… Ησυχία πολλή ήταν. Ψηλά, στην αυστηρή θεότητα του τόπου, στα Κιμιντένια, ένα μεγάλο δέντρο δίψασε. Σαλεύει τις ρίζες του αργά, προς τα δεξιά, προς τα ζερβά, τις τεντώνει γυρεύοντας να πιεί. Τα σκουλήκια ξυπνούν απ΄ τον ύπνο τους. «Τι είναι;» λέει το ένα. «Τίποτα», αποκρίνεται το άλλο. «Το δέντρο δίψασε». Γυρίζουν απ΄ την άλλη να κοιμηθούν, όταν ξυπνά το χώμα. «Τι γίνεται δω;» ρωτά κ΄ εκείνο. Μόλις όμως δει τις ρίζες στον απελπισμένο τους αγώνα, καταλαβαίνει και χαμογελά στοργικά. «Θα σου φέρω νερό», λέει στο δέντρο. Σαλεύει το χώμα, φέρνει νερό απ΄ τη μυστική κρύπτη όπου φυλάγεται για τη δύσκολη ώρα, και το δέντρο πίνει. Την ίδια στιγμή, στην επιφάνεια, μια μεγάλη πέτρα σάλεψε απ΄ την ταραχή της γης, έχασε την αταραξία της, κύλησε λίγο.
Αυτά γίνονταν ψηλά, και τα Κιμιντένια άκουγαν ατάραχα. Ατάραχα άκουγαν ό,τι γινόταν χαμηλά, κάτω απ΄ τη σκέπη τους, ανάμεσα στους ανθρώπους…
…Τότες το ξανθό παλικάρι, ο Λαζό-εφφές, πήρε ένα σκοπό: «Από μακριά, απ΄ τα βάθη της Ασίας, από ψηλά γυμνά βουνά κατεβαίνει το κοπάδι οι λύκοι. Κινούνε προς τα χαμηλά, για την πεδιάδα, για τα μέρη της θάλασσας, να φάνε. Περνάνε από χώρα σε χώρα και τη ρημάζουνε, μα να χορτάσουν δεν μπορούν. Τα δέντρα και τ΄ αγρίμια όλα τους λένε: «Τραβάτε χαμηλά! Τραβάτε χαμηλά για τη θάλασσα!» Κ΄ οι λύκοι όλο φεύγουν. Περνούνε την Αρμυρή ΄Ερημο, ψυχή δε βρίσκεται κεί. Μονάχα ένα παραστρατημένο πουλί βρίσκουν και το ρωτούν να μάθουν: «Πού είναι η θάλασσα;» «Τραβάτε χαμηλά! Τραβάτε χαμηλά!» τους λέει τρομαγμένο το πουλί και χάνεται. Η θάλασσα! Τι να ΄ναι, άραγες, αυτός ο τόπος του νερού όπου όλα τρέχουν να φτάξουν, τα ζωντανά και τα πουλιά κ΄ οι άνθρωποι που πείνασαν στα γυμνά βουνά; Περάσαν οι λύκοι την Αρμυρή ΄Ερημο και μπήκαν σε μεγάλο δάσος. Εκεί, στην κουφάλα ενός δέντρου όπου είχε αποτραβηχτεί για να πεθάνει, βρήκαν ένα γέρικο ελάφι. Του λένε: «Πες μας εσύ, που τόσο στη ζωή σου έτρεξες, πές μας για τη θάλασσα. Αργεί ακόμα να φανεί;» Και το ελάφι, που έζησε πολύ στα δάση, μονάχα στα δάση έζησε, κ΄ είδε όλα τα ελάφια της φυλής του να γεννιούνται και να πεθαίνουν κάτω απ΄ τα μεγάλα δέντρα, τους αποκρίθηκε: «Ποτές σας δε θα φτάξετε στη θάλασσα! Ποτές σας δε θα φτάξετε!». Τότε, με άγριο βογγητό, οι λύκοι γείρανε στη γη κι άρχισαν να κλαίνε τη μοίρα τους, να κλαίνε την ερημιά τους, επειδή πια το ξέρανε πως ποτές δε θα φτάξουνε στη θάλασσα, πως η θάλασσα δεν είναι για τους λύκους».
΄Ηταν ένα παράξενο τραγούδι του ξεπατρισμού και της ερημιάς, πλημμυρισμένο από καημό κι από πάθος που δεν ικανοποιήθηκε, αυτό το τραγούδι των λύκων. ΄Ένα πικρό πέπλο σκέπασε τα μάτια των ληστών όσο το τραγούδι ξετυλιγόταν, η καρδιά τους χτύπησε, χτύπησε, ίσαμε που σύχασε. Και τότε η λύπη ήρθε και κάθισε απάνω της. Οι σκληρές γραμμές χαθήκαν απ΄ τα πρόσωπα, τα χέρια με τις φουσκωμένες φλέβες πέσανε, σιγά σιγά πορευόταν κ΄ έφτανε μέσα τους η ώρα του ανθρώπου. (σελ. 46-47)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου