Το σκακιστή κρατάει φυλακισμένο
Μια άλλη σκακιέρα – απ΄ τον Ομάρ είναι ειπωμένο –
Γεμάτη νύχτες μαύρες και μέρες λευκές.
Ο Θεός κινεί τον παίκτη κι αυτός το πιόνι.
Μα ποιος Θεός πίσω απ΄ το Θεό το νήμα υφαίνει;
Καμωμένο από σκόνη, ώρες, όνειρα και ορμές;
Χ.Λ.Μπόρχες
Ο Αρτούρο Πέρεθ–Ρεβέρτε γεννήθηκε στην ισπανική πόλη Καρθαγένη το 1951. Τα μυθιστορήματά του γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία και αρκετά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο. Είναι μέλος της Ισπανικής Ακαδημίας Γραμμάτων.
Στο βιβλίο του «ο Πίνακας της Φλάνδρας» πρωταγωνιστεί ένας πίνακας ζωγραφικής του 15ου αιώνα με τίτλο «Η σκακιστική παρτίδα» του Φλαμανδού Πίτερ βαν Χάυς. Η Χούλια, συντηρήτρια έργων τέχνης αναλαμβάνει τη συντήρηση του πίνακα και η ακτινολογική του εξέταση αποκαλύπτει μια κρυμμένη επιγραφή εποχής με γοτθικούς χαρακτήρες: «quis necavit equitem?», δηλαδή «Ποιος σκότωσε τον ιππότη;».
Στο έργο απεικονίζονται δύο ευγενείς της εποχής, ο Φερδινάνδος Αλτενχόφεν, δούκας του Οστεμβούργου και ο ιππότης Ροζέ ντε Αρράς να παίζουν σκάκι, ενώ στο βάθος η σύζυγος του δούκα Βεατρίκη της Βουργουνδίας διαβάζει ένα βιβλίο, μπροστά από ένα ανοικτό παράθυρο. Το έργο ολοκληρώνεται με ένα καθρέφτη στα αριστερά, στον οποίο αντικατοπτρίζονται οι γυρισμένες πλάτες των παιχτών και η σκακιέρα. Το μυστήριο της επιγραφής κεντρίζει τη Χούλια, και ύστερα από έρευνες ανακαλύπτει ότι ο Ροζέ ντε Αρράς ποτέ δεν πόζαρε γι’ αυτόν τον πίνακα διότι είχε δολοφονηθεί το 1469, δύο χρόνια πριν από τη δημιουργία του. Η Χούλια δεν σκέφτεται πια την αποκατάσταση του πίνακα αλλά την αποκάλυψη ενός μυστικού. «Κάποιος δολοφόνησε ή έβαλε να δολοφονήσουν τον Ροζέ ντε Αρράς τη μέρα των Θεοφανείων του 1469. Και η ταυτότητα του δολοφόνου είναι κρυμμένη στον πίνακα. Θα μπορούσαμε να ρίξουμε φως σ΄ ένα αίνιγμα που έμεινε κρυμμένο πέντε αιώνες… ΄Ισως είναι η αιτία για την οποία ένα μικρό μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας εξελίχθηκε με τον ένα κι όχι με τον άλλο τρόπο», εξιστορεί η Χούλια στον Θέσαρ, τον εκκεντρικό ομοφυλόφιλο αντικέρ, που αποτελεί γι΄ αυτήν ένα παράξενο συνδυασμό πατέρα, εξομολογητή, φίλου και πνευματικού καθοδηγητή, χωρίς ουσιαστικά να είναι τίποτε από όλα αυτά. Εκείνος πάλι τη συγκρατεί: «Τα πρόσωπα και η σκακιέρα απεικονίζονται δύο φορές μέσα στον πίνακα και η μια τους εκδοχή είναι, κατά κάποιον τρόπο, λιγότερο αληθινή από την άλλη. Αν αποδεχθούμε αυτό το γεγονός, μπαίνουμε στο δωμάτιο του πίνακα κι έτσι τα όρια που χωρίζουν την πραγματικότητα από τη ζωγραφιά παύουν να υπάρχουν… Οι πίνακες και οι καθρέφτες δημιουργούν κόσμους ιδιαίτερα συγκεχυμένους, που μπορούμε μεν να τους κατανοήσουμε αν τους κοιτάξουμε απέξω, αλλά δεν είναι καθόλου άνετοι έτσι και περάσουμε στο εσωτερικό τους».
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο τρίτος παίχτης. «Λοιπόν, Ουότσον, είπε ο Χολμς. Δεν είναι τελικά παράξενο να διαπιστώνει κανείς ότι μερικές φορές, για να μάθεις το παρελθόν, χρειάζεται να μάθεις πρώτα το μέλλον;» (Ρ. Σμάλλυαν). Είναι ένας αγγελικός άνθρωπος, ο οποίος ισχυρίζεται πως δεν παίζει σκάκι, γιατί η φύση του εμπεριέχει από μόνη της το παιχνίδι: ο Μουνιόθ. Ξεκινάει παίζοντας την παρτίδα που βλέπει να παίζουν οι δύο άντρες στον πίνακα αναδρομικά, από το τέλος προς την αρχή. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο Μουνιόθ είναι ποιο από τα μαύρα κομμάτια που βρίσκονται μέσα ή έξω από τη σκακιέρα έφαγε το μαύρο άλογο. Το ταξίδι του ξεκινά από την περιγραφή του πίνακα. «Εδώ έχουμε επίπεδα που το ένα εμπεριέχει το άλλο: ένα πίνακα που περιέχει ένα πάτωμα που μοιάζει με σκακιέρα, και που με τη σειρά του, περιέχει δυο πρόσωπα. Αυτά τα πρόσωπα παίζουν σε μια σκακιέρα που περιέχει κομμάτια… κι επιπλέον όλα αυτά αντικατοπτρίζονται σ΄ αυτόν εκεί το στρογγυλό καθρέφτη στ΄ αριστερά… Αν σας αρέσει να περιπλέκετε τα πράγματα, μπορείτε να προσθέσετε άλλο ένα επίπεδο: το δικό μας, από το σημείο που παρακολουθούμε τη σκηνή ή τις διαδοχικές σκηνές. Κι αν αποφασίσουμε να περιπλέξουμε ακόμη περισσότερο το θέμα, υπάρχει και το επίπεδο από το οποίο ο ζωγράφος φαντάσθηκε εμάς, τους θεατές του έργου του…». Είναι σαφές ότι ο Μουνιόθ βλέπει στον πίνακα πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν.
Μέσα από την προσπάθειά του να αναπλάσει το παρελθόν, ο Μουνιόθ αναπτύσσει σταδιακά τη θεώρησή του για το παιχνίδι, το οποίο πρόκειται να κρίνει την τύχη του πίνακα:
Το σκάκι αναδεικνύεται σε ένα πεδίο μάχης σε μικρογραφία, όπου εκτυλίσσεται το μυστήριο της ίδιας της ζωής, της επιτυχίας και της αποτυχίας, των σκοτεινών και τρομερών δυνάμεων που κυβερνούν τη μοίρα των ανθρώπων… Πολλές φορές η μάχη που διεξάγεται πάνω σε μια σκακιέρα δεν είναι ανάμεσα σε δυο σκακιστικές σχολές, αλλά ανάμεσα σε δυο φιλοσοφίες. Ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς τρόπους αντίληψης του κόσμου. «Τα λευκά και τα μαύρα πιόνια έμοιαζαν να συμβολίζουν το μανιχαϊστικό διαχωρισμό ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στο καλό και στο κακό, μέσα στο ίδιο το μυαλό του ανθρώπου». (Γκ. Κασπάροφ). Αν και μερικοί βλέπουν το σκάκι ως μια μάχη που πρέπει να κερδίσουν, ο Μουνιόθ, το βλέπει σαν ένα χώρο φαντασίας και ειδικών συνδυασμών, όπου η νίκη και η ήττα είναι λέξεις χωρίς νόημα ή σαν μια μορφή θεραπείας. «Το σκάκι ως παιχνίδι είναι στην πραγματικότητα ένα υποκατάστατο του πολέμου. ΄Όμως είναι και κάτι ακόμα. Ο σκοπός είναι να κάνεις σαχ στο βασιλιά, να σκοτώσεις τον πατέρα. Πέρα από την τέχνη του πολέμου, το σκάκι έχει μεγαλύτερη σχέση με την τέχνη της δολοφονίας… Το όνειρο κάθε αγοριού που παίζει σκάκι είναι να νικήσει τον πατέρα του σε μια παρτίδα. Να σκοτώσει το βασιλιά… Επιπλέον, το σκάκι μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε σύντομα πως αυτός ο πατέρας, αυτός ο βασιλιάς, είναι το πιο ευάλωτο κομμάτι της σκακιέρας. Βρίσκεται υπό συνεχή απειλή, χρειάζεται προστασία, ροκέ. Κινείται αργά, ένα μόνο τετράγωνο τη φορά… Η βασίλισσα είναι η μητέρα, η γυναίκα. Σε κάθε επίθεση στο βασιλιά, αυτή προσφέρει την πιο αποτελεσματική άμυνα, έχει τα καλύτερα μέσα. Και δίπλα στους δύο, στο βασιλιά και στη ντάμα, είναι ο αξιωματικός, που στα αγγλικά λέγεται bishop, δηλαδή επίσκοπος: είναι αυτός που ευλογεί την ένωση και τους βοηθάει στη μάχη. Να μην ξεχνάμε όμως και το αραβικό faras, το άλογο που διασχίζει τις εχθρικές γραμμές και που στα αγγλικά λέγεται knight: ιππότης δηλαδή. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα τέθηκε πολύ πριν ο Βαν Χάυς ζωγραφίσει τη Σκακιστική Παρτίδα. Οι άνθρωποι προσπαθούν να το διαλευκάνουν εδώ και χίλια τετρακόσια χρόνια. Είναι φορές που αναρωτιέμαι αν το σκάκι είναι κάτι που το εφηύρε ο άνθρωπος ή κάτι που απλά το ανακάλυψε. Κάτι που υπήρχε πάντα εδώ από καταβολής κόσμου. ΄Όπως οι πρώτοι αριθμοί».
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη δοκιμάζεται από τους πλατιασμούς, τις περιττές επαναλήψεις και τις ψυχογραφικές περιγραφές των χαρακτήρων, στερεότυπες και πληκτικές, ενώ η αποκάλυψη του δολοφόνου και στα δύο επίπεδα, του πίνακα και της πραγματικότητας, είναι αναμενόμενη και η λύση αφήνει μια αίσθηση ανικανοποίητου, καθώς η ομολογία του δράστη ή των δραστών με την μελοδραματική της χροιά και την ανεπάρκεια στην πειστικότητα απογοητεύει τη φαντασία.
«Μέσα στην έξαψη του χρόνου που μεσολάβησε, είδα κάτι με αβάσταχτη κατάπληξη; Όλο τον τρόμο που κρύβουν τα αβυσσαλέα βάθη του σκακιού» (Β. Ναμπόκοφ)
Τρίτη 10 Αυγούστου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
5 σχόλια:
Συμφωνω και με το παραπανω με την αποψη σου για το βιβλιο-σημερα το ολοκληρωσα και τελικα εμεινα...με την ορεξη!Ειχα σκοπο να δω και την ταινια but i will pass!!!
Σ΄ ευχαριστώ, Σοφία, για το σχόλιό σου. ΄Ισως η ταινία να είχε περισσότερο ενδιαφέρον,αλλά δεν κατάφερα να τη βρω.
Σίγουρα η αίσθηση της απογοήτευσης και της κούρασης υπερισχύει τελικώς της προσμονής του εντυπωσιακού. Ενός κάποιου εντυπωσιακού, μιας και τα υλικά που το επιδιώκουν όπως το σκάκι, η ζωγραφική και ο μεσαίωνας είναι πολλώς υποσχόμενα. Θα προτιμούσα όμως τον μπαμπά του είδους Έκο από ότι άλλο.
Με τον ΄Εκο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η προσμονή του αντυπωσιακού υπερισχύει της αίσθησης της κούρασης. Αυτό βίωσα τουλάχιστον με το τελευταίο του βιβλίο που διάβασα, το Κοιμητήριο της Πράγας.
Δημοσίευση σχολίου