΄Όταν ο Λώρενς Στέρν στα μέσα του 18ου αιώνα γράφει το μυθιστόρημά του Τρίστραμ Σάντυ, προοιωνίζεται το μοντέρνο μυθιστόρημα. Στο έργο αυτό παραβιάζονται συστηματικά οι συμβάσεις της μυθιστορηματικής γραφής του 18ου αιώνα, όπως τις είχαν επεξεργασθεί και καθιερώσει μεγάλοι μυθιστορηματογράφοι, σαν τον Ντηφόου και τον Ρίτσαρντσον: η μορφή, η λογική ή χρονολογική διαδοχή, ο ρόλος του αφηγητή, η θεματική, οι σχέσεις των ηρώων. Ο συγγραφέας είναι συνεχώς παρών στη ροή της αφήγησης, που διακόπτεται συνεχώς από παρεκβάσεις. Εσκεμμένα αφήνει λευκές σελίδες στο κείμενό του προς χρήση από τον πιθανό αναγνώστη του, προτρέποντάς τον να συμπληρώσει ή να διαμορφώσει κατά την κρίση του ένα επεισόδιο. Ο Στέρν κατορθώνει να δημιουργήσει ένα αντι-μυθιστόρημα, εμπνέοντας έτσι μεγάλους νεότερους ευρωπαίους συγγραφείς, όπως ο Ντίκενς, ο Προυστ και ο Τζόις. Σύμφωνα με το Λεξικό Λογοτεχνικών ΄Ορων του M. H. Abrams βρισκόμαστε μπροστά στον όρο ρομαντική ειρωνεία , η οποία προϋποθέτει έναν αφηγητή με αυτοσυνειδησία και συναντάται συχνά στη μοντέρνα γραφή της αναστοχαστικής μυθοπλασίας. Χαρακτηριστικό της είναι ότι ο συγγραφέας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι αναπαριστά την πραγματικότητα μόνο και μόνο για να τη διαλύσει στη συνέχεια, αποκαλύπτοντας ότι ο συγγραφέας ως καλλιτέχνης είναι ο δημιουργός και αυθαίρετος χειραγωγός των μυθοπλαστικών χαρακτήρων και των πράξεών τους.
Αυτή η ειρωνεία σαν τρόπος γραφής έρχεται στο νου μας διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Αγγέλας Καστρινάκη «΄Ερωτας στον καιρό της Ειρωνείας». Με θέμα τη φθορά των σχέσεων και την απιστία η συγγραφέας πλέκει την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας, της Μέλπως, η οποία, παρά την ικανοποιητική οικογενειακή ζωή της, συνάπτει αιφνιδίως εξωσυζυγική σχέση. Την ίδια εποχή ο άντρας της αποκτά κι αυτός ένα εκτός γάμου δεσμό με αρκετά νεώτερη του κοπέλα. Το μεγάλο πάθος οδηγεί την ηρωίδα στη λυτρωτική απώλεια κάθε αναστολής και αυτοελέγχου, στην πλήρη ταύτιση με τον άλλο και με τον εαυτό της, στη συμφιλίωση ακόμη και με την ιδέα του θανάτου. Η εξέλιξη όμως θα αναδείξει εντέλει τη σημασία της νηφαλιότητας, του χιούμορ, της κριτικής απόστασης. Απογοητευμένη αλλά και αποκαλυπτική, εργαλείο αυτογνωσίας, η ειρωνεία θα επιστρέψει…
Η συγγραφέας, σαν παντογνώστης αφηγήτρια, πάνω και πέρα από τους ήρωες, αλλά και υιοθετώντας την οπτική γωνία της ηρωίδας της, εκθέτει τα γεγονότα που συνθέτουν την ιστορία των δύο ζευγαριών, ενώ παράλληλα μέσα από τη δική της ματιά δημιουργεί μια άλλη ιστορία, τη δική της ιστορία σε σχέση με το μύθο που πλάθει. Παρεμβάλλοντας τις σκέψεις, τους προβληματισμούς, τις αιτίες και τις αποφάσεις της, μας κάνει κοινωνούς ενός άλλου κόσμου, του δικού της, θέτοντας ερωτήματα, διστάζοντας αλλά και αποφασίζοντας, ρωτώντας αλλά και απαντώντας, ρωτώντας αλλά και χωρίς απάντηση, επιτρέποντας μας να φανταστούμε μια άλλη δυνατή λύση στα διλήμματα ή αφήνοντας ανοικτή την πόρτα στους ήρωες να διαπραγματευθούν μια άλλη διέξοδο στο κοντινό ή μακρινό μέλλον. Η ίδια αναρωτιέται «χτίζω άραγε ή εγκληματώ;». Το παιχνίδι με τα ονόματα, Στέ-λλα και Στέ-φανος οι απατημένοι σύζυγοι, Μά-ριος και Μά-νια οι πέτρες του σκανδάλου, αλλά και Μέλπω, μόνη, ξεχωριστή, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στην απογείωση και την προσγείωση. Η μυθοποίηση του Μάριου στην αρχή, ο προβληματισμός για την ανάγκη του παιχνιδιού, ο μη αναστρέψιμος χαρακτήρας της εξωσυζυγικής εμπειρίας, το σπέρμα της αμφισβήτησης σχετικά με την αίσθηση του πραγματικού και του ανύπαρκτου, οι αληθινές διαστάσεις των συναισθημάτων της Μέλπως, η απομυθοποίηση, το δικαίωμα σε μελλοντικά παραστρατήματα. Τίποτε δεν είναι οριστικό, όπως άλλωστε στη ζωή, οι ανατροπές είναι μόνιμες και η μόνη βεβαιότητα που μπορούμε να έχουμε είναι η βεβαιότητα των αλλαγών. Η απομυθοποίηση του ίδιου του μύθου μέσα από τις τελευταίες αράδες. Η πολιτική διάσταση του προσωπικού, ίσως όμως και όχι στην παρούσα ιστορία.
΄Εργο αναστοχαστικό, εμπλέκει στις σελίδες του ποικίλες ιστορίες ερωτικών τριγώνων: από τις Εκλεκτικές Συγγένειες του Γκαίτε και την Απιστία του Μπέργκμαν έως την παθιασμένη σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον ΄Ιωνα Δραγούμη. Η διαφορά είναι ότι η ιστορία της Αγγέλας Καστρινάκη διαδραματίζεται στις μέρες μας, την εποχή της άκρας αυτοσυνειδησίας, δηλαδή στον καιρό της ειρωνείας.
Από τα κομμάτια του βιβλίου που μου άρεσαν περισσότερο είναι τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα: «Προφανώς είναι γοητευτικό να υπάρχεις στο μυαλό κάποιου άλλου. Να τον απασχολείς πότε πότε, να τριγυρνάς σε μιαν άκρη της σκέψης του. Να αφιερώνει κάποια στιγμή της μέρες του για σένα. Σε μια άλλη πόλη, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά, η εικόνα σου κυκλοφορεί σε κάποια μνήμη. Είναι κάπως σα να διπλασιάζεται η ύπαρξή σου, σα να βρίσκεσαι και εδώ και εκεί. Κι αυτή η διπλή ύπαρξη σε πλουτίζει με μια σκανταλιάρικη χαρά».
Η κορύφωση στα λόγια του Μάριου: «Θέλω να είσαι μέσα στη ζωή μου, θέλω να τα ξέρεις όλα, θέλω να σου αφηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια την κάθε στιγμή μου. ΄Αλλωστε όλες οι στιγμές μου είναι μαζί σου. Σε κουβαλάω μέσα μου. Δεν κάνω τίποτε χωρίς εσένα. Να, εδώ πέρα, στο στέρνο, πρέπει να ανοίξω στα δυο και να σε χώσω μέσα. Σ΄ αγαπάω. Ναι, άκουσέ το χωρίς να ντρέπεσαι, σ΄ αγαπάω… Είχαν φτάσει λοιπόν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον. Είχαν αρχίσει να ταυτίζονται! Η ιδέα αυτή τους γέμιζε ευφροσύνη, και ενθουσιάζονταν με τις στιγμές των ψευδαισθήσεών τους, όταν υιοθετούσαν το καλούπι του άλλου. Τόση απόσταση ανάμεσά τους, κι όμως γίνονταν ένα».
Με αφορμή τη σχέση της Πηνελόπης Δέλτα και του ΄Ιωνα Δραγούμη: «Για τους ήρωες του 21ου αιώνα, η όλη σχέση είναι στενά συνυφασμένη, αν δεν ξεκινά κιόλας, από το σώμα. Το σώμα είναι το αυτονόητα πρώτο που πρέπει να δοθεί και να δοκιμαστεί. Η ψυχή έρχεται δεύτερη. Δεύτερη, ως πιο σημαντική βέβαια. Το να δώσεις τη ψυχή σου, αυτό είναι κρίσιμο. Το σώμα μπορείς να το διαθέσεις και σε μια στιγμή σεξουαλικού οίστρου, επειδή ένα άλλο σώμα εκπέμπει ελαφρά σήμερα που το διεγείρουν. Μπορείς να το διαθέσεις με ελαφριά καρδιά, μεταμορφώνοντας τον εαυτό σου σε γεναριάτικη γάτα. Την ψυχή όμως την κρατάς. Αν τη δώσεις, τότε, ναι, τότε νιώσε ενοχές, τότε θεώρησε πως απατάς το νόμιμο άντρα σου, το σύντροφό σου. Σήμερα πια απατάμε με την ψυχή, όχι με το σώμα».
Η απομυθοποίηση «Μα πού ήταν επιτέλους αυτή η «χημεία», ο αυτοματισμός της έλξης; Η μαγική ανταπόκριση και στο πιο απλό άγγιγμα, ό,τι είχε οριστεί προηγουμένως ως καθαρά προσδιορισμένο από φυσικούς νόμους: θερμοκρασία, πίεση, βαρύτητα … Η Μέλπω, παραξενεμένη, επεξεργάσθηκε το νέο δεδομένο στο μισοϋπνι της. Να χαρεί, αλήθεια, ή να τρομάξει; Τρομακτικό είναι το να μπορεί ο νους να στήνει τέτοιες κατασκευές που α μοιάζουν τόσο φυσικές, τόσο αληθινές. Να μας πείθει για την αντικειμενική ύπαρξη, για την επιστημονική υπόσταση καταστάσεων που ο ίδιος δημιούργησε. Τρομακτικό να μην υπάρχει ούτε κόκκος έξωθεν αλήθειας, έξωθεν αναγκαιότητας… Η χημεία να αποδεικνύεται αλχημεία. Από την άλλη, ναι, είναι μια ελευθερία η αποδέσμευση από τους νόμους του υλικού κόσμου… το να ξέρεις πως μόνο με το μυαλό χτίζεις, με το μυαλό γκρεμίζεις».
Το τέλος: «Μου συμβαίνει κάτι παράξενο», είπε η Μέλπω. «Σα να έχω διαγράψει μεμιάς τους τελευταίους πέντε μήνες. Μια ιστορία που παραλίγο θα με έκανε να αναποδογυρίσω τον κόσμο, κι όμως απότομα θάμπωσε».… Ο Στέφανος είπε: «Διαθέτουμε και οι δύο ένα ειδικό χαρακτηριστικό και το διαθέτουμε μάλιστα σε μεγάλη δόση: είμαστε σε θέση να παίρνουμε απόσταση από τον εαυτό μας, να τον βλέπουμε, να τον ζυγίζουμε, να ζούμε και να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ: αυτή την απόσταση που θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε ειρωνεία»… Δυστυχώς ή ευτυχώς η Μέλπω ήταν καταδικασμένη στην ειρωνεία».
Αντικείμενο του μυθιστορήματος αλλά και τρόπους γραφής του αποτελούν το πάθος και το χιούμορ, η απώλεια του αυτοελέγχου και η ειρωνεία, ο σκεπτικισμός και ο σαρκασμός, αναδεικνύοντας την αφηγήτρια βασική ηρωίδα του, οδηγώντας την από την πλοκή στην ανίχνευση της αγνότητας των κινήτρων ή έστω της αγνότητας των αποτελεσμάτων. ΄Αλλωστε μόνο η οπτική γωνία διαφοροποιεί το ρομαντικό από το ειρωνικό παραμύθι.
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου