΄Όταν ήμουν μικρή , μου διηγιόταν συχνά η γιαγιά μου την ιστορία του καπετάνιου που άλλαξε την μορφή του ουρανού. ΄Ηταν ο καπετάνιος αυτός γέρος, με γκριζωπή γενειάδα και ασημόλευκα μαλλιά. , μου τον είχε δείξει πολλές φορές σε πίνακες ζωγραφικής, με ναυτικό καπέλο και τσιμπούκι, με απλανές, ταξιδεμένο πέρα από τον ορίζοντα βλέμμα. Σκεφτικός και απόμακρος, ένας καπετάνιος συννεφοπαρμένος.
΄Ένα βράδυ , μου έλεγε η γιαγιά μου, γλίστρησε με τη βάρκα του μέσα στη συννεφοθάλασσα και άρχισε να κωπηλατεί, αργά και ρυθμικά σιγοψιθυρίζοντας στίχους για το φεγγάρι. Τα σύννεφα πύκνωναν , πύκνωναν όλο και περισσότερο, και ο καπετάνιος επέπλεε όλο και περισσότερο πάνω στην γλυκιά απαλότητά τους, βυθιζόταν ανάλαφρα στην διαφάνεια της λάμψης της σελήνης.
Κάποτε σταμάτησε. ΄Εριξε τα ασημένια δίχτυα του στη θάλασσα και περίμενε την πλούσια ψαριά. ΄Αναψε το τσιμπούκι του από τη φλόγα του φεγγαριού. Κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε παρά λευκά μαξιλάρια από μετάξι, άστατες πυγολαμπίδες και ακαθόριστους αστερισμούς. Το χάδι του ανέμου χάιδευε τα πυκνά του γένεια.
Ξαφνικά ένιωσε τη βάρκα του να γέρνει. Τράβηξε τα δίχτυα του με περισσή προσπάθεια και μόλις τα ανέβασε αντίκρυσε με θαυμασμό το μεγάλο λαμπερό ψάρι που είχε πιάσει. Οι ασημένιες στάλες αλμύρας που κυλούσαν πάνω στο γυαλιστερό σώμα του ψαριού τον γοήτευσαν . Το άγγιξε με τα χέρια του, το ψηλάφισε με σεβασμό και σκέφτηκε: ΄Ενας υπέροχος αστερίας! Κρίμα να τον κρατήσω μέσα στη βάρκα μου! Ας τον πετάξω πίσω στη θάλασσα!
Κι αυτό έκανε, Με δύναμη σήκωσε τον αστερία και τον πέταξε προς τα κάτω, προς τη γη.
΄Ετσι δημιουργήθηκε ένα πεφταστέρι.
Μου έλεγε η γιαγιά μου ότι την ώρα που ο καπετάνιος πέταξε τον αστερία προς τα κάτω , έκανε μια ευχή. Ευχήθηκε να γίνει η βάρκα του ένα φωτεινό αστέρι , ένα αστέρι νεογέννητο , φτιαγμένο μόνο από την επιθυμία του. Μόλις τέλειωσε την ευχή του, έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε. ΄Ενας δυνατός ανεμοστρόβιλος συνεπήρε τα σύννεφα, τα ανακάτεψε, στροβίλισε τη βάρκα , την ρούφηξε και έπειτα όλα άστραψαν , η ξύλινη βάρκα διαλύθηκε μέσα στο φως , λεπτές κλωστές από χρυσάφι εκσφενδονίστηκαν στο άπειρο , και ξανά πάλι μαζεύτηκαν σε μια σταγόνα βροχής, που όταν στέγνωσε ήταν αστέρι.
΄Ετσι πολλές φορές από τότε, τα βράδια, κάθε φορά που βλέπω ένα πεφταστέρι , κλείνω τα μάτια κάνοντας μια ευχή.
Είναι ίσως αφελές να πιστεύει κανείς ότι κάτι τέτοιες ευχές μπορούν να πραγματοποιηθούν. ΄Η μήπως όχι;
Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου