Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΕΛΕΝΗ Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ: ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑ

 

Το μυθιστόρημα Ελένη ή ο Κανένας στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία.  Το νήμα έδωσε η ζωή της Σπετσιώτισσας και πρώτης σπουδασμένης Ελληνίδας ζωγράφου Ελένης Αλταμούρα Μπούκουρα, που μεγάλωσε στην μετεπαναστατική Ελλάδα του 19ου αιώνα, κόρη καπετάνιου που υπήρξε ο πρώτος θεατρώνης της Αθήνας.  Ζωή δραματική, άγνωστη εν πολλοίς, έλκει πρόσφατα το ενδιαφέρον κομίζοντας νέα στοιχεία στα ήδη δεδομένα, ότι δηλαδή εκείνη η Ελένη ντύθηκε στην Ιταλία σαν άντρας προκειμένου να σπουδάσει, ότι ο έρωτας και ο γάμος της με τον ζωγράφο και επαναστάτη Σαβέριο Αλταμούρα γρήγορα διαλύθηκε, ότι επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε,  ότι πέθαναν τα δυο παιδιά που ανέθρεψε πάνω στη νιότη τους – μια κόρη κι ο περίφημος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας – ότι κατόπιν έζησε έγκλειστη στις Σπέτσες έναν μακρόχρονο, μονήρη σχεδόν μυστηριώδη βίο.

Στο μυθιστόρημα συναιρούνται και διαλέγονται αδιάκοπα τα φώτα της γνώσης και η μαγεία, η λογική και η τρέλα, η αθωότητα και η ενοχή, ο χωρισμός και η συμφιλίωση, ο ανοικτός ορίζοντας και ο εγκλεισμός, η καλλιτεχνική δημιουργία και η καταστροφή της, η ταυτότητα και η ματαιότητα της αναζήτησής της, η διαμόρφωση και η ασάφεια του εθνικού, η ύπαρξη και η κατάργηση τοη του χρόνου, οι ζωντανοί και οι νεκροί.

Αυτό είναι κομμάτι του οπισθόφυλλου του βιβλίου της Ρέας Γαλανάκη .

 

Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη είναι η βιογραφία της Ελένης Αλταμούρα , αλλά όχι μόνο, είναι η γυναίκα που θέλει να επαναστατήσει ενάντια στη προδιαγεγραμμένη μοίρα της και αποφασίζει να εναντιωθεί στην κοινωνία και την ηθική της  και ξεκινάει μια αναμέτρηση με την εποχή της. Προδίδεται από τον αγαπημένο της, προδίδεται από τη ζωή και σβήνει μόνη με παρέα τα φαντάσματα της στο σπίτι της στις Σπέτσες.  Ο τρόπος που αναδεικνύεται η ζωή της ξεχωριστής αυτής Ελληνίδας είναι μαγευτικός, άλλοτε στομφώδης, άλλοτε λιτός, άλλοτε περιγραφικός, άλλοτε λυρικός.   Το ιδιαίτερο αυτό βιβλίο είναι μια αναγνωστική απόλαυση.

 Η Ελένη, πρωτοκόρη κι αγαπημένη του πατέρα της,  κατάγεται από  ένα νησί όπου όλοι οι άντρες ασχολούνταν με τη ναυτική.  

Από τις πρώτες σελίδες  η Γαλανάκη μας εισάγει στο γλαφυρό της ύφος, καθώς εμπλουτίζει την αφήγησή της με πλούσια επίθετα, μεταφορές και εικόνες, όπως το βαθυκύανο πένθος. Μας προετοιμάζει για τους κυματισμούς της ζωής της «Δροσιά και Πένθος αφορούσαν την ίδια γυναίκα». Μας  συστήνει τον  Χάροντα της θάλασσας : « ο καπετάν Γιάννης τον είχε ξαναδεί κι άλλες φορές παλιότερα να ορμά καβάλα σε μαύρα κύματα πανύψηλα, με το ουρλιαχτό του λύκου και με τον κεραυνό μιας τρίαινας σ το ένα του χέρι». Αργότερα μοιράζεται με τον αναγνώστη την εικόνα του θεάτρου, όπως το είδε ο Γιάννης Μπούκουρας, σαν ένα τεράστιο καράβι να αρμενίζει με τα πανιά ορθάνοιχτα πανω σε χλοϊσμένη θάλασσα.

Η Γαλανάκη χρησιμοποιεί κάπου κάπου  ύφος προφητικό κάνοντας την αφήγησή της ποιητική:  κάθε φορά που η μελαγχολία θα παράσερνε τη ζωγράφο… , χρόνια αργότερα η Ελένη δεν θα θυμόταν…, κάθε φορά που θα υπέγραφε…., δεν θα περνούσαν πολλά χρόνια…, ότι κάποτε θα πλήρωνε την έξοδο της από τον κανόνα…

Παρατηρούμε ότι η Γαλανάκη ταξιδεύει στο χρόνο μέσα σ την αφήγησή της ολοκληρώνοντας εικόνες και γεγονότα της ζωής της οικογένειας, όπως όταν αντιπαραβάλλει στην αγορά του θεάτρου (σελ. 56) τα συναισθήματα της όταν κατεδαφίστηκε: λυγμός, ένα σπουργίτι, η ψυχή του φτερουγίζοντας να φύγει…

Το πρώτο και το τρίτο κεφάλαιο είναι σε τρίτο πρόσωπο περιγράφοντας τη νεανική ηλικία και το θάνατο της Ελένης Αλταμούρα. Η  ζωγραφική διαγράφεται ως η μεγάλη της αγάπη με μεγάλες αντιδράσεις από το σχολείο της.  Τότε εμφανίζεται στη ζωή της οικογένειας ο Ραφαέλο Τσεκόλι, ο οποίος κυνηγημένος από το Βασίλειο των δύο Σικελιών έρχεται στην Αθήνα μαζί με την κόρη του. Ο πατέρας της Ελένης, νιώθοντας ότι η αγάπη της για τη ζωγραφική μοιάζει με το δικό του πάθος για τα θαλασσινά ταξίδια, αποφασίζει να ενθαρρύνει την Ελένη να αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής με τον ναπολιτάνο δάσκαλο. 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η Ελένη  περιγράφει σαν σε ημερολόγιο  την αναχώρησή της από το λιμάνι του Περαιά μαζί με τον πατέρα της για την γειτονική Ιταλία, την γνωριμία της με τον Σαβέριο, το γάμο της στη Φλωρεντία, την εγκατάλειψη της από αυτόν, την επιστροφή της στην Αθήνα και στη συνέχεια στις Σπέτσες μέχρι την συνάντησή της με την Καλλιόπη Παρρέν.

Οι εσωτερικοί μονόλογοι της γερασμένης Ελένης που περιέχονται στο βιβλίο με γράμματα σε κλίση είναι από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια  του βιβλίου, διότι αποτελούν το κομμάτι της μυθοπλασίας που κάνει το βιβλίο αυτό να διαφέρει από μια απλή βιογραφία. Εδώ  η Ελένη κοιτάζοντας το παρελθόν, πιθανώς άρρωστη, πιθανώς με  κάποια απώλεια του νου, εξιστορεί τη ζωή της από απόσταση με την εκ των υστέρων γνώση, εκμυστηρεύεται τα πιο βαθιά και καλά κρυμμένα συναισθήματα και εντυπώσεις, ο χρόνος έχει χάσει τη σημασία του και όλα γίνονται ταυτόχρονα. Μιλάει με τους γιους  της, μιλάει με τον εαυτό της, με την κόρη της Σοφία, μιλάει με τον Σαβέριο σε μια ατελείωτη επισκόπηση της  ζωής της,  καθώς κάθε μέρα ξημερώνει ένα άλλο χθες (σελ. 103) .  Χρησιμοποιεί προσωποποιήσεις όπως για τον Σαβέριο : «΄Ανεμος ήσουν  τυλιγόσουν και  ξετυλιγόσουνα γοργά γύρω από το κάθε τι στο διάβα σου.  Κλωστή γύρω από την ανέμη του παραμυθιού σου… ΄Ανεμε, σε ρωτώ πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;» για τον Ιωάννη «Παράξενο θαλασσινό πουλί, πώς λοιπόν μου είχες λαβωθεί και αρρώστησες;…

Το συναίσθημα της αγάπης την διακατέχει και την συγκλονίζει μέχρι το τέλος.  Αναλογίζεται αν συνάντησε  την ύβρη, όχι επειδή φόρεσε αντρίκεια ρούχα, μα επειδή φιλοδοξώντας τα προνόμια του Κανένα, τα έχασε αγαπώντας με τον τρόπο μιας οποιασδήποτε Ελένης.  Κι όταν χάνεται ο Ιωάννης, η Ελένη ξεκινά για τη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών (σελ. 173). «Χρέος μου ήταν να ανάψω αυτή τη φωτιά.  ΄Επρεπε να έχεις φάρο την πυρά των έργων μου, για να αποφύγεις τους κινδύνους στο ταξίδι σου. Μα πιο πολύ, για να θυμάσαι πού ήταν το φως και να μπορείς να επιστρέφεις στο σπίτι του  Γιάννη και της Μαρίας Χρυσίνη Μπούκουρα, εσύ ο Ιωάννης Μαρία Χρυσίνης Αλταμούρας». 

Η ζωή της υπήρξε ένα αίνιγμα, όπως την περιγράφει σε άρθρο της η Καλλιόπη Παρρέν, μάρτυρας της τέχνης, ονειροπόλος, πνευματίστρια, έξοχη της νέας Ελλάδας καλλιτέχνης, λάτρης του ιδεώδους, νεκρή ανάμεσα στους ζωντανούς, ζωντανή ανάμεσα στους πεθαμένους, αυτή που προκαλεί τον οίκτο ή τα μειδιάματα των πρακτικών και των πεζών, η λησμονημένη, η παραγνωρισμένη, το ηφαίστειο που άναψε και θάφτηκε κάτω από τις δικές του φλόγες, η ζωή που πέρασε μέσα από τις αστραπές μιας ασταμάτητης καταιγίδας.  Κυρίως όμως ένα αίνιγμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: