Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ: Ο ΚΑΦΚΑ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ

Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Κι εσύ μπορείς να αλλάξεις κατεύθυνση, αλλά η αμμοθύελλα σε κυνηγάει. Στρίβεις ξανά, η αμμοθύελλα όμως σε ακολουθεί και συνεχίζεις ακατάπαυστα, σαν να χορεύεις ένα δυσοίωνο χορό με τον θάνατο λίγο πριν ξημερώσει. Γιατί; Επειδή αυτή η αμμοθύελλα δεν ήρθε από κάπου μακριά, δεν είναι κάτι που δεν έχει σχέση με σένα. Αυτή η αμμοθύελλα είσαι εσύ. Βρίσκεται μέσα σου. ΄Ετσι δεν έχεις παρά να της παραδοθείς, να μπεις μέσα της, να κλείσεις τα μάτια σου και να βουλώσεις τα αυτιά σου, για να μην περάσει μέσα σου η άμμος, και βήμα βήμα να τη διασχίσεις. Δεν υπάρχει ήλιος εκεί, ούτε φεγγάρι ούτε πυξίδα, καμιά αίσθηση του χρόνου. Μόνο η υπέροχη λευκή άμμος που στροβιλίζεται και υψώνεται ψηλά στον ουρανό σαν σκόνη από κονιορτοποιημένα οστά. Μια τέτοια αμμοθύελλα πρέπει να φανταστείς. Και πρέπει στ΄ αλήθεια να περάσεις μέσα από αυτή την άγρια, μεταφυσική, συμβολική αμμοθύελλα. Ανεξάρτητα από το πόσο μεταφυσική ή συμβολική είναι, εσύ μην κάνεις το λάθος και την παραβλέψεις: θα σε χαρακώσει βαθιά, σαν χίλια ξυραφάκια. Εκεί πολλοί θα ματώσουν, αλλά θα ματώσεις κι εσύ. Καυτό κόκκινο αίμα. Το αίμα ετούτο θα βάψει τα χέρια σου, αίμα δικό σου και των άλλων. Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα, δεν θα γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. ΄Ένα όμως είναι βέβαιο. ΄Όταν βγεις από εκεί μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται.

Μια σκοτεινή, πανταχού παρούσα λίμνη.
Πιθανόν να ήταν πάντοτε εκεί, κρυμμένη κάπου. ΄Όταν όμως έρχεται η ώρα, αναδύεται αθόρυβα και παγώνει κάθε κύτταρο του σώματός σου. Βυθίζεσαι μέσα σ΄ αυτό το βασανιστικό κατακλυσμό και αγωνίζεσαι να πάρεις ανάσα. Κολλάς σ΄ ένα άνοιγμα κάπου στο ταβάνι, αγωνίζεσαι, αλλά ο αέρας που κατορθώνεις να ανασάνεις είναι καυτός και καίει το λαιμό σου. Νερό και δίψα, πάγος και λάβα: αυτά τα αντίθετα στοιχεία συνδυάζονται για να σε βασανίσουν. Ο κόσμος είναι απέραντος, αλλά το μέρος που είναι για σένα – και δε χρειάζεται να είναι πολύ μεγάλο – δεν υπάρχει πουθενά. Αναζητάς μια φωνή, αλλά τι είναι αυτό που σου απαντάει; Η σιωπή. Το μόνο που ακούς ξανά και ξανά και ξανά είναι τη φωνή αυτού του οιωνού. Υπάρχουν φορές που ετούτη η προφητική φωνή θέλει να ξεκλειδώσει το μυστικό που κρύβεται μέσα στον εγκέφαλό σου. Η καρδιά σου είναι σαν ένα μεγάλο ποτάμι ύστερα από μια μεγάλη βροχερή περίοδο, ένα ποτάμι που οι όχθες του ξεχειλίζουν. ΄Ολοι οι οδοδείκτες που κάποτε ορθώνονταν στο χώμα έχουν εξαφανιστεί, μούσκεψαν και παρασύρθηκαν από τα νερά. Η βροχή συνεχίζει να μαστιγώνει την επιφάνεια του νερού. Κάθε φορά που βλέπεις τέτοια πλημμύρα στις ειδήσεις, λες στον εαυτό σου:   Αυτή είναι.  Αυτή είναι η καρδιά μου (σελ. 19)                                                                                          

Φαντάσου ένα τραίνο που κινείται πάνω στις ράγες. Το φορτίο σε κάποιο βαγόνι εξαφανίζεται. ΄Ένα βαγόνι που μένει άδειο εσωτερικά – αυτό είναι απώλεια. Όταν ολόκληρο το βαγόνι εξαφανιστεί, είναι έλλειψη. Υπάρχει επομένως σημαντική διαφορά ανάμεσα στην απώλεια μνήμης και στην έλλειψη μνήμης (σελ. 103).

 Σε λίγη ώρα τα όρια της συνείδησής του άρχισαν να φτερουγίζουν σαν τις πεταλούδες. Πέρα από αυτά τα όρια απλωνόταν μια σκοτεινή άβυσσος. Κάπου κάπου η συνείδησή του πετούσε πέρα από αυτό το όριο και μετεωριζόταν πάνω από ετούτη την ιλιγγιώδη μαύρη χαράδρα. Ο Νακάτα όμως δε φοβόταν το σκοτάδι ούτε το βάθος. Και γιατί να το φοβηθεί; Αυτός ο απύθμενος σκοτεινός κόσμος, αυτή η βαριά σιωπή και το χάος, ήταν παλιός του φίλος, ένα ήδη δικό του κομμάτι. Ο Νακάτα το καταλάβαινε πολύ καλά. Σ΄ εκείνον τον κόσμο δεν υπήρχε γραφή, δεν υπήρχαν μέρες της εβδομάδας, κανένας τρομακτικός κυβερνήτης, δεν υπήρχε όπερα ούτε BMW. Δεν υπήρχαν ψαλίδια ούτε ψηλά καπέλα. Ούτε και τα νόστιμα χέλια όμως, τα λαχταριστά κουλουράκια με πελτέ φασολιών. ΄Όλα υπάρχουν εκεί, αλλά όχι ξεχωριστά τμήματα. Και εφόσον δεν υπάρχουν τμήματα, δεν χρειάζεται να αντικαταστήσεις το ένα με το άλλο. Δεν υπάρχει λόγος να αφαιρέσεις τίποτα ή να προσθέσεις κάτι. Δε χρειάζεται να σκεφθείς κάτι δύσκολο, απλώς αφήνεσαι και βυθίζεσαι μέσα του (σελ. 139)

Τα περισσότερα γεγονότα ξεχνιούνται με το πέρασμα του χρόνου. Ακόμα και ο ίδιος ο πόλεμος, ο αδυσώπητος αγώνας που δώσαμε για να κρατηθούμε στη ζωή, τώρα μοιάζει με μακρινή ανάμνηση. Είμαστε τόσο παγιδευμένοι στην καθημερινότητά μας, ώστε τα γεγονότα του παρελθόντος, όπως τα άστρα που έχουν σβήσει, δεν ακολουθούν πλέον την τροχιά της σκέψης μας. Είναι τόσο πολλά αυτά που είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτόμαστε καθημερινά, τόσο πολλά όσα πρέπει να μάθουμε… ΄Οσος χρόνος κι αν περάσει όμως, ανεξάρτητα του τι μεσολαβεί, υπάρχουν μερικά πράγματα που δεν μπορούμε να τα πετάξουμε στη λήθη, μνήμες που αρνούνται να σβηστούν. Παραμένουν πάντα μέσα μας, σαν λυδία λίθος και για μένα ό,τι συνέβη στο δάσος εκείνη την ημέρα είναι ένα από αυτά (σελ. 158).

Ανθρακωρύχος και Παπαρούνες του Σόσεκι Νατσούμε (σελ. 170)

Είναι όλα θέμα φαντασίας. Η ευθύνη μας αρχίζει μαζί με την ικανότητά μας να φανταζόμαστε. ΄Όπως είπε και ο Γέιτς: Στα όνειρα αρχίζει η ευθύνη. Αν το αντιστρέψεις, θα μπορούσες να πεις ότι αν δεν υπάρχει η ικανότητα της φαντασίας, δεν υπάρχει ευθύνη (σελ. 211)

Φοβάσαι τη φαντασία. Και ακόμη περισσότερο τα όνειρα. Φοβάσαι την ευθύνη που αρχίζει από τα όνειρα. ΄Όταν είσαι ξύπνιος, μπορείς να καταπιέσεις τη φαντασία. Δεν μπορείς όμως να καταπιέσεις τα όνειρα (σελ. 221)  

ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΩ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΙΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ

Υπάρχουν πολλοί ήχοι εδώ: το τιτίβισμα των πουλιών, οι θόρυβοι από όλα τα είδη των εντόμων, το κελάρυσμα του ρυακιού, το θρόισμα των φύλλων. Η βροχή πέφτει, κάτι γρατζουνάει τη στέγη του σπιτιού και μερικές φορές ακούω απερίγραπτους ήχους που δεν μπορώ να εξηγήσω. Δεν ήξερα πως ο κόσμος είναι γεμάτος με τόσο πολλούς όμορφους, φυσικούς ήχους (σελ. 241)

- Ψάχνεις κάτι, αλλά ταυτόχρονα τρέχεις να το αποφύγεις με όλη σου τη δύναμη (΄Οσιμα)
- Από την εμπειρία μου, όταν κάποιος προσπαθεί πάρα πολύ να κερδίσει κάτι, δεν το καταφέρνει ποτέ. Και όποιος τρέχει για να αποφύγει κάτι, αυτό συνήθως τον προλαβαίνει.
- ΄Ο, τι κι αν είναι αυτό που ψάχνεις, δεν θα έρθει με τη μορφή που το περιμένεις (σελ. 245)

Υπάρχει μονάχα ένα είδος ευτυχίας, αλλά η δυστυχία εισβάλλει με πολλές μορφές και μεγέθη. Είναι αυτό που είπε ο Τολστόι: η ευτυχία είναι μια αλληγορία, η δυστυχία είναι μια ιστορία (σελ. 251)

Στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχουν μερικά σημεία χωρίς επιστροφή. Και σε ορισμένες ελάχιστες περιπτώσεις, δε γίνεται να προχωρήσεις πέρα από αυτά τα σημεία. Αν μας συμβεί κάτι τέτοιο, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδεχτούμε αδιαμαρτύρητα το γεγονός. ΄Ετσι επιβιώνουμε (΄Οσιμα σελ. 258).

Αυτοί που με αηδιάζουν περισσότερο από όλα είναι οι άνθρωποι χωρίς φαντασία. Το είδος που ο Τ.Σ ΄Ελιοτ αποκαλεί «κούφιοι άνθρωποι». Εκείνοι που μπαλώνουν την έλλειψη φαντασίας με άψυχα κομματάκια από άχυρο, μη έχοντας συνείδηση του τι κάνουν. ΄Ασπλαχνοι, σου πετούν πολλές κούφιες λέξεις, προσπαθώντας να σε αναγκάσουν να κάνεις ό,τι δεν θέλεις (σελ. 288).

Η ειρωνεία καθιστά τον άνθρωπο βαθύτερο, τον βοηθάει να ωριμάσει. Σ΄ ένα άλλο υψηλότερο επίπεδο, αυτός είναι ο δρόμος για τη λύτρωση, εκεί όπου μπορεί να βρεθεί ένα πιο οικουμενικό είδος ελπίδας. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί απολαμβάνουν να διαβάζουν τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες ακόμα και σήμερα, γι΄ αυτό θεωρούνται αρχετυπικά κλασσικές. ΄Όλα στη ζωή είναι μια μεταφορά. Οι άνθρωποι δεν συνηθίζουν να σκοτώνουν τον πατέρα τους και να πλαγιάζουν με τη μητέρα τους, σωστά; Μ΄ άλλα λόγια, αποδεχόμαστε την ειρωνεία μέσα από τον μηχανισμό που ονομάζεται μεταφορά. Και μέσω αυτής ωριμάζουμε και γινόμαστε βαθύτερες ανθρώπινες υπάρξεις (΄Οσιμα σελ. 316)

Μια θεωρία είναι ένα πεδίο μάχης μέσα στο μυαλό σου (σελ. 321)

 Ιστορίες του Φεγγαρόφωτου και της Βροχής του Ακινάρι Ουέντα (σελ. 356).

Είσαι ερωτευμένος μ΄ ένα κορίτσι που δεν υπάρχει πια, ζηλεύεις ένα αγόρι που έχει φύγει για πάντα. Ακόμη κι έτσι το συναίσθημα που νιώθεις είναι πιο πραγματικό και πιο οδυνηρό απ΄ ό,τι έχεις νιώσει ποτέ. Και δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγείς. Καμιά πιθανότητα να δραπετεύσεις. Καμιά πιθανότητα να βρεις διαφυγή. Περιπλανιέσαι στο λαβύρινθο του χρόνου και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως δεν έχεις καμιά επιθυμία να βγεις από ΄κει (σελ. 381).

- ΄Όταν ήμουν δεκαπέντε, το μόνο που ήθελα ήταν να δραπετεύσω σε έναν άλλο κόσμο, έναν τόπο όπου δεν θα μπορούσε να με φτάσει κανείς. ΄Έναν τόπο έξω από το χρόνο (μις Σαέκι).
- Ναι, αλλά δεν υπάρχει τέτοιος τόπος σε αυτόν τον κόσμο.
- Ακριβώς, Κι αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζω να ζω εδώ, σ΄ ετούτο τον κόσμο, όπου τα πράγματα φθείρονται συνεχώς, όπου ην καρδιά είναι ευμετάβλητη κι ο χρόνος κυλάει ασταμάτητα (σελ. 390).

Η δύναμη που θέλω να αποκτήσω δεν είναι του τύπου κερδίζεις ή χάνεις. Δε θέλω ένα τοίχο ο οποίος θα αποκρούει την επίθεση που θα δέχεται απέξω. Εκείνο που θέλω είναι το είδος της δύναμης το οποίο θα μπορέσει να απορροφήσει αυτή την εξωτερική δύναμη χωρίς να λυγίσει. Τη δύναμη που αντέχει σιωπηλά, που αντέχει το άδικο, την ατυχία, τη θλίψη, τα λάθη τις παρεξηγήσεις (σελ. 489).

Είμαι ο Κάφκα στην ακτή, της λες. Ο εραστής σου και ο γιος σου. Το αγόρι πο το έλεγαν Κρόου. Εμείς οι δυο δε μπορούμε να ελευθερωθούμε. Είμαστε παγιδευμένοι σε μια δίνη που μας έλκει πέρα από το χρόνο. Σε κάποιο σημείο μας χτύπησε κεραυνός, αλλά όχι το είδος του κεραυνού που μπορείς να ακούσεις ή να δεις (σελ. 493).

Πες ότι ένας άνεμος φυσάει. Μπορεί να είναι ένας δυνατός, βίαιος άνεμος ή ένα απλό αεράκι. Κάποια στιγμή όμως όλοι οι άνεμοι πεθαίνουν και σβήνουν. Ο αέρας δεν έχει μορφή. Δεν είναι παρά μια απλή κίνηση. Πρέπει να τον ακούσεις προσεκτικά κι έπειτα θα καταλάβεις τη μεταφορά…απλώς μην κλείσεις τα αυτιά σου. Αφουγκράσου. Φαντάσου πως είσαι ένα κοχύλι (σελ. 518).

 Ξαπλώνεις στο κρεβάτι και σβήνεις το φως, ελπίζοντας πως θα σε επισκεφθεί σε τούτο το δωμάτιο. Δεν είναι απαραίτητο να έρθει η πραγματική μις Σαέκι – ακόμα και η δεκαπεντάχρονη σου αρκεί. Δεν έχει σημασία ποια μορφή θα πάρει – ζωντανό πνεύμα ή φαντασίωση – αλλά πρέπει να τη δεις, πρέπει να την έχεις δίπλα σου, Το μυαλό σου είναι τόσο γεμάτο από εκείνη, έτοιμο να εκραγεί, το σώμα σου είναι έτοιμο να τιναχτεί στον αέρα, να γίνει κομμάτια. Κι όμως, όσο κι αν λαχταράς να έρθει εδώ, όσο κι αν περιμένεις, εκείνη δεν εμφανίζεται. Το μόνο που ακούς είναι το σιγανό φύσημα του ανέμου, τα πουλιά που γουργουρίζουν μέσα στη νύχτα. Κρατάς την αναπνοή σου, τα μάτια σου καρφωμένα στο σκοτάδι. Ακούς τον άνεμο, προσπαθείς να τον αποκωδικοποιήσεις, παλεύεις να συλλάβεις κάποιο ίχνος από το τι θα μπορούσε να σημαίνει. Το μόνο που υπάρχει γύρω σου και σε κυκλώνει είναι οι διαφορετικές αποχρώσεις του σκότους. Στο τέλος, παραιτείσαι, κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι να σε πάρει ο ύπνος (σελ. 545).

-Οι αναμνήσεις σε ζεσταίνουν εσωτερικά, αλλά και σε διαλύουν επίσης.
-Το μόνο που καταλαβαίνω είναι το παρόν (Νακάτα)
-Εγώ ακριβώς το αντίθετο (μις Σαέκι) σελ. 599

Το δάσος είναι κατά βάθος δικό μου κομμάτι. Η διαδρομή που διανύω είναι μέσα μου. ΄Όπως το αίμα που κυλάει στις φλέβες, εκείνο που αντικρίζω είναι ο εσωτερικός εαυτός μου, κι αυτό που μοιάζει απειλητικό δεν είναι παρά ο απόηχος του φόβου στην καρδιά μου. Το δίχτυ της αράχνης που απλώνεται τεντωμένο είναι το δίχτυ που υπάρχει μέσα μου. Τα πουλιά που κρώζουν πάνω μου, είναι τα πουλιά που εγώ έθρεψα στο μυαλό μου. Αυτές οι εικόνες ξεφύτρωσαν μέσα στο μυαλό μου και ρίζωσαν εκεί (σελ. 611).

 Βαδίζω πλάι στην ακτή της συνείδησης. Κύματα της συνείδησης ορμούν και αποσύρονται αφήνοντας κάτι γραμμένο εκεί, αλλά αμέσως μετά καινούρια κύματα εισβάλλουν και τα σβήνουν. Προσπαθώ να διαβάσω στα γρήγορα τι είναι γραμμένο εκεί, ανάμεσα στο ένα κύμα και στο άλλο, αλλά είναι δύσκολο. Πριν προλάβω να το διαβάσω, το επόμενο κύμα το σβήνει. Το μόνο που απομένει είναι αινιγματικά αποσπάσματα (σελ. 612)

Με το πέρασμα της ώρας απαλλάσσομαι από τον εαυτό μου. Η ψυχή μου αποβάλλει τα σκληρά της ενδύματα, γίνεται μια μαύρη κουρούνα και κάθεται ψηλά στο κλαδί ενός πεύκου στον κήπο και κοιτάζει το τετράχρονο αγόρι στη βεράντα. Μεταλλάσσομαι σε μια μαύρη κουρούνα που αναπτύσσει τις θεωρίες της. - Δεν έπρεπε να σε εγκαταλείψει τότε κι εσύ δεν έπρεπε να εγκαταλειφθείς. Τα περασμένα όμως είναι σαν το σπασμένο γυαλί. Δεν γίνεται να το ξανακολλήσεις, σωστά; - Η μητέρα σου ένιωθε μέσα της τρομερά φοβισμένη και θυμωμένη. ΄Όπως είσαι τώρα εσύ. Αυτός ήταν ο λόγος που αναγκάσθηκε να σε εγκαταλείψει. - Παρότι με αγαπούσε; - Παρότι σε αγαπούσε, αναγκάσθηκε να σε εγκαταλείψει. Πρέπει να καταλάβεις πώς ένιωθε τότε και να το αποδεχτείς. Να καταλάβεις τον υπέρμετρο φόβο και θυμό που βίωνε και να τον νιώσεις σαν να ήταν δικός σου – μόνο έτσι δε θα τον κληρονομήσεις ούτε θα τον επαναλάβεις. Το κυριότερο είναι το εξής: να τη συγχωρέσεις. Είναι ο μόνος τρόπος να σωθείς (σελ.613)

Η σιωπή γινόταν βαθιά, τόσο που αν αφουγκραζόσουν προσεκτικά, μπορούσες να συλλάβεις τον ήχο της Γης να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της (σελ. 633)

-Εσύ έχεις αναμνήσεις; (Κάφκα)
- ΄Όχι, δεν έχω. Σε ένα τόπο όπου ο χρόνος δεν είναι σημαντικός, δεν είναι ούτε και η μνήμη. Ο χρόνος έχει απορροφηθεί μέσα μου και δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ένα πράγμα από το άλλο (μις Σαέκι)
- Οπότε η μνήμη δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική εδώ.
- Η μνήμη δεν είναι τόσο σημαντική εδώ. Η βιβλιοθήκη είναι που χειρίζεται τις αναμνήσεις (σελ. 672)

- Έκαψα όλες τις αναμνήσεις μου. ΄Εγιναν καπνός και χάθηκαν στον αέρα. ΄Ετσι, δε θα μπορώ να θυμάμαι για πολύ ακόμα διάφορα πράγματα – συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που πέρασα μαζί σου… Θέλω να με θυμάσαι. Αν με θυμάσαι εσύ, δε με νοιάζει αν με ξεχάσουν όλοι οι άλλοι (μις Σαέκι)
- Είναι τόσο σημαντικές οι αναμνήσεις;
- Σε μερικές περιπτώσεις είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει
- Εσύ όμως έκαψες τις δικές σου
- Δε μου χρειάζονταν πια (σελ. 675)

Κλείνω τα μάτια μου. Βρίσκομαι στην παραλία και είναι καλοκαίρι. Είμαι ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ. Νιώθω τον σκληρό καμβά πάνω στο δέρμα μου. Ανασαίνω τη θαλασσινή αύρα και την παλίρροια. Ακόμη και με τα μάτια μου κλειστά, ο ήλιος με τυφλώνει. Ακούω τον ήχο των κυμάτων να σκάνε στην ακτή. Ο ήχος αυτός πότε υποχωρεί και πότε πλησιάζει, σαν να είναι ο χρόνος εκείνος που τα αναστατώνει. Κάπου κοντά, κάποιος με ζωγραφίζει σε ένα πίνακα. Και δίπλα του κάθεται μια νέα κοπέλα με ένα κοντομάνικο γαλάζιο φόρεμα, κοιτάζοντας προς την δική μου κατεύθυνση. ΄Εχει μακριά μαλλιά, ένα ψάθινο καπέλο με λευκή κορδέλα και φτυαρίζει την άμμο. ΄Εχει σταθερά, μακριά δάχτυλα – δάχτυλα πιανίστριας. Τα απαλά σαν από πορσελάνη χέρια της αστράφτουν στο φως του ήλιου. ΄Ένα φυσικό παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη της. Είμαι ερωτευμένος μαζί της. Κι εκείνη είναι ερωτευμένη μαζί μου. Αυτή είναι η ανάμνηση (σελ. 676)

- Κάφκα, θα με συγχωρέσεις;
- ΄Εχω το δικαίωμα να το κάνω;
- Αν ο θυμός και ο φόβος δεν σε εμποδίζουν.
- Μις Σαέκι, αν πραγματικά έχω το δικαίωμα να το κάνω, τότε ναι, σε συγχωρώ. Μητέρα, λες σε συγχωρώ.
Και μόλις ακούγονται αυτά τα λόγια, ο πάγος στην καρδιά σου λιώνει (σελ. 678).

Ο καθένας μας χάνει κάτι πολύτιμο. Χαμένες ευκαιρίες, χαμένες δυνατότητες, συναισθήματα που δεν θα ξανανιώσουμε ποτέ. ΄Όλα αυτά είναι μέρος της ζωής. Μέσα στο κεφάλι μας όμως – τουλάχιστον εκεί το φαντάζομαι εγώ – υπάρχει ένας μικρός χώρος όπου αποθηκεύουμε τις αναμνήσεις. ΄Ένα δωμάτιο σαν τα ράφια αυτής της βιβλιοθήκης. Και προκειμένου να κατανοήσουμε τη λειτουργία της δικής μας καρδιάς, πρέπει να συντάσσουμε συνεχώς καινούριες λίστες. Πρέπει όμως πότε πότε να τον ξεσκονίζουμε, να τον αερίζουμε, να αλλάζουμε το νερό στα βάζα με τα λουλούδια. Με άλλα λόγια, είσαι ο μόνιμος ένοικος της δικής σου προσωπικής βιβλιοθήκης (σελ. 710)