Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Πώς αλλιώς δηλαδή;

« ΄Όταν γεννήθηκε ο Φάκος και η Σαραγώ νόμισε ότι όλα θα ήταν αλλιώς… Νόμισε πως θα έκρυβε τα όνειρά της μέσα στα τριαντάφυλλα και θα τα κρατούσε εκεί, να μοσκοβολούν παντοτινά.». Η Σαραγώ , που πάντοτε έδενε σ΄ όλα πολύχρωμες κορδελίτσες. Στόλιζε τα πάντα με φιογκάκια (σελ. 14, 73, 82, 91, 114, 156) και ζωγράφιζε τον Γιάνκο με δικά της χρώματα (58). Σκληρή και εγωίστρια με τον πατέρα της, ανυποχώρητη και ανελέητη, όπως κι εκείνος, βιώνει την αυταπάτη της νίκης, ενώ στην πραγματικότητα χάνουν και οι δύο, αφού το πείσμα τους υπερισχύει της αγάπης (σελ. 103). Κι όταν ο πατέρας , ακόμα και μετά το θάνατό του, ειρωνεύεται το γαμπρό που ποτέ δεν αποδέχθηκε, η Σαραγώ συμπαραστέκεται στον Γιάνκο, παρά την προσπάθεια της Κουλίτσας να την προσγειώσει. Αλλά «Μετά την προσγείωση; ΄Η βάζεις μια βόμβα και ανατινάζεις το αεροσκάφος, ή φτύνεις στα μούτρα σου και προχωρείς προς άγνωστη κατεύθυνση. Εξαρτάται από το τσαγανό του επιβάτη. Πάντως η πιο βολική λύση είναι να βρες ένα ωραίο άλλοθι να παραμείνεις στη θέση σου και να παραγγείλεις ένα διπλό καπουτσίνο. Πάμε γι΄ άλλα, λες… Και ξερογλείφεσαι… Αν το ξέρεις κιόλας ότι αυτά τα άλλα είναι μια αυταπάτη, τότε … με γεια σου με χαρά σου (σελ. 113). Η μοίρα, η μοίρα… «που μόνη της περιδιάβαινε , ανενόχλητη, τσαλαβουτούσε στα νερά, ποδοπατούσε τα όνειρα των γλάρων και έλιωνε μέσα στις χούφτες της τα μικρά κοχύλια και τις αφύλακτες ψυχές» την οδηγεί σε διλήμματα ζωής, που δεν διστάζει να τα απαντήσει με γνώμονα την αγάπη : εγώ θα το υποστηρίξω το παιδί μου (σελ. 168). Παλεύει μέσα της σε έναν αγώνα εσωτερικό , μοναχικό και αδιέξοδο «Αλίμονο σε κείνους που κλείνουν και τις χαραμάδες της ψυχής τους , να μην ξεφύγει απέξω ο καπνός… Εγώ θα μείνω εδώ μόνη μου, να ιχνηλατώ τους ίσκιους της ψυχής μου… Θα μείνω εδώ μόνη μου , να νομίζω συνεχώς ότι πακετάρω τα όνειρά μου για μια φυγή» (σελ. 174). Η αγάπη ξεχειλίζει από μέσα της στις δύσκολες στιγμές του γιου της «Ο έρωτας είναι τα φτερά της ψυχής μας. Μόνο που, σχεδόν πάντα, είναι αέρινα. Σαν του ΄Ικαρου, Αξίζει όμως, αξίζει να πετάξεις τόσο ψηλά. Να δεις τον κόσμο, έστω για λίγο, σαν να τον έπλασε ο Θεός μόνο και μόνο για να στον κάνει δώρο» (σελ. 179), καθώς και «υπάρχουν τόσοι και τόσοι που περπατούν με άρβυλα πάνω σε γυάλινες ψυχές… Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι δύσκολες… Να δίνεις αγάπη στους άλλους, αλλά να περιφρουρείς τα όριά σου, Φάκο μου» . Μέσα από τις αντιξοότητες και τις αμφιβολίες αναδεικνύεται η ομορφιά και η δύναμη της «Τόσος ουρανός, χωμένος μέσα στις χούφτες της! Είπε ένα μωβ νυχτολούλουδο σ΄ ένα άσπρο, που μόλις είχε ανθίσει. ΄Οσο προχωρά η ψυχή της μέσα στο σκοτάδι, τόσο φωτίζεται. Τόσο λάμπει, απάντησε το άσπρο κι έγειρε στην αγκαλιά του μωβ» (σελ. 233) . Μετά την απώλεια της Κουλίτσας και την ασθένεια του Φάκου, η Σαραγώ κλονίζεται, αλλά γρήγορα βρίσκει συμπαράσταση στο πρόσωπο ενός γιατρού : «Πρόσεξες τη φύση; Δίπλα στο δηλητηριώδες φυτό , φυτρώνει πάντα κάποιο άλλο με το αντίδοτο του δηλητηρίου. Ψάξε μέσα σου και βρες το δικό σου αντίδοτο, το μυστικό κουτί που είναι κρυμμένη η δύναμή σου. Κι αν έχασες στον πανικό σου το κλειδάκι, σπάσ΄το, Σαραγώ! Παραβίασέ το ! Και προχώρα!» (σελ. 279), επιτρέποντας παράλληλα στη ρομαντική και ονειροπόλα της διάθεση να μας μελαγχολήσει «Τα ταξίδια της ζωής μας …. Ξεκινάμε, φεύγουμε για μακριά, κάνουμε σχέδια να εξερευνήσουμε όλη τη ζωή, και πάντα στο ίδιο σημείο ξαναγυρνάμε. Αράζουμε στην κόγχη ενός ονείρου, που έμεινε εκεί και μας περίμενε» (σελ. 286)
Στον αντίποδα της Σαραγώς ο Γιάνκος : «πίσω από τη σιωπή κρυβόταν ένα φοβισμένο τίποτε. ΄Ένα καμουφλάζ μιας μίζερης καχεκτικής ζωής», παρόλο που η Σαραγώ στο πρόσωπό του βλέπει σοφία και δύναμη «Πού να ήξερε η Σαραγώ πώς τα βαθιά πηγάδια κρύβουν μέσα τους λασπόνερα και όχι πνιγμένα φεγγάρια» (σελ. 16)
Η Αλκυόνη Παπαδάκη έχει πρωταγωνιστές στις ιστορίες της κυρίως γυναίκες. Μαζί με τη Σαραγώ σημαντική παρουσία η Κουλίτσα, που η μόνη της διασκέδαση ήταν να «πηγαίνει για καφέ» παρέα με τις γλαδιόλες και τις καμέλιες. Η Κουλίτσα δεν ήταν από εκείνους που παίρνουν τα ηνία της ζωής. Δεν ήταν από τη φτιαξιά των καπεταναίων. Η Κουλίτσα ήταν πάντα ένα φοβισμένος μούτσος, κλεισμένος σαν ποντίκι στ΄ αμπάρια του πλεούμενου (σελ. 44). Ζει και πεθαίνει χωρίς να μάθει ποτέ πώς λειτουργεί η αγάπη, συγχέοντας την αγάπη με την προστασία, αρνούμενη επίμονα να μάθει την αλήθεια για το παιδί που έφερε στο κόσμο.
Βασικοί χαρακτήρες ο Φάκος, ένα φοβισμένο ανθρωπάκι, έτοιμο να λιποτακτήσει από το μετερίζι ανά πάσα ώρα και στιγμή (σελ. 196), που εισέπραξε την αγάπη «σαν κραυγή απελπισίας», ενώ η αγάπη «απλά και αθόρυβα πρέπει να φτάνει. Σαν τους κύκλους του νερού όταν πετάξεις ένα βότσαλο» (σελ. 159), που κέρδισε το χρήμα, τη φήμη και τη δόξα, αλλά έχασε την ψυχή του (241) και ο Μπιλ, ο στερημένος από αγάπη, που χάθηκε σ΄ ένα σύννεφο γεμάτο βροχή. Ποιος ξέρει αν πίσω απ΄ αυτό το σύννεφο, αν καρτερούσε ο ήλιος, ή αν παραμόνευε άλλο σύννεφο, γεμάτο χαλάζι… Κανείς δεν έμαθε. Ποτέ (σελ. 222)

Αν ήταν όλα ... αλλιώς ...

«Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της …
Αν όλος ο κόσμος ήταν ένα κουκούλι που θα μας προστάτευε, και μέσα εκεί, με όλη μας την άνεση, θα γινόμασταν από σκουλήκια πεταλούδες …
Αν ήταν όλα … αλλιώς !...
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;»
Με το καινούριο της βιβλίο η Αλκυόνη Παπαδάκη έρχεται γι΄ άλλη μια φορά να μας παρασύρει σε ένα όνειρο, στο όνειρο εκείνο που καταφέρνουμε να δούμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας. Από τη θλίψη, τον πόνο , την αδικία και την οργή στη λύτρωση και την ηθική δικαίωση. ΄Οσοι δεν μπορούν να αναζητήσουν την ευτυχία, όσοι δεν συνομιλούν με την ψυχή τους , όσοι κλείνονται μέσα στη σιωπή, φεύγουν , κι όσοι αγγίζουν τα μυστικά της ζωής επιβιώνουν και δικαιώνονται, ενώ το μέλλον στο πρόσωπο των δύο νέων παραμένει ανεξιχνίαστο και ομιχλώδες. Η άτυχη Κουλίτσα, ο τραχύς Γιάνκος, η ονειροπόλα Σαραγώ, ο στερημένος από αγάπη Μπιλ, ο καλομαθημένος Φάκος, χαρακτήρες που μέσα τους μπορεί ο καθένας μας να αναγνωρίσει κάτι από τον εαυτό του κι αυτό τους κάνει πιο προσιτούς, πιο δικούς μας, ανθρώπους της γειτονιάς μας και , γιατί όχι, και του σπιτιού μας.
Το ύφος της Αλκυόνης Παπαδάκη, αυτή η συνεχής ονειροπόληση, το αγκάλιασμα όλων των προσώπων του βιβλίου της, το ντάντεμα θα έλεγα της ψυχής , δημιουργεί στον αναγνώστη μια παρηγοριά και μια απενοχοποίηση για τη δική του στάση απέναντι στους άλλους, απέναντι στη ζωή. Ο ίδιος ο αναγνώστης γίνεται πρωταγωνιστής στην ιστορία και έτσι χαϊδεύει τον εαυτό του , αποκοιμίζει την ψυχή του και την παρηγορεί για τις μύχιες σκέψεις και πράξεις του. Στα βιβλία της Αλκυόνης Παπαδάκη ακόμη και το πιο ταπεινό φυλλαράκι έχει υπόσταση και ρόλο , τα βατράχια, οι πεταλούδες και τα λουλούδια παρατηρούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μιλούν γι΄ αυτή, την περιβάλλουν με συμπόνια και κατανόηση κρύβοντας μέσα στις σκέψεις τους κάτι από τη σοφία του σύμπαντος
Συχνά μέσα στις σελίδες της η συγγραφέας στρέφεται προς τον Δημιουργό επικαλούμενη τη παρέμβασή του , με τη θλιβερή όμως διαπίστωση ότι οι προσευχές μας δεν εισακούγονται πάντοτε , με μια ρομαντική διάθεση εσωτερίκευσης και μελαγχολίας
«Πόσο εύκολα ξεχνούν οι άνθρωποι πως ο Θεός σκοτώνει την άνοιξη! Μαδάει τα τριαντάφυλλα! Σβήνει τελικά την ομορφιά! Τόση μανία κι αυτός με τη γομολάστιχα» (σελ. 10) .
Οι χαρακτήρες ξετυλίγονται σιγά σιγά και παράλληλα , ενώ ο καθένας τους παραμένει κλεισμένος σε ένα δικό του καταφύγιο, χωρίς ποτέ να μοιραστούν τα μυστικά τους , προστατευμένοι από βολικά άλλοθι.
Από το βιβλίο δε λείπουν βέβαια και κάποιες διαπιστώσεις ζωής , κάποια γενικά συμπεράσματα , απλοϊκά κάπως, αλλά που κρύβουν μέσα τους την αγωνία και τον προβληματισμό της συγγραφέως, από τα οποία άλλα μπορείς να τα δεχθείς γιατί αποτελούν διαχρονικές αλήθειες κι άλλα μπορούν να δημιουργήσουν γόνιμους προβληματισμούς : «Αν καταφέρεις να επιζήσεις, να κολυμπήσεις ως την απέναντι όχθη, δεν είσαι πια ο ίδιος. Θα είσαι ένας άλλος. Θα χάσεις το ένδυμα της ψυχής που διάλεξες. Προχωράς από κει και πέρα στην ζωή . με μια στολή που δεν σου πάει. Σε προφυλάσσει μεν, αλλά δεν σου πάει» (σελ. 124), «Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων. Αυτοί που σέρνονται με τα τέσσερα πίσω από τη μοίρα τους, αυτοί που την πιάνουν τα κέρατα και την αλλάζουν , με όποιο κόστος, κι αυτοί που απλώς την ακολουθούν, φυτεύοντας όμως σε κάθε σωρό σκατά που συναντούν κι από μία τουλίπα» (129) , «Η ομορφιά σώζει» (σελ. 179), «Χρειάζεται να επιμένεις. Να μη βγαίνεις από το παιχνίδι, ακόμη κι αν δεν ξέρεις τους κανόνες… Ο καλός ο παίχτης παίζει κυρίως για τη γοητεία του παιχνιδιού» (σελ. 141), «΄Οσο κι αν αγαπάς τον άλλον, το μυστικό του είναι πρόκληση. Θέλεις να το περιεργαστείς, να το ψαχουλέψεις», (σελ. 71), «η υπέρτατη κατάκτηση της ψυχής είναι η ταπεινότητα» (σελ. 225) , «Υπάρχουν άνθρωποι που φτάνουν ως το τέλος τους κρατώντας μέσα στην ψυχή τους ένα βουλωμένο γράμμα… Και κυλάει ο χρόνος … Και το γράμμα κιτρινίζει . Ξεθωριάζει. Παραπέφτει… ΄Ένα παραμύθι λέει πως τα βότσαλα της θάλασσας είναι τ΄ ανείπωτα μυστικά των ανθρώπων» (σελ. 273).
Αλλά η μαγεία της Αλκυόνης Παπαδάκη βρίσκεται στην αλληγορία και στην ανταπόκριση της φύσης στα γεγονότα που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας . ΄Ετσι η κάπαρη επιμένει να ονειρεύεται (σελ. 118), η αγριοτριανταφυλλιά ξεραίνεται δύο τρία χρόνια αφότου έφυγε η Σαραγώ από το πατρικό της, η εσπέρια αρνείται να ανθίσει και να δώσει χαρά στην Κουλίτσα ανθίζοντας μόνο μετά τον θάνατό της και οι ερωτευμένοι γλάροι γίνονται παρατηρητές και σχολιαστές της ζωής των ανθρώπων, του ψέματος και της ανάγκης του .
«Αν ήταν όλα … αλλιώς», ένας τίτλος παραπειστικός και απατηλός. Γιατί η ζωή δεν είναι πρόβα, είναι η τελική παράσταση. Η επίγνωση του παρόντος είναι ένα μεγάλο επίτευγμα για τον άνθρωπο που απαιτεί μακρόχρονη προσπάθεια και αδιάλειπτη προσήλωση σ΄ αυτό το στόχο. Για να θυμηθούμε τους αρχαίους μας «ό,τι έγινε, καλώς καμωμένο» ή την ελληνική παράδοση «ας μην κλαίμε πάνω από το χυμένο γάλα». Κατά τα άλλα η Αλκυόνη Παπαδάκη υφαίνει όνειρα στα ταξίδια της ψυχής μας.

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Αλκυόνη Παπαδάκη "Επανάσταση είναι να αγαπάς τη ζωή"

Από το βιβλίο «Οι Κάργιες» (1997), αφιερωμένο σ΄ αυτούς που έκαμα βαρκάδα στη ψυχή τους.
«Η Ιβανή παραξενεύτηκε. Δεν απάντησε αμέσως. ΄Εκανε μια μεγάλη βόλτα και ξαναγύρισε κοντά στη Φιλίνα. «Ψάχνεις να βρεις το Θεό, μάτια μου; Και τι είσαι, στραβή; Κοίταξε εκείνη την κίτρινη μαργαρίτα: μέσα στην καρδιά της έχει το θρόνο του ο Θεός. Κοίταξε εκείνη τη χρυσόμυγα που κάθεται στο άγουρο μανταρίνι: καβάλα στα φτερά της σεργιανάει τον κόσμο ο Θεός. Ιχοχόοοο».

Από το βιβλίο «Σαν Χειμωνιάτικη Λιακάδα» (1999) , αφιερωμένο σε κείνους που μπορούν να κρατούν στο χέρι τους ένα κοχύλι και να ονειρεύονται το πέλαγος…
«Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ΄ άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σ΄ ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους …Χαρά σ΄ αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το ΄σκισαν μετά, αν το ΄καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν το μάτι στο Θεό»

Από το Τετράδιο της Αλκυόνης (1999), αφιερωμένο σ΄ αυτούς που ξέρουν να ζουν, ν΄ αγαπούν, να ελπίζουν, να χαίρονται …
«Θυμάμαι τότε… Κάτω απ΄ τα πλατάνια, στην πηγή. Διψούσα και μου ΄φερες στη χούφτα σου κρύο νερό. ΄Ολη μου τη ζωή ξεδίψασε».

Από το βιβλίο «Βαρκάρισσα της Χίμαιρας» (2001) αφιερωμένο σ΄ όλες τις βαρκάρισσες και τους βαρκάρηδες της Χίμαιρας. Ιδίως σ΄ αυτούς που ξεκίνησαν τη βαρκάδα τους με απαγορευτικό …
Να ονειρεύεσαι, μου ΄λεγε ένας φίλος που μ΄ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως , προδίνουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν. ΄Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι! Κοίτα μόνο να έχεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι. Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτε δεν είναι στη ζωή το παν! ΄Εχει και παρακάτω … ΄Εχει κι άλλο… Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα. Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!»

Από το βιβλίο «Στον ΄Ισκιο των Πουλιών» (2003) αφιερωμένο στους φίλους που χαθήκαμε στις στροφές της ζωής, με αβάσταχτη νοσταλγία
«Είναι κάτι νύχτες , που τ΄ αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες , που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμη κι οι πέτρες….
Είν΄ αυτές οι νύχτες που τ΄ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είναι αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. ΄Ιδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα».

Από το βιβλίο «Ξεφυλλίζοντας τη Σιωπή» (2004) αφιερωμένο σ΄ αυτούς που έδεσαν την άγκυρά τους στα φτερά των γλάρων
«Είσαι για ένα ταξίδι, στ΄ ανοιχτά; Είσαι για ένα ρίσκο;
Θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα πάρεις μετεωρολογικό δελτίο
Πως δε θα ΄χεις μαζί σου προμήθειες κι αποσκευές
Πως δε θα γεμίσεις το πλεούμενο με σωσίβια
Θα δέσουμε την άγκυρά μας στα φτερά των γλάρων
Και θα ορίσουμε τιμονιέρη μας το πιο τρελό δελφίνι
Θα σου χαρίσω όλο το γαλάζιο του πελάγου
΄Ολο το χρυσάφι του ήλιου
΄Ολο το ροζ του δελφινιού».

Από το βιβλίο «Στο Ακρογιάλι της Ουτοπίας» (2005)
«Μη χάνεσαι, Χρύσα. ΄Ελεγα και ξανάλεγα δυνατά, σαν να είχα τον εαυτό μου απέναντι. Μη βουλιάζεις. Αφού δεν έχεις τίποτε άλλο να κρατηθείς, κρατήσου από ένα φύλλο τριαντάφυλλου.
Κοίταξε γύρω την ομορφιά. Η ομορφιά του κόσμου δεν πρόδωσε ποτέ κανένα. Είν΄ εκεί. Και σε περιμένει».