πρώτους αριθμούς είναι το «κόκαλο του Ισάνγκο» που χρονολογείται στα 6500 π. Χ. Στην επιφάνειά του διακρίνουμε τρεις στήλες με χαρακιές. Η μία στήλη έχει 11, 13, 17, 19 χαρακιές… Οι πρώτοι που άκουσαν τους ήχους από τα τύμπανα των πρώτων αριθμών ήταν οι Κινέζοι, οι οποίοι απέδιδαν γυναικεία χαρακτηριστικά στους άρτιους αριθμούς και ανδρικά στους περιττούς. Ακόμη θεωρούσαν τους περιττούς αριθμούς που δεν ήταν πρώτοι, π.χ. το 15, ως θηλυπρεπείς... Οι αρχαίοι ΄Ελληνες διαπίστωσαν ότι κάθε αριθμός μπορεί να δημιουργηθεί από τον πολλαπλασιασμό μεταξύ πρώτων αριθμών… Με το «κόσκινο του Ερατοσθένη» δημιουργήθηκε ένας πίνακας πρώτων αριθμών ... Ο Γκάους ήταν ο πρώτος που άκουσε το πρώτο μεγάλο θέμα στη μουσική των πρώτων αριθμών… Η φύση είχε κρύψει μέσα στους πρώτους τη μουσική μιας αόρατης μαθηματικής ορχήστρας. Ο Ρίμαν κοίταξε την εικόνα των πρώτων μέσα από τον καθρέφτη που χώριζε τον κόσμο των αριθμών από το τοπίο της συνάρτησης ζήτα – και είδε τη χαοτική διάταξη των πρώτων αριθμών από τη μια πλευρά του καθρέφτη να μετασχηματίζεται , περνώντας από την άλλη πλευρά , σε μια αυστηρά διατεταγμένη παράταξη των ριζών. Το αίνιγμα της τυχαιότητας των πρώτων μέσα στον πραγματικό κόσμο , αντικαταστάθηκε από την προσπάθεια να κατανοηθεί η αρμονία του τοπίου που διακρίνεται μέσα στον μιγαδικό καθρέφτη».
Με αυτά τα λόγια μας εισάγει ο Βρετανός μαθηματικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Μάρκους ντι Σατόι στη μαγεία των πρώτων αριθμών στο βιβλίο του «Η μουσική των πρώτων αριθμών», που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις «Τραυλός». Γραμμένο σε γλώσσα όμορφη, διαβάζεται ευχάριστα, προκαλεί το ενδιαφέρον στον αναγνώστη με τις ιστορικές αναφορές και την τοποθέτηση της δράσης στο χώρο και τον χρόνο, εξιστορώντας τη ζωή και περιγράφοντας την προσωπικότητα των επιστημόνων που μελέτησαν το μυστήριο των πρώτων αριθμών . ΄Ετσι ενώ είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται κυρίως σε μαθηματικούς , με βαθμό δυσκολίας για εκείνους που δεν μιλούν την μαθηματική γλώσσα, τελικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος του προσιτό ακόμη και στον δύσπιστο αναγνώστη , ο οποίος επιθυμεί να διατρέξει την απόσταση από το 300 π. Χ. μέχρι σήμερα συμμετέχοντας νοερά στην εκστρατεία για την ανακάλυψη του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Το πρώτο κεφάλαιο «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» παρουσιάζει περιληπτικά το θέμα του βιβλίου και είναι απλό και εύπεπτο. Με μόνη την ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου γίνεται ο αναγνώστης κοινωνός της διαδρομής που ακολούθησε το μυστικό των πρώτων αριθμών μέσα από τις προσπάθειες των επιστημόνων να το κατανοήσουν και να το αποκρυπτογραφήσουν.
Από τον Ευκλείδη στον 3ο αιώνα π.Χ. και τον Πυθαγόρα, ο οποίος είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τους αριθμούς, ο Μάρκους ντι Σατόι περνάει στον 18ο αιώνα στον Καρλ Φρίντριχ Γκάους , στον Λέοναρντ ΄Οιλερ, τον Μπέρτραντ Ρίμαν , τον Ντάβιντ Χίλμπερτ και τον ΄Εντμουντ Λαντάου, οι οποίοι έζησαν, δίδαξαν και εργάσθηκαν στο Γκέτινγκεν στη Γερμανία. Τον επόμενο αιώνα τη σκυτάλη παίρνει το Πανεπιστήμιο Τρίνιτυ του Κέημπριτζ στο οποίο δραστηριοποιούνται ο Χάρντι, ο Λίτλγουντ και ο Ραμανουτζάν. Για τη σχέση μάλιστα των μαθηματικών αυτών ο θεατρικός συγγραφέας ΄Αιρα Χάουπτμαν έγραψε το έργο του «Διαμέριση» , με ήρωες τους μαθηματικούς Χάρντι και Ραμανουτζάν, την ινδική θεότητα Ναμαγκίρι και τον Φερμά, το οποίο παίχτηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Στον 20ο αιώνα ιδρύεται στο Πρίνστον το Ινστιτούτο Ανωτέρων Μελετών , στο οποίο διδάσκουν μαθηματικοί όπως ο Σέλμπεργκ, ο Γκέντελ, ο Ντάισον, ο Μπομπιέρι. Ανάλογο ινστιτούτο ιδρύεται και κοντά στο Παρίσι , στο οποίο διαπρέπουν η ομάδα Νικολά Μπουρμπακί και οι μαθηματικοί Αντρέ Βέιλ και Αλέν Κον. Παρά τις αντιλήψεις της εποχής, (18ος και 19ος αιώνας) υπήρξαν γυναίκες μαθηματικοί οι οποίες συνεισέφεραν καθοριστικά στην επιστήμη με το έργο τους, όπως οι Σοφί Ζερμέν, ΄Εμι Νέδερ και Τζούλια Ρόμπινσον. Το βιβλίο δεν αναλώνεται απλά στην ιστορία των μαθηματικών μέσα από την προσπάθεια απόδειξης της Υπόθεσης του Ρϊμαν, αλλά πλησιάζει τους ανθρώπους-επιστήμονες προσεγγίζοντας με σεβασμό και λεπτότητα την προσωπική τους ζωή, τις αγωνίες τους και τις συγκρούσεις τους , τις ιδιαιτερότητες και τα συναισθήματά τους. Αυτή η ανάλυση προσδίδει στο βιβλίο προσωπικό χαρακτήρα, κινώντας στον αναγνώστη την περιέργεια να μάθει για τη ζωή των πρωταγωνιστών της εξέλιξης των μαθηματικών, που είναι πια κομμάτι της δικής μας ζωής, ανιχνεύοντας μέσα από τις λέξεις τις πεποιθήσεις , τους πόθους και τα πάθη τους.
Με το τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αγκαλιάζει το βιβλίο του, τελειώνει με τον τρόπο που άρχισε , ανακεφαλαιώνοντας τις κυριότερες στιγμές της μαθηματικής «οδύσσειας», όπως περιγράφει την αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν κάποιες προτάσεις που εκφράζουν αλήθειες , όπως «΄Όταν τα πράγματα περιπλέκονται, αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς και να αναλογιστεί: έχω κάνει τη σωστή ερώτηση;» (Ενρίκο Μπομπιέρι), «Μια εξίσωση δεν εκφράζει τίποτε για μένα , εκτός και αν εκφράζει μια σκέψη του Θεού» (Σρινιβάσα Ραμανουτζάν), «Αληθινό ερευνητικό ταξίδι δεν είναι η αναζήτηση νέων χωρών, αλλά η παρατήρηση με καινούρια μάτια» (Μαρσέλ Προύστ), «Μουσική είναι η απόλαυση που βιώνει ο ανθρώπινος νους , όταν μετρά χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μετρά» (Λάιμπνιτς).
«Ακόμη κι αν δεν αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά τους, οι πρώτοι αριθμοί μας παρασύρουν σε μια συγκλονιστική πνευματική οδύσσεια. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ασφάλεια του σύγχρονου ηλεκτρονικού μας κόσμου, ενώ ο συντονισμός τους με την κβαντική φυσική μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουν κάτι να μας πουν και σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των κορυφαίων μαθηματικών να ερμηνεύσουν τις διαμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς αυτής της μυστικιστικής μουσικής , οι πρώτοι εξακολουθούν να παραμένουν ένα αναπάντητο αίνιγμα. Περιμένουμε πάντα εκείνον που θα γράψει το όνομά του στην αιωνιότητα, ως ο άνθρωπος που έκανε τους πρώτους να τραγουδήσουν».
Με αυτά τα λόγια μας εισάγει ο Βρετανός μαθηματικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Μάρκους ντι Σατόι στη μαγεία των πρώτων αριθμών στο βιβλίο του «Η μουσική των πρώτων αριθμών», που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις «Τραυλός». Γραμμένο σε γλώσσα όμορφη, διαβάζεται ευχάριστα, προκαλεί το ενδιαφέρον στον αναγνώστη με τις ιστορικές αναφορές και την τοποθέτηση της δράσης στο χώρο και τον χρόνο, εξιστορώντας τη ζωή και περιγράφοντας την προσωπικότητα των επιστημόνων που μελέτησαν το μυστήριο των πρώτων αριθμών . ΄Ετσι ενώ είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται κυρίως σε μαθηματικούς , με βαθμό δυσκολίας για εκείνους που δεν μιλούν την μαθηματική γλώσσα, τελικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος του προσιτό ακόμη και στον δύσπιστο αναγνώστη , ο οποίος επιθυμεί να διατρέξει την απόσταση από το 300 π. Χ. μέχρι σήμερα συμμετέχοντας νοερά στην εκστρατεία για την ανακάλυψη του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Το πρώτο κεφάλαιο «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» παρουσιάζει περιληπτικά το θέμα του βιβλίου και είναι απλό και εύπεπτο. Με μόνη την ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου γίνεται ο αναγνώστης κοινωνός της διαδρομής που ακολούθησε το μυστικό των πρώτων αριθμών μέσα από τις προσπάθειες των επιστημόνων να το κατανοήσουν και να το αποκρυπτογραφήσουν.
Από τον Ευκλείδη στον 3ο αιώνα π.Χ. και τον Πυθαγόρα, ο οποίος είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τους αριθμούς, ο Μάρκους ντι Σατόι περνάει στον 18ο αιώνα στον Καρλ Φρίντριχ Γκάους , στον Λέοναρντ ΄Οιλερ, τον Μπέρτραντ Ρίμαν , τον Ντάβιντ Χίλμπερτ και τον ΄Εντμουντ Λαντάου, οι οποίοι έζησαν, δίδαξαν και εργάσθηκαν στο Γκέτινγκεν στη Γερμανία. Τον επόμενο αιώνα τη σκυτάλη παίρνει το Πανεπιστήμιο Τρίνιτυ του Κέημπριτζ στο οποίο δραστηριοποιούνται ο Χάρντι, ο Λίτλγουντ και ο Ραμανουτζάν. Για τη σχέση μάλιστα των μαθηματικών αυτών ο θεατρικός συγγραφέας ΄Αιρα Χάουπτμαν έγραψε το έργο του «Διαμέριση» , με ήρωες τους μαθηματικούς Χάρντι και Ραμανουτζάν, την ινδική θεότητα Ναμαγκίρι και τον Φερμά, το οποίο παίχτηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Στον 20ο αιώνα ιδρύεται στο Πρίνστον το Ινστιτούτο Ανωτέρων Μελετών , στο οποίο διδάσκουν μαθηματικοί όπως ο Σέλμπεργκ, ο Γκέντελ, ο Ντάισον, ο Μπομπιέρι. Ανάλογο ινστιτούτο ιδρύεται και κοντά στο Παρίσι , στο οποίο διαπρέπουν η ομάδα Νικολά Μπουρμπακί και οι μαθηματικοί Αντρέ Βέιλ και Αλέν Κον. Παρά τις αντιλήψεις της εποχής, (18ος και 19ος αιώνας) υπήρξαν γυναίκες μαθηματικοί οι οποίες συνεισέφεραν καθοριστικά στην επιστήμη με το έργο τους, όπως οι Σοφί Ζερμέν, ΄Εμι Νέδερ και Τζούλια Ρόμπινσον. Το βιβλίο δεν αναλώνεται απλά στην ιστορία των μαθηματικών μέσα από την προσπάθεια απόδειξης της Υπόθεσης του Ρϊμαν, αλλά πλησιάζει τους ανθρώπους-επιστήμονες προσεγγίζοντας με σεβασμό και λεπτότητα την προσωπική τους ζωή, τις αγωνίες τους και τις συγκρούσεις τους , τις ιδιαιτερότητες και τα συναισθήματά τους. Αυτή η ανάλυση προσδίδει στο βιβλίο προσωπικό χαρακτήρα, κινώντας στον αναγνώστη την περιέργεια να μάθει για τη ζωή των πρωταγωνιστών της εξέλιξης των μαθηματικών, που είναι πια κομμάτι της δικής μας ζωής, ανιχνεύοντας μέσα από τις λέξεις τις πεποιθήσεις , τους πόθους και τα πάθη τους.
Με το τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αγκαλιάζει το βιβλίο του, τελειώνει με τον τρόπο που άρχισε , ανακεφαλαιώνοντας τις κυριότερες στιγμές της μαθηματικής «οδύσσειας», όπως περιγράφει την αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν κάποιες προτάσεις που εκφράζουν αλήθειες , όπως «΄Όταν τα πράγματα περιπλέκονται, αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς και να αναλογιστεί: έχω κάνει τη σωστή ερώτηση;» (Ενρίκο Μπομπιέρι), «Μια εξίσωση δεν εκφράζει τίποτε για μένα , εκτός και αν εκφράζει μια σκέψη του Θεού» (Σρινιβάσα Ραμανουτζάν), «Αληθινό ερευνητικό ταξίδι δεν είναι η αναζήτηση νέων χωρών, αλλά η παρατήρηση με καινούρια μάτια» (Μαρσέλ Προύστ), «Μουσική είναι η απόλαυση που βιώνει ο ανθρώπινος νους , όταν μετρά χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μετρά» (Λάιμπνιτς).
«Ακόμη κι αν δεν αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά τους, οι πρώτοι αριθμοί μας παρασύρουν σε μια συγκλονιστική πνευματική οδύσσεια. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ασφάλεια του σύγχρονου ηλεκτρονικού μας κόσμου, ενώ ο συντονισμός τους με την κβαντική φυσική μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουν κάτι να μας πουν και σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των κορυφαίων μαθηματικών να ερμηνεύσουν τις διαμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς αυτής της μυστικιστικής μουσικής , οι πρώτοι εξακολουθούν να παραμένουν ένα αναπάντητο αίνιγμα. Περιμένουμε πάντα εκείνον που θα γράψει το όνομά του στην αιωνιότητα, ως ο άνθρωπος που έκανε τους πρώτους να τραγουδήσουν».
Τρίτη 4 Αυγούστου 2009
Ζωγραφίζοντας το Πάκουα ...
Στην αρχή ήταν το μπουρίνι. ΄Η μάλλον στην αρχή ήταν η άποψη του δασκάλου να βλέπουμε κατά τη διάρκεια των ασκήσεων τα ιερά σύμβολα, το τάι τσι, τον κύκλο των πέντε στοιχείων και το Πάκουα, διότι και μόνο το γεγονός ότι τα βλέπουμε , ότι είναι μέσα στον κόσμο των αισθήσεών μας είναι ευεργετικό για μας, για τη γαλήνη του μυαλού μας, τη χαλάρωση των εντάσεων, την αρμονία μέσα στο σώμα μας. Έπειτα ήλθε το μπουρίνι, ξαφνικό, απροσδόκητο, απρόβλεπτο. Το ελαφρό αεράκι δυνάμωσε αναπάντεχα και μόλις που πρόλαβα να ξεκρεμάσω τα τρία χαρτόνια πριν τα πάρει μαζί του. ΄Όμως το ένα χαρτόνι σκίστηκε. ΄Ένα συναίσθημα ευθύνης με κατέλαβε. ΄Ισως δεν ήμουν αρκετά προσεκτική, ίσως δεν ήμουν όσο θα έπρεπε προνοητική. Για να διορθώσω τα πράγματα κι επειδή είδα και τον δάσκαλο να ταράζεται , έστω και λίγο, τον καθησύχασα : όταν γυρίσουμε στο Βόλο, θα φτιάξω άλλα. Και το εννοούσα, αλλά όχι ακριβώς όπως το έλεγα.
Η σκέψη μου ταξίδεψε με ταχύτητα σ΄ αυτό το μαγικό μηχάνημα , που με τα κατάλληλα προγράμματα, τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία μπορεί να δημιουργήσει υπέροχες εικόνες. ΄Όχι ότι διαθέτω κάτι από όλα αυτά. Η κόρη μου όμως διαθέτει ιδιαίτερο ταλέντο και έκανα την αυθόρμητη σκέψη ότι θα μπορούσα να της ζητήσω να με βοηθήσει. ΄Όπως και έπραξα. Από τη σκέψη όμως μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί. Καταρχήν ήταν αναγκαίο να βρεθεί χρόνος κοινός για συνεργασία. Γεγονός που έγινε. ΄Επειτα ήταν απαραίτητο να της εξηγήσω τι ζητούσα. Εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Αφού προσεγγίσαμε κάπως το ζητούμενο, η δημιουργός έχασε τελικά την υπομονή της , ζωγράφισε με την βοήθεια ενός προγράμματος αυτό που της ζήτησα , από τη δική της οπτική γωνία, σχεδιάζοντας το τάι τσι και τον κύκλο των πέντε στοιχείων με άποψη , η οποία απείχε από την άποψη της σχολής μας. Μετά από αυτά ούτε λόγος να γίνεται για το Πάκουα. Την ευχαρίστησα θερμά και άρχισα να προγραμματίζω την δική μου προσπάθεια να αποτυπώσω στο χαρτόνι τα ιερά σύμβολα. Χωρίς να έχω ζωγραφίσει ποτέ μου, χωρίς να έχω χρησιμοποιήσει τα τελευταία χρόνια χάρακα και μοιρογνωμόνιο , χωρίς να έχω εκθέσει σε κόσμο ούτε μία ευθεία γραμμή μου.
Εφοδιάστηκα με αρκετά χαρτόνια για να μπορώ να πειραματίζομαι . Ανάμεσα στους μαρκαδόρους και τα πινέλα με τις μπογιές, προτίμησα τα δεύτερα, έχοντας την αίσθηση ότι χρησιμοποιώντας πινέλο, θα δημιουργούσα κάτι , ενώ οι μαρκαδόροι μου θύμισαν παιδικές ζωγραφιές. ΄Ισως μια αίσθηση ματαιοδοξίας, που επαναλαμβάνεται κι άλλες φορές, όταν πρόκειται για παράδειγμα να διαλέξω αν θα γράψω με κοινό στυλό ή με πένα. Το πινέλο και οι μπογιές λοιπόν θα αποτύπωναν την προσωπική μου σφραγίδα, την προσπάθειά μου να δημιουργήσω κάτι για τη σχολή, διαθέτοντας ιδιαίτερο χρόνο και κόπο. Αυτές οι σκέψεις μου, αυτή η ιδιαιτερότητα με την οποία αντιμετώπισα το όλο θέμα, δεν με διάψευσαν . Ενώ ξεκίνησα να ζωγραφίζω σχεδόν αντιγράφοντας από τα σχέδια που είχα στα χέρια μου, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτό δεν μου αρκούσε. Τα σχέδια του τάι τσι και του κύκλου των πέντε στοιχείων ήταν προσιτά και γρήγορα στο σχεδιασμό τους. Για το Πάκουα όμως, δεν ίσχυε το ίδιο.
΄Αρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για διάφορες αποτυπώσεις του αναζητώντας αυτή που θα μου άρεσε περισσότερο, αυτή που θα έκφραζε πλησιέστερα τις «οκτώ αλλαγές» . ΄Όπως σχεδίαζα , καταλήφθηκα από δέος μια και αυτό που είχα στα χέρια μου ήταν ένα ιερό σύμβολο που αποτελεί τμήμα της κινέζικης φιλοσοφίας. Η μελέτη του μας βοηθά να κατανοήσουμε ανθρώπους και γεγονότα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρελθόν μας οδηγώντας μας με επίγνωση στο μέλλον. Κάθε γραμμή, κάθε πινελιά μου γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό, προσπαθώντας να κρατήσω το νου μου στον συμβολισμό των τριγράμμων : μεγάλη γη (λίμνη), μικρό μέταλλο, μεγάλο μέταλλο (ουρανός), νερό, μικρή γη (βουνό), μεγάλο ξύλο (κεραυνός), μικρό ξύλο (άνεμος), φωτιά και τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σε έναν άνθρωπο, σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια.
Δεν θα μπορούσα παρά να προσυπογράψω αυτό που διάβασα κάποτε , ότι η εκπαίδευση είναι η επίγνωση της άγνοιάς μας. Κάθε βήμα μας φέρνει πιο κοντά στο ρητό «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα», αλλά και στην κατανόηση αυτής της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε τη γνώση και μέσα από αυτή τη σοφία. Γιατί η γνώση – βίωμα , κι όχι η γνώση – εμφύτευση μπορεί να μας οδηγήσει στο φως !
Η σκέψη μου ταξίδεψε με ταχύτητα σ΄ αυτό το μαγικό μηχάνημα , που με τα κατάλληλα προγράμματα, τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία μπορεί να δημιουργήσει υπέροχες εικόνες. ΄Όχι ότι διαθέτω κάτι από όλα αυτά. Η κόρη μου όμως διαθέτει ιδιαίτερο ταλέντο και έκανα την αυθόρμητη σκέψη ότι θα μπορούσα να της ζητήσω να με βοηθήσει. ΄Όπως και έπραξα. Από τη σκέψη όμως μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί. Καταρχήν ήταν αναγκαίο να βρεθεί χρόνος κοινός για συνεργασία. Γεγονός που έγινε. ΄Επειτα ήταν απαραίτητο να της εξηγήσω τι ζητούσα. Εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Αφού προσεγγίσαμε κάπως το ζητούμενο, η δημιουργός έχασε τελικά την υπομονή της , ζωγράφισε με την βοήθεια ενός προγράμματος αυτό που της ζήτησα , από τη δική της οπτική γωνία, σχεδιάζοντας το τάι τσι και τον κύκλο των πέντε στοιχείων με άποψη , η οποία απείχε από την άποψη της σχολής μας. Μετά από αυτά ούτε λόγος να γίνεται για το Πάκουα. Την ευχαρίστησα θερμά και άρχισα να προγραμματίζω την δική μου προσπάθεια να αποτυπώσω στο χαρτόνι τα ιερά σύμβολα. Χωρίς να έχω ζωγραφίσει ποτέ μου, χωρίς να έχω χρησιμοποιήσει τα τελευταία χρόνια χάρακα και μοιρογνωμόνιο , χωρίς να έχω εκθέσει σε κόσμο ούτε μία ευθεία γραμμή μου.
Εφοδιάστηκα με αρκετά χαρτόνια για να μπορώ να πειραματίζομαι . Ανάμεσα στους μαρκαδόρους και τα πινέλα με τις μπογιές, προτίμησα τα δεύτερα, έχοντας την αίσθηση ότι χρησιμοποιώντας πινέλο, θα δημιουργούσα κάτι , ενώ οι μαρκαδόροι μου θύμισαν παιδικές ζωγραφιές. ΄Ισως μια αίσθηση ματαιοδοξίας, που επαναλαμβάνεται κι άλλες φορές, όταν πρόκειται για παράδειγμα να διαλέξω αν θα γράψω με κοινό στυλό ή με πένα. Το πινέλο και οι μπογιές λοιπόν θα αποτύπωναν την προσωπική μου σφραγίδα, την προσπάθειά μου να δημιουργήσω κάτι για τη σχολή, διαθέτοντας ιδιαίτερο χρόνο και κόπο. Αυτές οι σκέψεις μου, αυτή η ιδιαιτερότητα με την οποία αντιμετώπισα το όλο θέμα, δεν με διάψευσαν . Ενώ ξεκίνησα να ζωγραφίζω σχεδόν αντιγράφοντας από τα σχέδια που είχα στα χέρια μου, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτό δεν μου αρκούσε. Τα σχέδια του τάι τσι και του κύκλου των πέντε στοιχείων ήταν προσιτά και γρήγορα στο σχεδιασμό τους. Για το Πάκουα όμως, δεν ίσχυε το ίδιο.
΄Αρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για διάφορες αποτυπώσεις του αναζητώντας αυτή που θα μου άρεσε περισσότερο, αυτή που θα έκφραζε πλησιέστερα τις «οκτώ αλλαγές» . ΄Όπως σχεδίαζα , καταλήφθηκα από δέος μια και αυτό που είχα στα χέρια μου ήταν ένα ιερό σύμβολο που αποτελεί τμήμα της κινέζικης φιλοσοφίας. Η μελέτη του μας βοηθά να κατανοήσουμε ανθρώπους και γεγονότα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρελθόν μας οδηγώντας μας με επίγνωση στο μέλλον. Κάθε γραμμή, κάθε πινελιά μου γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό, προσπαθώντας να κρατήσω το νου μου στον συμβολισμό των τριγράμμων : μεγάλη γη (λίμνη), μικρό μέταλλο, μεγάλο μέταλλο (ουρανός), νερό, μικρή γη (βουνό), μεγάλο ξύλο (κεραυνός), μικρό ξύλο (άνεμος), φωτιά και τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σε έναν άνθρωπο, σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια.
Δεν θα μπορούσα παρά να προσυπογράψω αυτό που διάβασα κάποτε , ότι η εκπαίδευση είναι η επίγνωση της άγνοιάς μας. Κάθε βήμα μας φέρνει πιο κοντά στο ρητό «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα», αλλά και στην κατανόηση αυτής της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε τη γνώση και μέσα από αυτή τη σοφία. Γιατί η γνώση – βίωμα , κι όχι η γνώση – εμφύτευση μπορεί να μας οδηγήσει στο φως !
Κυριακή 2 Αυγούστου 2009
Πρέπει ή τιμημένος ο ακέριος άνθρωπος να ζει ή με τιμή να πεθαίνει...
Έφθασα στο Χόρτο γύρω στις δέκα το βράδυ. Στο μικρό θεατράκι, μακριά από τα αυτοκίνητα και τα ανυπόμονα βλέμματα, ανάμεσα στα δέντρα , κάτω από το ασημένιο φεγγάρι της 31 Ιουλίου μια ιδιαίτερη παράσταση ήταν έτοιμη να αρχίσει, ιδιαίτερη, όπως ξεχωριστός ήταν ο ήρωάς της, διαχρονικός και μαρτυρικός, σύμβολο αξιοπρέπειας και τιμής. ΄Όταν έφθασα στο θέατρο, η κ. Πία Χατζηνίκου όρθια, αλλά μέσα στον κόσμο , σα να διηγιόταν σε μια παρέα φίλων, με αμεσότητα και απλότητα, εξιστορούσε το μύθο που πάνω του ήταν στηριγμένος ο ποιητικός μονόλογος που επρόκειτο να παρακολουθήσουμε: Ο Αχιλλέας από τη Φθιώτιδα, ο γιος του Πηλέα και ο Αίας από τη Σαλαμίνα, ο γιος του Τελαμώνα είναι οι πιο γενναίοι από τους ΄Ελληνες κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο ΄Ομηρος χαρακτηρίζει τον Αίαντα ως το προπύργιο των Αχαιών. ΄Όταν σκοτώνεται ο Αχιλλέας , ο Αίας διεκδικεί τα όπλα του, αλλά με παρέμβαση των Ατρειδών που είχαν την αρχιστρατηγία, του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, τα όπλα παραχωρούνται στον Οδυσσέα. Ο Αίας μετά από την προσβολή αυτή αποφασίζει να εκδικηθεί τους Αχαιούς. Η θεά Αθηνά όμως σκοτίζει το νου του και αυτός επιτίθεται και σκοτώνει ό,τι ζώο βρει μπροστά του, νομίζοντας ότι σκοτώνει Αχαιούς. Όταν συνέρχεται από την παραφροσύνη του αυτή , αισθάνεται ντροπή και αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Η σύζυγός του Τέκμησσα και ο αδελφός του Τεύκρος προσπαθούν να τον μεταπείσουν. Ο Αίας βιώνοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική του και το περιβάλλον του αυτοκτονεί , αρνούμενος να ενταχθεί στον προηγούμενο κόσμο του. Η ιστορία του μεταφέρεται από τον ΄Ομηρο του 800 π.Χ. στο Σοφοκλή του 460-450 π.Χ. και από αυτόν στο Γιάννη Ρίτσο της Λέρου και της Σάμου στα 1967-1969. Ο Γιάννης Ρίτσος μας μεταφέρει στη στιγμή που ο Αίας βρίσκει τα λογικά του και αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει.
Αντιγράφοντας από την ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. :
«Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας. Στους “μονολόγους” του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Οι κατά συνθήκη ονομασίες, Αίας, Ορέστης, Ελένη, κτλ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες, αλλά κόμπους του Μύθου ή, μ' άλλα λόγια, της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας.».
Η Εστία Θεάτρου Βόλου Ερινεώς δημιουργήθηκε γύρω στα 1992 με την πρωτοβουλία και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Τράντα. Στόχος της η μελέτη και παρουσίαση ελληνικών κυρίως κειμένων , οικουμενικής διάστασης με διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες. Το χειμώνα του 2008 μας καθήλωσε με την παράστασή της στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Imagine ή το Τοπίο του Είναι» με αποσπάσματα από έργα των Σεφέρη, Παπαδιαμάντη και Πεντζίκη. Φέτος συμμετέχοντας στο αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζει τον Αίαντα από την ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση». Τέταρτη διάσταση , ένας άλλος τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, η επίγνωση μιας αλήθειας που προέρχεται μέσα από το χρόνο και το βίωμα , μια διαφορετική οπτική βασισμένη σε ώριμη, αλλά και οδυνηρή γνώση.
Ο Γιάννης Ρίτσος με τον Αίαντα επιχειρεί μια επικίνδυνη κατάδυση στην ψυχή και το υποσυνείδητο του ήρωα αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδησή του και την κοινωνική του υπόσταση. Σημείωσα κάποιους στίχους , ελάχιστους όμως,
όπως τις σκέψεις του ήρωα για τη φιλία : «Τίποτα δεν είναι ο φόβος του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»,
για τις τύψεις : «Κοίτα , στον τοίχο, μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα, μαύρον αέρα ρουθουνίζει – σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την, δεν μπορώ να την βλέπω»,
για τη μοναξιά «Δεν είχα να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ΄ την ίδια μου τη ζώνη – καθώς την έψαχνα τυφλά, το ΄νιωσα ξάφνου πως είταν κομμένη κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα απ΄ το χέρι»,
για την ομορφιά της φύσης «Σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι, με στέγασε μια άσπρη τρεμάμενη αψίδα»,
για την αυτογνωσία «Και σας πρόδωσα αλήθεια, μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει», αλλά και «Εμένα μου φτάνει αυτό που βρήκα χάνοντας τα πάντα».
Ο δραματικός μονόλογος του Αίαντα μας συγκλόνισε. Ο Γιάννης Τράντας μας μετέδωσε με πειστικότητα και συναίσθημα την απελπισία του ήρωα, «μίσησα για πάντα τ΄ όνομά μου», τη μοναξιά του , την αδυναμία , αλλά και άρνηση ένταξης σε ένα περιβάλλον ξένο προς την ηθική και την γνώση του, την ντροπή και τη θλίψη του για τον πόνο που προκάλεσε , το αδιέξοδο και την απογοήτευση του , αφού η ζωή του δεν έχει πια νόημα. Μαζί του η Ευαγγελία Κατούνια, ως Τέκμησσα , σύζυγος του Αίαντα, ο Ευάγγελος Κακάλιας ως φρουρός και ο Γιώργος Λεβέντης ως Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα. Ζωντανή μουσική συνόδευε όλη την παράσταση, άλλοτε ασυγκράτητη κι άλλοτε διακριτική η μουσική του Πέτρου Δουρδουμπάκη, νότες ζεστές ,νότες πιάνου, νότες φλάουτου, νότες που συνδυασμένες με τις λέξεις δημιουργούν ένα μαγικό μανδύα που τυλίγει τον θεατή , τον απομονώνει από το παρόν και τον οδηγεί σ΄ ένα ταξίδι της ψυχής πέρα από το ορατό και αισθητό, στην αλήθεια της τέχνης που είναι η αλήθεια της ζωής. Γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «Η καρδιά του ανθρώπου είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη τόσο βαθιά – μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια».
Αντιγράφοντας από την ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. :
«Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας. Στους “μονολόγους” του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Οι κατά συνθήκη ονομασίες, Αίας, Ορέστης, Ελένη, κτλ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες, αλλά κόμπους του Μύθου ή, μ' άλλα λόγια, της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας.».
Η Εστία Θεάτρου Βόλου Ερινεώς δημιουργήθηκε γύρω στα 1992 με την πρωτοβουλία και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Τράντα. Στόχος της η μελέτη και παρουσίαση ελληνικών κυρίως κειμένων , οικουμενικής διάστασης με διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες. Το χειμώνα του 2008 μας καθήλωσε με την παράστασή της στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Imagine ή το Τοπίο του Είναι» με αποσπάσματα από έργα των Σεφέρη, Παπαδιαμάντη και Πεντζίκη. Φέτος συμμετέχοντας στο αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζει τον Αίαντα από την ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση». Τέταρτη διάσταση , ένας άλλος τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, η επίγνωση μιας αλήθειας που προέρχεται μέσα από το χρόνο και το βίωμα , μια διαφορετική οπτική βασισμένη σε ώριμη, αλλά και οδυνηρή γνώση.
Ο Γιάννης Ρίτσος με τον Αίαντα επιχειρεί μια επικίνδυνη κατάδυση στην ψυχή και το υποσυνείδητο του ήρωα αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδησή του και την κοινωνική του υπόσταση. Σημείωσα κάποιους στίχους , ελάχιστους όμως,
όπως τις σκέψεις του ήρωα για τη φιλία : «Τίποτα δεν είναι ο φόβος του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»,
για τις τύψεις : «Κοίτα , στον τοίχο, μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα, μαύρον αέρα ρουθουνίζει – σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την, δεν μπορώ να την βλέπω»,
για τη μοναξιά «Δεν είχα να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ΄ την ίδια μου τη ζώνη – καθώς την έψαχνα τυφλά, το ΄νιωσα ξάφνου πως είταν κομμένη κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα απ΄ το χέρι»,
για την ομορφιά της φύσης «Σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι, με στέγασε μια άσπρη τρεμάμενη αψίδα»,
για την αυτογνωσία «Και σας πρόδωσα αλήθεια, μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει», αλλά και «Εμένα μου φτάνει αυτό που βρήκα χάνοντας τα πάντα».
Ο δραματικός μονόλογος του Αίαντα μας συγκλόνισε. Ο Γιάννης Τράντας μας μετέδωσε με πειστικότητα και συναίσθημα την απελπισία του ήρωα, «μίσησα για πάντα τ΄ όνομά μου», τη μοναξιά του , την αδυναμία , αλλά και άρνηση ένταξης σε ένα περιβάλλον ξένο προς την ηθική και την γνώση του, την ντροπή και τη θλίψη του για τον πόνο που προκάλεσε , το αδιέξοδο και την απογοήτευση του , αφού η ζωή του δεν έχει πια νόημα. Μαζί του η Ευαγγελία Κατούνια, ως Τέκμησσα , σύζυγος του Αίαντα, ο Ευάγγελος Κακάλιας ως φρουρός και ο Γιώργος Λεβέντης ως Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα. Ζωντανή μουσική συνόδευε όλη την παράσταση, άλλοτε ασυγκράτητη κι άλλοτε διακριτική η μουσική του Πέτρου Δουρδουμπάκη, νότες ζεστές ,νότες πιάνου, νότες φλάουτου, νότες που συνδυασμένες με τις λέξεις δημιουργούν ένα μαγικό μανδύα που τυλίγει τον θεατή , τον απομονώνει από το παρόν και τον οδηγεί σ΄ ένα ταξίδι της ψυχής πέρα από το ορατό και αισθητό, στην αλήθεια της τέχνης που είναι η αλήθεια της ζωής. Γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «Η καρδιά του ανθρώπου είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη τόσο βαθιά – μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια».
Σάββατο 25 Ιουλίου 2009
Τίποτε σ΄ αυτόν τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας ...
Υπάρχουν βιβλία που η λάμψη τους διαρκεί ένα ή δύο χρόνια, ίσως και λιγότερο. Κάποιες φορές κυκλοφορούν σε χιλιάδες αντίτυπα και μετά από χρόνια αναρωτιέται κανείς τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τέτοια αναγνωσιμότητα. Υπάρχουν ευτυχώς βιβλία που ευωδιάζουν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο, που το άγγιγμά τους προκαλεί δέος και η προσέγγισή τους γίνεται με ιδιαίτερο σεβασμό . Βιβλία δοκιμασμένα στο χρόνο, βράχια σοφίας και αλήθειας, τα προσεγγίζει κανείς σ΄ ένα επίπεδο, για να αντιληφθεί κάτι από τη σοφία των μεγάλων στοχαστών, να γίνει κοινωνός ενός φωτός που ανατέλλει με σταθερότητα και σκορπίζει τη λάμψη του στον πρόθυμο αναγνώστη , να αγγίξει κάτι από το μεγαλείο τους , να γευτεί την πίκρα και τη γλύκα τους, να χαθεί μέσα στη μαγεία των λέξεων και την απεραντοσύνη του σύμπαντος ενός μεγάλου μελετητή και συγγραφέα, βιβλία που μοσχοβολάνε τριαντάφυλλο και γιασεμί, που συγκινούν με την απελπισία της μοναξιάς και την πληρότητα του έρωτα. Βιβλία που σου επιτρέπουν να μιλήσεις για να συναισθήματα που σου προκαλούν , χωρίς πολλά λόγια γιατί μέσα από τις λέξεις τους έχουν τα πάντα ειπωθεί , ενώ όταν διαβάσεις και την τελευταία λέξη τους διαπιστώνεις με θλίψη και νοσταλγία το τέλος ενός υπέροχου ταξιδιού. Κι όταν κάποτε δεις κάποιο από αυτά τα βιβλία στα χέρια ενός αναγνώστη , αισθάνεσαι ιδιαίτερη περηφάνια στη σκέψη ότι κάποτε το διάβασες κι εσύ. ΄Ένα τέτοιο βιβλίο , σιωπηλό αλλά και θορυβώδες, ερωτικό αλλά και ανέραστο, γεμάτο κύματα επιθυμιών αλλά και αδιέξοδες σχέσεις , είναι «ο ΄Ερωτας στα Χρόνια της Χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Παγίδες της μοίρας , παγίδες της άγνοιας και της περηφάνιας καθορίζουν το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που ανήγαγε τον έρωτα σε διαχρονική αξία δίνοντας του διάρκεια και πάθος ανεξάρτητα από την ηλικία των ηρώων και τις προκαταλήψεις της εποχής .
΄Ένα απλό βλέμμα ήταν αιτία για έναν ερωτικό κατακλυσμό που για πενήντα και πλέον χρόνια δεν έλεγε να σταματήσει. Από την ημέρα που το βλέμμα αυτό της Φερμίνα Δάσα τον αιχμαλώτισε για πάντα, ο Φλορεντίνο Αρίσα άρχισε τη μυστική ζωή του μοναχικού κυνηγού. Ο έρωτάς του τον οδήγησε στην αλχημεία της ποίησης και στη μουσική . Τα πλούσια συναισθήματα, το πάθος του και ο τρόπος που τα μετουσιώνει αυτά σε πράξη ξεπηδούν μέσα από τις σειρές του μυθιστορήματος, ενώ κάθε λέξη μας μεταφέρει με παραστατικότητα στη σχέση των δύο νέων : τα γράμματα της Φερμίνα Δάσα «προορισμένα να διατηρούν αναμμένα τα κάρβουνα χωρίς να βάζει χέρι στη φωτιά, ενώ ο Φλορεντίνο Αρίσα γινόταν στάχτη σε κάθε γραμμή». ΄Όταν ο πατέρας της ανακαλύπτει την ανίερη σχέση ο Φλορεντίνο δε διστάζει να του πει «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να πεθάνω για τον έρωτα». Κι όμως ο Λορέντσο Δάσα λησμονώντας τη δική του ερωτική ιστορία απομακρύνει την κόρη του από την πόλη του έρωτά της. Ο χρόνος και ο χώρος έπαιξαν το καταστρεπτικό τους παιχνίδι , με αποτέλεσμα όταν η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει διαπιστώνει ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Λίγα χρόνια μετά μπαίνει στη ζωή της ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από πολύχρονη διαμονή στο Παρίσι και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την επιδημία της χολέρας στην πόλη τους «΄Ηταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ΄ αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε να αντέχουμε το παρελθόν». Ερωτεύεται την Φερμίνα Δάσα κεραυνοβόλα. Εκείνη στην αρχή αρνείται , αλλά μετά από πολλές και ποικίλες πιέσεις γίνεται ο γάμος τους. Ο Φλορεντίνο Αρίσα προσπαθεί να επιζήσει μέσα στη λήθη. Η πρώτη του σαρκική επαφή με μια άγνωστη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο απατηλός έρωτας της Φερμίνα Δάσα μπορούσε να αντικατασταθεί μ΄ ένα γήινο πάθος (σελ. 198). Τότε ήταν που άρχισε να καταγράφει σε ένα τετράδιο τους συνεχόμενους έρωτές του, εκτός από τις περαστικές περιπέτειες που δεν άξιζαν ούτε μια σημείωση. Στα επόμενα πενήντα χρόνια συμπλήρωσε εικοσιπέντε τετράδια με εξακόσιες είκοσι δύο καταχωρήσεις. ΄Όταν η Φερμίνα Δάσα έμεινε έγκυος ο Φλορεντίνο Αρίσα πήρε δύο αποφάσεις : να φτιάξει όνομα και περιουσία για να γίνει αντάξιός της και ότι ο γιατρός Ουρμπίνο έπρεπε να πεθάνει. Για να εκπληρώσει την πρώτη του απόφαση, αφού η δεύτερη δεν εξαρτιόταν από αυτόν, προσέγγισε τον θείο του Λεόν ΧΙΙ , που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ποταμοπλοΐας Καραϊβικής. Εκείνος πίστευε ότι «οι άνθρωποι δεν γεννιούνται μόνο τη μέρα που τους φέρνει στον κόσμο η μάνα τους, μα η ζωή τους αναγκάζει να ξαναγεννηθούν , μόνοι τους πλέον, μια και δυο και πολλές φορές ακόμα». ΄Ετσι ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε απ΄ όλες τις θέσεις της επιχείρησης μ΄ αφοσίωση και αντοχή σε κάθε δοκιμασία. Στην προσωπική του ζωή προωθούσε τις επιχειρήσεις του λαθροκυνηγού: Η χήρα του Νασαρέτ, η Αουσένσια Σανταντέρ, η Σάρα Νοριέγα , η Ολυμπία Σουλέτα. Συμπαραστάτισσα και φίλη η Λεόνα Κασιάνι, η οποία και μέσα από τη θέση της στην εταιρεία αλλά και σαν φίλη τον υποστήριξε και τον προώθησε, δυναμική, σιωπηλή , με μια γλύκα όλο σοφία. Ο συγγραφέας μας διηγείται με λεπτομέρειες κομμάτια από τη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνέχεια της Φερμίνα Δάσα, ακούραστος, μεταδίδοντας μας όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με διαύγεια και απλότητα. Ο γιατρός Ουρμπίνο πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μόνο γήινα αγαθά: ασφάλεια, τάξη, ευτυχία, άμεσα νούμερα που αν μπορούσαν να αθροιστούν ίσως να έμοιαζαν με έρωτα: σχεδόν με έρωτα (σελ. 282). ΄Οσο για την ίδια τη Φερμίνα Δάσα πέρασε ένα σφουγγάρι χωρίς δάκρυα πάνω από τη θύμηση του Φλορεντίνο Αρίσα και στο χώρο αυτό άφησε να ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο ευτυχισμένος γάμος της κράτησε όσο και το ταξίδι του μέλιτος : «το πρόβλημα στη κοινωνική ζωή είναι να μάθει κανείς να κυριαρχεί πάνω στον τρόμο, το πρόβλημα στη συζυγική ζωή είναι να μάθει να κυριαρχεί πάνω στην ανία». Δεν έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, η ζωή έφταιγε (σελ. 305). Τίποτε σ΄ αυτό τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας. Μετά από τριάντα χρόνια γάμου οι δύο σύζυγοι άρχισαν να αγαπιούνται καλύτερα, χωρίς βιασύνη και υπερβολές (σελ. 309), ενώ ο
Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα «ζούσαν σε δύο κόσμους που απομακρύνονταν, αλλά, ενώ εκείνος έκανε κάθε προσπάθεια για να μικρύνει την απόσταση, εκείνη δεν έκανε ούτε ένα βήμα που να μην είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πέρασε πολύς καιρός πριν εκείνος τολμήσει να σκεφτεί πως η αδιαφορία της δεν ήταν παρά μια προστατευτική πανοπλία ενάντια στο φόβο». Όταν το φάντασμα της Μπάρμπαρα Λιντς μπαίνει μέσα στο σπίτι του γιατρού Ουρμπίνο, δεν ήταν μια σεισμική δόνηση της καρδιάς, αλλά ένα ειρηνικό χτύπημα, που απομάκρυνε τη Φερμίνα Δάσα για δύο χρόνια από το συζυγικό σπίτι μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Ουρμπίνο την έφερε πίσω. Τότε ήταν περίπου που μπήκε στη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα η δεκατετράχρονη Αμέρικα Βικούνια και συνειδητοποίησε ότι «μετά από τόσα χρόνια υπολογισμένους έρωτες, η άνοστη γεύση της αθωότητας είχε τη γοητεία μιας ανανεωτικής διαστροφής» (σελ. 375). Ο θάνατος του γιατρού Ουρμπίνο ατύχημα έδωσε ελπίδες στον Φλορεντίνο Αρίσα, ενώ «οι χώροι της μνήμης της Φερμίνα Δάσα , όπου κατόρθωνε να κατευνάσει τις αναμνήσεις του πεθαμένου , γέμιζαν ολοένα και περισσότερο, αλλά μ΄ έναν αδυσώπητο τρόπο, με το λιβάδι από παπαρούνες που βρίσκονταν θαμμένες οι αναμνήσεις του Φλορεντίνο Αρίσα» (σελ. 391). Οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι αρχίζουν να συναντώνται και στις αντιδράσεις της κόρης της η Φερμίνα Δάσα απαντά «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ΄ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι» (σελ. 446). Πενήντα τρία χρόνια μετά το πρώτο βλέμμα της Φερμίνα Δάσα αποφασίζουν να φύγουν μαζί με το πλοίο Καινούρια Πίστη ταξιδεύοντας για όλη τους τη ζωή «΄Ηταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή , πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄ οποιαδήποτε εποχή και σ΄ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο» (σελ. 475).
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» : ένα ποίημα για τον έρωτα, ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής που μέσα από την ελπίδα και την πίστη πραγματώνεται , ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που εκφράζει όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά μας μεταδίδει εικόνες της εποχής εκείνης στην Κολομβία, στον απόηχο της ισπανικής κυριαρχίας και των συμφορών του Μεσαίωνα.
΄Ένα απλό βλέμμα ήταν αιτία για έναν ερωτικό κατακλυσμό που για πενήντα και πλέον χρόνια δεν έλεγε να σταματήσει. Από την ημέρα που το βλέμμα αυτό της Φερμίνα Δάσα τον αιχμαλώτισε για πάντα, ο Φλορεντίνο Αρίσα άρχισε τη μυστική ζωή του μοναχικού κυνηγού. Ο έρωτάς του τον οδήγησε στην αλχημεία της ποίησης και στη μουσική . Τα πλούσια συναισθήματα, το πάθος του και ο τρόπος που τα μετουσιώνει αυτά σε πράξη ξεπηδούν μέσα από τις σειρές του μυθιστορήματος, ενώ κάθε λέξη μας μεταφέρει με παραστατικότητα στη σχέση των δύο νέων : τα γράμματα της Φερμίνα Δάσα «προορισμένα να διατηρούν αναμμένα τα κάρβουνα χωρίς να βάζει χέρι στη φωτιά, ενώ ο Φλορεντίνο Αρίσα γινόταν στάχτη σε κάθε γραμμή». ΄Όταν ο πατέρας της ανακαλύπτει την ανίερη σχέση ο Φλορεντίνο δε διστάζει να του πει «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να πεθάνω για τον έρωτα». Κι όμως ο Λορέντσο Δάσα λησμονώντας τη δική του ερωτική ιστορία απομακρύνει την κόρη του από την πόλη του έρωτά της. Ο χρόνος και ο χώρος έπαιξαν το καταστρεπτικό τους παιχνίδι , με αποτέλεσμα όταν η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει διαπιστώνει ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Λίγα χρόνια μετά μπαίνει στη ζωή της ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από πολύχρονη διαμονή στο Παρίσι και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την επιδημία της χολέρας στην πόλη τους «΄Ηταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ΄ αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε να αντέχουμε το παρελθόν». Ερωτεύεται την Φερμίνα Δάσα κεραυνοβόλα. Εκείνη στην αρχή αρνείται , αλλά μετά από πολλές και ποικίλες πιέσεις γίνεται ο γάμος τους. Ο Φλορεντίνο Αρίσα προσπαθεί να επιζήσει μέσα στη λήθη. Η πρώτη του σαρκική επαφή με μια άγνωστη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο απατηλός έρωτας της Φερμίνα Δάσα μπορούσε να αντικατασταθεί μ΄ ένα γήινο πάθος (σελ. 198). Τότε ήταν που άρχισε να καταγράφει σε ένα τετράδιο τους συνεχόμενους έρωτές του, εκτός από τις περαστικές περιπέτειες που δεν άξιζαν ούτε μια σημείωση. Στα επόμενα πενήντα χρόνια συμπλήρωσε εικοσιπέντε τετράδια με εξακόσιες είκοσι δύο καταχωρήσεις. ΄Όταν η Φερμίνα Δάσα έμεινε έγκυος ο Φλορεντίνο Αρίσα πήρε δύο αποφάσεις : να φτιάξει όνομα και περιουσία για να γίνει αντάξιός της και ότι ο γιατρός Ουρμπίνο έπρεπε να πεθάνει. Για να εκπληρώσει την πρώτη του απόφαση, αφού η δεύτερη δεν εξαρτιόταν από αυτόν, προσέγγισε τον θείο του Λεόν ΧΙΙ , που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ποταμοπλοΐας Καραϊβικής. Εκείνος πίστευε ότι «οι άνθρωποι δεν γεννιούνται μόνο τη μέρα που τους φέρνει στον κόσμο η μάνα τους, μα η ζωή τους αναγκάζει να ξαναγεννηθούν , μόνοι τους πλέον, μια και δυο και πολλές φορές ακόμα». ΄Ετσι ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε απ΄ όλες τις θέσεις της επιχείρησης μ΄ αφοσίωση και αντοχή σε κάθε δοκιμασία. Στην προσωπική του ζωή προωθούσε τις επιχειρήσεις του λαθροκυνηγού: Η χήρα του Νασαρέτ, η Αουσένσια Σανταντέρ, η Σάρα Νοριέγα , η Ολυμπία Σουλέτα. Συμπαραστάτισσα και φίλη η Λεόνα Κασιάνι, η οποία και μέσα από τη θέση της στην εταιρεία αλλά και σαν φίλη τον υποστήριξε και τον προώθησε, δυναμική, σιωπηλή , με μια γλύκα όλο σοφία. Ο συγγραφέας μας διηγείται με λεπτομέρειες κομμάτια από τη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνέχεια της Φερμίνα Δάσα, ακούραστος, μεταδίδοντας μας όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με διαύγεια και απλότητα. Ο γιατρός Ουρμπίνο πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μόνο γήινα αγαθά: ασφάλεια, τάξη, ευτυχία, άμεσα νούμερα που αν μπορούσαν να αθροιστούν ίσως να έμοιαζαν με έρωτα: σχεδόν με έρωτα (σελ. 282). ΄Οσο για την ίδια τη Φερμίνα Δάσα πέρασε ένα σφουγγάρι χωρίς δάκρυα πάνω από τη θύμηση του Φλορεντίνο Αρίσα και στο χώρο αυτό άφησε να ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο ευτυχισμένος γάμος της κράτησε όσο και το ταξίδι του μέλιτος : «το πρόβλημα στη κοινωνική ζωή είναι να μάθει κανείς να κυριαρχεί πάνω στον τρόμο, το πρόβλημα στη συζυγική ζωή είναι να μάθει να κυριαρχεί πάνω στην ανία». Δεν έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, η ζωή έφταιγε (σελ. 305). Τίποτε σ΄ αυτό τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας. Μετά από τριάντα χρόνια γάμου οι δύο σύζυγοι άρχισαν να αγαπιούνται καλύτερα, χωρίς βιασύνη και υπερβολές (σελ. 309), ενώ ο
Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα «ζούσαν σε δύο κόσμους που απομακρύνονταν, αλλά, ενώ εκείνος έκανε κάθε προσπάθεια για να μικρύνει την απόσταση, εκείνη δεν έκανε ούτε ένα βήμα που να μην είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πέρασε πολύς καιρός πριν εκείνος τολμήσει να σκεφτεί πως η αδιαφορία της δεν ήταν παρά μια προστατευτική πανοπλία ενάντια στο φόβο». Όταν το φάντασμα της Μπάρμπαρα Λιντς μπαίνει μέσα στο σπίτι του γιατρού Ουρμπίνο, δεν ήταν μια σεισμική δόνηση της καρδιάς, αλλά ένα ειρηνικό χτύπημα, που απομάκρυνε τη Φερμίνα Δάσα για δύο χρόνια από το συζυγικό σπίτι μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Ουρμπίνο την έφερε πίσω. Τότε ήταν περίπου που μπήκε στη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα η δεκατετράχρονη Αμέρικα Βικούνια και συνειδητοποίησε ότι «μετά από τόσα χρόνια υπολογισμένους έρωτες, η άνοστη γεύση της αθωότητας είχε τη γοητεία μιας ανανεωτικής διαστροφής» (σελ. 375). Ο θάνατος του γιατρού Ουρμπίνο ατύχημα έδωσε ελπίδες στον Φλορεντίνο Αρίσα, ενώ «οι χώροι της μνήμης της Φερμίνα Δάσα , όπου κατόρθωνε να κατευνάσει τις αναμνήσεις του πεθαμένου , γέμιζαν ολοένα και περισσότερο, αλλά μ΄ έναν αδυσώπητο τρόπο, με το λιβάδι από παπαρούνες που βρίσκονταν θαμμένες οι αναμνήσεις του Φλορεντίνο Αρίσα» (σελ. 391). Οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι αρχίζουν να συναντώνται και στις αντιδράσεις της κόρης της η Φερμίνα Δάσα απαντά «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ΄ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι» (σελ. 446). Πενήντα τρία χρόνια μετά το πρώτο βλέμμα της Φερμίνα Δάσα αποφασίζουν να φύγουν μαζί με το πλοίο Καινούρια Πίστη ταξιδεύοντας για όλη τους τη ζωή «΄Ηταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή , πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄ οποιαδήποτε εποχή και σ΄ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο» (σελ. 475).
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» : ένα ποίημα για τον έρωτα, ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής που μέσα από την ελπίδα και την πίστη πραγματώνεται , ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που εκφράζει όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά μας μεταδίδει εικόνες της εποχής εκείνης στην Κολομβία, στον απόηχο της ισπανικής κυριαρχίας και των συμφορών του Μεσαίωνα.
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009
Σκιές στον ποταμό Χάντσον
Το πολυσέλιδο βιβλίο του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978, καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Αναφερόμενο σε Πολωνοεβραίους πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκαν στην Αμερική, επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη θρησκευτική τους παράδοση ανάγοντας τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του σε μία διαρκή αντιπαράθεση με το Θεό μέχρι να καταλήξει στη συμφιλίωση με τον Δημιουργό σαν την μόνη επιλογή που μπορεί να καθησυχάσει και ημερώσει το θηρίο που βρίσκεται μέσα στον καθένα. Οι ήρωες του βιβλίου, παρότι είναι πολλοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, διαγράφονται με σαφήνεια, αναλύονται με μεγάλη λεπτομέρεια, με τρόπο διεισδυτικό και αποκαλυπτικό για τις αδυναμίες που καθορίζουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στις συγκρούσεις, αλλά και για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής που αναδεικνύουν τις αξίες της , την πίστη, τη δικαιοσύνη, τη συγνώμη, τη διάκριση. Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο ξεχωρίζει για τις εικόνες του, τη χρήση της γλώσσας και τα συναισθήματα που προξενεί, το βιβλίο του Σίνγκερ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ξεχωρίζει για τη λογοτεχνική του αξία. Είναι περισσότερο ένα βιβλίο γεμάτο προβληματισμούς , φιλοσοφικές αναζητήσεις και θρησκευτικές αναφορές. Ο κάθε ήρωας πορεύεται σε ένα δρόμο προσωπικής ολοκλήρωσης μέσα από παλινδρομήσεις, οδύνη, πόνο και πάθη. Οι επιθυμίες και οι προσκολλήσεις , ο φόβος μπροστά στην έκφραση της ελεύθερης βούλησης, αλλά και η αμφισβήτησή της ενίοτε, η ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, καθώς και οι νωπές μνήμες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα , αποτελούν το χώρο μέσα στον οποίο κινούνται με προοπτική τη χάραξη της προσωπικής για τον καθένα πορείας που θα τον γαληνέψει και θα τον συμβιβάσει με την συνείδηση του.
Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Ν. Υόρκη ανάμεσα στο Δεκέμβρη του 1947 και το Νοέμβρη του 1949, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ξεκινά με μία συγκέντρωση φίλων στο διαμέρισμα του Μπόρις Μακάβερ και κλείνει κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πολλοί από τους φίλους λείπουν , είτε επειδή έχουν χαθεί είτε επειδή η πνευματική τους αναζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Καλεσμένοι στο σπίτι του Μπόρις Μακάβερ είναι οι ήρωες του βιβλίου, που οι ζωές τους διαπλέκονται ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση : η κόρη του ΄Αννα και ο σύζυγός της Στανισλάβ Λούρια, ο ανεψιός του Χέρμαν Μακάβερ, ο καθηγητής Σράγκε, , ο Χερτς Ντόβιντ Γκρέιν, ο γιατρός Σόλομον Μάλγκοριν , και τα αδέλφια Τσάντοκ Χάλπεριν και Φρίντα Ταμάρ. Αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας η οικογένεια του Γκρέιν, η σύζυγός του Λέα και τα παιδιά του Ανίτα και Τζάκ, και η Πατρίτσια, σύζυγος του Τζακ, η οδοντίατρος Κλαρκ και ο φίλος του Γκρέιν Μόρις Γκόμπινερ, σημαντικά πρόσωπα για την εξέλιξη της ιστορίας, ορισμένα από τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις των βασικών ηρώων. Ο καθένας εξίσου μοναδικός και εξίσου κομμάτι μιας ολότητας, την οποία επηρεάζει αλλά και δέχεται την επίδρασή της. ΄Ετσι οι δυαδικές σχέσεις Γκρέιν - Λέα, Γκρέιν -΄Αννα, ΄Αννα – Στανισλάβ, οι σχέσεις του Γκρέιν με τα παιδιά του, Μπόρις - ΄Αννα , Γκρέιν - ΄Εστερ και όσες ακόμη μου διαφεύγουν , διαγράφονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες. Το Εβραϊκό Ζήτημα κυριαρχεί στις συζητήσεις των φίλων εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά άλλα βράδια που ακολουθούν. Η διχογνωμία έγκειται στην άποψη του Μπόρις Μακάβερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εβραϊκότητα υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει , παρά το ενδεχόμενο της αφομοίωσης και έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη ότι η εβραϊκότητα ήταν ένα βραχύ επεισόδιο της εβραϊκής ιστορίας . Ο κομμουνισμός αποτελεί ένα ακόμη θέμα συζήτησης και προβληματισμού, δεδομένου ότι μέσα στην ομάδα υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του , όπως ο Χέρμαν, αλλά και σφοδροί πολέμιοι, όπως ο Λούρια. Μέσα σ΄ ατή την ομήγυρη εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στην ΄Αννα και τον Γκρέιν, η οποία θα είναι κυρίαρχη σε όλο το βιβλίο, και σαν ερωτική σχέση, αλλά και σαν μέσο εξέλιξης όλων των προσώπων. Ο Γκρέιν από την πρώτη στιγμή αντιδρά με τις σκέψεις : «δεν σκοπεύω να καταστρέψω καμιά οικογένεια. Υπάρχει Θεός» (σελ. 33), «Δεν θέλω να κτίσω την ευτυχία μου πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου» (σελ. 47), «Τι γυρεύω από αυτό ζευγάρι; Γιατί εισβάλλω στις ζωές ξένων; (σελ. 53), ενδίδει στο τέλος , αλλά «δεν τολμά να στραφεί στο Θεό ακριβώς τη στιγμή που παρέβαινε έναν από τους ιερότερους νόμους του». ΄Ηταν ένας εγκληματίας χωρίς αισθήματα μεταμέλειας (σελ. 79). «Μολονότι δεν μπορούσε να ζήσει με τον Θεό, ο Γκρέιν δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς Αυτόν» (σελ. 127). « Είχε ενεργήσει ενάντια στις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του» (σελ. 198) «Αντιλαμβανόμενος σαφώς πως η αμαρτία που είχε σπείρει είχε βγάλει ρίζες , είχε απλωθεί και βλαστήσει, μπουμπουκιάσει και ανθίσει για να δώσει ένα άνθος δυστυχίας και αθλιότητας»(σελ. 257) Στο τέλος του πρώτου μέρους ο Γκρέιν προβλέπει σε κάποιο επίπεδο το μέλλον του : «Στο κάτω κάτω πάντα ήθελα να γίνω ερημίτης. Θα πάω κάπου και κανείς δεν θα μάθει που θα απομείνουν τα κόκκαλα μου. Θα κάνω τους τελευταίους λογαριασμούς μου με το Θεό». Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου , αποκαλύπτει στην ΄Αννα ότι δεν βρήκε στον εαυτό του , δεν βρήκε τίποτε (σελ. 558) .
Ο Ισαάκ Σίνγκερ στο βιβλίου θίγει μέσα από τα λόγια των ηρώων του ζητήματα όπως η πίστη «Η πίστη από μόνη της δεν δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αποφασίζει. Χρειάζεται ακόμη οργάνωση … Δεν μπορείς να υποτάξεις τα ένστικτα αν δεν καταβάλλει προσπάθεια. Και για να το επιτύχεις πρέπει να έχεις ένα σχέδιο επίθεσης γιατί ο εχθρός είναι πλήρως κινητοποιημένος» (σελ. 55-56), η συμπόνια «Η τρομοκρατία μπορεί να λάβει κάθε δυνατή μορφή, αλλά η χειρότερη μορφή της είναι η συμπόνια. ΄Όταν αγαπάς κάποιον και νιώθεις ταυτόχρονα συμπόνια γι΄ αυτόν , αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στα πιο βάναυσα πράγματα» (σελ. 60), καθώς και θέματα που άπτονται του μεγαλείου του Θείου και της Φύσης : « Ο Θεός χρειάζεται την ανθρωπότητα για να Τον βοηθήσει ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας το κοσμικό δράμα» (σελ. 119), « Τι ευτυχία , που υπάρχει ο ουρανός και μπορεί κανείς τουλάχιστον να δει φευγαλέα τα φώτα του! Χωρίς αυτά , τα ανθρώπινα όντα θα βυθίζονταν τελείως στην ασημαντότητα» (σελ. 127), «Μερικά πλάσματα δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, ιδίως όταν αυτό δεν τα εξυπηρετεί. Μόνο εμείς οι άνθρωποι νομίζουμε ότι φέρουμε στους ώμους μας ολόκληρο το Σύμπαν» (σελ. 437), «Αφού παίρνουμε πράγματα από αυτό τον κόσμο, πρέπει να δίνουμε κι εμείς ένα αντάλλαγμα» (σελ. 468), «Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω στις ατυχίες των άλλων» (σελ. 502), «Αν ανάμεσα σ΄ εκατομμύρια αγκάθια μπορεί ν΄ ανθίσει ένα και μόνο λουλούδι, αυτό είναι δείγμα ότι μπορούν ν΄ ανθίσουν και πολλά άλλα λουλούδια» (σελ. 581), «Δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ανάμεσα σ΄ ένα ζώο δεμένο κι ένα ζώο που περιπλανιέται ελεύθερο», «Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός τα συναισθήματα, αν πρέπει διαρκώς να τα ελέγχουμε;» (σελ. 115) , «Γιατί να αγαπάς ένα μόριο αφρού , όταν αποκάτω του φουρτουνιάζει μια παντοδύναμη θάλασσα; Η ασημαντότητα μπορεί να αγαπά μόνο αυτό που είναι ασήμαντο» (σελ. 122). «Ποιος διαπότισε την ανθρωπότητα με οργή, θηριωδία, δίψα για εξουσία; … Γιατί απαιτεί ο Θεός να παθαίνουν από ασιτία πεντάχρονα παιδιά; … Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο» (σελ. 490 και 503).
Ο θάνατος του Στανισλάβ Λούρια, τα προβλήματα υγείας του Μπόρις Μακάβερ και η μαστεκτομή της Λέα ανατρέπουν τις καταστάσεις που δείχνουν να έχουν διαμορφωθεί. ΄Όλα όσα θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας , αναδεικνύονται σε ουσιαστικά. Οι ήρωες του βιβλίου περνώντας μέσα από πόνο, δοκιμασίες και παλινδρομήσεις κερδίζουν την αποδοχή ή έστω την ανοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ενώ το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο πετούν πάνω από τον ποταμό Χάντσον όχι σαν τιμωρία , γιατί ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, αλλά σαν αποτέλεσμα της άγνοιας , της προσκόλλησης σε επιθυμίες και του πάθους.
Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Ν. Υόρκη ανάμεσα στο Δεκέμβρη του 1947 και το Νοέμβρη του 1949, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ξεκινά με μία συγκέντρωση φίλων στο διαμέρισμα του Μπόρις Μακάβερ και κλείνει κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πολλοί από τους φίλους λείπουν , είτε επειδή έχουν χαθεί είτε επειδή η πνευματική τους αναζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Καλεσμένοι στο σπίτι του Μπόρις Μακάβερ είναι οι ήρωες του βιβλίου, που οι ζωές τους διαπλέκονται ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση : η κόρη του ΄Αννα και ο σύζυγός της Στανισλάβ Λούρια, ο ανεψιός του Χέρμαν Μακάβερ, ο καθηγητής Σράγκε, , ο Χερτς Ντόβιντ Γκρέιν, ο γιατρός Σόλομον Μάλγκοριν , και τα αδέλφια Τσάντοκ Χάλπεριν και Φρίντα Ταμάρ. Αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας η οικογένεια του Γκρέιν, η σύζυγός του Λέα και τα παιδιά του Ανίτα και Τζάκ, και η Πατρίτσια, σύζυγος του Τζακ, η οδοντίατρος Κλαρκ και ο φίλος του Γκρέιν Μόρις Γκόμπινερ, σημαντικά πρόσωπα για την εξέλιξη της ιστορίας, ορισμένα από τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις των βασικών ηρώων. Ο καθένας εξίσου μοναδικός και εξίσου κομμάτι μιας ολότητας, την οποία επηρεάζει αλλά και δέχεται την επίδρασή της. ΄Ετσι οι δυαδικές σχέσεις Γκρέιν - Λέα, Γκρέιν -΄Αννα, ΄Αννα – Στανισλάβ, οι σχέσεις του Γκρέιν με τα παιδιά του, Μπόρις - ΄Αννα , Γκρέιν - ΄Εστερ και όσες ακόμη μου διαφεύγουν , διαγράφονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες. Το Εβραϊκό Ζήτημα κυριαρχεί στις συζητήσεις των φίλων εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά άλλα βράδια που ακολουθούν. Η διχογνωμία έγκειται στην άποψη του Μπόρις Μακάβερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εβραϊκότητα υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει , παρά το ενδεχόμενο της αφομοίωσης και έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη ότι η εβραϊκότητα ήταν ένα βραχύ επεισόδιο της εβραϊκής ιστορίας . Ο κομμουνισμός αποτελεί ένα ακόμη θέμα συζήτησης και προβληματισμού, δεδομένου ότι μέσα στην ομάδα υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του , όπως ο Χέρμαν, αλλά και σφοδροί πολέμιοι, όπως ο Λούρια. Μέσα σ΄ ατή την ομήγυρη εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στην ΄Αννα και τον Γκρέιν, η οποία θα είναι κυρίαρχη σε όλο το βιβλίο, και σαν ερωτική σχέση, αλλά και σαν μέσο εξέλιξης όλων των προσώπων. Ο Γκρέιν από την πρώτη στιγμή αντιδρά με τις σκέψεις : «δεν σκοπεύω να καταστρέψω καμιά οικογένεια. Υπάρχει Θεός» (σελ. 33), «Δεν θέλω να κτίσω την ευτυχία μου πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου» (σελ. 47), «Τι γυρεύω από αυτό ζευγάρι; Γιατί εισβάλλω στις ζωές ξένων; (σελ. 53), ενδίδει στο τέλος , αλλά «δεν τολμά να στραφεί στο Θεό ακριβώς τη στιγμή που παρέβαινε έναν από τους ιερότερους νόμους του». ΄Ηταν ένας εγκληματίας χωρίς αισθήματα μεταμέλειας (σελ. 79). «Μολονότι δεν μπορούσε να ζήσει με τον Θεό, ο Γκρέιν δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς Αυτόν» (σελ. 127). « Είχε ενεργήσει ενάντια στις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του» (σελ. 198) «Αντιλαμβανόμενος σαφώς πως η αμαρτία που είχε σπείρει είχε βγάλει ρίζες , είχε απλωθεί και βλαστήσει, μπουμπουκιάσει και ανθίσει για να δώσει ένα άνθος δυστυχίας και αθλιότητας»(σελ. 257) Στο τέλος του πρώτου μέρους ο Γκρέιν προβλέπει σε κάποιο επίπεδο το μέλλον του : «Στο κάτω κάτω πάντα ήθελα να γίνω ερημίτης. Θα πάω κάπου και κανείς δεν θα μάθει που θα απομείνουν τα κόκκαλα μου. Θα κάνω τους τελευταίους λογαριασμούς μου με το Θεό». Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου , αποκαλύπτει στην ΄Αννα ότι δεν βρήκε στον εαυτό του , δεν βρήκε τίποτε (σελ. 558) .
Ο Ισαάκ Σίνγκερ στο βιβλίου θίγει μέσα από τα λόγια των ηρώων του ζητήματα όπως η πίστη «Η πίστη από μόνη της δεν δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αποφασίζει. Χρειάζεται ακόμη οργάνωση … Δεν μπορείς να υποτάξεις τα ένστικτα αν δεν καταβάλλει προσπάθεια. Και για να το επιτύχεις πρέπει να έχεις ένα σχέδιο επίθεσης γιατί ο εχθρός είναι πλήρως κινητοποιημένος» (σελ. 55-56), η συμπόνια «Η τρομοκρατία μπορεί να λάβει κάθε δυνατή μορφή, αλλά η χειρότερη μορφή της είναι η συμπόνια. ΄Όταν αγαπάς κάποιον και νιώθεις ταυτόχρονα συμπόνια γι΄ αυτόν , αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στα πιο βάναυσα πράγματα» (σελ. 60), καθώς και θέματα που άπτονται του μεγαλείου του Θείου και της Φύσης : « Ο Θεός χρειάζεται την ανθρωπότητα για να Τον βοηθήσει ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας το κοσμικό δράμα» (σελ. 119), « Τι ευτυχία , που υπάρχει ο ουρανός και μπορεί κανείς τουλάχιστον να δει φευγαλέα τα φώτα του! Χωρίς αυτά , τα ανθρώπινα όντα θα βυθίζονταν τελείως στην ασημαντότητα» (σελ. 127), «Μερικά πλάσματα δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, ιδίως όταν αυτό δεν τα εξυπηρετεί. Μόνο εμείς οι άνθρωποι νομίζουμε ότι φέρουμε στους ώμους μας ολόκληρο το Σύμπαν» (σελ. 437), «Αφού παίρνουμε πράγματα από αυτό τον κόσμο, πρέπει να δίνουμε κι εμείς ένα αντάλλαγμα» (σελ. 468), «Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω στις ατυχίες των άλλων» (σελ. 502), «Αν ανάμεσα σ΄ εκατομμύρια αγκάθια μπορεί ν΄ ανθίσει ένα και μόνο λουλούδι, αυτό είναι δείγμα ότι μπορούν ν΄ ανθίσουν και πολλά άλλα λουλούδια» (σελ. 581), «Δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ανάμεσα σ΄ ένα ζώο δεμένο κι ένα ζώο που περιπλανιέται ελεύθερο», «Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός τα συναισθήματα, αν πρέπει διαρκώς να τα ελέγχουμε;» (σελ. 115) , «Γιατί να αγαπάς ένα μόριο αφρού , όταν αποκάτω του φουρτουνιάζει μια παντοδύναμη θάλασσα; Η ασημαντότητα μπορεί να αγαπά μόνο αυτό που είναι ασήμαντο» (σελ. 122). «Ποιος διαπότισε την ανθρωπότητα με οργή, θηριωδία, δίψα για εξουσία; … Γιατί απαιτεί ο Θεός να παθαίνουν από ασιτία πεντάχρονα παιδιά; … Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο» (σελ. 490 και 503).
Ο θάνατος του Στανισλάβ Λούρια, τα προβλήματα υγείας του Μπόρις Μακάβερ και η μαστεκτομή της Λέα ανατρέπουν τις καταστάσεις που δείχνουν να έχουν διαμορφωθεί. ΄Όλα όσα θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας , αναδεικνύονται σε ουσιαστικά. Οι ήρωες του βιβλίου περνώντας μέσα από πόνο, δοκιμασίες και παλινδρομήσεις κερδίζουν την αποδοχή ή έστω την ανοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ενώ το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο πετούν πάνω από τον ποταμό Χάντσον όχι σαν τιμωρία , γιατί ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, αλλά σαν αποτέλεσμα της άγνοιας , της προσκόλλησης σε επιθυμίες και του πάθους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)