Αγαπημένη,
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ΄ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ΄ τα βλέφαρά σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ΄ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ΄ τα μάτια μου
και σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί κι οι στίχοι
μακραίνουν μες στη νύχτα
κι εμείς απ΄ την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ΄ άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη ημέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι απορήσει.
Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009
Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009
Η Μουσική των Πρώτων Αριθμών
«Οι πρώτοι αριθμοί , διαμάντια σκορπισμένα σε ολόκληρο το απέραντο σύμπαν των αριθμών, αιώνιοι αριθμοί που υπάρχουν σ΄έναν κόσμο ανεξάρτητο της φυσικής πραγματικότητας. Είναι το δώρο της φύσης προς τους μαθηματικούς. Οι πρώτοι αριθμοί – δηλαδή, οι αδιαίρετοι, αυτοί που δεν μπορούν να γραφούν ως γινόμενο δυο μικρότερων αριθμών – αποτελούν τα άτομα της Αριθμητικής… Παρά την υπερδισχιλιετή προσπάθεια , οι πρώτοι αριθμοί μοιάζουν να αψηφούν κάθε απόπειρα ένταξής τους σ΄ ένα απλό μοτίβο. Στην καρδιά των Μαθηματικών, την αναζήτηση της τάξης, οι μαθηματικοί δεν ακούν τίποτε άλλο από τον ήχο του χάους. Στην πραγματικότητα η ακολουθία των πρώτων αριθμών θυμίζει πολύ περισσότερο μια τυχαία διαδοχή αριθμών, παρά μια καλά διατεταγμένη κανονικότητα . Η τυχαιότητα και το χάος αποτελούν ανάθεμα για τους περισσότερους μαθηματικούς… Παρά την τυχαιότητά τους , οι πρώτοι αριθμοί έχουν έναν αιώνιο και οικουμενικό χαρακτήρα. Θα υπήρχαν, ανεξαρτήτως του αν θα εξελισσόμασταν αρκετά ώστε να τους αναγνωρίσουμε … Το πρώτο τεκμήριο ότι ο άνθρωπος γνώριζε τους πρώτους αριθμούς είναι το «κόκαλο του Ισάνγκο» που χρονολογείται στα 6500 π. Χ. Στην επιφάνειά του διακρίνουμε τρεις στήλες με χαρακιές. Η μία στήλη έχει 11, 13, 17, 19 χαρακιές… Οι πρώτοι που άκουσαν τους ήχους από τα τύμπανα των πρώτων αριθμών ήταν οι Κινέζοι, οι οποίοι απέδιδαν γυναικεία χαρακτηριστικά στους άρτιους αριθμούς και ανδρικά στους περιττούς. Ακόμη θεωρούσαν τους περιττούς αριθμούς που δεν ήταν πρώτοι, π.χ. το 15, ως θηλυπρεπείς... Οι αρχαίοι ΄Ελληνες διαπίστωσαν ότι κάθε αριθμός μπορεί να δημιουργηθεί από τον πολλαπλασιασμό μεταξύ πρώτων αριθμών… Με το «κόσκινο του Ερατοσθένη» δημιουργήθηκε ένας πίνακας πρώτων αριθμών ... Ο Γκάους ήταν ο πρώτος που άκουσε το πρώτο μεγάλο θέμα στη μουσική των πρώτων αριθμών… Η φύση είχε κρύψει μέσα στους πρώτους τη μουσική μιας αόρατης μαθηματικής ορχήστρας. Ο Ρίμαν κοίταξε την εικόνα των πρώτων μέσα από τον καθρέφτη που χώριζε τον κόσμο των αριθμών από το τοπίο της συνάρτησης ζήτα – και είδε τη χαοτική διάταξη των πρώτων αριθμών από τη μια πλευρά του καθρέφτη να μετασχηματίζεται , περνώντας από την άλλη πλευρά , σε μια αυστηρά διατεταγμένη παράταξη των ριζών. Το αίνιγμα της τυχαιότητας των πρώτων μέσα στον πραγματικό κόσμο , αντικαταστάθηκε από την προσπάθεια να κατανοηθεί η αρμονία του τοπίου που διακρίνεται μέσα στον μιγαδικό καθρέφτη».
Με αυτά τα λόγια μας εισάγει ο Βρετανός μαθηματικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Μάρκους ντι Σατόι στη μαγεία των πρώτων αριθμών στο βιβλίο του «Η μουσική των πρώτων αριθμών», που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις «Τραυλός». Γραμμένο σε γλώσσα όμορφη, διαβάζεται ευχάριστα, προκαλεί το ενδιαφέρον στον αναγνώστη με τις ιστορικές αναφορές και την τοποθέτηση της δράσης στο χώρο και τον χρόνο, εξιστορώντας τη ζωή και περιγράφοντας την προσωπικότητα των επιστημόνων που μελέτησαν το μυστήριο των πρώτων αριθμών . ΄Ετσι ενώ είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται κυρίως σε μαθηματικούς , με βαθμό δυσκολίας για εκείνους που δεν μιλούν την μαθηματική γλώσσα, τελικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος του προσιτό ακόμη και στον δύσπιστο αναγνώστη , ο οποίος επιθυμεί να διατρέξει την απόσταση από το 300 π. Χ. μέχρι σήμερα συμμετέχοντας νοερά στην εκστρατεία για την ανακάλυψη του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Το πρώτο κεφάλαιο «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» παρουσιάζει περιληπτικά το θέμα του βιβλίου και είναι απλό και εύπεπτο. Με μόνη την ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου γίνεται ο αναγνώστης κοινωνός της διαδρομής που ακολούθησε το μυστικό των πρώτων αριθμών μέσα από τις προσπάθειες των επιστημόνων να το κατανοήσουν και να το αποκρυπτογραφήσουν.
Από τον Ευκλείδη στον 3ο αιώνα π.Χ. και τον Πυθαγόρα, ο οποίος είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τους αριθμούς, ο Μάρκους ντι Σατόι περνάει στον 18ο αιώνα στον Καρλ Φρίντριχ Γκάους , στον Λέοναρντ ΄Οιλερ, τον Μπέρτραντ Ρίμαν , τον Ντάβιντ Χίλμπερτ και τον ΄Εντμουντ Λαντάου, οι οποίοι έζησαν, δίδαξαν και εργάσθηκαν στο Γκέτινγκεν στη Γερμανία. Τον επόμενο αιώνα τη σκυτάλη παίρνει το Πανεπιστήμιο Τρίνιτυ του Κέημπριτζ στο οποίο δραστηριοποιούνται ο Χάρντι, ο Λίτλγουντ και ο Ραμανουτζάν. Για τη σχέση μάλιστα των μαθηματικών αυτών ο θεατρικός συγγραφέας ΄Αιρα Χάουπτμαν έγραψε το έργο του «Διαμέριση» , με ήρωες τους μαθηματικούς Χάρντι και Ραμανουτζάν, την ινδική θεότητα Ναμαγκίρι και τον Φερμά, το οποίο παίχτηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Στον 20ο αιώνα ιδρύεται στο Πρίνστον το Ινστιτούτο Ανωτέρων Μελετών , στο οποίο διδάσκουν μαθηματικοί όπως ο Σέλμπεργκ, ο Γκέντελ, ο Ντάισον, ο Μπομπιέρι. Ανάλογο ινστιτούτο ιδρύεται και κοντά στο Παρίσι , στο οποίο διαπρέπουν η ομάδα Νικολά Μπουρμπακί και οι μαθηματικοί Αντρέ Βέιλ και Αλέν Κον. Παρά τις αντιλήψεις της εποχής, (18ος και 19ος αιώνας) υπήρξαν γυναίκες μαθηματικοί οι οποίες συνεισέφεραν καθοριστικά στην επιστήμη με το έργο τους, όπως οι Σοφί Ζερμέν, ΄Εμι Νέδερ και Τζούλια Ρόμπινσον. Το βιβλίο δεν αναλώνεται απλά στην ιστορία των μαθηματικών μέσα από την προσπάθεια απόδειξης της Υπόθεσης του Ρϊμαν, αλλά πλησιάζει τους ανθρώπους-επιστήμονες προσεγγίζοντας με σεβασμό και λεπτότητα την προσωπική τους ζωή, τις αγωνίες τους και τις συγκρούσεις τους , τις ιδιαιτερότητες και τα συναισθήματά τους. Αυτή η ανάλυση προσδίδει στο βιβλίο προσωπικό χαρακτήρα, κινώντας στον αναγνώστη την περιέργεια να μάθει για τη ζωή των πρωταγωνιστών της εξέλιξης των μαθηματικών, που είναι πια κομμάτι της δικής μας ζωής, ανιχνεύοντας μέσα από τις λέξεις τις πεποιθήσεις , τους πόθους και τα πάθη τους.
Με το τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αγκαλιάζει το βιβλίο του, τελειώνει με τον τρόπο που άρχισε , ανακεφαλαιώνοντας τις κυριότερες στιγμές της μαθηματικής «οδύσσειας», όπως περιγράφει την αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν κάποιες προτάσεις που εκφράζουν αλήθειες , όπως «΄Όταν τα πράγματα περιπλέκονται, αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς και να αναλογιστεί: έχω κάνει τη σωστή ερώτηση;» (Ενρίκο Μπομπιέρι), «Μια εξίσωση δεν εκφράζει τίποτε για μένα , εκτός και αν εκφράζει μια σκέψη του Θεού» (Σρινιβάσα Ραμανουτζάν), «Αληθινό ερευνητικό ταξίδι δεν είναι η αναζήτηση νέων χωρών, αλλά η παρατήρηση με καινούρια μάτια» (Μαρσέλ Προύστ), «Μουσική είναι η απόλαυση που βιώνει ο ανθρώπινος νους , όταν μετρά χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μετρά» (Λάιμπνιτς).
«Ακόμη κι αν δεν αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά τους, οι πρώτοι αριθμοί μας παρασύρουν σε μια συγκλονιστική πνευματική οδύσσεια. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ασφάλεια του σύγχρονου ηλεκτρονικού μας κόσμου, ενώ ο συντονισμός τους με την κβαντική φυσική μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουν κάτι να μας πουν και σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των κορυφαίων μαθηματικών να ερμηνεύσουν τις διαμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς αυτής της μυστικιστικής μουσικής , οι πρώτοι εξακολουθούν να παραμένουν ένα αναπάντητο αίνιγμα. Περιμένουμε πάντα εκείνον που θα γράψει το όνομά του στην αιωνιότητα, ως ο άνθρωπος που έκανε τους πρώτους να τραγουδήσουν».
Με αυτά τα λόγια μας εισάγει ο Βρετανός μαθηματικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Μάρκους ντι Σατόι στη μαγεία των πρώτων αριθμών στο βιβλίο του «Η μουσική των πρώτων αριθμών», που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια από τις εκδόσεις «Τραυλός». Γραμμένο σε γλώσσα όμορφη, διαβάζεται ευχάριστα, προκαλεί το ενδιαφέρον στον αναγνώστη με τις ιστορικές αναφορές και την τοποθέτηση της δράσης στο χώρο και τον χρόνο, εξιστορώντας τη ζωή και περιγράφοντας την προσωπικότητα των επιστημόνων που μελέτησαν το μυστήριο των πρώτων αριθμών . ΄Ετσι ενώ είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται κυρίως σε μαθηματικούς , με βαθμό δυσκολίας για εκείνους που δεν μιλούν την μαθηματική γλώσσα, τελικά είναι στο μεγαλύτερο μέρος του προσιτό ακόμη και στον δύσπιστο αναγνώστη , ο οποίος επιθυμεί να διατρέξει την απόσταση από το 300 π. Χ. μέχρι σήμερα συμμετέχοντας νοερά στην εκστρατεία για την ανακάλυψη του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Το πρώτο κεφάλαιο «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» παρουσιάζει περιληπτικά το θέμα του βιβλίου και είναι απλό και εύπεπτο. Με μόνη την ανάγνωση αυτού του κεφαλαίου γίνεται ο αναγνώστης κοινωνός της διαδρομής που ακολούθησε το μυστικό των πρώτων αριθμών μέσα από τις προσπάθειες των επιστημόνων να το κατανοήσουν και να το αποκρυπτογραφήσουν.
Από τον Ευκλείδη στον 3ο αιώνα π.Χ. και τον Πυθαγόρα, ο οποίος είναι ο πρώτος που ανακαλύπτει τη σχέση ανάμεσα στη μουσική και τους αριθμούς, ο Μάρκους ντι Σατόι περνάει στον 18ο αιώνα στον Καρλ Φρίντριχ Γκάους , στον Λέοναρντ ΄Οιλερ, τον Μπέρτραντ Ρίμαν , τον Ντάβιντ Χίλμπερτ και τον ΄Εντμουντ Λαντάου, οι οποίοι έζησαν, δίδαξαν και εργάσθηκαν στο Γκέτινγκεν στη Γερμανία. Τον επόμενο αιώνα τη σκυτάλη παίρνει το Πανεπιστήμιο Τρίνιτυ του Κέημπριτζ στο οποίο δραστηριοποιούνται ο Χάρντι, ο Λίτλγουντ και ο Ραμανουτζάν. Για τη σχέση μάλιστα των μαθηματικών αυτών ο θεατρικός συγγραφέας ΄Αιρα Χάουπτμαν έγραψε το έργο του «Διαμέριση» , με ήρωες τους μαθηματικούς Χάρντι και Ραμανουτζάν, την ινδική θεότητα Ναμαγκίρι και τον Φερμά, το οποίο παίχτηκε στο Σαν Φρανσίσκο. Στον 20ο αιώνα ιδρύεται στο Πρίνστον το Ινστιτούτο Ανωτέρων Μελετών , στο οποίο διδάσκουν μαθηματικοί όπως ο Σέλμπεργκ, ο Γκέντελ, ο Ντάισον, ο Μπομπιέρι. Ανάλογο ινστιτούτο ιδρύεται και κοντά στο Παρίσι , στο οποίο διαπρέπουν η ομάδα Νικολά Μπουρμπακί και οι μαθηματικοί Αντρέ Βέιλ και Αλέν Κον. Παρά τις αντιλήψεις της εποχής, (18ος και 19ος αιώνας) υπήρξαν γυναίκες μαθηματικοί οι οποίες συνεισέφεραν καθοριστικά στην επιστήμη με το έργο τους, όπως οι Σοφί Ζερμέν, ΄Εμι Νέδερ και Τζούλια Ρόμπινσον. Το βιβλίο δεν αναλώνεται απλά στην ιστορία των μαθηματικών μέσα από την προσπάθεια απόδειξης της Υπόθεσης του Ρϊμαν, αλλά πλησιάζει τους ανθρώπους-επιστήμονες προσεγγίζοντας με σεβασμό και λεπτότητα την προσωπική τους ζωή, τις αγωνίες τους και τις συγκρούσεις τους , τις ιδιαιτερότητες και τα συναισθήματά τους. Αυτή η ανάλυση προσδίδει στο βιβλίο προσωπικό χαρακτήρα, κινώντας στον αναγνώστη την περιέργεια να μάθει για τη ζωή των πρωταγωνιστών της εξέλιξης των μαθηματικών, που είναι πια κομμάτι της δικής μας ζωής, ανιχνεύοντας μέσα από τις λέξεις τις πεποιθήσεις , τους πόθους και τα πάθη τους.
Με το τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας αγκαλιάζει το βιβλίο του, τελειώνει με τον τρόπο που άρχισε , ανακεφαλαιώνοντας τις κυριότερες στιγμές της μαθηματικής «οδύσσειας», όπως περιγράφει την αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου των Μαθηματικών.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν κάποιες προτάσεις που εκφράζουν αλήθειες , όπως «΄Όταν τα πράγματα περιπλέκονται, αξίζει τον κόπο να σταθεί κανείς και να αναλογιστεί: έχω κάνει τη σωστή ερώτηση;» (Ενρίκο Μπομπιέρι), «Μια εξίσωση δεν εκφράζει τίποτε για μένα , εκτός και αν εκφράζει μια σκέψη του Θεού» (Σρινιβάσα Ραμανουτζάν), «Αληθινό ερευνητικό ταξίδι δεν είναι η αναζήτηση νέων χωρών, αλλά η παρατήρηση με καινούρια μάτια» (Μαρσέλ Προύστ), «Μουσική είναι η απόλαυση που βιώνει ο ανθρώπινος νους , όταν μετρά χωρίς να συνειδητοποιεί ότι μετρά» (Λάιμπνιτς).
«Ακόμη κι αν δεν αποκαλύψουν ποτέ τα μυστικά τους, οι πρώτοι αριθμοί μας παρασύρουν σε μια συγκλονιστική πνευματική οδύσσεια. Παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ασφάλεια του σύγχρονου ηλεκτρονικού μας κόσμου, ενώ ο συντονισμός τους με την κβαντική φυσική μας κάνει να πιστεύουμε πως έχουν κάτι να μας πουν και σε σχέση με τον φυσικό κόσμο. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των κορυφαίων μαθηματικών να ερμηνεύσουν τις διαμορφώσεις και τους μετασχηματισμούς αυτής της μυστικιστικής μουσικής , οι πρώτοι εξακολουθούν να παραμένουν ένα αναπάντητο αίνιγμα. Περιμένουμε πάντα εκείνον που θα γράψει το όνομά του στην αιωνιότητα, ως ο άνθρωπος που έκανε τους πρώτους να τραγουδήσουν».
Τρίτη 4 Αυγούστου 2009
Ζωγραφίζοντας το Πάκουα ...
Στην αρχή ήταν το μπουρίνι. ΄Η μάλλον στην αρχή ήταν η άποψη του δασκάλου να βλέπουμε κατά τη διάρκεια των ασκήσεων τα ιερά σύμβολα, το τάι τσι, τον κύκλο των πέντε στοιχείων και το Πάκουα, διότι και μόνο το γεγονός ότι τα βλέπουμε , ότι είναι μέσα στον κόσμο των αισθήσεών μας είναι ευεργετικό για μας, για τη γαλήνη του μυαλού μας, τη χαλάρωση των εντάσεων, την αρμονία μέσα στο σώμα μας. Έπειτα ήλθε το μπουρίνι, ξαφνικό, απροσδόκητο, απρόβλεπτο. Το ελαφρό αεράκι δυνάμωσε αναπάντεχα και μόλις που πρόλαβα να ξεκρεμάσω τα τρία χαρτόνια πριν τα πάρει μαζί του. ΄Όμως το ένα χαρτόνι σκίστηκε. ΄Ένα συναίσθημα ευθύνης με κατέλαβε. ΄Ισως δεν ήμουν αρκετά προσεκτική, ίσως δεν ήμουν όσο θα έπρεπε προνοητική. Για να διορθώσω τα πράγματα κι επειδή είδα και τον δάσκαλο να ταράζεται , έστω και λίγο, τον καθησύχασα : όταν γυρίσουμε στο Βόλο, θα φτιάξω άλλα. Και το εννοούσα, αλλά όχι ακριβώς όπως το έλεγα.
Η σκέψη μου ταξίδεψε με ταχύτητα σ΄ αυτό το μαγικό μηχάνημα , που με τα κατάλληλα προγράμματα, τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία μπορεί να δημιουργήσει υπέροχες εικόνες. ΄Όχι ότι διαθέτω κάτι από όλα αυτά. Η κόρη μου όμως διαθέτει ιδιαίτερο ταλέντο και έκανα την αυθόρμητη σκέψη ότι θα μπορούσα να της ζητήσω να με βοηθήσει. ΄Όπως και έπραξα. Από τη σκέψη όμως μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί. Καταρχήν ήταν αναγκαίο να βρεθεί χρόνος κοινός για συνεργασία. Γεγονός που έγινε. ΄Επειτα ήταν απαραίτητο να της εξηγήσω τι ζητούσα. Εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Αφού προσεγγίσαμε κάπως το ζητούμενο, η δημιουργός έχασε τελικά την υπομονή της , ζωγράφισε με την βοήθεια ενός προγράμματος αυτό που της ζήτησα , από τη δική της οπτική γωνία, σχεδιάζοντας το τάι τσι και τον κύκλο των πέντε στοιχείων με άποψη , η οποία απείχε από την άποψη της σχολής μας. Μετά από αυτά ούτε λόγος να γίνεται για το Πάκουα. Την ευχαρίστησα θερμά και άρχισα να προγραμματίζω την δική μου προσπάθεια να αποτυπώσω στο χαρτόνι τα ιερά σύμβολα. Χωρίς να έχω ζωγραφίσει ποτέ μου, χωρίς να έχω χρησιμοποιήσει τα τελευταία χρόνια χάρακα και μοιρογνωμόνιο , χωρίς να έχω εκθέσει σε κόσμο ούτε μία ευθεία γραμμή μου.
Εφοδιάστηκα με αρκετά χαρτόνια για να μπορώ να πειραματίζομαι . Ανάμεσα στους μαρκαδόρους και τα πινέλα με τις μπογιές, προτίμησα τα δεύτερα, έχοντας την αίσθηση ότι χρησιμοποιώντας πινέλο, θα δημιουργούσα κάτι , ενώ οι μαρκαδόροι μου θύμισαν παιδικές ζωγραφιές. ΄Ισως μια αίσθηση ματαιοδοξίας, που επαναλαμβάνεται κι άλλες φορές, όταν πρόκειται για παράδειγμα να διαλέξω αν θα γράψω με κοινό στυλό ή με πένα. Το πινέλο και οι μπογιές λοιπόν θα αποτύπωναν την προσωπική μου σφραγίδα, την προσπάθειά μου να δημιουργήσω κάτι για τη σχολή, διαθέτοντας ιδιαίτερο χρόνο και κόπο. Αυτές οι σκέψεις μου, αυτή η ιδιαιτερότητα με την οποία αντιμετώπισα το όλο θέμα, δεν με διάψευσαν . Ενώ ξεκίνησα να ζωγραφίζω σχεδόν αντιγράφοντας από τα σχέδια που είχα στα χέρια μου, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτό δεν μου αρκούσε. Τα σχέδια του τάι τσι και του κύκλου των πέντε στοιχείων ήταν προσιτά και γρήγορα στο σχεδιασμό τους. Για το Πάκουα όμως, δεν ίσχυε το ίδιο.
΄Αρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για διάφορες αποτυπώσεις του αναζητώντας αυτή που θα μου άρεσε περισσότερο, αυτή που θα έκφραζε πλησιέστερα τις «οκτώ αλλαγές» . ΄Όπως σχεδίαζα , καταλήφθηκα από δέος μια και αυτό που είχα στα χέρια μου ήταν ένα ιερό σύμβολο που αποτελεί τμήμα της κινέζικης φιλοσοφίας. Η μελέτη του μας βοηθά να κατανοήσουμε ανθρώπους και γεγονότα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρελθόν μας οδηγώντας μας με επίγνωση στο μέλλον. Κάθε γραμμή, κάθε πινελιά μου γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό, προσπαθώντας να κρατήσω το νου μου στον συμβολισμό των τριγράμμων : μεγάλη γη (λίμνη), μικρό μέταλλο, μεγάλο μέταλλο (ουρανός), νερό, μικρή γη (βουνό), μεγάλο ξύλο (κεραυνός), μικρό ξύλο (άνεμος), φωτιά και τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σε έναν άνθρωπο, σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια.
Δεν θα μπορούσα παρά να προσυπογράψω αυτό που διάβασα κάποτε , ότι η εκπαίδευση είναι η επίγνωση της άγνοιάς μας. Κάθε βήμα μας φέρνει πιο κοντά στο ρητό «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα», αλλά και στην κατανόηση αυτής της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε τη γνώση και μέσα από αυτή τη σοφία. Γιατί η γνώση – βίωμα , κι όχι η γνώση – εμφύτευση μπορεί να μας οδηγήσει στο φως !
Η σκέψη μου ταξίδεψε με ταχύτητα σ΄ αυτό το μαγικό μηχάνημα , που με τα κατάλληλα προγράμματα, τις απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία μπορεί να δημιουργήσει υπέροχες εικόνες. ΄Όχι ότι διαθέτω κάτι από όλα αυτά. Η κόρη μου όμως διαθέτει ιδιαίτερο ταλέντο και έκανα την αυθόρμητη σκέψη ότι θα μπορούσα να της ζητήσω να με βοηθήσει. ΄Όπως και έπραξα. Από τη σκέψη όμως μέχρι την πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση, που σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να καλυφθεί. Καταρχήν ήταν αναγκαίο να βρεθεί χρόνος κοινός για συνεργασία. Γεγονός που έγινε. ΄Επειτα ήταν απαραίτητο να της εξηγήσω τι ζητούσα. Εδώ άρχισαν τα δύσκολα. Αφού προσεγγίσαμε κάπως το ζητούμενο, η δημιουργός έχασε τελικά την υπομονή της , ζωγράφισε με την βοήθεια ενός προγράμματος αυτό που της ζήτησα , από τη δική της οπτική γωνία, σχεδιάζοντας το τάι τσι και τον κύκλο των πέντε στοιχείων με άποψη , η οποία απείχε από την άποψη της σχολής μας. Μετά από αυτά ούτε λόγος να γίνεται για το Πάκουα. Την ευχαρίστησα θερμά και άρχισα να προγραμματίζω την δική μου προσπάθεια να αποτυπώσω στο χαρτόνι τα ιερά σύμβολα. Χωρίς να έχω ζωγραφίσει ποτέ μου, χωρίς να έχω χρησιμοποιήσει τα τελευταία χρόνια χάρακα και μοιρογνωμόνιο , χωρίς να έχω εκθέσει σε κόσμο ούτε μία ευθεία γραμμή μου.
Εφοδιάστηκα με αρκετά χαρτόνια για να μπορώ να πειραματίζομαι . Ανάμεσα στους μαρκαδόρους και τα πινέλα με τις μπογιές, προτίμησα τα δεύτερα, έχοντας την αίσθηση ότι χρησιμοποιώντας πινέλο, θα δημιουργούσα κάτι , ενώ οι μαρκαδόροι μου θύμισαν παιδικές ζωγραφιές. ΄Ισως μια αίσθηση ματαιοδοξίας, που επαναλαμβάνεται κι άλλες φορές, όταν πρόκειται για παράδειγμα να διαλέξω αν θα γράψω με κοινό στυλό ή με πένα. Το πινέλο και οι μπογιές λοιπόν θα αποτύπωναν την προσωπική μου σφραγίδα, την προσπάθειά μου να δημιουργήσω κάτι για τη σχολή, διαθέτοντας ιδιαίτερο χρόνο και κόπο. Αυτές οι σκέψεις μου, αυτή η ιδιαιτερότητα με την οποία αντιμετώπισα το όλο θέμα, δεν με διάψευσαν . Ενώ ξεκίνησα να ζωγραφίζω σχεδόν αντιγράφοντας από τα σχέδια που είχα στα χέρια μου, γρήγορα διαπίστωσα ότι αυτό δεν μου αρκούσε. Τα σχέδια του τάι τσι και του κύκλου των πέντε στοιχείων ήταν προσιτά και γρήγορα στο σχεδιασμό τους. Για το Πάκουα όμως, δεν ίσχυε το ίδιο.
΄Αρχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο για διάφορες αποτυπώσεις του αναζητώντας αυτή που θα μου άρεσε περισσότερο, αυτή που θα έκφραζε πλησιέστερα τις «οκτώ αλλαγές» . ΄Όπως σχεδίαζα , καταλήφθηκα από δέος μια και αυτό που είχα στα χέρια μου ήταν ένα ιερό σύμβολο που αποτελεί τμήμα της κινέζικης φιλοσοφίας. Η μελέτη του μας βοηθά να κατανοήσουμε ανθρώπους και γεγονότα που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μας βοηθά να κατανοήσουμε το παρελθόν μας οδηγώντας μας με επίγνωση στο μέλλον. Κάθε γραμμή, κάθε πινελιά μου γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή και σεβασμό, προσπαθώντας να κρατήσω το νου μου στον συμβολισμό των τριγράμμων : μεγάλη γη (λίμνη), μικρό μέταλλο, μεγάλο μέταλλο (ουρανός), νερό, μικρή γη (βουνό), μεγάλο ξύλο (κεραυνός), μικρό ξύλο (άνεμος), φωτιά και τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά σε έναν άνθρωπο, σε ένα σπίτι, σε μια οικογένεια.
Δεν θα μπορούσα παρά να προσυπογράψω αυτό που διάβασα κάποτε , ότι η εκπαίδευση είναι η επίγνωση της άγνοιάς μας. Κάθε βήμα μας φέρνει πιο κοντά στο ρητό «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα», αλλά και στην κατανόηση αυτής της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε τη γνώση και μέσα από αυτή τη σοφία. Γιατί η γνώση – βίωμα , κι όχι η γνώση – εμφύτευση μπορεί να μας οδηγήσει στο φως !
Κυριακή 2 Αυγούστου 2009
Πρέπει ή τιμημένος ο ακέριος άνθρωπος να ζει ή με τιμή να πεθαίνει...
Έφθασα στο Χόρτο γύρω στις δέκα το βράδυ. Στο μικρό θεατράκι, μακριά από τα αυτοκίνητα και τα ανυπόμονα βλέμματα, ανάμεσα στα δέντρα , κάτω από το ασημένιο φεγγάρι της 31 Ιουλίου μια ιδιαίτερη παράσταση ήταν έτοιμη να αρχίσει, ιδιαίτερη, όπως ξεχωριστός ήταν ο ήρωάς της, διαχρονικός και μαρτυρικός, σύμβολο αξιοπρέπειας και τιμής. ΄Όταν έφθασα στο θέατρο, η κ. Πία Χατζηνίκου όρθια, αλλά μέσα στον κόσμο , σα να διηγιόταν σε μια παρέα φίλων, με αμεσότητα και απλότητα, εξιστορούσε το μύθο που πάνω του ήταν στηριγμένος ο ποιητικός μονόλογος που επρόκειτο να παρακολουθήσουμε: Ο Αχιλλέας από τη Φθιώτιδα, ο γιος του Πηλέα και ο Αίας από τη Σαλαμίνα, ο γιος του Τελαμώνα είναι οι πιο γενναίοι από τους ΄Ελληνες κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο ΄Ομηρος χαρακτηρίζει τον Αίαντα ως το προπύργιο των Αχαιών. ΄Όταν σκοτώνεται ο Αχιλλέας , ο Αίας διεκδικεί τα όπλα του, αλλά με παρέμβαση των Ατρειδών που είχαν την αρχιστρατηγία, του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, τα όπλα παραχωρούνται στον Οδυσσέα. Ο Αίας μετά από την προσβολή αυτή αποφασίζει να εκδικηθεί τους Αχαιούς. Η θεά Αθηνά όμως σκοτίζει το νου του και αυτός επιτίθεται και σκοτώνει ό,τι ζώο βρει μπροστά του, νομίζοντας ότι σκοτώνει Αχαιούς. Όταν συνέρχεται από την παραφροσύνη του αυτή , αισθάνεται ντροπή και αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή του. Η σύζυγός του Τέκμησσα και ο αδελφός του Τεύκρος προσπαθούν να τον μεταπείσουν. Ο Αίας βιώνοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην ηθική του και το περιβάλλον του αυτοκτονεί , αρνούμενος να ενταχθεί στον προηγούμενο κόσμο του. Η ιστορία του μεταφέρεται από τον ΄Ομηρο του 800 π.Χ. στο Σοφοκλή του 460-450 π.Χ. και από αυτόν στο Γιάννη Ρίτσο της Λέρου και της Σάμου στα 1967-1969. Ο Γιάννης Ρίτσος μας μεταφέρει στη στιγμή που ο Αίας βρίσκει τα λογικά του και αντιλαμβάνεται τι έχει κάνει.
Αντιγράφοντας από την ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. :
«Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας. Στους “μονολόγους” του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Οι κατά συνθήκη ονομασίες, Αίας, Ορέστης, Ελένη, κτλ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες, αλλά κόμπους του Μύθου ή, μ' άλλα λόγια, της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας.».
Η Εστία Θεάτρου Βόλου Ερινεώς δημιουργήθηκε γύρω στα 1992 με την πρωτοβουλία και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Τράντα. Στόχος της η μελέτη και παρουσίαση ελληνικών κυρίως κειμένων , οικουμενικής διάστασης με διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες. Το χειμώνα του 2008 μας καθήλωσε με την παράστασή της στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Imagine ή το Τοπίο του Είναι» με αποσπάσματα από έργα των Σεφέρη, Παπαδιαμάντη και Πεντζίκη. Φέτος συμμετέχοντας στο αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζει τον Αίαντα από την ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση». Τέταρτη διάσταση , ένας άλλος τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, η επίγνωση μιας αλήθειας που προέρχεται μέσα από το χρόνο και το βίωμα , μια διαφορετική οπτική βασισμένη σε ώριμη, αλλά και οδυνηρή γνώση.
Ο Γιάννης Ρίτσος με τον Αίαντα επιχειρεί μια επικίνδυνη κατάδυση στην ψυχή και το υποσυνείδητο του ήρωα αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδησή του και την κοινωνική του υπόσταση. Σημείωσα κάποιους στίχους , ελάχιστους όμως,
όπως τις σκέψεις του ήρωα για τη φιλία : «Τίποτα δεν είναι ο φόβος του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»,
για τις τύψεις : «Κοίτα , στον τοίχο, μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα, μαύρον αέρα ρουθουνίζει – σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την, δεν μπορώ να την βλέπω»,
για τη μοναξιά «Δεν είχα να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ΄ την ίδια μου τη ζώνη – καθώς την έψαχνα τυφλά, το ΄νιωσα ξάφνου πως είταν κομμένη κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα απ΄ το χέρι»,
για την ομορφιά της φύσης «Σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι, με στέγασε μια άσπρη τρεμάμενη αψίδα»,
για την αυτογνωσία «Και σας πρόδωσα αλήθεια, μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει», αλλά και «Εμένα μου φτάνει αυτό που βρήκα χάνοντας τα πάντα».
Ο δραματικός μονόλογος του Αίαντα μας συγκλόνισε. Ο Γιάννης Τράντας μας μετέδωσε με πειστικότητα και συναίσθημα την απελπισία του ήρωα, «μίσησα για πάντα τ΄ όνομά μου», τη μοναξιά του , την αδυναμία , αλλά και άρνηση ένταξης σε ένα περιβάλλον ξένο προς την ηθική και την γνώση του, την ντροπή και τη θλίψη του για τον πόνο που προκάλεσε , το αδιέξοδο και την απογοήτευση του , αφού η ζωή του δεν έχει πια νόημα. Μαζί του η Ευαγγελία Κατούνια, ως Τέκμησσα , σύζυγος του Αίαντα, ο Ευάγγελος Κακάλιας ως φρουρός και ο Γιώργος Λεβέντης ως Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα. Ζωντανή μουσική συνόδευε όλη την παράσταση, άλλοτε ασυγκράτητη κι άλλοτε διακριτική η μουσική του Πέτρου Δουρδουμπάκη, νότες ζεστές ,νότες πιάνου, νότες φλάουτου, νότες που συνδυασμένες με τις λέξεις δημιουργούν ένα μαγικό μανδύα που τυλίγει τον θεατή , τον απομονώνει από το παρόν και τον οδηγεί σ΄ ένα ταξίδι της ψυχής πέρα από το ορατό και αισθητό, στην αλήθεια της τέχνης που είναι η αλήθεια της ζωής. Γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «Η καρδιά του ανθρώπου είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη τόσο βαθιά – μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια».
Αντιγράφοντας από την ιστοσελίδα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. :
«Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη “γυναικεία” ψυχή αφορά είτε την “ανδρική”, φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας. Στους “μονολόγους” του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Οι κατά συνθήκη ονομασίες, Αίας, Ορέστης, Ελένη, κτλ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες, αλλά κόμπους του Μύθου ή, μ' άλλα λόγια, της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας.».
Η Εστία Θεάτρου Βόλου Ερινεώς δημιουργήθηκε γύρω στα 1992 με την πρωτοβουλία και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Τράντα. Στόχος της η μελέτη και παρουσίαση ελληνικών κυρίως κειμένων , οικουμενικής διάστασης με διαχρονικές και πανανθρώπινες αξίες. Το χειμώνα του 2008 μας καθήλωσε με την παράστασή της στο Δημοτικό Θέατρο Βόλου «Imagine ή το Τοπίο του Είναι» με αποσπάσματα από έργα των Σεφέρη, Παπαδιαμάντη και Πεντζίκη. Φέτος συμμετέχοντας στο αφιέρωμα για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζει τον Αίαντα από την ποιητική συλλογή «Τέταρτη Διάσταση». Τέταρτη διάσταση , ένας άλλος τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, η επίγνωση μιας αλήθειας που προέρχεται μέσα από το χρόνο και το βίωμα , μια διαφορετική οπτική βασισμένη σε ώριμη, αλλά και οδυνηρή γνώση.
Ο Γιάννης Ρίτσος με τον Αίαντα επιχειρεί μια επικίνδυνη κατάδυση στην ψυχή και το υποσυνείδητο του ήρωα αναδεικνύοντας τη σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδησή του και την κοινωνική του υπόσταση. Σημείωσα κάποιους στίχους , ελάχιστους όμως,
όπως τις σκέψεις του ήρωα για τη φιλία : «Τίποτα δεν είναι ο φόβος του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»,
για τις τύψεις : «Κοίτα , στον τοίχο, μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα, μαύρον αέρα ρουθουνίζει – σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την, δεν μπορώ να την βλέπω»,
για τη μοναξιά «Δεν είχα να κρατηθώ από πουθενά, μήτε απ΄ την ίδια μου τη ζώνη – καθώς την έψαχνα τυφλά, το ΄νιωσα ξάφνου πως είταν κομμένη κι αντί να με κρατήσει, την κρατούσα απ΄ το χέρι»,
για την ομορφιά της φύσης «Σηκώθηκε κοντά μου ένα κοπάδι γλάροι, με στέγασε μια άσπρη τρεμάμενη αψίδα»,
για την αυτογνωσία «Και σας πρόδωσα αλήθεια, μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει», αλλά και «Εμένα μου φτάνει αυτό που βρήκα χάνοντας τα πάντα».
Ο δραματικός μονόλογος του Αίαντα μας συγκλόνισε. Ο Γιάννης Τράντας μας μετέδωσε με πειστικότητα και συναίσθημα την απελπισία του ήρωα, «μίσησα για πάντα τ΄ όνομά μου», τη μοναξιά του , την αδυναμία , αλλά και άρνηση ένταξης σε ένα περιβάλλον ξένο προς την ηθική και την γνώση του, την ντροπή και τη θλίψη του για τον πόνο που προκάλεσε , το αδιέξοδο και την απογοήτευση του , αφού η ζωή του δεν έχει πια νόημα. Μαζί του η Ευαγγελία Κατούνια, ως Τέκμησσα , σύζυγος του Αίαντα, ο Ευάγγελος Κακάλιας ως φρουρός και ο Γιώργος Λεβέντης ως Τεύκρος, αδελφός του Αίαντα. Ζωντανή μουσική συνόδευε όλη την παράσταση, άλλοτε ασυγκράτητη κι άλλοτε διακριτική η μουσική του Πέτρου Δουρδουμπάκη, νότες ζεστές ,νότες πιάνου, νότες φλάουτου, νότες που συνδυασμένες με τις λέξεις δημιουργούν ένα μαγικό μανδύα που τυλίγει τον θεατή , τον απομονώνει από το παρόν και τον οδηγεί σ΄ ένα ταξίδι της ψυχής πέρα από το ορατό και αισθητό, στην αλήθεια της τέχνης που είναι η αλήθεια της ζωής. Γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «Η καρδιά του ανθρώπου είναι μια νοτισμένη ρίζα μες στο χώμα, υπομονετική, κρυμμένη τόσο βαθιά – μπορεί και πάλι να πετάξει βλαστάρια».
Σάββατο 25 Ιουλίου 2009
Τίποτε σ΄ αυτόν τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας ...
Υπάρχουν βιβλία που η λάμψη τους διαρκεί ένα ή δύο χρόνια, ίσως και λιγότερο. Κάποιες φορές κυκλοφορούν σε χιλιάδες αντίτυπα και μετά από χρόνια αναρωτιέται κανείς τι ήταν αυτό που προκάλεσε μια τέτοια αναγνωσιμότητα. Υπάρχουν ευτυχώς βιβλία που ευωδιάζουν χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο, που το άγγιγμά τους προκαλεί δέος και η προσέγγισή τους γίνεται με ιδιαίτερο σεβασμό . Βιβλία δοκιμασμένα στο χρόνο, βράχια σοφίας και αλήθειας, τα προσεγγίζει κανείς σ΄ ένα επίπεδο, για να αντιληφθεί κάτι από τη σοφία των μεγάλων στοχαστών, να γίνει κοινωνός ενός φωτός που ανατέλλει με σταθερότητα και σκορπίζει τη λάμψη του στον πρόθυμο αναγνώστη , να αγγίξει κάτι από το μεγαλείο τους , να γευτεί την πίκρα και τη γλύκα τους, να χαθεί μέσα στη μαγεία των λέξεων και την απεραντοσύνη του σύμπαντος ενός μεγάλου μελετητή και συγγραφέα, βιβλία που μοσχοβολάνε τριαντάφυλλο και γιασεμί, που συγκινούν με την απελπισία της μοναξιάς και την πληρότητα του έρωτα. Βιβλία που σου επιτρέπουν να μιλήσεις για να συναισθήματα που σου προκαλούν , χωρίς πολλά λόγια γιατί μέσα από τις λέξεις τους έχουν τα πάντα ειπωθεί , ενώ όταν διαβάσεις και την τελευταία λέξη τους διαπιστώνεις με θλίψη και νοσταλγία το τέλος ενός υπέροχου ταξιδιού. Κι όταν κάποτε δεις κάποιο από αυτά τα βιβλία στα χέρια ενός αναγνώστη , αισθάνεσαι ιδιαίτερη περηφάνια στη σκέψη ότι κάποτε το διάβασες κι εσύ. ΄Ένα τέτοιο βιβλίο , σιωπηλό αλλά και θορυβώδες, ερωτικό αλλά και ανέραστο, γεμάτο κύματα επιθυμιών αλλά και αδιέξοδες σχέσεις , είναι «ο ΄Ερωτας στα Χρόνια της Χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Παγίδες της μοίρας , παγίδες της άγνοιας και της περηφάνιας καθορίζουν το μεγάλο αυτό μυθιστόρημα που ανήγαγε τον έρωτα σε διαχρονική αξία δίνοντας του διάρκεια και πάθος ανεξάρτητα από την ηλικία των ηρώων και τις προκαταλήψεις της εποχής .
΄Ένα απλό βλέμμα ήταν αιτία για έναν ερωτικό κατακλυσμό που για πενήντα και πλέον χρόνια δεν έλεγε να σταματήσει. Από την ημέρα που το βλέμμα αυτό της Φερμίνα Δάσα τον αιχμαλώτισε για πάντα, ο Φλορεντίνο Αρίσα άρχισε τη μυστική ζωή του μοναχικού κυνηγού. Ο έρωτάς του τον οδήγησε στην αλχημεία της ποίησης και στη μουσική . Τα πλούσια συναισθήματα, το πάθος του και ο τρόπος που τα μετουσιώνει αυτά σε πράξη ξεπηδούν μέσα από τις σειρές του μυθιστορήματος, ενώ κάθε λέξη μας μεταφέρει με παραστατικότητα στη σχέση των δύο νέων : τα γράμματα της Φερμίνα Δάσα «προορισμένα να διατηρούν αναμμένα τα κάρβουνα χωρίς να βάζει χέρι στη φωτιά, ενώ ο Φλορεντίνο Αρίσα γινόταν στάχτη σε κάθε γραμμή». ΄Όταν ο πατέρας της ανακαλύπτει την ανίερη σχέση ο Φλορεντίνο δε διστάζει να του πει «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να πεθάνω για τον έρωτα». Κι όμως ο Λορέντσο Δάσα λησμονώντας τη δική του ερωτική ιστορία απομακρύνει την κόρη του από την πόλη του έρωτά της. Ο χρόνος και ο χώρος έπαιξαν το καταστρεπτικό τους παιχνίδι , με αποτέλεσμα όταν η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει διαπιστώνει ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Λίγα χρόνια μετά μπαίνει στη ζωή της ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από πολύχρονη διαμονή στο Παρίσι και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την επιδημία της χολέρας στην πόλη τους «΄Ηταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ΄ αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε να αντέχουμε το παρελθόν». Ερωτεύεται την Φερμίνα Δάσα κεραυνοβόλα. Εκείνη στην αρχή αρνείται , αλλά μετά από πολλές και ποικίλες πιέσεις γίνεται ο γάμος τους. Ο Φλορεντίνο Αρίσα προσπαθεί να επιζήσει μέσα στη λήθη. Η πρώτη του σαρκική επαφή με μια άγνωστη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο απατηλός έρωτας της Φερμίνα Δάσα μπορούσε να αντικατασταθεί μ΄ ένα γήινο πάθος (σελ. 198). Τότε ήταν που άρχισε να καταγράφει σε ένα τετράδιο τους συνεχόμενους έρωτές του, εκτός από τις περαστικές περιπέτειες που δεν άξιζαν ούτε μια σημείωση. Στα επόμενα πενήντα χρόνια συμπλήρωσε εικοσιπέντε τετράδια με εξακόσιες είκοσι δύο καταχωρήσεις. ΄Όταν η Φερμίνα Δάσα έμεινε έγκυος ο Φλορεντίνο Αρίσα πήρε δύο αποφάσεις : να φτιάξει όνομα και περιουσία για να γίνει αντάξιός της και ότι ο γιατρός Ουρμπίνο έπρεπε να πεθάνει. Για να εκπληρώσει την πρώτη του απόφαση, αφού η δεύτερη δεν εξαρτιόταν από αυτόν, προσέγγισε τον θείο του Λεόν ΧΙΙ , που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ποταμοπλοΐας Καραϊβικής. Εκείνος πίστευε ότι «οι άνθρωποι δεν γεννιούνται μόνο τη μέρα που τους φέρνει στον κόσμο η μάνα τους, μα η ζωή τους αναγκάζει να ξαναγεννηθούν , μόνοι τους πλέον, μια και δυο και πολλές φορές ακόμα». ΄Ετσι ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε απ΄ όλες τις θέσεις της επιχείρησης μ΄ αφοσίωση και αντοχή σε κάθε δοκιμασία. Στην προσωπική του ζωή προωθούσε τις επιχειρήσεις του λαθροκυνηγού: Η χήρα του Νασαρέτ, η Αουσένσια Σανταντέρ, η Σάρα Νοριέγα , η Ολυμπία Σουλέτα. Συμπαραστάτισσα και φίλη η Λεόνα Κασιάνι, η οποία και μέσα από τη θέση της στην εταιρεία αλλά και σαν φίλη τον υποστήριξε και τον προώθησε, δυναμική, σιωπηλή , με μια γλύκα όλο σοφία. Ο συγγραφέας μας διηγείται με λεπτομέρειες κομμάτια από τη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνέχεια της Φερμίνα Δάσα, ακούραστος, μεταδίδοντας μας όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με διαύγεια και απλότητα. Ο γιατρός Ουρμπίνο πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μόνο γήινα αγαθά: ασφάλεια, τάξη, ευτυχία, άμεσα νούμερα που αν μπορούσαν να αθροιστούν ίσως να έμοιαζαν με έρωτα: σχεδόν με έρωτα (σελ. 282). ΄Οσο για την ίδια τη Φερμίνα Δάσα πέρασε ένα σφουγγάρι χωρίς δάκρυα πάνω από τη θύμηση του Φλορεντίνο Αρίσα και στο χώρο αυτό άφησε να ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο ευτυχισμένος γάμος της κράτησε όσο και το ταξίδι του μέλιτος : «το πρόβλημα στη κοινωνική ζωή είναι να μάθει κανείς να κυριαρχεί πάνω στον τρόμο, το πρόβλημα στη συζυγική ζωή είναι να μάθει να κυριαρχεί πάνω στην ανία». Δεν έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, η ζωή έφταιγε (σελ. 305). Τίποτε σ΄ αυτό τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας. Μετά από τριάντα χρόνια γάμου οι δύο σύζυγοι άρχισαν να αγαπιούνται καλύτερα, χωρίς βιασύνη και υπερβολές (σελ. 309), ενώ ο
Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα «ζούσαν σε δύο κόσμους που απομακρύνονταν, αλλά, ενώ εκείνος έκανε κάθε προσπάθεια για να μικρύνει την απόσταση, εκείνη δεν έκανε ούτε ένα βήμα που να μην είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πέρασε πολύς καιρός πριν εκείνος τολμήσει να σκεφτεί πως η αδιαφορία της δεν ήταν παρά μια προστατευτική πανοπλία ενάντια στο φόβο». Όταν το φάντασμα της Μπάρμπαρα Λιντς μπαίνει μέσα στο σπίτι του γιατρού Ουρμπίνο, δεν ήταν μια σεισμική δόνηση της καρδιάς, αλλά ένα ειρηνικό χτύπημα, που απομάκρυνε τη Φερμίνα Δάσα για δύο χρόνια από το συζυγικό σπίτι μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Ουρμπίνο την έφερε πίσω. Τότε ήταν περίπου που μπήκε στη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα η δεκατετράχρονη Αμέρικα Βικούνια και συνειδητοποίησε ότι «μετά από τόσα χρόνια υπολογισμένους έρωτες, η άνοστη γεύση της αθωότητας είχε τη γοητεία μιας ανανεωτικής διαστροφής» (σελ. 375). Ο θάνατος του γιατρού Ουρμπίνο ατύχημα έδωσε ελπίδες στον Φλορεντίνο Αρίσα, ενώ «οι χώροι της μνήμης της Φερμίνα Δάσα , όπου κατόρθωνε να κατευνάσει τις αναμνήσεις του πεθαμένου , γέμιζαν ολοένα και περισσότερο, αλλά μ΄ έναν αδυσώπητο τρόπο, με το λιβάδι από παπαρούνες που βρίσκονταν θαμμένες οι αναμνήσεις του Φλορεντίνο Αρίσα» (σελ. 391). Οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι αρχίζουν να συναντώνται και στις αντιδράσεις της κόρης της η Φερμίνα Δάσα απαντά «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ΄ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι» (σελ. 446). Πενήντα τρία χρόνια μετά το πρώτο βλέμμα της Φερμίνα Δάσα αποφασίζουν να φύγουν μαζί με το πλοίο Καινούρια Πίστη ταξιδεύοντας για όλη τους τη ζωή «΄Ηταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή , πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄ οποιαδήποτε εποχή και σ΄ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο» (σελ. 475).
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» : ένα ποίημα για τον έρωτα, ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής που μέσα από την ελπίδα και την πίστη πραγματώνεται , ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που εκφράζει όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά μας μεταδίδει εικόνες της εποχής εκείνης στην Κολομβία, στον απόηχο της ισπανικής κυριαρχίας και των συμφορών του Μεσαίωνα.
΄Ένα απλό βλέμμα ήταν αιτία για έναν ερωτικό κατακλυσμό που για πενήντα και πλέον χρόνια δεν έλεγε να σταματήσει. Από την ημέρα που το βλέμμα αυτό της Φερμίνα Δάσα τον αιχμαλώτισε για πάντα, ο Φλορεντίνο Αρίσα άρχισε τη μυστική ζωή του μοναχικού κυνηγού. Ο έρωτάς του τον οδήγησε στην αλχημεία της ποίησης και στη μουσική . Τα πλούσια συναισθήματα, το πάθος του και ο τρόπος που τα μετουσιώνει αυτά σε πράξη ξεπηδούν μέσα από τις σειρές του μυθιστορήματος, ενώ κάθε λέξη μας μεταφέρει με παραστατικότητα στη σχέση των δύο νέων : τα γράμματα της Φερμίνα Δάσα «προορισμένα να διατηρούν αναμμένα τα κάρβουνα χωρίς να βάζει χέρι στη φωτιά, ενώ ο Φλορεντίνο Αρίσα γινόταν στάχτη σε κάθε γραμμή». ΄Όταν ο πατέρας της ανακαλύπτει την ανίερη σχέση ο Φλορεντίνο δε διστάζει να του πει «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δόξα από το να πεθάνω για τον έρωτα». Κι όμως ο Λορέντσο Δάσα λησμονώντας τη δική του ερωτική ιστορία απομακρύνει την κόρη του από την πόλη του έρωτά της. Ο χρόνος και ο χώρος έπαιξαν το καταστρεπτικό τους παιχνίδι , με αποτέλεσμα όταν η Φερμίνα Δάσα επιστρέφει διαπιστώνει ότι αυτό που υπήρχε ανάμεσά τους δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Λίγα χρόνια μετά μπαίνει στη ζωή της ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο, ο οποίος είχε πρόσφατα επιστρέψει από πολύχρονη διαμονή στο Παρίσι και είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία την επιδημία της χολέρας στην πόλη τους «΄Ηταν ακόμα πολύ νέος για να ξέρει πως η καρδιά μας αποβάλλει τις άσχημες αναμνήσεις και ωραιοποιεί τις καλές κι ότι χάρη σ΄ αυτό το τέχνασμα καταφέρνουμε να αντέχουμε το παρελθόν». Ερωτεύεται την Φερμίνα Δάσα κεραυνοβόλα. Εκείνη στην αρχή αρνείται , αλλά μετά από πολλές και ποικίλες πιέσεις γίνεται ο γάμος τους. Ο Φλορεντίνο Αρίσα προσπαθεί να επιζήσει μέσα στη λήθη. Η πρώτη του σαρκική επαφή με μια άγνωστη τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο απατηλός έρωτας της Φερμίνα Δάσα μπορούσε να αντικατασταθεί μ΄ ένα γήινο πάθος (σελ. 198). Τότε ήταν που άρχισε να καταγράφει σε ένα τετράδιο τους συνεχόμενους έρωτές του, εκτός από τις περαστικές περιπέτειες που δεν άξιζαν ούτε μια σημείωση. Στα επόμενα πενήντα χρόνια συμπλήρωσε εικοσιπέντε τετράδια με εξακόσιες είκοσι δύο καταχωρήσεις. ΄Όταν η Φερμίνα Δάσα έμεινε έγκυος ο Φλορεντίνο Αρίσα πήρε δύο αποφάσεις : να φτιάξει όνομα και περιουσία για να γίνει αντάξιός της και ότι ο γιατρός Ουρμπίνο έπρεπε να πεθάνει. Για να εκπληρώσει την πρώτη του απόφαση, αφού η δεύτερη δεν εξαρτιόταν από αυτόν, προσέγγισε τον θείο του Λεόν ΧΙΙ , που ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ποταμοπλοΐας Καραϊβικής. Εκείνος πίστευε ότι «οι άνθρωποι δεν γεννιούνται μόνο τη μέρα που τους φέρνει στον κόσμο η μάνα τους, μα η ζωή τους αναγκάζει να ξαναγεννηθούν , μόνοι τους πλέον, μια και δυο και πολλές φορές ακόμα». ΄Ετσι ο Φλορεντίνο Αρίσα μέσα σε τριάντα χρόνια πέρασε απ΄ όλες τις θέσεις της επιχείρησης μ΄ αφοσίωση και αντοχή σε κάθε δοκιμασία. Στην προσωπική του ζωή προωθούσε τις επιχειρήσεις του λαθροκυνηγού: Η χήρα του Νασαρέτ, η Αουσένσια Σανταντέρ, η Σάρα Νοριέγα , η Ολυμπία Σουλέτα. Συμπαραστάτισσα και φίλη η Λεόνα Κασιάνι, η οποία και μέσα από τη θέση της στην εταιρεία αλλά και σαν φίλη τον υποστήριξε και τον προώθησε, δυναμική, σιωπηλή , με μια γλύκα όλο σοφία. Ο συγγραφέας μας διηγείται με λεπτομέρειες κομμάτια από τη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα και στη συνέχεια της Φερμίνα Δάσα, ακούραστος, μεταδίδοντας μας όχι μόνο τις συνθήκες της ζωής τους, αλλά και τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους με διαύγεια και απλότητα. Ο γιατρός Ουρμπίνο πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μόνο γήινα αγαθά: ασφάλεια, τάξη, ευτυχία, άμεσα νούμερα που αν μπορούσαν να αθροιστούν ίσως να έμοιαζαν με έρωτα: σχεδόν με έρωτα (σελ. 282). ΄Οσο για την ίδια τη Φερμίνα Δάσα πέρασε ένα σφουγγάρι χωρίς δάκρυα πάνω από τη θύμηση του Φλορεντίνο Αρίσα και στο χώρο αυτό άφησε να ανθίσει ένα λιβάδι παπαρούνες. Ο ευτυχισμένος γάμος της κράτησε όσο και το ταξίδι του μέλιτος : «το πρόβλημα στη κοινωνική ζωή είναι να μάθει κανείς να κυριαρχεί πάνω στον τρόμο, το πρόβλημα στη συζυγική ζωή είναι να μάθει να κυριαρχεί πάνω στην ανία». Δεν έριχνε το φταίξιμο στον άντρα της, η ζωή έφταιγε (σελ. 305). Τίποτε σ΄ αυτό τον κόσμο δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ο έρωτας. Μετά από τριάντα χρόνια γάμου οι δύο σύζυγοι άρχισαν να αγαπιούνται καλύτερα, χωρίς βιασύνη και υπερβολές (σελ. 309), ενώ ο
Φλορεντίνο Αρίσα και η Φερμίνα Δάσα «ζούσαν σε δύο κόσμους που απομακρύνονταν, αλλά, ενώ εκείνος έκανε κάθε προσπάθεια για να μικρύνει την απόσταση, εκείνη δεν έκανε ούτε ένα βήμα που να μην είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Πέρασε πολύς καιρός πριν εκείνος τολμήσει να σκεφτεί πως η αδιαφορία της δεν ήταν παρά μια προστατευτική πανοπλία ενάντια στο φόβο». Όταν το φάντασμα της Μπάρμπαρα Λιντς μπαίνει μέσα στο σπίτι του γιατρού Ουρμπίνο, δεν ήταν μια σεισμική δόνηση της καρδιάς, αλλά ένα ειρηνικό χτύπημα, που απομάκρυνε τη Φερμίνα Δάσα για δύο χρόνια από το συζυγικό σπίτι μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός Ουρμπίνο την έφερε πίσω. Τότε ήταν περίπου που μπήκε στη ζωή του Φλορεντίνο Αρίσα η δεκατετράχρονη Αμέρικα Βικούνια και συνειδητοποίησε ότι «μετά από τόσα χρόνια υπολογισμένους έρωτες, η άνοστη γεύση της αθωότητας είχε τη γοητεία μιας ανανεωτικής διαστροφής» (σελ. 375). Ο θάνατος του γιατρού Ουρμπίνο ατύχημα έδωσε ελπίδες στον Φλορεντίνο Αρίσα, ενώ «οι χώροι της μνήμης της Φερμίνα Δάσα , όπου κατόρθωνε να κατευνάσει τις αναμνήσεις του πεθαμένου , γέμιζαν ολοένα και περισσότερο, αλλά μ΄ έναν αδυσώπητο τρόπο, με το λιβάδι από παπαρούνες που βρίσκονταν θαμμένες οι αναμνήσεις του Φλορεντίνο Αρίσα» (σελ. 391). Οι δύο μοναχικοί ηλικιωμένοι αρχίζουν να συναντώνται και στις αντιδράσεις της κόρης της η Φερμίνα Δάσα απαντά «Πάει ένας αιώνας που μου έχεσαν τη ζωή μ΄ αυτόν τον καημένο, γιατί είμασταν πολύ νέοι, και τώρα θέλουν να το ξανακάνουν γιατί είμαστε υπερβολικά γέροι» (σελ. 446). Πενήντα τρία χρόνια μετά το πρώτο βλέμμα της Φερμίνα Δάσα αποφασίζουν να φύγουν μαζί με το πλοίο Καινούρια Πίστη ταξιδεύοντας για όλη τους τη ζωή «΄Ηταν σαν να είχαν περάσει πάνω από το δύσκολο γολγοθά της συζυγικής ζωής κι είχαν φτάσει χωρίς άλλες περιπέτειες στο κέντρο του έρωτα. Περνούσαν σιωπηλά, σαν δυο γέροι ζεματισμένοι από τη ζωή , πέρα από τις παγίδες του πάθους, πέρα από τις άγριες κοροϊδίες των ψευδαισθήσεων και τους αντικαθρεφτισμούς των παθημάτων τους: πέρα από τον έρωτα. Γιατί είχαν ζήσει μαζί αρκετά για να καταλάβουν πως ο έρωτας είναι έρωτας σ΄ οποιαδήποτε εποχή και σ΄ οποιοδήποτε τόπο, αλλά γινόταν πιο έντονος όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο» (σελ. 475).
«Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας» : ένα ποίημα για τον έρωτα, ένας ύμνος στην ομορφιά της ζωής που μέσα από την ελπίδα και την πίστη πραγματώνεται , ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα που εκφράζει όχι μόνο τις διαπροσωπικές σχέσεις αλλά μας μεταδίδει εικόνες της εποχής εκείνης στην Κολομβία, στον απόηχο της ισπανικής κυριαρχίας και των συμφορών του Μεσαίωνα.
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2009
Σκιές στον ποταμό Χάντσον
Το πολυσέλιδο βιβλίο του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ, Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978, καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Αναφερόμενο σε Πολωνοεβραίους πρόσφυγες, οι οποίοι μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκαν στην Αμερική, επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη θρησκευτική τους παράδοση ανάγοντας τη μάχη του ανθρώπου με τον εαυτό του σε μία διαρκή αντιπαράθεση με το Θεό μέχρι να καταλήξει στη συμφιλίωση με τον Δημιουργό σαν την μόνη επιλογή που μπορεί να καθησυχάσει και ημερώσει το θηρίο που βρίσκεται μέσα στον καθένα. Οι ήρωες του βιβλίου, παρότι είναι πολλοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, διαγράφονται με σαφήνεια, αναλύονται με μεγάλη λεπτομέρεια, με τρόπο διεισδυτικό και αποκαλυπτικό για τις αδυναμίες που καθορίζουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν στις συγκρούσεις, αλλά και για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής που αναδεικνύουν τις αξίες της , την πίστη, τη δικαιοσύνη, τη συγνώμη, τη διάκριση. Αν ένα λογοτεχνικό κείμενο ξεχωρίζει για τις εικόνες του, τη χρήση της γλώσσας και τα συναισθήματα που προξενεί, το βιβλίο του Σίνγκερ δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ξεχωρίζει για τη λογοτεχνική του αξία. Είναι περισσότερο ένα βιβλίο γεμάτο προβληματισμούς , φιλοσοφικές αναζητήσεις και θρησκευτικές αναφορές. Ο κάθε ήρωας πορεύεται σε ένα δρόμο προσωπικής ολοκλήρωσης μέσα από παλινδρομήσεις, οδύνη, πόνο και πάθη. Οι επιθυμίες και οι προσκολλήσεις , ο φόβος μπροστά στην έκφραση της ελεύθερης βούλησης, αλλά και η αμφισβήτησή της ενίοτε, η ανάγκη αναζήτησης της αλήθειας, καθώς και οι νωπές μνήμες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα , αποτελούν το χώρο μέσα στον οποίο κινούνται με προοπτική τη χάραξη της προσωπικής για τον καθένα πορείας που θα τον γαληνέψει και θα τον συμβιβάσει με την συνείδηση του.
Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Ν. Υόρκη ανάμεσα στο Δεκέμβρη του 1947 και το Νοέμβρη του 1949, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ξεκινά με μία συγκέντρωση φίλων στο διαμέρισμα του Μπόρις Μακάβερ και κλείνει κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πολλοί από τους φίλους λείπουν , είτε επειδή έχουν χαθεί είτε επειδή η πνευματική τους αναζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Καλεσμένοι στο σπίτι του Μπόρις Μακάβερ είναι οι ήρωες του βιβλίου, που οι ζωές τους διαπλέκονται ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση : η κόρη του ΄Αννα και ο σύζυγός της Στανισλάβ Λούρια, ο ανεψιός του Χέρμαν Μακάβερ, ο καθηγητής Σράγκε, , ο Χερτς Ντόβιντ Γκρέιν, ο γιατρός Σόλομον Μάλγκοριν , και τα αδέλφια Τσάντοκ Χάλπεριν και Φρίντα Ταμάρ. Αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας η οικογένεια του Γκρέιν, η σύζυγός του Λέα και τα παιδιά του Ανίτα και Τζάκ, και η Πατρίτσια, σύζυγος του Τζακ, η οδοντίατρος Κλαρκ και ο φίλος του Γκρέιν Μόρις Γκόμπινερ, σημαντικά πρόσωπα για την εξέλιξη της ιστορίας, ορισμένα από τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις των βασικών ηρώων. Ο καθένας εξίσου μοναδικός και εξίσου κομμάτι μιας ολότητας, την οποία επηρεάζει αλλά και δέχεται την επίδρασή της. ΄Ετσι οι δυαδικές σχέσεις Γκρέιν - Λέα, Γκρέιν -΄Αννα, ΄Αννα – Στανισλάβ, οι σχέσεις του Γκρέιν με τα παιδιά του, Μπόρις - ΄Αννα , Γκρέιν - ΄Εστερ και όσες ακόμη μου διαφεύγουν , διαγράφονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες. Το Εβραϊκό Ζήτημα κυριαρχεί στις συζητήσεις των φίλων εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά άλλα βράδια που ακολουθούν. Η διχογνωμία έγκειται στην άποψη του Μπόρις Μακάβερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εβραϊκότητα υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει , παρά το ενδεχόμενο της αφομοίωσης και έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη ότι η εβραϊκότητα ήταν ένα βραχύ επεισόδιο της εβραϊκής ιστορίας . Ο κομμουνισμός αποτελεί ένα ακόμη θέμα συζήτησης και προβληματισμού, δεδομένου ότι μέσα στην ομάδα υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του , όπως ο Χέρμαν, αλλά και σφοδροί πολέμιοι, όπως ο Λούρια. Μέσα σ΄ ατή την ομήγυρη εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στην ΄Αννα και τον Γκρέιν, η οποία θα είναι κυρίαρχη σε όλο το βιβλίο, και σαν ερωτική σχέση, αλλά και σαν μέσο εξέλιξης όλων των προσώπων. Ο Γκρέιν από την πρώτη στιγμή αντιδρά με τις σκέψεις : «δεν σκοπεύω να καταστρέψω καμιά οικογένεια. Υπάρχει Θεός» (σελ. 33), «Δεν θέλω να κτίσω την ευτυχία μου πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου» (σελ. 47), «Τι γυρεύω από αυτό ζευγάρι; Γιατί εισβάλλω στις ζωές ξένων; (σελ. 53), ενδίδει στο τέλος , αλλά «δεν τολμά να στραφεί στο Θεό ακριβώς τη στιγμή που παρέβαινε έναν από τους ιερότερους νόμους του». ΄Ηταν ένας εγκληματίας χωρίς αισθήματα μεταμέλειας (σελ. 79). «Μολονότι δεν μπορούσε να ζήσει με τον Θεό, ο Γκρέιν δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς Αυτόν» (σελ. 127). « Είχε ενεργήσει ενάντια στις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του» (σελ. 198) «Αντιλαμβανόμενος σαφώς πως η αμαρτία που είχε σπείρει είχε βγάλει ρίζες , είχε απλωθεί και βλαστήσει, μπουμπουκιάσει και ανθίσει για να δώσει ένα άνθος δυστυχίας και αθλιότητας»(σελ. 257) Στο τέλος του πρώτου μέρους ο Γκρέιν προβλέπει σε κάποιο επίπεδο το μέλλον του : «Στο κάτω κάτω πάντα ήθελα να γίνω ερημίτης. Θα πάω κάπου και κανείς δεν θα μάθει που θα απομείνουν τα κόκκαλα μου. Θα κάνω τους τελευταίους λογαριασμούς μου με το Θεό». Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου , αποκαλύπτει στην ΄Αννα ότι δεν βρήκε στον εαυτό του , δεν βρήκε τίποτε (σελ. 558) .
Ο Ισαάκ Σίνγκερ στο βιβλίου θίγει μέσα από τα λόγια των ηρώων του ζητήματα όπως η πίστη «Η πίστη από μόνη της δεν δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αποφασίζει. Χρειάζεται ακόμη οργάνωση … Δεν μπορείς να υποτάξεις τα ένστικτα αν δεν καταβάλλει προσπάθεια. Και για να το επιτύχεις πρέπει να έχεις ένα σχέδιο επίθεσης γιατί ο εχθρός είναι πλήρως κινητοποιημένος» (σελ. 55-56), η συμπόνια «Η τρομοκρατία μπορεί να λάβει κάθε δυνατή μορφή, αλλά η χειρότερη μορφή της είναι η συμπόνια. ΄Όταν αγαπάς κάποιον και νιώθεις ταυτόχρονα συμπόνια γι΄ αυτόν , αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στα πιο βάναυσα πράγματα» (σελ. 60), καθώς και θέματα που άπτονται του μεγαλείου του Θείου και της Φύσης : « Ο Θεός χρειάζεται την ανθρωπότητα για να Τον βοηθήσει ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας το κοσμικό δράμα» (σελ. 119), « Τι ευτυχία , που υπάρχει ο ουρανός και μπορεί κανείς τουλάχιστον να δει φευγαλέα τα φώτα του! Χωρίς αυτά , τα ανθρώπινα όντα θα βυθίζονταν τελείως στην ασημαντότητα» (σελ. 127), «Μερικά πλάσματα δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, ιδίως όταν αυτό δεν τα εξυπηρετεί. Μόνο εμείς οι άνθρωποι νομίζουμε ότι φέρουμε στους ώμους μας ολόκληρο το Σύμπαν» (σελ. 437), «Αφού παίρνουμε πράγματα από αυτό τον κόσμο, πρέπει να δίνουμε κι εμείς ένα αντάλλαγμα» (σελ. 468), «Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω στις ατυχίες των άλλων» (σελ. 502), «Αν ανάμεσα σ΄ εκατομμύρια αγκάθια μπορεί ν΄ ανθίσει ένα και μόνο λουλούδι, αυτό είναι δείγμα ότι μπορούν ν΄ ανθίσουν και πολλά άλλα λουλούδια» (σελ. 581), «Δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ανάμεσα σ΄ ένα ζώο δεμένο κι ένα ζώο που περιπλανιέται ελεύθερο», «Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός τα συναισθήματα, αν πρέπει διαρκώς να τα ελέγχουμε;» (σελ. 115) , «Γιατί να αγαπάς ένα μόριο αφρού , όταν αποκάτω του φουρτουνιάζει μια παντοδύναμη θάλασσα; Η ασημαντότητα μπορεί να αγαπά μόνο αυτό που είναι ασήμαντο» (σελ. 122). «Ποιος διαπότισε την ανθρωπότητα με οργή, θηριωδία, δίψα για εξουσία; … Γιατί απαιτεί ο Θεός να παθαίνουν από ασιτία πεντάχρονα παιδιά; … Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο» (σελ. 490 και 503).
Ο θάνατος του Στανισλάβ Λούρια, τα προβλήματα υγείας του Μπόρις Μακάβερ και η μαστεκτομή της Λέα ανατρέπουν τις καταστάσεις που δείχνουν να έχουν διαμορφωθεί. ΄Όλα όσα θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας , αναδεικνύονται σε ουσιαστικά. Οι ήρωες του βιβλίου περνώντας μέσα από πόνο, δοκιμασίες και παλινδρομήσεις κερδίζουν την αποδοχή ή έστω την ανοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ενώ το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο πετούν πάνω από τον ποταμό Χάντσον όχι σαν τιμωρία , γιατί ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, αλλά σαν αποτέλεσμα της άγνοιας , της προσκόλλησης σε επιθυμίες και του πάθους.
Η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στη Ν. Υόρκη ανάμεσα στο Δεκέμβρη του 1947 και το Νοέμβρη του 1949, φτάνοντας μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Ξεκινά με μία συγκέντρωση φίλων στο διαμέρισμα του Μπόρις Μακάβερ και κλείνει κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ πολλοί από τους φίλους λείπουν , είτε επειδή έχουν χαθεί είτε επειδή η πνευματική τους αναζήτηση βρίσκεται σε εξέλιξη. Καλεσμένοι στο σπίτι του Μπόρις Μακάβερ είναι οι ήρωες του βιβλίου, που οι ζωές τους διαπλέκονται ανάμεσα στο πεπρωμένο και την ελεύθερη βούληση : η κόρη του ΄Αννα και ο σύζυγός της Στανισλάβ Λούρια, ο ανεψιός του Χέρμαν Μακάβερ, ο καθηγητής Σράγκε, , ο Χερτς Ντόβιντ Γκρέιν, ο γιατρός Σόλομον Μάλγκοριν , και τα αδέλφια Τσάντοκ Χάλπεριν και Φρίντα Ταμάρ. Αργότερα εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας η οικογένεια του Γκρέιν, η σύζυγός του Λέα και τα παιδιά του Ανίτα και Τζάκ, και η Πατρίτσια, σύζυγος του Τζακ, η οδοντίατρος Κλαρκ και ο φίλος του Γκρέιν Μόρις Γκόμπινερ, σημαντικά πρόσωπα για την εξέλιξη της ιστορίας, ορισμένα από τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αναζητήσεις των βασικών ηρώων. Ο καθένας εξίσου μοναδικός και εξίσου κομμάτι μιας ολότητας, την οποία επηρεάζει αλλά και δέχεται την επίδρασή της. ΄Ετσι οι δυαδικές σχέσεις Γκρέιν - Λέα, Γκρέιν -΄Αννα, ΄Αννα – Στανισλάβ, οι σχέσεις του Γκρέιν με τα παιδιά του, Μπόρις - ΄Αννα , Γκρέιν - ΄Εστερ και όσες ακόμη μου διαφεύγουν , διαγράφονται με εξαντλητικές λεπτομέρειες. Το Εβραϊκό Ζήτημα κυριαρχεί στις συζητήσεις των φίλων εκείνο το βράδυ, αλλά και πολλά άλλα βράδια που ακολουθούν. Η διχογνωμία έγκειται στην άποψη του Μπόρις Μακάβερ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εβραϊκότητα υπάρχει και θα εξακολουθήσει να υπάρχει , παρά το ενδεχόμενο της αφομοίωσης και έρχεται σε αντιπαράθεση με την άποψη ότι η εβραϊκότητα ήταν ένα βραχύ επεισόδιο της εβραϊκής ιστορίας . Ο κομμουνισμός αποτελεί ένα ακόμη θέμα συζήτησης και προβληματισμού, δεδομένου ότι μέσα στην ομάδα υπάρχουν φανατικοί υποστηρικτές του , όπως ο Χέρμαν, αλλά και σφοδροί πολέμιοι, όπως ο Λούρια. Μέσα σ΄ ατή την ομήγυρη εξελίσσεται η σχέση ανάμεσα στην ΄Αννα και τον Γκρέιν, η οποία θα είναι κυρίαρχη σε όλο το βιβλίο, και σαν ερωτική σχέση, αλλά και σαν μέσο εξέλιξης όλων των προσώπων. Ο Γκρέιν από την πρώτη στιγμή αντιδρά με τις σκέψεις : «δεν σκοπεύω να καταστρέψω καμιά οικογένεια. Υπάρχει Θεός» (σελ. 33), «Δεν θέλω να κτίσω την ευτυχία μου πάνω στη δυστυχία κάποιου άλλου» (σελ. 47), «Τι γυρεύω από αυτό ζευγάρι; Γιατί εισβάλλω στις ζωές ξένων; (σελ. 53), ενδίδει στο τέλος , αλλά «δεν τολμά να στραφεί στο Θεό ακριβώς τη στιγμή που παρέβαινε έναν από τους ιερότερους νόμους του». ΄Ηταν ένας εγκληματίας χωρίς αισθήματα μεταμέλειας (σελ. 79). «Μολονότι δεν μπορούσε να ζήσει με τον Θεό, ο Γκρέιν δεν είχε ιδέα πώς θα μπορούσε να ζήσει χωρίς Αυτόν» (σελ. 127). « Είχε ενεργήσει ενάντια στις πιο βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις του» (σελ. 198) «Αντιλαμβανόμενος σαφώς πως η αμαρτία που είχε σπείρει είχε βγάλει ρίζες , είχε απλωθεί και βλαστήσει, μπουμπουκιάσει και ανθίσει για να δώσει ένα άνθος δυστυχίας και αθλιότητας»(σελ. 257) Στο τέλος του πρώτου μέρους ο Γκρέιν προβλέπει σε κάποιο επίπεδο το μέλλον του : «Στο κάτω κάτω πάντα ήθελα να γίνω ερημίτης. Θα πάω κάπου και κανείς δεν θα μάθει που θα απομείνουν τα κόκκαλα μου. Θα κάνω τους τελευταίους λογαριασμούς μου με το Θεό». Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου , αποκαλύπτει στην ΄Αννα ότι δεν βρήκε στον εαυτό του , δεν βρήκε τίποτε (σελ. 558) .
Ο Ισαάκ Σίνγκερ στο βιβλίου θίγει μέσα από τα λόγια των ηρώων του ζητήματα όπως η πίστη «Η πίστη από μόνη της δεν δίνει την ικανότητα στον άνθρωπο να αποφασίζει. Χρειάζεται ακόμη οργάνωση … Δεν μπορείς να υποτάξεις τα ένστικτα αν δεν καταβάλλει προσπάθεια. Και για να το επιτύχεις πρέπει να έχεις ένα σχέδιο επίθεσης γιατί ο εχθρός είναι πλήρως κινητοποιημένος» (σελ. 55-56), η συμπόνια «Η τρομοκρατία μπορεί να λάβει κάθε δυνατή μορφή, αλλά η χειρότερη μορφή της είναι η συμπόνια. ΄Όταν αγαπάς κάποιον και νιώθεις ταυτόχρονα συμπόνια γι΄ αυτόν , αυτό μπορεί να σε οδηγήσει στα πιο βάναυσα πράγματα» (σελ. 60), καθώς και θέματα που άπτονται του μεγαλείου του Θείου και της Φύσης : « Ο Θεός χρειάζεται την ανθρωπότητα για να Τον βοηθήσει ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας το κοσμικό δράμα» (σελ. 119), « Τι ευτυχία , που υπάρχει ο ουρανός και μπορεί κανείς τουλάχιστον να δει φευγαλέα τα φώτα του! Χωρίς αυτά , τα ανθρώπινα όντα θα βυθίζονταν τελείως στην ασημαντότητα» (σελ. 127), «Μερικά πλάσματα δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, ιδίως όταν αυτό δεν τα εξυπηρετεί. Μόνο εμείς οι άνθρωποι νομίζουμε ότι φέρουμε στους ώμους μας ολόκληρο το Σύμπαν» (σελ. 437), «Αφού παίρνουμε πράγματα από αυτό τον κόσμο, πρέπει να δίνουμε κι εμείς ένα αντάλλαγμα» (σελ. 468), «Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην οικοδομούν την ευτυχία τους πάνω στις ατυχίες των άλλων» (σελ. 502), «Αν ανάμεσα σ΄ εκατομμύρια αγκάθια μπορεί ν΄ ανθίσει ένα και μόνο λουλούδι, αυτό είναι δείγμα ότι μπορούν ν΄ ανθίσουν και πολλά άλλα λουλούδια» (σελ. 581), «Δεν μπορεί να υπάρξει επαφή ανάμεσα σ΄ ένα ζώο δεμένο κι ένα ζώο που περιπλανιέται ελεύθερο», «Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός τα συναισθήματα, αν πρέπει διαρκώς να τα ελέγχουμε;» (σελ. 115) , «Γιατί να αγαπάς ένα μόριο αφρού , όταν αποκάτω του φουρτουνιάζει μια παντοδύναμη θάλασσα; Η ασημαντότητα μπορεί να αγαπά μόνο αυτό που είναι ασήμαντο» (σελ. 122). «Ποιος διαπότισε την ανθρωπότητα με οργή, θηριωδία, δίψα για εξουσία; … Γιατί απαιτεί ο Θεός να παθαίνουν από ασιτία πεντάχρονα παιδιά; … Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο» (σελ. 490 και 503).
Ο θάνατος του Στανισλάβ Λούρια, τα προβλήματα υγείας του Μπόρις Μακάβερ και η μαστεκτομή της Λέα ανατρέπουν τις καταστάσεις που δείχνουν να έχουν διαμορφωθεί. ΄Όλα όσα θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας , αναδεικνύονται σε ουσιαστικά. Οι ήρωες του βιβλίου περνώντας μέσα από πόνο, δοκιμασίες και παλινδρομήσεις κερδίζουν την αποδοχή ή έστω την ανοχή του κοινωνικού τους περίγυρου, ενώ το πεπρωμένο και το αναπόφευκτο πετούν πάνω από τον ποταμό Χάντσον όχι σαν τιμωρία , γιατί ο Θεός είναι γεμάτος αγάπη και καλοσύνη, αλλά σαν αποτέλεσμα της άγνοιας , της προσκόλλησης σε επιθυμίες και του πάθους.
Δεν κοιμάται κανένας απόψε ...
Μετά την Τριλογία του Καΐρου που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, έκανα τη σκέψη να προσεγγίσω ξανά τον μεγάλο άραβα νομπελίστα συγγραφέα Ναγκίμπ Μαχφούζ μέσα από ένα βιβλίο που ο τίτλος του έδειχνε ανάλαφρος «Φλυαρία πάνω στο Νείλο» με την πεποίθηση ότι το βιβλίο αυτό θα ήταν πραγματικά μια «φλυαρία» , γεμάτη περιέργεια να διαβάσω ένα βιβλίο του μεγάλου στοχαστή που δεν θα ήθελε να μεταδώσει σκέψεις και προβληματισμούς ούτε να διεισδύσει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και να αποκαλύψει τα μυστικά της . Ευτυχώς διαψεύστηκα!
Η γοητεία της γραφής, η ποίηση του λόγου, ο νους που διαχέεται μέσα στο κενό που δεν είναι κενό, αλλά γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα και αντιφατικά συναισθήματα, η άρνηση της πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα και η πικρή αντίληψη της αλήθειας, με λίγα λόγια το βιβλίο αυτό με μάγεψε.
Χώρος του βιβλίου το ποταμόπλοιο που «ξεπροβάλλει σαν ένα γνωστό και αγαπημένο πρόσωπο, ασάλευτο πάνω στην ήρεμη γκριζωπή επιφάνεια του Νείλου»
Βασικός ήρωας ο Ανίς Ζάκι, ο οποίος ζει σε παράλληλους χρόνους, με απόσταση από το χώρο και το χρόνο ενώ η προσγείωσή του γίνεται επώδυνα και βίαια. Οι σπουδές (ιατρική, φυσικές επιστήμες και νομική) που δεν ολοκληρώθηκαν και τα αγαπημένα πρόσωπα (σύζυγος και κόρη) που δεν ξεχάστηκαν, αλλά επανέρχονται συχνά , παρόλο που «θάφτηκαν κάτω από στοίβες πάγου μέσα στην καρδιά». Λίγο αργότερα «δεν έμεινε άλλος πόνος στην καρδιά από τότε που έθαψε στο χώμα ό,τι πιο πολύτιμο είχε» (σελ. 33), και «όσο για τον πόνο , αυτός θρονιάστηκε στη δική του καρδιά, μια για πάντα» (σελ. 57)
Φύλακας ο αμ ΄Αμπντου, «σαν ένα παλιό και σπάνιο αντικείμενο που έρχεται από μακριά… Ολόκληρη η ύπαρξή του εκπέμπει μια γοητεία που δεν μπορεί κανείς να της αντισταθεί, ένα αληθινό σύμβολο αντίστασης κατά της φθοράς και του θανάτου» (σελ. 21). Γι΄ αυτόν το πολυτιμότερο πράγμα στο κόσμο είναι η υγεία, και η προσευχή είναι η μόνη που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο μετά τον έρωτα. Είναι «το ίδιο το ποταμόπλοιο, τα σχοινιά και οι δεξαμενές του, τα φυτά, το φαγητό, η γυναίκα και η προσευχή, όλα αυτά σε ένα πρόσωπο», «δυνατός, αλλά και αδύναμος, υπαρκτός αλλά και ανύπαρκτος, θρήσκος αλλά και ιμάμης στο μικρό τέμενος που έχτισε ο ίδιος αλλά και ο «προμηθευτής» της παρέας» (σελ. 61)
Καλεσμένοι στο ποταμόπλοιο μια παρέα φίλων : η Λάιλα Ζιντάν, την οποία μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας στη σελίδα 28 με ευφάνταστες εικόνες μοναδικής ομορφιάς, ο Άχμαντ Νάσρ, ο Μουστάφα Ράσεντ, ο ΄Αλι ελ Σάιεντ, ο Χάλεντ Αζούζ, η Σανέγια Κάμελ, ο Ράγκαμπ ελ Κάντι, ο θεός του έρωτα και ο προμηθευτής του ποταμόπλοιου σε γυναίκες και η Σανάα Ρούντι. Μέσα από τις συστάσεις στην Σανάα γνωρίζουμε κι εμείς την παρέα που συγκεντρώνεται τα βράδια στο ποταμόπλοιο «για να τους ταξιδέψει στους ωκεανούς της φαντασίας» συζητώντας, πίνοντας, καπνίζοντας, κάνοντας ανάκατα σχόλια, ανταλλάσσοντας σκέψεις σε μια προσπάθεια φυγής από τον κόσμο τους καθώς «η ζωή δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς και συνεπώς κι εκείνοι δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή» , δραπετεύοντας από την πραγματικότητα μέσα από τον εθισμό στα ναρκωτικά και την ψευδαίσθηση που δημιουργούν τα όνειρα (σελ. 123). Αυτό που τους ενώνει είναι η φάλαινα (σελ. 54) και ο ναργιλές . Στην παρέα μπαίνει και η ανερχόμενη δημοσιογράφος Σαμάρα Μπάχγκατ. Παρόλο που η ατμόσφαιρα στο ποταμόπλοιο δεν προδιαθέτει για σοβαρές συζητήσεις εκτός από την αοριστολογία ή τη φλυαρία πάνω σε γελοία ή ασήμαντα θέματα, η Σαμάρα δηλώνει πως πιστεύει στη σοβαρότητα.
Οι σκέψεις του Ανίς περιφέρονται μέσα στις γραμμές και τις λέξεις χαρίζοντάς μας ξεχωριστές εικόνες και απλές αλήθειες με διαχρονικά νοήματα : «Πώς εμφανίσθηκε η ζωή στα φύκια , μέσα στις σπηλιές των βράχων της θάλασσας για πρώτη φορά;» (σελ. 15), «Πώς μπορεί να υποθάλπει η φωτιά κάτω από τα φτερά της μια τόσο καταστροφική δύναμη;», «Γιατί χωρίστηκε η Σελήνη από τη Γη;», «΄Εχουμε ζωή, αλλά , υπερβάλλοντας στην προσπάθειά μας να την κατανοήσουμε, χάσαμε το νόημά της», «Κανείς και τίποτε δε γνωρίζει το μυστικό της δύναμης της φωτιάς εκτός από το Δέλτα …΄Υστερα έπεσαν τα μυστήρια κι οι σπόροι των θαυμάτων έπεσαν στο χώμα και κανένας δεν είδε τίποτ΄ απ΄ όλ΄ αυτά εκτός από το Δέλτα» (σελ. 84-85), «Η αναμονή είναι ένα εξαντλητικό συναίσθημα , και τίποτ΄ άλλο δεν μπορεί να το θεραπεύσει εκτός από το βάλσαμο της αιωνιότητας» (σελ. 97), «΄Αραγε έσπασαν οι αλυσίδες που μας ενώνουν με την ακτή;» (σελ. 125), «Τι απήχηση έχουν άραγε οι φωνές μας στ΄ αφτιά των εντόμων και των ερπετών του αγρού;» (σελ. 154).
Ο θάνατος ενός αγνώστου από το άγνωστο που έφυγε για το άγνωστο δημιουργεί αναταραχές και θύελλες στην παρέα , στη συνέχεια διάσπαση και εχθρότητα ,οδηγώντας τους από την αδράνεια στην εκρηκτική βιαιότητα, ενώ το Σύμπαν σείεται και είναι έτοιμο να καταρρεύσει : «Δεν κοιμάται κανένας απόψε παρά μόνον οι νεκροί» (σελ. 164), «Δεν έχουμε βγει από την κόλαση» και «Χάσαμε τον παράδεισο» (σελ. 175-177), κι ο έρωτας πορεύεται μέσα στη νύχτα δίχως ελπίδα, «απλώνοντας τη ματιά του προς ένα δρόμο χωρίς τέλος…»
Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ πλάθει με την μαγική του πένα μια ιστορία που δεν λυτρώνει ούτε καν ανακουφίζει , εκφράζει όμως τους προβληματισμούς του για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα , ενώ αφήνει τους ήρωές του να αποφασίσουν χωρίς την παρέμβασή του για τη ζωή τους . ΄Αλλωστε η σοβαρότητα και η γελοιότητα είναι δυο λέξεις για το ίδιο πράγμα (σελ. 133) και η δύναμη που σαρκάζει το Τίποτα είναι πιο ισχυρή από εκείνη που σαρκάζει το Οτιδήποτε (σελ. 149) .
Η γοητεία της γραφής, η ποίηση του λόγου, ο νους που διαχέεται μέσα στο κενό που δεν είναι κενό, αλλά γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα και αντιφατικά συναισθήματα, η άρνηση της πραγματικότητας αλλά ταυτόχρονα και η πικρή αντίληψη της αλήθειας, με λίγα λόγια το βιβλίο αυτό με μάγεψε.
Χώρος του βιβλίου το ποταμόπλοιο που «ξεπροβάλλει σαν ένα γνωστό και αγαπημένο πρόσωπο, ασάλευτο πάνω στην ήρεμη γκριζωπή επιφάνεια του Νείλου»
Βασικός ήρωας ο Ανίς Ζάκι, ο οποίος ζει σε παράλληλους χρόνους, με απόσταση από το χώρο και το χρόνο ενώ η προσγείωσή του γίνεται επώδυνα και βίαια. Οι σπουδές (ιατρική, φυσικές επιστήμες και νομική) που δεν ολοκληρώθηκαν και τα αγαπημένα πρόσωπα (σύζυγος και κόρη) που δεν ξεχάστηκαν, αλλά επανέρχονται συχνά , παρόλο που «θάφτηκαν κάτω από στοίβες πάγου μέσα στην καρδιά». Λίγο αργότερα «δεν έμεινε άλλος πόνος στην καρδιά από τότε που έθαψε στο χώμα ό,τι πιο πολύτιμο είχε» (σελ. 33), και «όσο για τον πόνο , αυτός θρονιάστηκε στη δική του καρδιά, μια για πάντα» (σελ. 57)
Φύλακας ο αμ ΄Αμπντου, «σαν ένα παλιό και σπάνιο αντικείμενο που έρχεται από μακριά… Ολόκληρη η ύπαρξή του εκπέμπει μια γοητεία που δεν μπορεί κανείς να της αντισταθεί, ένα αληθινό σύμβολο αντίστασης κατά της φθοράς και του θανάτου» (σελ. 21). Γι΄ αυτόν το πολυτιμότερο πράγμα στο κόσμο είναι η υγεία, και η προσευχή είναι η μόνη που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο μετά τον έρωτα. Είναι «το ίδιο το ποταμόπλοιο, τα σχοινιά και οι δεξαμενές του, τα φυτά, το φαγητό, η γυναίκα και η προσευχή, όλα αυτά σε ένα πρόσωπο», «δυνατός, αλλά και αδύναμος, υπαρκτός αλλά και ανύπαρκτος, θρήσκος αλλά και ιμάμης στο μικρό τέμενος που έχτισε ο ίδιος αλλά και ο «προμηθευτής» της παρέας» (σελ. 61)
Καλεσμένοι στο ποταμόπλοιο μια παρέα φίλων : η Λάιλα Ζιντάν, την οποία μας την παρουσιάζει ο συγγραφέας στη σελίδα 28 με ευφάνταστες εικόνες μοναδικής ομορφιάς, ο Άχμαντ Νάσρ, ο Μουστάφα Ράσεντ, ο ΄Αλι ελ Σάιεντ, ο Χάλεντ Αζούζ, η Σανέγια Κάμελ, ο Ράγκαμπ ελ Κάντι, ο θεός του έρωτα και ο προμηθευτής του ποταμόπλοιου σε γυναίκες και η Σανάα Ρούντι. Μέσα από τις συστάσεις στην Σανάα γνωρίζουμε κι εμείς την παρέα που συγκεντρώνεται τα βράδια στο ποταμόπλοιο «για να τους ταξιδέψει στους ωκεανούς της φαντασίας» συζητώντας, πίνοντας, καπνίζοντας, κάνοντας ανάκατα σχόλια, ανταλλάσσοντας σκέψεις σε μια προσπάθεια φυγής από τον κόσμο τους καθώς «η ζωή δεν ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς και συνεπώς κι εκείνοι δεν ενδιαφέρονται για τη ζωή» , δραπετεύοντας από την πραγματικότητα μέσα από τον εθισμό στα ναρκωτικά και την ψευδαίσθηση που δημιουργούν τα όνειρα (σελ. 123). Αυτό που τους ενώνει είναι η φάλαινα (σελ. 54) και ο ναργιλές . Στην παρέα μπαίνει και η ανερχόμενη δημοσιογράφος Σαμάρα Μπάχγκατ. Παρόλο που η ατμόσφαιρα στο ποταμόπλοιο δεν προδιαθέτει για σοβαρές συζητήσεις εκτός από την αοριστολογία ή τη φλυαρία πάνω σε γελοία ή ασήμαντα θέματα, η Σαμάρα δηλώνει πως πιστεύει στη σοβαρότητα.
Οι σκέψεις του Ανίς περιφέρονται μέσα στις γραμμές και τις λέξεις χαρίζοντάς μας ξεχωριστές εικόνες και απλές αλήθειες με διαχρονικά νοήματα : «Πώς εμφανίσθηκε η ζωή στα φύκια , μέσα στις σπηλιές των βράχων της θάλασσας για πρώτη φορά;» (σελ. 15), «Πώς μπορεί να υποθάλπει η φωτιά κάτω από τα φτερά της μια τόσο καταστροφική δύναμη;», «Γιατί χωρίστηκε η Σελήνη από τη Γη;», «΄Εχουμε ζωή, αλλά , υπερβάλλοντας στην προσπάθειά μας να την κατανοήσουμε, χάσαμε το νόημά της», «Κανείς και τίποτε δε γνωρίζει το μυστικό της δύναμης της φωτιάς εκτός από το Δέλτα …΄Υστερα έπεσαν τα μυστήρια κι οι σπόροι των θαυμάτων έπεσαν στο χώμα και κανένας δεν είδε τίποτ΄ απ΄ όλ΄ αυτά εκτός από το Δέλτα» (σελ. 84-85), «Η αναμονή είναι ένα εξαντλητικό συναίσθημα , και τίποτ΄ άλλο δεν μπορεί να το θεραπεύσει εκτός από το βάλσαμο της αιωνιότητας» (σελ. 97), «΄Αραγε έσπασαν οι αλυσίδες που μας ενώνουν με την ακτή;» (σελ. 125), «Τι απήχηση έχουν άραγε οι φωνές μας στ΄ αφτιά των εντόμων και των ερπετών του αγρού;» (σελ. 154).
Ο θάνατος ενός αγνώστου από το άγνωστο που έφυγε για το άγνωστο δημιουργεί αναταραχές και θύελλες στην παρέα , στη συνέχεια διάσπαση και εχθρότητα ,οδηγώντας τους από την αδράνεια στην εκρηκτική βιαιότητα, ενώ το Σύμπαν σείεται και είναι έτοιμο να καταρρεύσει : «Δεν κοιμάται κανένας απόψε παρά μόνον οι νεκροί» (σελ. 164), «Δεν έχουμε βγει από την κόλαση» και «Χάσαμε τον παράδεισο» (σελ. 175-177), κι ο έρωτας πορεύεται μέσα στη νύχτα δίχως ελπίδα, «απλώνοντας τη ματιά του προς ένα δρόμο χωρίς τέλος…»
Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ πλάθει με την μαγική του πένα μια ιστορία που δεν λυτρώνει ούτε καν ανακουφίζει , εκφράζει όμως τους προβληματισμούς του για τα ανθρώπινα αδιέξοδα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα , ενώ αφήνει τους ήρωές του να αποφασίσουν χωρίς την παρέμβασή του για τη ζωή τους . ΄Αλλωστε η σοβαρότητα και η γελοιότητα είναι δυο λέξεις για το ίδιο πράγμα (σελ. 133) και η δύναμη που σαρκάζει το Τίποτα είναι πιο ισχυρή από εκείνη που σαρκάζει το Οτιδήποτε (σελ. 149) .
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)