«Κι αν φτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε. Η Ιθάκη σου έδωσε τ΄ ωραίο ταξίδι!».
Διαβάζοντας το νέο βιβλίο του Νίκου Θέμελη «Οι αλήθειες των άλλων» ήλθαν στο νου μου οι παραπάνω στίχοι του Καβάφη. ΄Ισως γιατί στο σύνολό του το βιβλίο μου άφησε μια αίσθηση ατέλειας, ανολοκλήρωτης πρότασης, μιας προσπάθειας που , ενώ ξεκίνησε με ενθουσιασμό και ειλικρινή διάθεση να κάνει τομές στα στερεότυπα, προχωρώντας βυθίστηκε σε συμβιβασμούς και αδυναμία διαχείρισης της αλήθειας.
«Οι αλήθειες των άλλων», από τα παράλια της Μικράς Ασίας στη Μυτιλήνη, από εκεί στην Αθήνα, στη Κομοτηνή, πίσω στην Αθήνα, αλλά και στο Λονδίνο, με διάχυτη την επιθυμία του συγγραφέα να αποτυπώσει τη διαφορετικότητα του ανθρώπου, να την κατανοήσει και να μας μεταφέρει το μήνυμα της αποδοχής της. Φαινόμενα κοινωνικού ρατσισμού περιγράφονται με ένταση και αντανακλούν τη δυστυχία στην οποία βυθίζονται τα μεμονωμένα άτομα ή οι ομάδες που η κοινωνία αρνείται να ενσωματώσει . Ο ομοφυλόφιλος Ισμαήλ, που πληρώνει με το θάνατό του τον ηθικό ρατσισμό, αλλά και η πρωτοποριακή για την εποχή της Ρούσα απομονώνεται όχι μόνο από το κοινωνικό σύνολο, αλλά και από την ίδια την οικογένειά της. Ο φυλετικός ρατσισμός, Έλληνες Τούρκοι, ο θρησκευτικός Χριστιανοί Μουσουλμάνοι, ο φανατισμός της Ευγενίας που προσηλωμένη με εμπάθεια στις πολιτικές πεποιθήσεις της εκδηλώθηκε με ρατσιστική συμπεριφορά σε βάρος των κομμουνιστών. Έλλειψη θέλησης για διαλλακτικότητα, προβλήματα στην επικοινωνία, Οι ήρωες του βιβλίου δεν γνωρίζουν δυστυχώς τις δικές τους αλήθειες, για τις οποίες καλούνται να αγωνισθούν, πώς λοιπόν θα ήταν δυνατόν να αναγνωρίσουν τις αλήθειες των άλλων; ΄Όταν καταδίδει η Ευγενία, γιατί το κάνει; Επειδή φοβάται; Επειδή έχει διαφορετική άποψη; Επειδή αντιπαθεί τον Αντώνη; Πώς θα κατανοήσουμε τους άλλους αν πρώτα δεν προσεγγίσουμε τον εαυτό μας;
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ένα το χρονικό της διαμονής του Μανόλη και του παππού του στο Αϊβαλί τη χρονιά του 1923 μέχρι τότε που ο παππούς αποφασίζει να αυτοκτονήσει για να αποδεσμεύσει τον εγγονό του και να του επιτρέψει να φύγει και να ανταμώσει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας στη Μυτιλήνη, διαπιστώνοντας ότι «η αληθινή πατρίδα μας μίσεψε για άλλα μέρη. ΄Εφυγαν οι δικοί μας και την πήρανε μαζί τους. Μόνο που εγώ άργησα να το χαμπαρίσω» (σελ. 159). Ο Μανόλης πρέπει να πάρει μαζί του και τέσσερα μπαούλα, πολιτιστική κληρονομιά του μικρασιατικού –χριστιανικού λαού. Λέει γι΄ αυτά ο παππούς : «Σε αυτά βρίσκεται η ιστορία μας, τα πιστεύω μας, η γλώσσα μας … ο πολιτισμός μας, τα σπάργανα μέσα στα οποία αντρώθηκε η εθνική συνείδησή μας» (σελ. 138) Μέσα σε ένα από αυτά τα μπαούλα ανακαλύπτει ο Μανόλης το χειρόγραφο γύρω από το οποίο ξετυλίγεται ο μύθος του Νίκου Θέμελη, που θέλει τον τελευταίο αυτοκράτορα Κων/νο Παλαιολόγο να φεύγει με βάρκα μυστικά για το ΄Αγιο ΄Ορος, αντίθετα από την ιστορική εκδοχή ότι σκοτώθηκε πάνω στη μάχη κατά την άλωση της Κων/πολης από τους Τούρκους. Στις σελίδες 23 μέχρι 27 η αφήγηση που περιγράφει τη γειτονιά του Μανόλη, την οικογένειά του και τον πόλεμο, αλλά και στη σελίδα 35 η περιγραφή της γιαγιάς είναι αποσπάσματα με γλώσσα πλούσια και αρωματική, με μυρουδιές θαλασσινές κι ανοιξιάτικες, με συναισθήματα νοσταλγίας αλλά και λησμονιάς. Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλεί η σχέση του Μανόλη με τον Ισμαήλ, τον ομοφυλόφιλο μουσουλμάνο, που κατέφυγε στο Αιβαλί σαν πρόσφυγας από την πατρίδα του τη Μυτιλήνη.
Το δεύτερο μέρος είναι η ζωή του Μανόλη αφού έφυγε από το ΑΙβαλί , η σχέση του με τη Ρούσα, ο γάμος του με την Ευγενία, οι δυο του γιοί, ο Ιωακείμ και ο Αντώνης, η κοινωνική απομόνωσή του στην Κομοτηνή εξαιτίας του χειρόγραφου που υποστηρίζει σαν τη μοναδική αλήθεια και μάλιστα σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου στο σχολείο όπου υπηρετεί ως καθηγητής, η επιστροφή στην Αθήνα, η σχέση του με τον κομμουνιστή Αυγέρη, η δολοφονία της Ευγενίας και τέλος η υποχώρηση και ο συμβιβασμός όταν συμβουλεύει τον εγγονό του να εργασθεί στο Πανεπιστήμιο, αφού πρώτα παραιτηθεί από την θεωρία του που αμφισβητεί την αδιάκοπη συνέχεια του ελληνισμού και η οποία έρχεται σε αντίθεση με την επίσημη άποψη των ελλήνων ιστορικών. Σ΄ αυτό το δεύτερο μέρος τα ιστορικά γεγονότα είναι πολλά , πυκνά και συμπτυγμένα. Ενώ δηλαδή το πρώτο μέρος εκτυλίσσεται στη διάρκεια ενός περίπου χρόνου, ίσως και λιγότερο, το δεύτερο μέρος φτάνει μέχρι το 1960 περίπου, απλώνοντας τη ζωή του Μανόλη επί τριάντα πέντε περίπου χρόνια. Η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων γίνεται σαν πέρασμα, χωρίς βάθος, χωρίς συναίσθημα, με αδιαφορία θα τολμούσα να πω.
Αλλά για επανέλθω στον αρχικό στίχο του Καβάφη, μπορεί το βιβλίο να μην με ικανοποίησε στο σύνολό του, μου άνοιξε όμως κάποια παράθυρα στην Ιστορία , για τα οποία είμαι ευγνώμων στη γραφή του Νίκου Θέμελη: έτσι ονόματα σαν του Βενιαμίν του Λέσβιου και του Θεόφιλου Καϊρη, τα οποία είταν άγνωστα σε μένα , μου αποκάλυψαν πτυχές της ελληνικής διανόησης και πνευματικής ζωής που αγνοούσα. Και εδώ υπάρχει ένας προβληματισμός βέβαια, γιατί η ιστορία μας σιωπά μπροστά στο έργο αυτών των επιστημόνων , ίσως και κάποιων άλλων . Την ιστορία της Γενναδείου Βιβλιοθήκης βρήκα ενδιαφέρουσα. Και κυρίως το θέμα που αφορά την ιδιαιτερότητα της ελληνικής ταυτότητας και την ενιαία ιστορική διαδρομή του ελληνισμού. Απορώ πώς ένα τόσο σοβαρό επιστημονικό θέμα, που έχει προβληματίσει έλληνες και ξένους ιστορικούς, για το οποίο έχουν γραφεί πάμπολλα βιβλία, το καταπιάνεται ο Νίκος Θέμελης ανάλαφρα και επιφανειακά.
Στην τελική έχω την αίσθηση ότι η αποδοχή της διαφορετικότητας των άλλων , η δυνατότητα να είναι καθένας ο εαυτός του χωρίς φόβο και απαξίωση είναι ήδη ένας μακρύς δρόμος, ανηφορικός, αλλά και με πισωγυρίσματα, που αν καταφέρουμε να τον πορευθούμε , βρίσκουμε στην πορεία πρώτα τον εαυτό μας.
Κυριακή 26 Απριλίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου