Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν

To διήμερο 1 και 2 Μαρτίου θα «φιλοξενηθεί» στην Παλιά Ηλεκτρική η παράσταση με τίτλο «Qed- Τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν» του Πήτερ Παρνέλ. Πρόκειται για την πρώτη από τις φιλοξενούμενες παραστάσεις της συνεργασίας «Καλλιτεχνικού Οργανισμού– ΔηΠεΘε Δήμου Βόλου»
Μέσω της παράστασης «Τι απέδειξε ο κύριος Φάινμαν» ζωντανεύει στην σκηνή μια κορυφαία μορφή της επιστήμης, ο Νομπελίστας φυσικός Ρίτσαρντ Φάυνμαν (1918 – 1988). Βραβευμένος με Νόμπελ Φυσικής το 1965 για τη δουλειά του πάνω στην κβαντική ηλεκτροδυναμική (Quantum Electro-Dynamics), από τα αρχικά του οποίου προκύπτει ο τίτλος του έργου “QED”, ο Φάινμαν ήταν μια πολύπτυχη μαγευτική προσωπικότητα που άγγιξε πολλούς τομείς της επιστημονικής δημιουργίας, της τέχνης και της κοινωνίας. Ένας άνθρωπος που στάθηκε γενναίος απέναντι στη ζωή, στην επιστήμη, την τέχνη και τις γυναίκες. Γενναίος απέναντι στην εξουσία και απέναντι στον θάνατο.

Το έργο παρουσιάζεται σε μετάφραση Γιάννη Μήλιου και Γιώργου Κοτανίδη, σκηνοθεσία Ιωσήφ Βαρδάκη, σκηνικά – κοστούμια: Μαγιού Τρικεριώτη, φωτισμούς Ανδρέα Μπέλλη, μουσική επιμέλεια Θάνου Αμοργινού, το μακιγιάζ επιμελήθηκε η Δήμητρα Φαφαλιού και το ψηφιακό περιβάλλον το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Τους χαρακτήρες του έργου ενσαρκώνουν στην σκηνή οι ηθοποιοί: Γιώργος Κοτανίδης και Δώρα Σαμψώνα.

Για το έργο

Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν ετοιμάζει στο γραφείο του μια διάλεξη με τίτλο «Όλα όσα γνωρίζουμε». Μας εξηγεί μερικά από τα μυστήρια του σύμπαντος και του ατόμου και μας μιλάει για όσα έζησε και όσα ονειρεύεται, αποκαλύπτοντας συναρπαστικά περιστατικά από τη ζωή του.
Ο Φάυνμαν δεν είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος. Είναι ένας Νομπελίστας Φυσικός που βραβεύτηκε για την Κβαντική Ηλεκτρο-Δυναμική (QED), ένας χαρισματικός λέκτορας, ιδιοφυής επιστήμονας αλλά και κλόουν, που καταφέρνει να κρατάει καθηλωμένο το ακροατήριό του κάθε φορά που δίνει διάλεξη. Είναι ένας από τους φυσικούς που, στα 25 του χρόνια, δούλεψε για την κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας. Είναι παθιασμένος ντράμερ, ερασιτέχνης ηθοποιός, δημιουργικός ζωγράφος, ονειροπόλος ταξιδιώτης, αθεράπευτος γυναικάς, ένας υπερδραστήριος άνθρωπος. Συγκρούεται με το κατεστημένο στο όνομα της αλήθειας και αντιμάχεται τη σοβαροφάνεια με ειρωνεία και χιούμορ.
Μια φοιτήτριά του, η Μύριαμ Φιλντ, τον πολιορκεί και προσπαθεί να του αποσπάσει μυστικά γύρω από την φυσική επιστήμη και το σύμπαν. Κάποια στιγμή θα της αποκαλύψει ότι: «Μια ζωή χόρευα και ερωτοτροπούσα με τη Φύση, αλλά ποτέ δε μ’ άφησε ν’ ανασηκώσω το πέπλο της».
Στη διάρκεια της ίδιας νύχτας, έρχεται αντιμέτωπος με ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο καθώς πρέπει να πάρει μια σημαντική απόφαση: θα παραδοθεί στον καρκίνο που τον ξαναχτυπά ή θα υποστεί ακόμα μία εγχείρηση με 50% πιθανότητες επιτυχίας; Μια μάχη ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, ανάμεσα στο Θεό και τη Φύση, ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια. Κι όταν το συναίσθημα τον κυριεύσει, η επαφή με την Φιλντ, την φοιτήτριά του θα του υπενθυμίσει τη χαρά της ζωής και θα αποφασίσει να δώσει τη μάχη.

Το έργο έχει αποσπάσει ενθουσιώδεις κριτικές

«Ο Φάινμαν υπήρξε ένας μποέμ, ένας ροκάς του καιρού του, γλεντζές, αντικομφορμιστής, χαρισματικός δάσκαλος, ανοιχτός στη νεολαία… Ο Παρνέλ έγραψε έναν εξαίσιο μονόλογο όπου ο μεγάλος φυσικός στοχάζεται πάνω στα μεγάλα μυστικά της φύσης και, ταυτόχρονα, βρίσκεται αντιμέτωπος με όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα..... Ο Γιώργος Κοτανίδης κατήγαγε έναν υποκριτικό θρίαμβο»
Κώστας Γεωργουσόπουλος (ΤΑ ΝΕΑ)


«Ο Πήτερ Παρνέλ κατόρθωσε να δραματοποιήσει την προσωπικότητα ενός μέγιστου φυσικού… Ο μονόλογος λειτουργεί ως δραματική μονωδία με πληθώρα επιστημονικών αλλά και κοινών ανθρώπινων αναφορών: σοφία, αινιγματικότητα, ειρωνεία, χιούμορ, άκρατη βούληση για ζωή… Ο Γιώργος Κοτανίδης κατόρθωσε επί δίωρο να μας κρατήσει ενδιαφερόμενους…. Ο Κοτανίδης επέδειξε ένα πνεύμα χαρίεν, αδηφάγο, αεικίνητο, σκωπτικό, διαθέσιμο στους γρίφους της ζωής και του κόσμου… Η λαγαρότητα της επιχειρηματολογίας, η χορευτική και απροσδόκητη κινητικότητα μαζί με την εκφραστικότητα των χειρονομιών του ηθοποιού, συνέτειναν στην οριακή ταύτισή του με τον ανυπότακτο επιστήμονα».
Γιάννης Βαρβέρης ( Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

«Μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνική δημιουργία. Ενδιαφέρουσα λόγω του εξαιρετικά καλαίσθητου σκηνικού της Μαγιούς Τρικεριώτη, των ατμοσφαιρικών φωτισμών του Ανδρέα Μπέλλη, της λιτής, εύρυθμης, ποιητικά ρεαλιστικής σκηνοθεσίας του Ιωσήφ Βαρδάκη, της ρέουσας, εύγλωττης νοηματικά μετάφρασης των Γιάννη Μήλιου-Γιώργου Κοτανίδη. Και λόγω της πολύ καλής, με ευαισθησία, πνευματικότητα, μελαγχολικό χιούμορ, ερμηνείας του Γιώργου Κοτανίδη στην καλύτερη μέχρι τώρα ερμηνεία του».
ΘΥΜΕΛΗ (ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ)

«Με τον κύριο Φάυνμαν, ο Γιώργος Κοτανίδης ενέγραψε στο καλλιτεχνικό βιογραφικό του μια λαμπερή σελίδα, πετυχαίνοντας να γοητεύσει το κοινό του με μια καταιγιστική ερμηνεία που απέδωσε τελικά ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο, με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες πλευρές χαρακτήρα…»
Μαρώ Τριανταφύλλου (ΕΠΟΧΗ)

«Ο Γιώργος Κοτανίδης εκτελεί ένα μοναδικό one-man-show, επιτυγχάνοντας κάτι το εξαιρετικά δύσκολο για μονόλογο: καθηλώνει κυριολεκτικά το κοινό, το οποίο περιμένει ανά πάσα στιγμή την ανατροπή ή και την «συνέχεια του έργου»… Ο Κοτανίδης στην εμφάνισή του αυτή, από τις πλέον σύνθετες της καριέρας του, επικυρώνει την έκφραση «λαμπερός ηθοποιός».
Μαρίκα Θωμαδάκη (ΒΡΑΔΥΝΗ)

«Βλέποντας το Γιώργο Κοτανίδη, δεν χάρηκα απλώς ως θεατής, αλλά γεύτηκα το σπάνιο έδεσμα της αληθινής υποκριτικής… Κι ένα έργο λουκούμι! Σε γλυκαίνει! Σε καθαρίζει από τα σάπια, τα βρωμερά… Σπεύσατε!»
Γιώργος Σκούρτης (ΤΑ ΝΕΑ)

«Ο Γιώργος Κοτανίδης δεν παίζει τον Φάυνμαν, έχει γίνει ο Φάυνμαν. Έχει όντως δουλέψει την κινησιολογία του πάνω στα μοτίβα του εκρηκτικού καθηγητή, ενώ διαθέτει μια εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού. Πραγματικά απολαυστικός.»
Θανάσης Κούτσης (ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ)

(από την εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ της 24-2-2010)

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Η Φόρμουλα του Θεού

«΄Όλα από εκεί φαίνονταν γαλήνια, διάφανα, ανυψωμένα. Αγνά. Πουθενά αλλού ο Τόμας δεν είχε ποτέ την αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου μεταξύ ουρανού και γης, αιωρούμενος πάνω από την ομίχλη με το πνεύμα ελεύθερο, αναδυόμενος μέσα από την ανθρώπινη μάζα για να αγγίξει το Θεό, νιώθοντας την αιωνιότητα συμπυκνωμένη σε ένα δευτερόλεπτο, το εφήμερο να εκτείνεται ως το άπειρο, την αρχή του Ωμέγα και το τέλος του ΄Αλφα, το φως και το σκοτάδι, το σύμπαν σε ένα φύσημα, την εντύπωση ότι η ζωή έχει ένα μυστικό νόημα, ότι υπάρχει ένα μυστήριο κρυμμένο πίσω από ό,τι είναι ορατό, ένα αίνιγμα καταγραμμένο με αρχαία γράμματα σε έναν ερμητικό κώδικα, έναν παμπάλαιο ήχο που τον νιώθει κανείς, αλλά δεν τον ακούει.
Το μυστικό του σύμπαντος».
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Φόρμουλα του Θεού» του Jose Rodrigues dos Santos (σελ. 376).

Ο Τόμας Νορόνια, καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κοϊμπρα εμπλέκεται σε μια ιστορία με διεθνείς διαστάσεις χωρίς να το επιδιώκει διακινδυνεύοντας τη ζωή του και την καριέρα του καθώς αναλαμβάνει στην αποκωδικοποίηση ενός κρυπτογραφημένου μηνύματος του Αλβέρτου Αϊνστάιν. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας έρχεται σε επαφή με κάποια πρόσωπα, τα οποία τον διευκολύνουν στο έργο του αναλύοντας με την ευκαιρία της γνωριμίας τους και διάφορες θεωρίες της φυσικής, των μαθηματικών και της κοσμολογίας, όπως το θεώρημα της μη Πληρότητας, τη Θεωρία της Γενικής Σχετικότητας, τη Θεωρία της Ειδικής Σχετικότητας, την Κβαντική Θεωρία, τη Θεωρία του Χάους, την Αρχή της Αβεβαιότητας, τη Μεγάλη ΄Εκρηξη και τη Μεγάλη Σύνθλιψη, τον Βουδισμό και τον Ταοϊσμό, την Ανθρωπική Αρχή, ακόμη και την εντροπία, και άλλες που πιθανώς μου διαφεύγουν. Αυτή η παράθεση επιστημονικών απόψεων και γνώσεων δημιουργεί ένα πολύχρωμο βιβλίο χωρίς προσωπικό ύφος του συγγραφέα, χωρίς συναίσθημα και καθόλου πειστικό. Πολλές αντιφάσεις, φτωχό λεξιλόγιο, συνεχείς διάλογοι και γλώσσα κυρίως προφορική. Το διάβασα με την ευχαρίστηση που θα το έβλεπα στον κινηματογράφο. Μάλιστα έδωσα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Μπραντ Πητ, εξαιτίας της ταινίας «Επτά χρόνια στο Θιβέτ». Μια χολιγουντιανή ατμόσφαιρα με αρκετή δράση σε πολλές χώρες και λεξιλόγιο αμερικάνικου αστυνομικού κινηματογράφου. Δεν λείπει βέβαια και το ερωτικό στοιχείο, το οποίο διαβλέπουμε από την πρώτη στιγμή, καθώς ο καθηγητής και η ιρανή επιστήμονας Αριάνα συνεργάζονται για τη λύση του μυστηρίου. Ούτε ο θάνατος του πατέρα του ήρωα δεν καταφέρνει να μας προκαλέσει συναισθήματα λύπης. Το μόνο που παρακολουθούμε με αγωνία είναι η σταδιακή διερεύνηση του γρίφου και η αποκάλυψη της αλήθειας. ΄Ετσι ας αφήσουμε στην άκρη τις πολιτικές διαστάσεις του βιβλίου και ας μείνουμε στην ενδιαφέρουσα πλοκή. Αλλιώς τι να πούμε για τους κακούς Ιρανούς που απεγνωσμένα φιλοδοξούν να κατασκευάσουν μια πυρηνική βόμβα κλέβοντας, βασανίζοντας και δολοφονώντας, ενώ οι καλοί Αμερικανοί παρουσιάζονται ως οι σωτήρες της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Αβίαστος, αλλά ανερμάτιστος ο παραλληλισμός με τον Ιντιάνα Τζόουνς που είχε να αντιμετωπίσει τη χιτλερική ματαιοδοξία .

Λένε ότι αν έχεις κάτι καλό να πεις, πέστο. Αν δεν έχεις, καλύτερα να μην πεις τίποτε, παρά προσπέρασε, άφησέ το να φύγει. Αλλά και πάλι, να διαβάσεις πάνω από εξακόσιες σελίδες και να μην πεις τίποτε! Ας είναι…

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Το μωβ κυκλάμινο

Βγήκα να μαζέψω κυκλάμινα χθες το πρωί στο βουνό.
Καθώς ανέβαινα την πλαγιά του συνάντησα ένα τσαλαπετεινό.
Τον ρώτησα που θα μπορούσα να βρω κυκλάμινα.
Κι εκείνος μου απάντησε. Κοντά στη φωλιά μου. Ακολούθησε με.
΄Ανοιξε τα φτερά του σ΄ ένα πεταλουδένιο χορό και απομακρύνθηκε.
Με βία κατάφερα να τον ακολουθώ, καθώς στο πέταγμά του το ερωτικό πουλί δεν γνώριζε εμπόδια.
Iσορροπούσα πάνω σε πέτρες, πηδούσα πάνω από ρυάκια και φυλαγόμουν μήπως πατήσω αγριολούλουδα, χαμομήλια και μη με λησμόνει.
΄Επειτα βρέθηκα σ΄ ένα ξέφωτο.
Ατελείωτα κυκλάμινα, χιλιάδες χρώματα και αποχρώσεις του κόκκινου, του κίτρινου, του λευκού, βελούδινα χαλιά στα πόδια μου.
Κυττούσα τριγύρω.
΄Εψαχνα ανάμεσα στα κυκλάμινα να βρω το ένα,
εκείνο που για χάρη του άξιζε τον κόπο να ανέβω το βουνό, για να το βρω, εκείνο το ένα.
Κάθισα σ΄ ένα βράχο έχοντας πάρει την απόφαση να επιστρέψω στο σπίτι μου χωρίς να μαζέψω ούτε ένα κυκλάμινο, ούτε ένα.
Τότε το είδα.
΄Ηταν μια μωβ πινελιά.
Χρύσιζε στις ακτίνες του ήλιου.
Ανάμεσα στα πέταλά του ερωτεύονταν μέλισσες.
Γύρω του φτερούγιζαν χαρούμενα κιτρινόμαυρες πεταλούδες.
Σηκώθηκα και το πλησίασα.
Φύτρωνε στην άκρη του γκρεμού.
΄Απλωσα από μακριά το χέρι μου να το πιάσω.
Γλίστρησα πάνω στις πέτρες και αισθάνθηκα το χώμα να υποχωρεί κάτω από τα παπούτσια μου.
Κρατιόμουν πάνω του και σαν από θαύμα οι ρίζες του ήταν τόσο ισχυρές που αυτό δεν μετακινήθηκε.
΄Εμεινε εκεί ακούνητο σαν κλαδί δέντρου.
Φοβήθηκα μήπως το πληγώσω.
Τότε μια πεταλούδα γύρισε και μου είπε σε περιμέναμε. Το ξέραμε πως θα έλθεις. Μην σε τρομάζει ο γκρεμός. Τα εμπόδια είναι μέσα μας. Μπορείς να πετάξεις.
΄Αφησα το κυκλάμινο.
Στεκόμουν στην άκρη του γκρεμού, μα δε φοβόμουν πια.
Ανέβηκα μ΄ένα πέταγμα.
΄Εγειρα πλάι του και το κοίταζα μαγεμένη.
΄Ηταν το κυκλάμινο, το δικό μου κυκλάμινο.
Βράδιασε.
Κι ο ουρανός γέμισε αστέρια.
΄Απλωσα τα χέρια
και μέσα στη μαγεία της νύχτας χιλιάδες μωβ πινελιές ξεπήδησαν από το σώμα μου.

35 χρόνια μετά...

ΓΥΝΑΙΚΑ

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία .
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
Μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του ΄ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ΄φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

Ινδικός Ωκεανός 1951

΄Όπως έρχεται ο Απρίλης, έτσι θα ΄ρχομαι κι εγώ,

το φιλί στα δύο σου χείλη, στάλα στάλα να το πιω


«Ένα ιμαρέτ είναι η γη. Το ιμαρέτ του Θεού. Κι εμείς οι φτωχοί, τα ορφανά και οι ταξιδιώτες της ζωής, που μας φιλοξενεί. Μας τρέφει, ανοίγει την αγκαλιά του, μας δέχεται και μας επιτρέπει να απολαύσουμε και να χαρούμε τη ζωή. Κι εμείς θαρρούμε πως το διαφεντεύουμε… Μας άφησε ο Θεός αυτό το ιμαρέτ να το διαχειριστούμε κι εμείς αρπάζουμε, κλέβουμε, αδικούμε, εκμεταλλευόμαστε, διεκδικούμε όλο και περισσότερα, μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουμε το τομάρι μας εκεί που ανήκει, στο χώμα.», λέει ο παππούς Ισμαήλ στο βιβλίο του Γιάννη Καλπούζου «Ιμαρέτ, Στη Σκιά του ρολογιού», που άξια κέρδισε το βραβείο Αναγνωστών 2009 του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.

Το έργο εκτυλίσσεται κυρίως στην ΄Αρτα κατά το χρονικό διάστημα από το 1854, χρονιά γέννησης των δύο ηρώων του βιβλίου, του Λιόντου και του Νετζίπ, μέχρι το 1881, χρονιά του αποχωρισμού τους, αφού ο ένας μετακινείται προς την Αθήνα και ο άλλος προς την Κωνσταντινούπολη , μετά την ένταξη της ΄Αρτας στο Ελληνικό Κράτος. Το μυθιστόρημα παρακολουθεί τη ζωή των δύο αγοριών με φόντο την ιστορία της περιοχής. Ο Γιάννης Καλπούζος αναπαριστά την εποχή χωρίς προκατάληψη, με τρόπο μοναδικό, συνδυάζοντας την περιπέτεια με τον έρωτα, την παιδική ηλικία με την ενηλικίωση, τη φρίκη του πολέμου με τη φιλία και την αυταπάρνηση, εκφράζοντας με ένταση τα συναισθήματα των ηρώων, θυμό, ζήλια, χαρά, ευγνωμοσύνη, εκδίκηση, νοσταλγία. Οι καταστάσεις, τραγικές και κωμικές, εναλλάσσονται, επιτρέποντας στον αναγνώστη άλλοτε να ξεκουράζεται συναισθηματικά κι άλλοτε να συμπάσχει με το δράμα που ξετυλίγεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

΄Ελληνες, Οθωμανοί και Εβραίοι ζουν την εποχή εκείνη στην ΄Αρτα, στη σκιά του ρολογιού που χτυπά τις οθωμανικές ώρες: «Ζούσαμε στην ίδια πόλη τρεις φυλές. Χίλες οικογένειες Ελλήνων, διακόσιες πενήντα Οσμανλήδων και εκατόν εξήντα Ιουδαίων … Κάθε φυλή κι ένας ξεχωριστός κόσμος, με τους δικούς του κώδικες και κανόνες. Με αντιθέσεις, διαμάχες, έχθρες, διαφωνίες, αλλά κι εκείνα τα στοιχεία τα οποία αναμφίβολα επέτρεπαν τη συνύπαρξη» . Δύο φίλοι, κατά τύχη ομογάλακτοι, ο Λιόντος και ο Νετζίπ, δύο οικογένειες, η οικογένεια του Λιόντου Θερσίτη και η οικογένεια του Γιασάρ εφέντη αγωνίζονται για συνύπαρξη και ομόνοια, ανακαλύπτοντας τρόπους να εξοβελίζουν την εικόνα του «άλλου». Και παρακάτω «Μεταξύ μας θαρρείς και είχαμε κάνει συμφωνία, αποφεύγαμε να μιλάμε για παρόμοια θέματα. Ο καθένας πάλευε μοναχός του όσα τον βασάνιζαν και μπορούσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επηρεάσουν τη φιλία μας». Τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τους βασικούς ήρωες, η μητέρα Αγνή, η ανά Σαφιγιέ, ο Φάσγανος, ο Ντογάν, ο Κρόκαλος, ο Δαμιανός Μέγης και η Αναστασία, ο ήρεμος και στωικός Μπεζχάπ «δεν έχω να αποδείξω τίποτε στους άλλους, ούτε στον εαυτό μου, γιατί τότε θα σήμαινε ότι αμφιβάλλω για όσα πιστεύω και για ό,τι είμαι», ο Μεναχέμ, ο Γιοσέφ και ο Βίτος, ο Αντώναρος και το φοβερό του μυστικό, η Καλίλα «ξαφνικά, όλος ο κόσμος φυλακίσθηκε σ΄ ένα όνομα», «λες κι άνοιγαν τα παράθυρα του σύμπαντος και βυθίζονταν στο άπειρο», «ο έρωτάς μου για την Καλίλα ήλθε ως νομοτέλεια» και η φυγή της «Θα πάρω μαζί μου μόνο το όνειρο και θα ξεχάσω τον εφιάλτη», η πίκρα του Νετζίπ «έγινα βάναυσος σε ό,τι αγάπησα πιο πολύ στον κόσμο, πλήγωσα ό,τι μου έδινε ζωή» , «το όνομά της μου θύμιζε πάντα τον ήλιο» , η Μαρία «μια οπτασία, ένα ξωτικό απέναντί μου άγγιζε τις χορδές του έρωτα» και η πίκρα του Λιόντου «αδίκησα ό,τι αγάπησα πιο πολύ στον κόσμο» και κυρίως ο παππούς Ισμαήλ και η αλήθειά του , που η επιφανειακή οκνηρία του και ραστώνη έκρυβε την πανάρχαια σκέψη των ανατολικών φιλοσοφιών, η προσάρτηση της ΄Αρτας στην Ελλάδα και ο ξεριζωμός.

Μέσα σε μια γλώσσα λυρική, από την αρχή κιόλας του βιβλίου, «ο ήχος της καμπάνας του έφθασε σαν γλυκόλαλο άκουσμα», «μόνο το φεγγάρι σκορπούσε σπάταλα το φως του», «γαλήνη φρύγανο», «δεν θυμόταν ποτέ να ένιωσε πιο γλυκές και πιο έντονες τις μυρωδιές των πρώτων τους ανθών», «περιδιαβαίναμε τους ουρανούς έχοντας για άτι μας το τηλεσκόπιο» , «θαρρείς και καλπάζαμε στο απέραντο σύμπαν δίχως να υφίσταται χρόνος», «ο Νετζίπ έμοιαζε να βουλιάζει σ΄ ένα άτοπο και άχρονο σύμπαν», «η ζωή μου έπεσε και χάθηκε όπως ένα φωτεινό αστέρι», «Η ανατολή της ζωής τους ξεκινούσε από τη δύση», «είμαστε ο χορός του νούφαρου στη λίμνη της ζωής».

Μηνύματα ζωής , όπως τα λόγια που είπε ο Γεννάδιος στο Λιόντο «… παρατηρώντας κανείς και ερευνώντας με προσοχή, ανακαλύπτει λεπτομέρειες οι οποίες ξεφεύγουν από το σύνηθες βλέμμα και πολλές φορές, εκεί κρύβονται σημαντικές αλήθειες» , οι αντιφάσεις της ζωής, η ειρήνη και οι έριδες , το όραμα της ελευθερίας των φιλελλήνων και η διαπίστωση ότι «όταν ο λαός που γέννησε το Σωκράτη είναι σκλαβωμένος, κανείς δε δικαιούται να λέει πως είναι ελεύθερος».

Ο συγγραφέας παρακολουθεί από κοντά τα πολιτικά προβλήματα που αναφύονται την εποχή αυτή όπως η δημιουργία της «Σοσιαλιστικής Διεθνούς» της εποχής, της οποίας τα μέλη θεωρούνται από την αθηναϊκή εφημερίδα Παλιγγενεσία «ταραχοποιοί και διεφθαρμένοι», οι διαμάχες ανάμεσα στους γαιοκτήμονες, όπως ο Καραπάνος και τους καλλιεργητές μέσα από την προσωπική εμπειρία του Νετζίπ , η στάση του κλήρου, η πικρία και η απογοήτευση για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, η προδοσία της πατρίδας με τη διάψευση των προσδοκιών των αγροτών.

Το βιβλίο Ιμαρέτ εντυπωσιάζει με την αυθεντικότητα και την ειλικρίνειά του, συγκινεί με τις βαθιά ανθρώπινες ιστορίες του. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε δύο επίπεδα, του Λιόντου και του Νετζίπ προκαλεί αμεσότητα σαν να είναι ο αναγνώστης ο άμεσος ακροατής σε μια αφήγηση που εκτυλίσσεται μπροστά του, καθώς εξελίσσεται σε δύο επίπεδα κυκλικά και παράλληλα. Οι χαρακτήρες διαμορφώνονται αληθινοί με τα ελαττώματα και τον πόνο τους, με τη χαρά και την ευτυχία τους. Η διαφορετικότητα και η ομοιότητα τους αναπτύσσονται προοδευτικά και η διαπίστωση ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά και κατά βάθος μοιάζουν είναι ένα μήνυμα που όλοι οφείλουμε να σκύψουμε αποπάνω του με σεβασμό και δέος.

«Το κισμέτ, Νετζίπ! Κάποτε οι κύκλοι όλοι κλείνουν. Και τώρα το θέλω κι εγώ να κλείσει ο κύκλος μου. Νικητής απέναντι στο θάνατο κανένας δε στέκει. ΄Οσο για τη ζωή, νικητής είναι εκείνος που αφήνεται στην τρέλλα της νιότης, δίνεται κατόπιν στην οικογένειά του και κλείνεται όταν γεράσει στη σοφία του, ξαναζώντας μ΄ έναν άλλο τρόπο όσα πέρασαν. ΄Όμως ποτέ να μη λησμονεί πως η σκιά του μεγαλώνει και μικραίνει καταπώς χτυπάει ο ήλιος, κι ακόμα, όταν κοιτάζει ψηλά, να μην ξεχνάει τα παπούτσια του που πατούν το χώμα»

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Κώστας Αξελός: «Η φιλοσοφία σήμερα δεν μπορεί να υπηρετήσει τίποτα και κανέναν»

Ένας γοητευτικός έφηβος ογδόντα πέντε ετών, με μυαλό σπινθηροβόλο. Φωνή και προφορά, υποβλητικές. Η ανθρώπινη ζεστασιά διάχυτη. Το γέλιο αβίαστο. Μοναδική οξύνοια δεμένη με παιδική τρυφερότητα. Και όσο σου μιλάει, νιώθεις από τους τυχερούς εκείνους, που δέχτηκαν τα υψηλά ερεθίσματα «πετάγματος της σκέψης» από έναν από τους σημαντικότερους στοχαστές του αιώνα μας. Τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη, όπου η εκεί Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ τον αναγόρευσε πρόσφατα επίτιμο διδάκτορα. Ο λόγος του τελευταίου μεγάλου Ελληνα στοχαστή σε συνεπαίρνει, σε βοηθάει να ανελιχθείς σε άλλες σφαίρες, σε γεμίζει χαρά. Aντε μετά να προσγειωθείς και να κάνεις αυτήν τη σπάνιας ποιητικότητας συζήτηση… συνέντευξη.

«Τα μεγάλα ερωτήματα έχουν απαντηθεί από δεκάδες μεγάλους και παραμένουν αναπάντητα. Στη φιλοσοφία, η έννοια της απάντησης σε ένα ερώτημα είναι μια αδόκιμη σκέψη. Το γιατί υπάρχει ο κόσμος έχει ποτέ αποδειχθεί;» λέει ο Κώστας Αξελός. Και στην εύλογη ερώτηση αν η συνεχής αυτοαναίρεση της αλήθειας αναζωογονεί ή σκοτώνει τον φιλόσοφο, απαντά: «Μιλάω πάντα για στοχαστές και όχι για φιλοσόφους. Και η αλήθεια είναι μια πάρα πολύ προβληματική έννοια. Βλέπω την αλήθεια σαν κυρίαρχη μορφή μιας περιπλάνησης. Άμα η περιπλάνηση παίρνει μορφή και περιεχόμενο και συγκροτεί και συγκροτείται, δίνει μια μορφή της αλήθειας. Αλλά η αλήθεια υπακούει στην περιπλάνηση, και όχι το αντίθετο».

Τέλος των ιδεολογιών;

Οι ιδεολογίες γενικευόμενες πεθαίνουν. Μετά από αυτές, μια μέση απατηλή νοοτροπία θα κυριαρχήσει για πολύ.

Με ποια χαρακτηριστικά;

Εχει στοιχεία από όλα. Λίγο φιλελεύθερα, λίγο σοσιαλιστικά, λίγο χριστιανικά, λίγο εβραϊκά, λίγο προλεταριακά, λίγο αστικά, λίγο από τις φιλοσοφίες, αλλά είναι πάντα ένα μπέρδεμα, χωρίς αυτό να είναι σκέψη. Κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι σκέπτονται.

Μπορεί ο άνθρωπος να προχωρήσει έτσι;

Η τεχνική προχώρησε με γιγαντιαία βήματα. Ο άνθρωπος, όμως, αμφιβάλλω πολύ.

Θα μπορούσατε να διαβλέψετε στον αυριανό κόσμο;

Ο αυριανός κόσμος, ο βιομηχανικός, μαζικός, μηδενιστικός, ηλεκτρονικός και τεχνικοποιημένος πολιτισμός, θα τεχνικοποιήσει ακόμη και τη φαντασία. Υπάρχει ένα πέρα από την τεχνική; Και από ποιον κυριαρχείται η τεχνική; Δεν μπορώ να απαντήσω.

Επικυρίαρχη η τεχνική;

Σήμερα φαίνεται ότι είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Υπάρχει έως και μια τεχνική των φαντασιώσεων. Ο κινηματογράφος, η ίδια μας η ζωή είναι μια μορφή τεχνικής. Είναι σαν αυτό που ακούω από τους φοιτητές, να λένε «έκανα έρωτα» χρησιμοποιώντας τη λέξη «κάνω» σαν να έκαναν ένα σκαμνί ως μαραγκοί…

Αν τελειώνει η φιλοσοφία, μετά τι;

Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά και η φιλοσοφία ζει το τέλος της. Μετά από αυτήν υπάρχει χώρος για μια ανοιχτή ποιητική σκέψη.

Το έργο σας είναι διαποτισμένο από την ποίηση.


Αναμφισβήτητα. Πέρα από την ποίηση του ανθρώπου με τη λυρική έννοια, υπάρχει η ποιητικότητα του κόσμου που είναι πιο δυνατή. Και η ανθρώπινη ποίηση είναι ένα ανταύγασμά της. Με ενδιαφέρει η ποίηση που ξεφεύγει από όλα τα όρια και φτάνει σε ένα ύπατο σημείο όπου συντρίβεται, συντρίβοντας και τον ποιητή της.

Τι είναι ο Θεός;

Η πορεία του κόσμου η ίδια έκανε να φανεί ένας Θεός. Λέω συχνά ότι ο Θεός είναι μια μορφή και μια μάσκα του κόσμου.

Τι κρατά ζωντανή τη σκέψη σας;

Η αναζήτηση, στη ζωή και στη σκέψη, της σύγκλισής τους και η αδυναμία της απόλυτης συνέπειας.

Είναι ποιοτικό κριτήριο για σας η συνέπεια ζωής και έργου σε έναν στοχαστή;

Θα έπρεπε να είναι. Αλλά βλέπουμε ότι μεγάλοι, τεράστιοι φιλόσοφοι σαν τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη είχαν την κουταμάρα να νομίζουν ότι οι δούλοι ήταν φύσει δούλοι. Κοντύτερα σε μας βρίσκεται ο Χάιντεγκερ και η τόσο ύποπτη σχέση του για ένα διάστημα με το ναζισμό. Η συνέπεια είναι μια απαίτηση την οποία βρίσκω πιο πολύ στους μεγάλους ποιητές σαν τον Χέλντερλιν και τον Ρεμπώ.

Ποια η ελπίδα, η απελπισία σας;

Ελπίδα και απελπισία είναι αντιμετωπίσεις σχετικές, στενές. Είναι και μένουν ψυχολογικές, άρα περιορισμένες.

Ο,τι ψυχολογικό, περιορίζει;

Οι ψυχικές δυνάμεις σπρώχνουν τη σκέψη. Το ψυχικό όμως, που γίνεται ψυχολογικό, είναι εμπόδιο. Παραδείγματος χάριν, ο ναρκισσισμός σαν το αποκορύφωμα του ψυχολογισμού είναι κάτι που όλα τα αναχαιτίζει, τα συρρικνώνει.

Κάποιες στιγμές δεν νιώσατε ναρκισσισμό, ματαιοδοξία…

Τα θεωρώ ευτελή, αλλά αναγκαία. Συγκροτούν κι αυτά την ολότητα και κανείς δεν μπορεί να βγει από την Ιστορία με καθαρά χέρια. Αν θέλει να κρατήσει τα χέρια του εντελώς καθαρά, δεν θα έχει χέρια. Ο άνθρωπος παίρνει μέρος σε αυτή την απογύμνωση, δεν είναι ποτέ έξω απ' ό,τι γίνεται.

Πώς εισπράττετε την αναγνώριση;

Αναμφισβήτητα με ικανοποίηση και θα έλεγα ψέματα αν έλεγα ότι είμαι αδιάφορος, έστω κι αν τα κίνητρά της δεν με ικανοποιούν πάντοτε. Το καινούργιο βιβλίο μου θα ήθελα να πουληθεί, να συζητηθεί, να αρέσει. Αλλά η αγωνία είναι ποιο θα είναι το επόμενο βήμα.

Γιατί εκδίδετε βιβλία;

Νομίζω πως είναι τα βιβλία μου εκείνα που μου επιβάλλονται.

Αν τα αφήνατε ως χειρόγραφα στο συρτάρι σας;

Ο άνθρωπος δεν είναι απομονωμένο ον. Δεν είναι ανεξάρτητος, είναι στοιχείο του κόσμου. Κάθε πράγμα θέλει να λεχθεί, να φανεί. Και η μετριότητα και η βλακεία. Και γι' αυτό έχουν κι αυτά το χώρο τους.

Τι υπηρετεί σήμερα η φιλοσοφία;

Δεν μπορεί να υπηρετήσει τίποτα και κανέναν. Σήμερα, ως πλανητική σκέψη μπορεί να τα θέσει όλα υπό ερώτηση και να δώσει αινιγματικές απαντήσεις.

Τι θα νέκρωνε τη σκέψη μας;

Η έλλειψη του παιχνιδιού.

Το παιχνίδι…

Ας θέσουμε πρώτα μια ερώτηση: πώς ξετυλίγεται ο κόσμος; Δεν θα έλεγα τι είναι ο κόσμος, γιατί τότε τον καθιστούμε στατικό. Οι μεν λένε προϊόν της ιδέας, οι άλλοι λένε προϊόν της ύλης, άλλοι λένε δημιούργημα του Θεού, άλλοι λένε φαντασίωση του ανθρώπου. Ολα αυτά είναι νοήματα που δίνουμε σαν να βρισκόμαστε έξω από τον κόσμο, ενώ ο κόσμος ο ίδιος ξετυλίγεται χωρίς νόημα, χωρίς γιατί και επειδή, σαν παιχνίδι.

Τι είναι ο χρόνος;

Ενα κεντρικότατο θέμα του στοχασμού, που κινητοποιεί και συντρίβει κάθε στοχασμό.

Λέτε «να μοχθήσουμε να σώσουμε το όνειρο αφού δεν μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε»…

Ολοι κινούμεθα και από διάχυτα όνειρα. Τα όνειρα είναι τα ανοίγματα της ζωής μας. Εχουμε να μάθουμε περισσότερα πράγματα από τα όνειρά μας.

Η μη πραγματοποίησή τους…

Ισως κλονιστεί και η έννοια της πραγματοποίησης. Ισως κάποτε καταλάβουμε ότι το «πραγματοποιώ» σημαίνει συγχρόνως και συντρίβομαι.

Γιατί υποφέρει ο άνθρωπος;

Διότι δεν είναι το όλον. Είναι ένα τμήμα του.

Θα μπορούσε να είναι αλλιώς;

Δεν θα μπορούσε, αλλά πνίγεται μέσα σε αυτόν τον περιορισμό. Οτι δεν μπορεί να είναι εδώ και κει συγχρόνως…

Τι είναι ο έρωτας;

Η αναζήτηση που έγκειται στη συνάντηση και τη μη συνάντηση με τον άλλον.

Τι είναι για σας το θηλυκό;

Το ήμισυ του κόσμου. Κάτι πάρα πολύ κυρίαρχο, όχι σε επίπεδο διάκρισης φύλων, άντρας - γυναίκα. Είναι σαν δύο δυνάμεις στον κόσμο. Η σχέση με το θηλυκό είναι ένα από τα σημεία συνάντησης, των ανθρώπων μεταξύ τους και με τον κόσμο, και μαζί απομάκρυνσης. Δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί η απόλυτη συνάντηση αρσενικού και θηλυκού.

Επαιξε ρόλο το θηλυκό στη ζωή και στο έργο σας;

Πάρα πολύ. Αλλά δεν ξέρω πολύ καλά πού και πώς.

Ο θάνατος;

Διατρέχει όλη τη ζωή, είναι το οριστικό τέλος της και διατηρεί τα ίχνη της ζωής του θανόντος, που κι αυτά θα εξαφανιστούν κάποτε.

Τον φοβάστε;

Δεν υπάρχει για μένα ο φόβος του θανάτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να πεθάνω αύριο. Ο θάνατος είναι ο καλύτερος φίλος και ο χειρότερος εχθρός, γιατί βάζει ένα τέρμα στην περιπέτεια που λέγεται ζωή. Αλλά είναι αυτός που δίνει νόημα σε κάθε πράγμα.

Οι περισσότεροι φοβούνται.

Ο άνθρωπος φοβάται τη ζωή περισσότερο από το θάνατο. Τη ζωή που οδηγεί προς το τέλος νομίζω ότι φοβούνται οι άνθρωποι.

Μεγαλύτερος φόβος σας;

Το στέγνωμα της ψυχής και της σκέψης.

Πώς θα νικηθεί ο φόβος;

Με τη συμφιλίωση μαζί του.

Ποια τρία πράγματα θα άξιζε να πιστέψουμε;

Η πίστη είναι υπόθεση θρησκευτική. Με την ποίηση και τη σκέψη ο άνθρωπος μπορεί να ανοιχτεί στη φύση, στην τεχνική και στο περιπλανώμενο παιχνίδι επάνω σε έναν ληξιπρόθεσμο πλανήτη.

Από πού να πιαστεί ο σύγχρονος άνθρωπος για να υπάρξει;

Να πιαστεί δεν μπορεί από πουθενά. Του είναι ίσως δυνατόν να ανοιχτεί στο αποσπασματικό Ολον.

Με τι όπλα;

Χωρίς όπλα. Και χρησιμοποιώντας όλα τα όπλα. Το άνοιγμα δεν είναι κάτι το μυστηριώδες. Ας πάρουμε μια παρέα στην παραλία. Οι μεν φωτογραφίζουν τους δε. Θέλουν να τους οικειοποιηθούν, να τους αρχειοθετήσουν. Οι άλλοι φωτογραφίζουν τη θάλασσα, θέλουν να την ακινητοποιήσουν. Οι άλλοι λένε, τι ωραία που είναι, δες, δες τι ωραία που χτυπάει το κύμα. Ολα αυτά είναι μορφές ακινητοποίησης του χρόνου, του χώρου και όχι άνοιγμα στο χωροχρόνο. Ανοιγμα είναι να έκαναν μπάνιο, να χαίρονταν, να ζούσαν χωρίς αυτό το δες, δες...

Το αξιακό σύστημα που οικοδομείτε;

Δεν οικοδομώ σύστημα. Επιχειρώ ένα βήμα. Και αυτό θα περάσει. Δεν είναι αυτοσκοπός. Ξέρει κανείς ότι αφήνει κάτι πίσω του και ας έχει υποστεί απέραντες μεταλλαγές.

Αυταπάτη αθανασίας;

Αν το εκλαμβάνει κάποιος σαν αυταπάτη αθανασίας, πρέπει τελικά να ξέρει ότι θα γίνει κάτι τελείως άλλο.

Εχω μια πικρή αίσθηση από όσα λέτε για τον κόσμο.

Πικρή, γιατί κρατάμε χιλιάδων χρόνων πίκρα. Γιατί μας έμαθαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι το ιδεατόν του Πλάτωνα, το καλό του Χριστιανισμού, ο καλός αστός και μετά ο καλός προλετάριος, σήμερα ο καλός παραγωγός… Η ανθρωπότητα έχει υποστεί χιλιάδων χρόνων κηρύγματα που την περιορίζουν ολοένα και πιο πολύ.

Υπάρχει σήμερα κρίση;

Υπάρχει κρίση πολιτισμού, κρίση στον ψυχισμό των ανθρώπων, η οποία εκδηλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Γιατί οι νέοι πάντα διάβαζαν Μαρξ και Νίτσε συγχρόνως;

Διότι και οι δύο κάνουν ανελέητη κριτική του παρόντος. Ο Μαρξ καταδικάζει όλη την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα. Ο Νίτσε βλέπει στο σύστημα όπου ζούμε έναν απέραντο μηδενισμό. Ομως και οι δύο θέλουν να κάνουν ένα βήμα σωτηριολογικό. Ο Μαρξ στον απόλυτο κομμουνισμό και ο Νίτσε στον υπεράνθρωπο. Ως τα τώρα δεν ξέρω κανέναν φιλόσοφο που να μη θέλησε να δώσει σωτηριολογικό άνοιγμα.

Για ποιον πολιτισμό θα μιλούσατε σήμερα;

Η εποχή μας είναι η εποχή του μυθολογικο-τεχνολογικού πολιτισμού που κρύβει το βαθύτερό του κίνητρο.

Με ποια εργαλεία θα μπορούσαμε να «εξανθρωπιστούμε»;

Με τα εργαλεία προχωρούμε, όπως λένε (προς τα πού;), αλλά αυτά δεν λύνουν το βασικό πρόβλημα της ύπαρξης της ανθρωπότητας, η οποία είναι εγκλωβισμένη στην τεράστια δύναμη που προέρχεται από τη συνάντηση της φύσης με την τεχνική.

Η μεγαλύτερη χαρά;

Οι συναντήσεις -στιγμιαίες και καίριες- με εκφάνσεις της φύσης, η δύναμη του έρωτα και της φιλίας που περιέχει τον έρωτα, οι σκέψεις που έρχονται σε μας.

Το μεγαλύτερο όραμα;

Το όραμα της συνάντησης της σκέψης και του κόσμου και η παραδοχή του φευγαλέου. Η παραδοχή της φανέρωσης και της ταυτόχρονης απόσυρσης, όσο γίνεται πιο γαλήνια.

Νιώθετε ότι πρέπει να αποδείξετε κάτι;

Από την εφηβεία είχα την εντύπωση ότι έπρεπε να πω αυτό που βλέπω.

Η εξάρτηση από τους άλλους είναι αδυναμία;

Εχουμε αναγκαία εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους. Η εξάρτηση πάλι δημιουργεί τα κενά της. Εξάρτηση και μη εξάρτηση έχουν το αναγκαίο στοιχείο που είναι και θετικό και αρνητικό.

Αυτοδυναμία;

Δεν μπορεί να υπάρξει σε κανένα επίπεδο.

Η εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας;

Ειλικρινά, δεν έχω μια ενιαία εικόνα του εαυτού μου. Οταν γνωρίζω ότι η τάδε σκέψη είναι σημαντική, τότε νομίζω ότι ίσως αυτό είναι περαστικό, λέω ότι προσπαθώ να τολμάω να σκέπτομαι, ενώ το μεγαλύτερο σύνολο των ανθρώπων σήμερα δεν σκέπτονται… Θα έλεγα, είναι πρισματική η εικόνα του εαυτού μου, όπου γυρίζουν διαρκώς όλα τα χρώματα, όπως στο καλειδοσκόπιο.

Η σύγχρονη Ελλάδα;

Είναι ένα πρόβλημα. Ούτε Ανατολή ούτε Δύση ούτε Ευρώπη ούτε Ασία. Βαδίζει προς την αναζήτηση μιας ενότητας, την οποία δεν βρίσκει εύκολα. Δεξιά και Αριστερά είναι φθαρμένες και δεν αναδύεται ένας δρόμος.

Πώς θα ανακαλύψουν οι Ελληνες πολιτικοί την «πραγματική πολιτική»;

Θα έπρεπε να ξεπεράσουν τον στενό πολιτικαντισμό. Είναι όμως αυτό δυνατό;

Είναι εφικτή η Δημοκρατία;

Η Δημοκρατία μένει ουτοπική, δηλαδή δεν έχει πουθενά τόπο να πραγματοποιηθεί. Το ίδιο της το νόημα μας ξεφεύγει.

Τι σας έχει δώσει η Ελλάδα;

Μια ζωική ορμή. Την επαφή με τα στοιχεία της, τη θάλασσα, τον αέρα, τη γη, τη φωτιά.

Τι σας έχει πάρει;

Δεν είχα ποτέ την προκατάληψη, ώστε να μπορέσει να μου την πάρει.

Οι τιμές που σας κάνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια τι συναισθήματα σας γεννούν;

Ευχάριστα. Θα επιθυμούσα όμως και μια πιο ζωντανή συζήτηση, στοχαστική και παραγωγική, με τους πανεπιστημιακούς.

Σκεφτήκατε ότι μπορεί να σας τιμούν και να μη σας έχουν διαβάσει;

Πολλά πράγματα δεν χρειάζεται να έχουν διαβαστεί. Μπορεί να διαπερνάνε την ατμόσφαιρα.

Εσείς διαψεύδετε την κατάρα των Ελλήνων να μην αναγνωρίζουν ζώντες δημιουργούς.

Στην Ελλάδα υπάρχει μεμψιμοιρία και δυσκολία αν δεν προηγηθεί μια αναγνώριση από τα έξω. Εξω είναι πιο πολιτικά θεσμισμένα τα πράγματα. Αλλά και υπάρχουν πράγματα που περιμένουν ακόμα το μέλλον τους.

Πιστεύετε ότι έχετε αμειφθεί;

Και ναι και όχι. Αν όμως ήταν πλήρης η αναγνώριση, θα σήμαινε ότι θα επιπέδωνε και το ειπωμένο.

H τέχνη αποτιμάται σε χρήμα. Η σκέψη;

Υπάρχει προσωπική σχέση με το έργο τέχνης. Η σκέψη έχει μία σχέση με το όλον. Μπορεί να αποτιμηθεί ένα έργο. Το όλον όμως;

Τι θα λέγατε σε έναν νέο φιλόσοφο;

Να ανοιχτεί στη σκέψη, στα κείμενα και στο κίνημα της σκέψης, στην ποίηση που διατρέχει κάθε τέχνη και να ζήσει και να πει αυτό που τον εμψυχώνει και τον συνθλίβει ατομικά και κοινωνικά.

Τι θα λέγατε σε έναν έφηβο;

Να κρατήσει, όσο γίνεται, έναν παλμό και στη λεγόμενη ώριμη ηλικία.

Θερμές ευχαριστίες στην, και συνάδελφο δημοσιογράφο, Κατερίνα Δασκαλάκη, σύντροφο του Κώστα Αξελού τα τελευταία τριάντα χρόνια, για τις μύριες διευκολύνσεις ώστε η συνέντευξη αυτή να πραγματοποιηθεί με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

Η παραπάνω συνέντευξη παραχωρήθηκε στον συγγραφέα και δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κ της Καθημερινής την 14 του Απρίλη 2009.