Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στράφηκα προς το καινούριο βιβλίο της Λένας Διβάνη «τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω» . Μου κίνησε την περιέργεια ο τίτλος, σαρκαστικός αλλά και χιουμοριστικός , καθώς και η προηγούμενη γραφή της συγγραφέως, η οποία ιδιαίτερα με το βιβλίο «Οι γυναίκες της ζωής της» και το «Ψέματα , η αλήθεια είναι…» , με είχε συναρπάσει. Η συνάντησή μου με το νέο αυτό βιβλίο υπήρξε απροσδόκητα δυσάρεστη. ΄Αρθρα από εφημερίδες και κυρίως από περιοδικά, όπως το ομολογεί η ίδια, αλλά και όπως αναφέρεται στο εσωτερικό του βιβλίου, χρονογραφήματα ανεπίκαιρα πλέον , διηγήσεις που επαναλαμβάνονται , το βιβλίο αυτό σύντομα μου άφησε μία γεύση στυφή, μια γεύση ανεπάρκειας και ανεκπλήρωτης ευχαρίστησης,
Τα κείμενα του βιβλίου είναι στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους αφιερωμένα στο αγαπημένο θέμα της Λένας Διβάνη, τις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά και γενικότερα στους ρόλους της γυναίκας και του άντρα στην κοινωνία και στον εργασιακό τομέα. ΄Ένα κεφάλαιο (Να σου δώσω το χέρι μου; Κι εγώ τι θα έχω) το αφιερώνει στα στερεότυπα των ΜΜΕ για τις γυναίκες και τους άντρες. Για παράδειγμα : οι άντρες είναι σπάνια πουλιά και δε βρίσκονται εύκολα, οι γυναίκες παντρεύονται μόνο «ανώτερους» άντρες και άλλα. Το θέμα αυτό των σχέσεων είναι επίκαιρο καθημερινά, αλλά θα ήταν ίσως επαρκές ένα άρθρο για την κακοποίηση της γυναίκας, ή για την συσσώρευση πολλαπλών υποχρεώσεων σε μια εργαζόμενη, ενώ αντίθετα η επανάληψη και μάλιστα κατά τρόπο απλουστευτικό των ίδιων ή έστω παρόμοιων απόψεων και σκέψεων σε διαφορετικά κείμενα μου προκάλεσε δυσαρέσκεια . Οφείλω βέβαια να ξεχωρίσω το άρθρο με τίτλο «Ει, εκεί ψηλά, μ΄ ακούει κανείς;». Ανθρώπινο και συγκινητικό, ευαίσθητο και ευγενικό, αφιέρωμα στους άστεγους των μεγαλουπόλεων και μια ευχή αγάπης και αθωότητας «Μην τους αφήνεις. Τ΄ ακούς;».
Τα τελευταία τρία άρθρα του βιβλίου στεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Ζωές σαν μυθιστόρημα» και είναι αφιερωμένα σε τρεις γυναίκες που αγάπησαν και αγαπήθηκαν με πάθος, έζησαν έντονα, ο θάνατός ιδιαίτερα των δύο από τρεις υπήρξε δραματικός και άφησαν το αποτύπωμά τους , άμεσα ή έμμεσα, στην παγκόσμια λογοτεχνία.
Η Τζην Ρυς γεννήθηκε σ΄ ένα νησί των Δυτικών Ινδιών. Το βιβλίο που την έκανε γνωστή είναι «η Πλατιά Θάλασσα των Σαργάσσων», το οποίο είχα την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω πρόσφατα. ΄Ένα βιβλίο όπου ξετυλίγεται η ζωή της πρώτης κυρίας Ρότσεστερ, αποκαθίσταται η ιστορία της και δίνονται απαντήσεις σε πολλά ερωτηματικά τα οποία γεννώνται στη «Τζέιν ΄Ευρ» της Σαρλότ Μπροντέ. Τα βιβλία της Τζην Ρυς ξεχωρίζουν για τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους και για τον γυναικείο τύπο στον οποίο ανήκουν οι ηρωίδες της. Οι γυναικείοι χαρακτήρες της είναι παθητικοί και αυτοκαταστροφικοί, κινούνται σ΄ ένα χώρο περιθωριακό όπου τους αναγνωρίζεται η ταυτότητα της γυναίκας - ερωτικού αντικειμένου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι , όπως γράφει η Κωστούλα Σκλαβενότη στο αφιέρωμά της για την Τζην Ρυς και το έργο της στον πρόλογο του βιβλίου «Η πλατιά θάλασσα των Σαργάσσων», η Τζην Ρυς κράτησε τη προσωπική ζωή της μακριά από τη δημοσιότητα σε σημείο να καταλήξει να θεωρείται νεκρή. Επομένως είναι ανακριβής η άποψη της Λένας Διβάνη ότι «την κατάπιε η λήθη που καταπίνει τους ηττημένους». Ανακριβής είναι και η κρίση ότι η Τζην Ρυς στο βιβλίο αυτό «στην πραγματικότητα έγραφε για την μάνα της, για τον εαυτό της, για όλες τις ηττημένες γυναίκες», διότι ο χαρακτήρας της Αντουανέτ είναι ο μόνος γυναικείος χαρακτήρας που δεν έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Η Σύλβια Πλαθ είναι μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, αν και ο όρος «ποιήτριες» θεωρείται περιοριστικός και θα ήταν σωστότερο να χρησιμοποιούσαμε τον όρο «ποιητές». Στο άρθρο της η Λένα Διβάνη επισημαίνει με εμπάθεια το ρόλο του συζύγου της Σύλβιας Πλαθ, του Τέντ Χιούζ, στον περιορισμό της δημιουργικότητας μιας ιδιοφυούς γυναίκας, χωρίς να αναφέρεται στο ρόλο της δεσποτικής μητέρας της, η οποία επίσης λογόκρινε τις επιστολές της Σύλβιας Πλαθ, όταν αποφάσισε να τις δημοσιεύσει. ΄Αλλωστε η ποιήτρια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει μία ή δύο φορές πριν γνωρίσει τον Τεντ Χιουζ. Σύμφωνα μάλιστα με τον μεταφραστή στα Ελληνικά του έργου της Κώστα Ιωάννου η δεσποτική μητέρα και ο δυνάστης – λυτρωτής σύζυγος κατάφεραν να θάψουν τη νεκρή τους και να πεθάνουν ήσυχοι, η μία με τις επιστολές και ο δεύτερος με τα απολογητικά του ποιήματα. ΄Οσο για τον Χιουζ υπάρχουν πράγματι σοβαρές υπόνοιες ότι λογόκρινε κυρίως τα ημερολόγιά της , ίσως και κάποια ποιήματα. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Σύλβια Πλαθ τιμήθηκε μετά τον θάνατό της με το βραβείο Πούλιτζερ 1982. Γράφει η μεγάλη ποιήτρια : «Το γράψιμο είναι μια πράξη θρησκευτική», «Πίδακας από αίμα η ποίηση, τίποτε δεν την σταματάει».
Το τρίτο κείμενο με τον τίτλο «Ζέλντα Φιτζέραλντ, πόσο τρυφερή ήταν η νύχτα της» μου έδωσε την ευκαιρία να διαβάσω το βιβλίο του Ζυλ Λερουά, «΄Ένα Μπλουζ για τη Ζέλντα». ΄Ένα βιβλίο που περιγράφει έστω και σαν μυθιστόρημα τη ζωή των δύο εραστών - εκπροσώπων της Τζαζ Εποχής, του Φράνσις Σκοτ και της Ζέλντα Φιτζέραλντ. Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου μιλά σε πρώτο πρόσωπο η ίδια Ζέλντα, διηγείται τη ζωή της κοντά στον γνωστό συγγραφέα, την προσωπικότητα του Σκοτ Φιτζέραλντ και τον τρόπο με τον οποίο δούλευαν και οι δύο αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον. Πολύ κοντά στη σχέση αυτή και η Λένα Διβάνη και ιδιαίτερα στην ίδια τη Ζέλντα, η οποία όντας ασταθής ψυχολογικά οδηγήθηκε επανειλημμένα σε κλινικές και ιδρύματα , σε ένα από τα οποία πέθανε σε ηλικία 47 ετών, ενώ ο ίδιος ο Σκοτ Φιτζέραλντ είχε χαθεί σε ηλικία 44 ετών, αλκοολικός.
Τελικά ,όπως λέει και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέρλαντ, γράφεις όχι όταν θέλεις να πεις κάτι, αλλά όταν έχεις κάτι να πεις. Και εδώ η Λένα Διβάνη, δεν είχε να πει τίποτε. ΄Όλα όσα μας διηγείται στο νέο της βιβλίο, έχουν ήδη ειπωθεί , ακόμη και από την ίδια. ΄Οσο για το ερώτημα «τι θα γίνω , άμα δεν μεγαλώσω», ας μην ψάχνουμε την απάντηση στις σελίδες του βιβλίου αυτού. Δεν έχει απαντήσεις, αλλά ούτε και ερωτήματα.
1 σχόλιο:
Η Λ. Διβάνη έχει εμμονές.
Είναι απογοητευτικό για μια γυναίκα με γοητευτική γραφή και ίσως κριτική σκέψη, να μυρικάζει προσωπικούς εφιάλτες και ανακυκλούμενη τσαντίλα, ωσάν, στερημένη φροντίδας, όψιμη σουφραζέτα. Το συγκεκριμένο "πόνημα" απλώς προσβάλει τη νοημοσύνη των αναγνωστών της, ομοιάζοντας με αναίσχυντη αρπαχτή.
Δημοσίευση σχολίου