Η ανάγνωση ενός βιβλίου σαν τον «Σινουχέ, τον Αιγύπτιο» του Μίκα Βαλτάρι, είναι από μόνη της ένας άθλος. ΄Ένα βιβλίο εννιακοσίων σελίδων δημιουργεί δέος στον μέσο αναγνώστη, καθώς το μέγεθός του αλλά και το θέμα του μπορεί να αποτελέσουν εμπόδιο σε μια πρώτη προσέγγιση.
Ξεκινώντας όμως από τις πρώτες σελίδες, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς γιατί το βιβλίο αυτό μεταφράζεται και ξαναμεταφράζεται στη χώρα μας, διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, αντέχει στο χρόνο και συναρπάζει νου και ψυχή. Μιλώντας μέσα μας βαθιά αγγίζει ουσιώδη ανθρώπινα ζητήματα, όπως τη μοναξιά, τη ματαίωση, τον έρωτα, το σεβασμό απέναντι στο συνάνθρωπο, την εκδίκηση, τον πόθο, τη δικαιοσύνη και την αδικία.
Ο Σινουχέ, ένας συνηθισμένος άνθρωπος, αλλά και πιθανός διάδοχος του θρόνου των Φαραώ, ξετυλίγει με τέχνη την ιστορία της Αιγύπτου κατά την 18η δυναστεία, καθώς είναι σύγχρονος του Αμένωφι του Δ΄, που μετονομάσθηκε σε Ακενατόν και των διαδόχων του μέχρι τον Χορεμχέμπ. Οι Χετταίοι, οι Σύριοι, οι Κρήτες και η σχέση τους με την Αίγυπτο εξιστορούνται με αυθεντικότητα και ακρίβεια. ΄Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την αγάπη του για τον άνθρωπο, με την πίκρα για το ποτήρι που ξεχειλίζει, με την απογοήτευση για τα προδομένα όνειρα. «΄Ολα επιστρέφουν και τίποτα δεν αλλάζει κάτω από τον ήλιο, ούτε καν ο άνθρωπος, μολονότι αλλάζουν τα ρούχα του, αλλάζουν και οι λέξεις της γλώσσας του», ο άνθρωπος είναι πάντα ο ίδιος στην Αίγυπτο και την Ελλάδα, τον 14οπ.Χ και τον 21ο αιώνα που ζούμε σήμερα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος με τον καθένα μας, ευαίσθητος, μοναχικός, πολλές φορές ταραγμένος και σε σύγχυση.
Προδίδει τους θετούς γονείς του στο όνομα ενός ανεκπλήρωτου, αλλά και ανειλικρινούς έρωτα: «Τσακάλια ούρλιαζαν μες στη νύχτα, φαρμακερά φίδια της ερήμου σφύριζαν προς το μέρος μου, και σκορπιοί σέρνονταν πάνω στα ζεστά βράχια. Δεν αισθανόμουν φόβο, γιατί η καρδιά μου ήταν σκληραγωγημένη σ’ όλους τους κινδύνους. Αν και νέος, θα υποδεχόμουν τον θάνατο μ’ ευχαρίστηση, αν ήταν γραφτό μου να πεθάνω. Η επιστροφή μου στο φως του ήλιου και στον κόσμο των ανθρώπων με είχε κάνει να νιώσω πάλι την πίκρα της ντροπής μου, κι η ζωή δεν είχε τίποτα να μου προσφέρει. Δεν είχα μάθει τότε πως ο θάνατος αποφεύγει τον άνθρωπο που τον επιζητεί, και αρπάζει εκείνον που είναι προσκολλημένος στη ζωή. Τα φίδια έφευγαν απ’ το δρόμο μου, οι σκορπιοί δεν μου ΄καναν κακό, κι η ζέστη του ήλιου δεν μ’ έπνιγε».
Η αγάπη για τη Μαύρη Χώρα και το γλυκό νερό του Νείλου έρχεται ξανά και ξανά, καθώς ο ήρωας υποχρεώνεται από τις συνθήκες να ταξιδεύει μακριά από την Αίγυπτο : « Πεθύμησα τη γεύση του αιγυπτιακού κρασιού και του νερού του Νείλου, με το άρωμά του της γόνιμης γης. Πεθύμησα τον ψίθυρο των παπυροκαλαμιών στο βραδινό αεράκι, τον κάλυκα του άνθους του λωτού που ανοίγει στην ακτή, τα ιερογλυφικά που είναι χαραγμένα στους ναούς, τις χρωματιστές κολώνες».
Στο τέλος του βιβλίου ο Σινουχέ μιλάει για την ανθρώπινη ύπαρξη, για τον εαυτό του που είναι ο καθένας μας; «Γιατί εγώ, ο Σινουχέ, είμαι ένας άνθρωπος. ΄Εχω ζήσει μέσα σε κάθε άνθρωπο που υπήρξε πριν από μένα και θα ζήσω μέσα σε κάθε άνθρωπο που θα έρθει μετά. Θα ζω στα γέλια και στα δάκρυα των ανθρώπων, στη θλίψη και στο φόβο τους, στην καλοσύνη και στην κακία, στη δικαιοσύνη και στην αδικία, στη δύναμη και στην αδυναμία. Είμαι άνθρωπος και θα ζω αιώνια μέσα στους ανθρώπους. Γι΄ αυτό το λόγο δεν θέλω προσφορές στον τάφο μου, ούτε θέλω να μείνει αθάνατο το όνομά μου. Αυτά τα έγραψε ο Σινουχέ ο Αιγύπτιος, εκείνος που έζησε όλες τις μέρες της ζωής του μόνος».
΄Όταν διαβάσουμε και την τελευταία λέξη του βιβλίου, γυρίζουμε πίσω στην πρώτη σελίδα και ρουφάμε ξανά κάθε λέξη που φωτίζεται και αποκτά καινούριο νόημα, καθώς ανακεφαλαιώνει τα επόμενα και ολοκληρώνει τον κύκλο μιας ζωής γεμάτης γνώση και σοφία.
Δευτέρα 26 Απριλίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου