Εδώ και ένα χρόνο περίπου ξεφύλλισα για πρώτη φορά το «από Δρυ Παλιά κι από Πέτρα», με περιέργεια , κυρίως όμως με δυσπιστία. Δεν το αγόρασα. Η ιδέα να παρατίθενται αποσπάσματα της Οδύσσειας σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα μου έδινε την εντύπωση ότι ένας ιερός χώρος βεβηλωνόταν , μια σχέση σύμβολο , μια σχέση διαχρονική , σχέση – αρχέτυπο, συμβιβαζόταν στα μέτρα του 20ου αιώνα, μια φωνή ποιητική που ηχεί μέχρι τις μέρες μας με πάθος αλλά και ελπίδα έχανε το μεγαλειώδες της νόημα καθώς κομματιαζόταν σε δίστιχα ή τρίστιχα προκειμένου να ταιριάξουν με το κείμενο . Τελικά οι αντιστάσεις μου κάμφθηκαν στο χρόνο πάνω. Κι έτσι το «πληθωρικό μυθιστόρημα» της Νοέλ Μπάξερ με τον τίτλο «από Δρυ Παλιά κι από Πέτρα» κόσμησε τη βιβλιοθήκη μου προσφέροντάς μου πολλές στιγμές γαλήνης, ομορφιάς, συγκίνησης και τρυφερότητας. Με ικανοποίηση διαπίστωσα ότι η παράθεση αποσπασμάτων από την Οδύσσεια αναβάθμιζε το σύγχρονο αυτό μυθιστόρημα ενώ το ιερό γινόταν τόπος προσκύνησης από ανθρώπους οι οποίοι είχαν την πρόθεση να μοιραστούν με τη συγγραφέα συναισθήματα, ελπίδες, πίστη και όνειρα.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου μια αίσθηση ζεστασιάς, απαλότητας και γλυκύτητας με συνεπήρε, με γέμισε οικειότητα και συμπάθεια για τους χαρακτήρες της ιστορίας. Σύντομα είχα την ψευδαίσθηση, ζούσα την ψευδαίσθηση σαν να ήμουν σε μια αυλή και κεντούσα Γύρω μου η Πηνελόπη, η Ζόι, η Τίνα, η κόρη του ΄Εκτορα και για λίγο έρχεται και η δική της κόρη. Μαζί μας η μαμά Καλφαντζή, η Αγγελιώ, η Ευρύκλεια, η Κατίνα, η Φραγκώ, η Οντέτ, η Αϊσέ ένα μπουκέτο από γυναίκες που αγαπούν, στηρίζουν., οραματίζονται, δουλεύουν, τραγουδούν, ζωγραφίζουν, διαβάζουν, δασκαλεύουν. Μαζί μας ο μπαμπάς Καλφατζής, ο Χαραλάμπης, ο Τζόνι, ο Φρέντι, ο Ιορδάνης, ο Παρασκευάς,. ο Φίλιππος, ο Φώτης, ο ΄Εκτορας, ο Μπιλ Μπελ, ο Βρασίδας, ο ΄Αγης, άντρες δάσκαλοι, άντρες στρατιώτες, άντρες εραστές, άντρες σύντροφοι, άντρες πατέρες, αδελφοί και γιοί.
Ο χώρος, ο χρόνος και οι χαρακτήρες ξετυλίγονται σταδιακά μπροστά μας, σταδιακά ολοκληρώνονται, και κατά καιρούς, όποτε αλλάζει ο χρόνος ή ο χώρος, η συγγραφέας ανακεφαλαιώνει τα γεγονότα με σύντομο και περιεκτικό τρόπο, χωρίς να δίνει την αίσθηση της κουραστικής επανάληψης, αλλά μάλλον την διάθεση να ξεκουράσει τον αναγνώστη από την ανάγκη απομνημόνευσης προσώπων και γεγονότων.
Η Κύπρος περιγράφεται σαν «ένα ακριβό μονόπετρο δακτυλίδι», ο Καλφαντζής «ένας γίγαντας καλοσύνης, ψηλός, μέχρι το ταβάνι. Θεόρατος και θεόσταλτος, έτοιμος να προστατέψει και να προφυλάξει», που σε μια άλλη εποχή θα μπορούσε να ήταν «ένας πολύ γενναίος πολεμιστής ή ένας αξιολάτρευτος παραμυθάς» . Η μαμά Καλφατζή «ένα άνθος, μια γλυκιά μυρωδιά, φωτεινή στα χρώματα, απαλή στο χάδι», η Κατίνα «μια ατέλειωτη , νόστιμη ήπειρος καλοσύνης και αυτοδίδακτης θρεπτικής σοφίας». Και το σπίτι, το πρώτο σπίτι της Πηνελόπης , το θυμάται άραγε ; «το κουβαλάς μαζί σου», θα πει η βάγια Ευρύκλεια. Η ανατολή μέσα στη θάλασσα, που άμα τη δεις, ξεχνάς τη στεριά, γίνεσαι θαλασσινός για πάντα (σελ. 48). Από την Κύπρο στη Σμύρνη σε αναζήτηση της ρίζας της, η Πηνελόπη ενηλικιώνεται συνειδητοποιώντας ότι η ευτυχία δεν είναι μια συνεχής κατάσταση (σελ. 70). Επιστρέφοντας στην Κύπρο τίποτε δεν είχε αλλάξει κι όλα είχαν αλλάξει. Ο χαμός της Ευρύκλειας είναι μια απώλεια που με συγκλόνισε . Η μάνα που φεύγει και χάνει για πάντα το παιδί της: «Θα μου λείψεις Πηνελόπη. Φεύγω και σε χάνω» . Από την Κύπρο του 1903 στη Σμύρνη του 1915, όπου η Πηνελόπη ενώνει τη ζωή της με αυτή του βρετανού Τζόνι Σάρει. Στη Σμύρνη επιστρέφει μόνο η Ζόι το 1952 αναζητώντας τη χαμένη πατρίδα της
Μη ρωτάς το γένος μου κι ο τόπος μου ποιος είναι
Μη μου γεμίσει την καρδιά καημούς η θύμησή τους
Το 1922 όλοι οι Βρετανοί έπρεπε να είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή για αναχώρηση. Η οικογένεια Σάρει καταλήγει στην Κύπρο : «ποτέ δεν έγινε η Κύπρος σπίτι μας, όσο κι αν μας δέχτηκε με στοργή. Παραμείναμε άστεγοι και απάτριδες». Τον Αύγουστο του 1922 χαράχτηκε στη Σμύρνη μια μεγάλη, παχιά , διαχωριστική γραμμή που χώρισε το χθες από το σήμερα. Κι όμως τίποτε δεν ξεχάσθηκε. Στην Αθήνα το 1926 , ήταν σα να βρέθηκαν μπροστά σε μια ανοικτή πύλη. Ο Τζόνι και η Πηνελόπη την διάβηκαν και προχώρησαν. Η Αθήνα, μια θηλυκή πόλη (σελ. 306), που τους παρείχε μια εξαιρετική φιλοξενία. Με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η οικογένεια ξεκληρίζεται για άλλη μια φορά και αναζητά την τύχη της στη μακρινή εξωτική Ινδία. Η Αρουντάτη μια αξέχαστη, αγαπημένη ανάμνηση της Ζόι στην αξέχαστη , αγαπημένη ανάμνηση της Ινδίας (σελ. 468). ΄Εξι χρόνια μετά επιστρέφουν στην Αθήνα, χωρίς τον Τζόνι, αλλά και χωρίς τον Μπιλ Μπελ.
Οι γενιές διαδέχονται η μία την άλλη , οι απόψεις αλλάζουν, η αναζήτηση της χαμένης πατρίδας δεν είναι πια στόχος για τους νεότερους που δεν κουβαλούν πια κλειδί μαζί τους, αλλά το όραμά τους. ΄Ένα κλειδί που δεν σκουριάζει, ούτε κινδυνεύει να μείνει χωρίς πόρτα. Κι όμως η μικρή κόρη του ΄Εκτορα παραπονιέται που δεν έχει πατρίδα, μ-ί-α πατρίδα. Για την θεία της τη Ζόι «η γλώσσα που ονειρεύεσαι είναι η πατρίδα σου». Με απελπισία η μικρή διαπιστώνει ότι ούτε κι αυτό είναι αλήθεια γιατί η πατρίδα της γιαγιάς Πηνελόπης βρίσκεται στην Τουρκία, κι όμως εκείνη δεν ξέρει τούρκικα. Γιατί πατρίδα είναι αυτή που σου λέει η καρδιά σου.
Κι έτσι «μια μέρα κι εσύ θα ανακαλύψεις το μπαούλο. Μέσα του έχω τακτοποιήσει για σένα θησαυρούς, λάφυρα πολλών μεγάλων ταξιδιών. Πάνω πάνω έστρωσα προσεκτικά μια ζωγραφιά που χάθηκε και σου ακούμπησα να βρεις το παλιό κλειδί». Γιατί μήτε από δρυ γεννήθηκες παλιά μήτε από πέτρα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου