Σκάλιζα σήμερα μέσα στο γκρίζο μπαουλάκι της εκστρατείας, γυρεύοντας κάποιο επίσημο έγγραφο της στρατιωτικής μου θητείας που μου χρειάστηκε ύστερ΄ από τόσα χρόνια. Είναι ένα γερό γερμανικό κασελάκι του στρατού, χρονώ πράμα, πούχα πετάξει μέσα σ΄ ένα σωρό θυμητάρια του πολέμου. Σαν άνοιξα τη σκουριασμένη του κλειδωνιά, το καπάκι έτριξε σαν να ξεκάρφωσα μια παλιά ξεχασμένη λειψανοθήκη. ΄Ηταν εκεί μέσα ένα μπρούτζινο μισοφέγγαρο που δάγκωνε ένα μαυρισμένο άστρο, κομμένο από το κοντάρι κάποιας τούρκικης σημαίας. ΄Ητανε το σπαθί μου, μια σιδερένια κάσκα, μια γερμανική μουτσούνα για τ΄ ασφυξιογόνα σα γουρουνίσια μούρη, ήτανε τ΄ απολυτήριό μου με τα ξεθωριασμένα γράμματα της γραφομηχανής, ένας πετσένιος χαρτοφύλακας, κάτι φωτογραφίες, δυο-τρεις χειροβομβίδες κι ένα σωρό άλλα μικροπράματα. ΄Ητανε κ΄ ένα χοντρό δέμα από στρατσόχαρτο, δεμένο σταυρωτά με σπάγγο, πούχα ξεχάσει πια τι είχε μέσα. Ψαλίδισα τους κόμπους του και ξεχύθηκαν με πένθιμο θρόισμα ένα σωρό τετράδια και κατεβατά από λογής-λογής χαρτί, γραμμένα όλα πυκνά – πυκνά, με γράψιμο στρωτό και πολύ σφικτό. Αναθυμήθηκα τότες, και πάνω στο χοντρόχαρτο ξαναδιάβασα τη μισοσβησμένη παλιά μου σημείωση με το γαλάζιο μολύβι:
Τα χειρόγραφα του λοχία Αντώνη Κωστούλα.
Τράβηξα έξω όλ΄ αυτά τα χαρτιά κι άφησα το σκέπασμα της στενόμακρης κάσας να ξαναπέσει. ΄Ηταν, αλήθεια, μια αληθινή νεκρόκασα τούτου το μπαουλάκι, κι ήταν ένας φτωχός πεθαμένος αυτά τα κιτρινισμένα πολυκαιρίτικα χαρτιά που ο σπάγγος τα σημάδεψε στις τέσσερεις άκριες. ΄Ενας πεθαμένος που γύρευε να μιλήσει. Τα άπλωσα πάνω στο γραφείο μου και διαβάζοντάς τα με την αράδα έτσι πούταν αριθμημένα, σιγά – σιγά, δίχως να το καταλάβω βρέθηκα χρόνια ολάκερα ξοπίσω. Τα τετράδια τούτα με το φτηνό χαρτί και με τις στριμωχτές μολυβογραμμένες σελίδες τάχα βρει μέσα σ΄ ένα γελιό του Τέταρτου Συντάγματος της Νησιώτικης Μεραρχίας, ύστερ΄ απ΄ τη φριχτή μάχη του υψόμετρου 908. ΄Ημουν υπαξιωματικός ακόμα εκείνο τον καιρό και ξεχωρίζαμε τα δημόσια είδη των ζωντανών, των λαβωμένων και των σκοτωμένων. Τούτα τα τετράδια βρεθήκανε μέσα στο γελιό του Αντώνη Κωστούλα. ΄Ενας εθελοντής λοχίας, διμοιρίτης στην τρίτη διμοιρία του έβδομου λόχου. Τόνε θυμήθηκα τόσο ζωηρά και καθαρά κείνο τον αψηλό μελαχρινό φοιτητή με το μακρουλό πρόσωπο και τα φουντωμένα μαλλιά! ΄Ηταν ένας αληθινός άντρας, φρόνιμος και συσταζούμενος σαν κοπέλα.
Κάηκε κατά λάθος μέσα στα βουλγάρικα χαρακώματα που πατήσαμε, την ώρα που οι εκκαθαριστές, με τα κοντομάχαιρα στη φούχτα και με το συνεργείο των «φλογοβόλων», ξεπαστρεύανε τους τελευταίους οχτρούς, που απόμειναν κρυμμένοι από φόβο για από μπαμπεσιά μέσα στ΄ αμπριά της κυριευμένης γραμμής. Τον έκαψε ένας φραντσέζος, υποδεκανέας στην «ειδικότητα του υγρού πυρός». Αυτό το συνεργείο το κολλήσανε στο Σύνταγμά μας κείνη τη φοβερή και εξαιρετική μέρα, γιατί εμείς οι βαλκάνιοι δεν είχαμε τότες ακόμα στα μηχανικά μας πολεμικά μέσα τέτοιας λογής ευρωπαϊκές «ειδικότητες».
Το λοιπόν, ο φραντσέζος αυτός, την ώρα που λαντουρούσε με το μασούρι της συσκευής του μια γλώσσα τρεχούμενης φωτιάς μέσα σ΄ ένα βουλγάρικο αμπρί, πήρε μια τραβηχτή μαχαιριά στ΄ αποκοίλι από έναν κρυμμένο βούλγαρο. ΄Ωσπου να παραδώσει, σπαρταρώντας σαντ ο ψάρι με τ΄ άντερα έξω (το μηχάνημα της συσκευής του δούλευε), και με τα νύχια γαντζωμένα πα στο σουληνάρι της εκτόξευσης, σκόρπιζε ακόμη το συντριβάνι της φωτιάς όπου λάχαινε.
Κείνη την ώρα έτυχε να πηδήξει μέσα στο χαράκωμα κι ο λοχίας ο Κωστούλας και κάηκε. Τον ήβραμε με το μούτρο φαγωμένο απ΄ τη φωτιά. ΄Ολο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ήτανε μια μαυροκόκκινη πληγή, που χάραζαν απάνω της μόνο τρία άσπρα σημάδια. Η σειρά τω δοντιώ του, που σφίγγανε σφιχτοκλειδωμένες οι μασέλες, ολότελα γδυτές από κρέας, κι οι βορβοί τω ματιών, που φούσκωναν στρογγυλοί σα δυο ελεφαντένιες τόπες του μπιλιάρδου. Το κάτω δεξί σκυλόδοντο γυάλιζε, σκεπασμένο με χρυσή κορόνα.
Τόνε θάψαμε στο ίδιο μέρος που βρέθηκε, σ΄ ένα λάκκο, αντάμα με το φραντσέζο και με τρεις βουλγάρους. Πολλές μέρες ύστερα, σαν περνούσα από κει κι ένιωθα το χώμα να λαστιχάρει κουφωτό κάτω απ΄ τα προσεχτικά πόδια μου, ένα κρύο φύσημα περνούσε ως μέσα μου. Μα δεν μπορούσε να γίνει αλλιώτικα, γιατ΄ ήτανε των αδυνάτων αδύνατο να τους παραχώσουμε αλλού. Ο οχτρός, βλέπεις, μόλις άφησε στα χέρια μας το οχυρό του, άρχισε, μέρες, να το ζευγαρίζει αδιάκοπα με οβίδες, για να μας μποδίσει να το «οργανώσουμε».
΄Ητανε, μπορεί να πει κανείς, τυχεροί κιόλας όσοι έλαχε να πεθάνουνε μέσα στα χαρακώματα, ή εκεί κοντά στα προπετάσματα ένα γύρω. Γιατί οι άλλοι, που πέσανε στο ξέσκεπο, σάπιζαν άθαφτοι έξω απ΄ τα συρματοπλέγματα, και κάθε λίγο ξέσκιζαν τις κοιλιές τους οι εκρήξεις κι έκαναν τα κουφάρια να πηδούνε πάνω απ΄ το χώμα. Κατόπι ήρθε η βροχή και μέρες τους έδερνε μέσα στα μαύρα στόματα που χάσκανε, και τους χτυπούσε στα στυλωμένα μάτια. Κι οι οβίδες που χιμούσαν με ακατανόητη μανία πάνω σ΄ αυτούς τους φουκαράδες νεκρούς, βουτούσανε σαν γουρούνες στις λάσπες, τους πιτσίλιζαν ελεεινά και τους έκαναν καμιά φορά με τον τρανταγμό ν΄ ανασηκώνουνται, σα να ζωντάνευαν για λίγο, να μετατοπίζουν τα μέλη τους απότομα, να κλωτσάνε και ν΄ ανοίγουν άσκημα τα σκέλια.
Σαν ένα σιχαμερό κοπάδι ποντίκια με τριγυρίζουν πάλι όλες αυτές οι θύμησες, τώρα που κάθουμαι και πασπατεύω με τα δάχτυλα και με τα μάτια τούτα τα καβουριασμένα παλιόχαρτα, που τάχα ξεχάσει ολότελα τόσα χρόνια. Σήμερα, που ξαναπρόβαλαν στα εγκόσμια, είπα ν΄ αποφασίσω να τα τυπώσω. Είναι γραμμένα σαν είδος γράμματα σε μια κοπέλα, που τ΄ όνομά της δε φαίνεται πουθενά. Α ζει κι αν υπάρχει, ας μου συχωρέσει τούτη την αποκοτιά. Μα γω λέω πως ήτανε κιόλας ένα χρέος ετούτο που κάνω. Γιατί μέσα σ΄ αυτά τα χαρτιά θροεί μια ψυχή τυραγνισμένη, που είναι ένα μέρος της Παγκόσμιας Ψυχής. Θαρώ πως τούτα δω τα μιλήματα, που δεν τους στάθηκε τυχερό να φτάσουν ως τη γυναίκα που γι΄ αυτή γραφόνταν, ε, ανήκουν κάπως και σ΄ όλες τις γυναίκες που άγγισε ο πόλεμος, ακόμα και σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα που γιόμισε από τις απορίες του πολέμου, κι απλώνει τα χέρια ζητιανεύοντας την πανανθρώπινη αγάπη.
Κι ύστερα (γιατί να κρύψω τούτη τη δεισιδαιμονία που με κυρίεψε και με τυραγνά!) θαρώ πως βγάζοντας στο φως ετούτα τα χαρτιά, ξαναζωντανεύω το σκοτωμένο παλικάρι, το σέρνω από το χέρι μες από τον ασημάδευτον τάφο του, και του ξαναδίνω τη μιλιά και το φτωχό πνέμα του που έλιωσε μαζί με τα μυαλά. Είναι βαρύ πράμα νάχετε μέσα σας έναν πεθαμένο που γυρεύει να μιλήσει και να του σφαλνάτε με την απαλάμη το στόμα. Γνέφει και κάνει παρακαλεστικά νοήματα προς την καρδιά σας απ΄ το υπερπέραν. Θέλει να εκφραστεί. Ας μου συχωρεθεί τούτο το βιβλίο, γιατί μου είναι μια προσωπική απολύτρωση.
Η Ζωή εν Τάφω (Στρατής Μυριβήλης)
Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου