«Οι πρώτοι αριθμοί είναι αυτό που απομένει αφού αφαιρέσεις όλα τα στερεότυπα. Εγώ πιστεύω ότι οι πρώτοι αριθμοί είναι σαν τη ζωή. Είναι πολύ λογικοί αλλά δεν θα μπορούσες ποτέ να επεξεργαστείς τους κανόνες τους, ακόμη κι αν έτρωγες όλο σου τον καιρό να τους σκέφτεσαι». Αυτή δεν είναι η μόνη διαπίστωση σχετικά με τη ζωή και τα μυστήριά της στην οποία καταλήγει ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ, ο νεαρός έφηβος με την ιδιόμορφη συμπεριφορά στο βιβλίο του Μάρκ Χάντον «Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα». Σε επόμενες σελίδες διαπιστώνει ότι «πολλά πράγματα είναι μυστήρια. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει λύση γι΄ αυτά. Απλώς οι επιστήμονες δεν έχουν βρει ακόμη τη λύση». Η ύπαρξη του Θεού δεν τον αφήνει αδιάφορο: «Οι άνθρωποι πιστεύουν στο Θεό γιατί ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος και γιατί νομίζουν ότι είναι πολύ απίθανο να υπάρχει τυχαία οτιδήποτε τόσο περίπλοκο όσο ένας ιπτάμενος σκίουρος ή το ανθρώπινο μάτι».
Αλλά ας δούμε το βιβλίο στο σύνολό του:
Ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ αναλαμβάνει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του να διαλευκάνει τη μυστηριώδη δολοφονία του σκύλου μιας γειτόνισσάς του, της κυρίας Σίαρς. Η αναζήτησή του αυτή θα τον παρασύρει σε μονοπάτια δύσβατα, που οδηγούν στη χαμένη εδώ και δύο χρόνια μητέρα του και θα φέρει στην επιφάνεια κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Η διεισδυτική ματιά του θα τολμήσει να αποκαλύψει την αλήθεια ξεδιαλύνοντας άλλα μυστήρια, αυτά του κόσμου των μεγάλων, περίπλοκα, αναγκάζοντάς τον να βάλει σε δοκιμασία τον ίδιο του τον εαυτό. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Κρίστοφερ, ο οποίος στην πορεία μας επιτρέπει μέσα από τη διήγησή του να αντιληφθούμε ότι δεν είναι ένας συνηθισμένος έφηβος. Είναι ένας έφηβος που η κοινωνία μας τον χαρακτηρίζει αυτιστικό. Κάτω από τον χαρακτηρισμό αυτό, τον φοβάται, τον τιμωρεί, τον απομονώνει. Ο Κρίστοφερ ξέρει πολλά για τα μαθηματικά και τη φυσική, αλλά πολύ λίγα για τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι τον μπερδεύουν. Λένε κάποιες φορές πράγματα χωρίς να χρησιμοποιούν καθόλου λέξεις, με γκριμάτσες ή ματιές και συχνά μιλούν χρησιμοποιώντας μεταφορές, ενώ κατά τη γνώμη του Κρίστοφερ η λέξη «μεταφορά» θα έπρεπε να λέγεται «ψέμα». Ο ίδιος δεν μπορεί να πει ψέματα, γι΄ αυτό και ό,τι γράφει μέσα στο βιβλίο είναι αλήθεια. Του αρέσει να φτιάχνει χάρτες και σχεδιαγράμματα, λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα και το κόκκινο χρώμα. Δεν του αρέσει το κίτρινο και το καφέ και δεν αντέχει να τον αγγίζουν. Παρατηρεί τα πάντα και δεν του αρέσουν τα καινούρια μέρη. Σε αντίθεση με τους περισσότερους ανθρώπους που είναι νωθροί και δεν παρατηρούν ποτέ τίποτε.
Ο κόσμος του Κρίστοφερ γίνεται και δικός μας κόσμος. ΄Ενας κόσμος αυθεντικός και ειλικρινής. Με απλότητα και ευθύτητα ο Κρίστοφερ αποκαλύπτει τις σκέψεις του, όχι μόνο αναφορικά με την υπόθεση που έχει αναλάβει να επιλύσει, αλλά αναφορικά με τους γείτονές του, τους δασκάλους του, τους γονείς του. Οι σκέψεις του είναι δομημένες με τάξη, όπως για παράδειγμα ξεκινώντας από την αλυσίδα των συλλογισμών, οδηγείται στο βασικό ύποπτο. Στο κεφάλαιο 73 περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες του και τι είναι αυτό που τον κάνει διαφορετικό από τους άλλους. Θέλει να γίνει αστροναύτης, το «Σκυλί των Μπάσκερβιλ» είναι το αγαπημένο του βιβλίο και του αρέσει ο Σέρλοκ Χολμς, όχι όμως ο ΄Αρθουρ Κόναν Ντόυλ. Η γλώσσα των μεγάλων ηχεί στα αυτιά του ψεύτικη, καθώς διαπιστώνει ότι «μερικές φορές οι άνθρωποι θέλουν να είναι βλάκες και δε θέλουν να ξέρουν την αλήθεια». Μας λέει για το χρόνο ότι «ο χρόνος είναι ένα μυστήριο. Οπότε αν χαθείς μέσα στο χρόνο, είναι σα να έχεις χαθεί μέσα σε μια έρημο, με τη διαφορά πως αυτή την έρημο δε μπορείς να τη δεις, γιατί δεν είναι πράγμα». Γι΄ αυτό του αρέσουν τα σχεδιαγράμματα, γιατί εξασφαλίζουν ότι δε θα χαθείς μέσα στο χρόνο. Το όνειρό του είναι να πάρει αριστείο στο πανεπιστήμιο. Και ξέρει πως αυτό μπορεί να το κάνει γιατί και στο Λονδίνο πήγε μόνος του και το μυστήριο της δολοφονίας του σκύλου έλυσε μόνος του και βρήκε και τη μητέρα του και φάνηκε πολύ γενναίος. Και όλα αυτά σημαίνουν πως μπορεί να κάνει οτιδήποτε.
΄Ένα βιβλίο βαθιά συγκινητικό, άμεσο, απλό, από την οπτική γωνία της αθωότητας ενός παιδιού, που διηγείται τα αυτονόητα, αυτά που ο κόσμος των μεγάλων αποσιωπά ή συγκαλύπτει από φόβο και ντροπή μπροστά στην αλήθεια. Μεγαλώνοντας, χάνουμε την αθωότητά μας, στηρίζουμε τις πεποιθήσεις και την ύπαρξή μας σε στερεότυπα και στερούμαστε την ικανοποίηση που μπορεί να μας προσφέρει η διαφορετικότητα. ΄Ένα βιβλίο που μας ανοίγει ένα παράθυρο για να αντιληφθούμε ότι αυτό που θεωρούμε διαφορετικό, απλά δεν προσπαθούμε να το καταλάβουμε.
Κυριακή 27 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου