Το βιβλίο «Το χαμένο ταίρι» είναι η προσωπική μαρτυρία μιας φαρμακωμένης γενιάς, όπως βίωσε την ιστορία, τη καταστροφή της Σμύρνης, την εγκατάσταση στην Ελλάδα, τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, την κατοχή και την αντίσταση. Κι όλ΄ αυτά μέσα από τις διηγήσεις της κυρα-Δέσποινας, της «γιαγιάς», χωρίς όνομα, χωρίς άλλα διακριτικά.
« Η γιαγιά… Δρυς που ρίχνει τη δροσερή σκιά της πάνω από τα κεφάλια μας. Απλή και αρχόντισσα όμως συνάμα. Αρχόντισσα στο φέρσιμο, στους τρόπους, κι αμύθητα πλούτη στην καρδιά. Σκληρή όταν πρέπει να επιβληθεί η τάξη, μα απρόσμενα γλυκιά όταν πρέπει να εξασφαλίσει τη νηνεμία γύρω της. Κρατάει ένα μαγικό ραβδάκι στα χέρια της αυτή η μικροσκοπική φιγούρα κι όλα τα μεταμορφώνει γύρω της. Κανέναν δεν ξεχωρίζει τούτη η γερόντισσα. ΄Ολους, δίχως εξαίρεση, τους έρανε με τη χρυσόσκονη που έχει φυλαγμένη μέσα στην καρδιά της. ΄Ένα χαρμάνι μας έχει κάνει όλους. Αξεχώριστοι. ΄Αντρες, γυναίκες, παιδιά κάτω από το θολό της βλέμμα. Το βλέμμα που θαρρείς πως μέρα – νύχτα ξαγρυπνά να μην αφήσει τίποτα να σκιάσει την ευτυχία μας σε όλα τα σπιτικά στο σόι». Της γιαγιάς , που «σαν καλά δοκιμασμένο καράβι δεν πτοούνταν, όπως άλλα πρωτοτάξιδα. Αυτή κάποτε αρμένιζε μονοσάνταλη για το άγνωστο και παρόλ΄ αυτά μπόρεσε να νικήσει το φόβο για να ζήσει. Ξεβράστηκε μια μέρα αλώβητη από τη λέμβο των συμφορών της κι όλα πήραν την πορεία τους με κατάληξη το δικό μας σήμερα.». Η γιαγιά που εκεί που περνούσε από τη στεριά στην αγκαλιά του πελάγους, η μια της παντούφλα έφυγε από το αριστερό της πόδι.
«΄Ένα χαμένο παπούτσι,
Μια χαμένη προσδοκία,
Ένα άπιαστο όνειρο,
Μια σβησμένη ελπίδα,
Ένα γυμνό πόδι,
Μια ολόγυμνη καρδιά,
Μια ξυπόλητη ύπαρξη,
Μονοσάνταλος καημός».
Με την υπόσχεση «Θα το φυλάξω το ορφανεμένο πατούμενο, μέχρι να ξανάρθω πίσω. Γιατί θα γυρίσω μια μέρα, μπουσουλώντας στα τέσσερα έστω, να ψάξω για το αδικοχαμένο ταίρι του. Εγώ ή κάποιος από τη φύτρα μου … Μια μέρα των ημερών θα το βρω». Σταθερή, δυνατή, μεγαλόψυχη : «αρμενίσαμε το ματωμένο πέλαο. Κλείσαμε τα μάτια να αποφύγουμε το κακό μπροστά μας. Δε χάσαμε όμως ούτε στιγμή τη ρότα μας. Δε λιποψυχήσαμε μπρος στο μίσος τους. Φύσηξε αεράκι και μας έφερε στη ζωή. Αν χάσαμε τα παπούτσια μας, γλιτώσαμε τα πόδια μας. Κι αν στερηθήκαμε τα πολλά, έχουμε τα λίγα … Κι αυτό λίγο δεν είναι, μα ούτε κι αρκετό». Με την απορία «Γλιτώσαμε άραγε; Ζήσαμε; Ποιος ξέρει; Γλιτώνει κανείς όταν ξεριζώνεται από τη γη του; Επιβιώνει ο άνθρωπος μισός κι ανέσωτος; … Τι είναι η ζωή; Να έχεις το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί κι ανάμεσα να χάσκει η θάλασσα που κοιτάει να σε αποπνίξει; Δεν ξέρω, κόρη μου, αν γλιτώσαμε τότενες. Δεν ξέρω αν ζούμε τώρα δα». Αλλά αισιόδοξη «κρατήσαμε τα γκέμια κόντρα στα ζιζάνια. Αντέξαμε την καχυποψία, ξεπεράσαμε το νέο πόλεμο που μας κήρυξαν εκεί, Δόξα σοι ο Θεός δε μας τσάκισε ο βοριάς τις ανεμοδαρμένες ιτιές. Κι αν μας λύγισε μια στάλα, δε μας σώριασε καταγής στο τέλος».
Το χαμένο ταίρι κρατά στη ζωή τη γιαγιά Δέσποινα. Αυτό δεν το ανταλλάσσει με όλα τα πλούτη Δύσης και Ανατολής. Κι αν φύγει από τη ζωή, υπάρχει η συνέχειά της για το ιερό καθήκον. Δε στέρεψαν οι ελπίδες. Ακόμα και τώρα που η δρυς του σπιτιού ψυχορραγεί, μια υπόσχεση ζωής μπορεί να κρατήσει άσβεστη τη φλόγα της ελπίδας. Το μαγικό κουτί, ντυμένο από μεταξωτό ύφασμα κρατά στα σπλάχνα του μόνο τη μισή ευτυχία της γιαγιάς Δέσποινας. Το υπόλοιπο χάσκει στην αντίπερα όχθη από τότε, από τον ανίερο εκείνο διωγμό που άνοιξε βαθιές πληγές στα στήθια. ΄Ηταν τότε που μια φαρμακωμένη γενιά εγκατέλειπε κακήν κακώς την Ιωνία μας με πολλά δάκρυα και στεναγμούς. Μα το χαμένο ταίρι πρέπει να βρεθεί, για να αποκατασταθεί η τάξη των πραγμάτων, να μερώσει η ανησυχία.
Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου