Ο έρωτας, η πραγματικότητα και η ιδέα του αποτελούν τον πυρήνα, που γύρω του περιστρέφεται το μυθιστόρημα του Ισμαήλ Κανταρέ, «Το Ατύχημα». Τα δύο είδη του, ο παλιός, ο εκατομμυριοετής, που τον κληροδοτούν από γενιά σε γενιά, και ο καινούριος, ο ατίθασος, που έχει σπάσει αυτή την αλυσίδα. «Χρειάστηκε να περάσουν εκατοντάδες χιλιετίες, ούτως ώστε η έλξη μεταξύ ανδρών και γυναικών να καταλήξει, ύστερα από ατέλειωτες γεννήσεις, στη σύγχρονη μορφή του έρωτα», γράφει ο συγγραφέας. «Αν και μεταγενέστερος, ίσως και τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν από την κατασκευή των πυραμίδων, ο νέος αυτός έρωτας, ατίθασος και κεραυνοβόλος, σαν τη τελευταία μέρα του κόσμου, κατάφερε να αντιπαρατεθεί στον παλιό έρωτα, τον εκατομμυριοετή. Την προαιώνια πίστη, την παραδοσιακή, την πληκτική μεν αλλά σίγουρη, την έφερε αντιμέτωπη με τη χαοτική ανασφάλεια. Με την αίσθηση του κινδύνου και την τρέλα. Θανάσιμοι αντίπαλοι, που όμως κανένας τους δεν καταφέρνει να εξουδετερώσει τον άλλον. Μάλιστα, αρκετές φορές, το παλιό κοιμισμένο μαμούθ απαξίωνε το νέο αγρίμι, μέχρι του σημείου να αμφισβητεί την ίδια του την ύπαρξη». Ο έρωτας που έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του την υπόσταση, την εφήμερη, αλλά και την αιώνια, την τυραννική, αλλά και την επιτρεπτική, την εγωκεντρική αλλά και την αλτρουιστική.
΄Ενα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αυστρία προκαλεί ένα στρόβιλο φιλοσοφικών προβληματισμών, την αγωνιώδη αναζήτηση που αδιέξοδα οδηγεί σε μια απάντηση πέρα από κάθε λογική, εκεί που οι ψυχές συναντώνται ενώ τα σώματα λείπουν. ΄Ένα ταξί ξεφεύγει από την πορεία του και πέφτει σε γκρεμό. Οι δύο εραστές που μεταφέρει είναι νεκροί. Ο οδηγός επιβιώνει, αλλά δεν καταφέρνει να εξηγήσει γιατί έχασε τον έλεγχο του οχήματος. Ισχυρίζεται πως δε θυμάται παρά μονάχα το γεγονός ότι οι δύο επιβάτες «προσπαθούσαν … να φιληθούν».
Η παράδοξη κατάθεσή του στοιχειώνει τις Αρχές, αλλά και τις μυστικές υπηρεσίες δύο βαλκανικών χωρών, της Αλβανίας και της Σερβίας-Μαυροβουνίου, που, αιφνιδίως, εκδηλώνουν ενδιαφέρον για την υπόθεση.
΄Ερευνες, ανακρίσεις και καταθέσεις δεν οδηγούν πουθενά. Ενώ η σχέση των δύο εραστών έχει διαρκέσει περίπου πεντακόσιες εβδομάδες, οι αλλαγές φαίνεται να έχουν συντελεστεί μόλις τις τελευταίες πενήντα δύο, και μάλιστα σα να συνιστούσε ένα διαχωριστικό όριο, ο χαρακτηρισμός «call girl» εμφανίσθηκε ακριβώς την τεσσαρακοστή εβδομάδα. ΄Ωσπου ένας ερευνητής κατάφερε να πλησιάσει στη λύση του αινίγματος που γεννήθηκε στο 17ο χιλιόμετρο. Μέσα από τις μυριάδες ψηφίδες, τα ονόματα των ξενοδοχείων, τις αποδείξεις, τα σημειώματα της νεαρής γυναίκας, τις καταθέσεις των υπαλλήλων και της φίλης Λίζας Μπλουμ, ο ερευνητής αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί από αυτό το θολό στρόβιλο. Σκοτεινές εικασίες που προκαλούν υποψίες, διφορούμενες φράσεις, ανεξήγητοι διάλογοι κάνουν την εμφάνισή τους για να χαθούν αμέσως μετά σε μια παράλογη δίνη. Τι είχε κάνει αυτούς τους δύο ανθρώπους, τη Ροβένα και τον Μπέσφορτ Υ., να βιώνουν ως φυσιολογική μια κατάσταση που δεν έμοιαζε του κόσμου τούτου; Τι ήξεραν, τι έβλεπαν που οι άλλοι δεν μπορούσαν να διαβλέψουν; Ποιους μυστικούς νόμους είχαν ανακαλύψει, ποια τάση, ποιο πέρασμα του χρόνου; (σελ. 57). Η έρευνά του έρχεται αντιμέτωπη με το ερώτημα, αν υπάρχει ο έρωτας στ΄ αλήθεια ή είναι απλώς μια νοσηρή ιριδίζουσα κατάσταση, μια καινούρια παραίσθηση που έχει εμφανισθεί στη γη μόνο τα τελευταία πέντε με έξι χιλιάδες χρόνια, και την οποία δεν ήταν ακόμη γνωστό αν ο πλανήτης θα την κρατούσε ή θα την αποτίναζε, έτσι όπως ένας οργανισμός αποβάλλει το ενοχλητικό ξένο σώμα. Ο ερευνητής αποφασίζει να αναπαραστήσει τις τελευταίες σαράντα εβδομάδες του ζευγαριού, γνωρίζοντας πως, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία, το χρονικό αυτό δεν θα ήταν παρά μια ωχρή απεικόνιση του αρχέτυπου, αλλά είχε την ελπίδα ότι ξεκινώντας από την απεικόνιση, έστω και τη θολή, θα κατάφερνε να πλησιάσει στο πρότυπο.
Μερικές φορές σκεφτόταν πως ίσως θα τα κατάφερνε καλύτερα αν διαιρούσε το χρονικό σε μέρες ή σε μήνες, και άλλες φορές σε πράξεις ή σε ραψωδίες, όπως τα αρχαία έπη… Μια νύχτα στα τέλη του καλοκαιριού, άρχισε πράγματι να συλλαμβάνει την ιστορία. Αλλά η σύλληψη, εκτός που ήταν βασανιστική, περιείχε τέτοια φλόγα και αφοσίωση, ώστε τον κούρασε περισσότερο από τη ζωή του ολόκληρη.
Την τεσσαρακοστή βδομάδα η διαπίστωση «κάτι δεν είναι όπως παλιά» αναδύεται εφιαλτική. Ο έρωτάς του Μπεσφόρτ Υ. και της Ροβένα Αγ., αν δεν είχε ήδη τελειώσει, πλησίαζε στο τέλος του. Κι εκείνος ακριβώς αυτό ήθελε να αποφύγει: το να περπατήσουν στη ζώνη του λυκόφωτος. Αναζητούσαν κάτι άλλο, που να εξακολουθεί να έχει αχτίδες. Την κάθοδο του Ορφέα στον ΄Αδη για να φέρει την Ευρυδίκη πίσω θα έπρεπε ίσως να την είχαν εξηγήσει διαφορετικά. Η νεκρή δεν ήταν η Ευρυδίκη, αλλά ο έρωτας. Και ο Ορφέας στην προσπάθειά του να τον ζωντανέψει, κάπου έκανε λάθος, μάλλον βιάστηκε και τον έχασε ξανά.
Την τριακοστή τρίτη βδομάδα ο Μπεσφόρτ Υ. αναρωτιέται αν υπάρχει ο έρωτας, αν ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει μια ρωγμή σε όσα τον περιορίζουν, αν μπορεί να ξεπεράσει την ύλη από την οποία φτιάχτηκε το σύμπαν και να κοιμηθεί με το ουράνιο τόξο προς μια απαγορευμένη διάσταση με εντελώς διαφορετικούς νόμους.
Από την εικοστή τρίτη βδομάδα στη δωδέκατη, από το Ζηλιάρη Σύζυγο του Θερβάντες στη νέα προσέγγισή του, η Ροβένα μετατρέπεται σε μια ξένη που συνδυάζει την ακινησία της κούκλας με τη λευκή πούδρα της Ιαπωνίας.
Μια βδομάδα πριν από το τέλος, κάθε ίχνος σβήνει από τη ζωή του Μπεσφόρτ Υ και της Ροβένας Αγ. Ο ερευνητής ανακαλεί την ιστορία του ΄Αγκο Ιμέρι, την αναπλάθει στο νου του, ενώ τα όνειρα του Μπεσφόρτ τον βασανίζουν, καθώς ελπίζει μέσα από αυτά να καταλήξει στην αποκάλυψη του μυστηρίου. Η ξένη γυναίκα στο μαυσωλείο, η ξένη γυναίκα που δεν καταλαβαίνει το όνομά της, η απώλεια και η έλλειψη. Η αλήθεια παίζει με τον ερευνητή, μέσα του φωτίζονται όψεις της που δεν είναι ορατές, που δεν θέλουμε να τις ξέρουμε ούτε τις αντέχουμε. Στο ταξί σου, συνέβη κάτι άλλο από εκείνο που είδες εσύ. ΄Ηταν μαζί στο πίσω κάθισμα, αθώοι και ένοχοι, δολοφόνοι και φερόμενοι ως δολοφόνοι, κούκλες, ομοιώματα, μορφές και ψυχές, πότε μαζί πότε χώρια, όπως εκείνες οι φλεγόμενες λεοπαρδάλεις. Τα όσα είδες εσύ και τα φαντάζομαι εγώ μάλλον απέχουν απ΄ την αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι αρχαίοι υποψιάζονταν ότι οι θεοί δεν έδωσαν στους ανθρώπους την υπέρτατη γνώση. Γι΄ αυτό συνήθως δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυτό που συμβαίνει- είμαστε τυφλοί. Ο Ισμαήλ Κανταρέ ξεφεύγει πια από την ιστορία, φιλοσοφεί πάνω στην ύπαρξη του ανθρώπου, στις σχέσεις του, την αγωνιώδη αναζήτηση του έρωτα. Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου ξετυλίγουν με τέχνη, με ερωτήματα που δεν βρίσκουν απάντηση ούτε από το συγγραφέα ούτε από τον ερευνητή, την τυχαία διαρροή της φοβερής δεξαμενής, όπου οι θεοί κρατούν την υπέρτατη και απαγορευμένη για τους ανθρώπους γνώση: οι τέσσερις πρωταγωνιστές βρέθηκαν έξω από το χώρο και το χρόνο, σε ένα πεδίο όπου κανείς δεν μπορεί να έχει πρόσβαση. Ο ΄Ιγκο Αμέρι, ο Ορφέας και η Ευρυδίκη απογειώνουν το χρόνο, ένα πέπλο να τραβιέται μπροστά από τα μάτια του έκπληκτου και επίμονου ερευνητή, αλλά η αλήθεια εξακολουθεί να διαφεύγει καθώς ο μοναδικός μάρτυρας, ο εσωτερικός καθρέφτης του ταξί σιωπά αγκαλιάζοντας με τον απαιτούμενο σεβασμό αυτό που κανένας δεν κατάφερε να βιώσει σε τούτο τον κόσμο. Ο ερευνητής μένει και πάλι μόνος, παρέα με το αίνιγμα των δυο ξένων, τη λύση του οποίου κανείς δεν του την είχε ζητήσει.
΄Ένα βιβλίο που η πρώτη ανάγνωση ανοίγει το δρόμο για τη δεύτερη, καθώς ο αναγνώστης ρουφά με προσδοκία κάθε λέξη, προσεγγίζει μεγάλα μυστικά του σύμπαντος και έχει τη δυνατότητα να επιλέξει τον επίλογο της ιστορίας που επιθυμεί. ΄Εχω την αίσθηση ότι ο Ισμαήλ Κανταρέ παραχωρεί στους αναγνώστες του, στον κάθε αναγνώστη την ελευθερία να αποφασίσει εκείνος αν και πώς κλείνει ο κύκλος της σχέσης των δύο εραστών.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου