Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Δεν έχω γλώσσα να εκφράσω την πραγματικότητα μου

«Αυτή τη σωτήρια κατεργαριά, αυτή την επιτήδεια υπεκφυγή, αυτή την υπέροχη απάτη, που μας επιτρέπει να ακούμε την εκτός εξουσίας γλώσσα, σ' όλη την αίγλη μιας διαρκούς επανάστασης του σημειωτικού συστήματος, εγώ την ονομάζω: Λογοτεχνία» , επισημαίνει ο Ρολάν Μπαρτ στις Μυθολογίες του. ΄Εχω την αίσθηση ότι έγινα κοινωνός αυτής της λογοτεχνικής γλώσσας και γραφής διαβάζοντας το βιβλίο του Μαξ Φρις «Στίλερ».

Ο Στίλερ είναι το ζητούμενο πρόσωπο , το πρόσωπο το οποίο αναδύεται σιγά σιγά μέσα από τις λέξεις, μέσα από τις σελίδες, μέσα από την αγωνία αυτού του βιβλίου. Στα σύνορα της Ελβετίας ένας γερμανοαμερικανός συλλαμβάνεται με πλαστό διαβατήριο, ενώ παράλληλα τον βαρύνει κάποια ακαθόριστη κατηγορία ανάμιξής του σε κατασκοπικό σκάνδαλο. Ισχυρίζεται ότι είναι ο Τζιμ Γουάιτ, ενώ όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι πρόκειται για τον εξαφανισμένο εδώ και έξι χρόνια Ανατόλ Στίλερ. Η σύζυγός του Γιούλικα, ο αδελφός του, ο πατριός του, οι φίλοι του , τον αναγνωρίζουν , ενώ εκείνος αρνείται, με επιμονή, με πείσμα ότι είναι ο Στίλερ. Παράλληλες διηγήσεις, παράλληλες οπτικές διάφορων γεγονότων, ασυνέχεια στο χρόνο, αλλά και αλλληλοκάλυψη, μια μαγική αφήγηση όπου όλα τα γεγονότα δένουν την ιστορία δημιουργώντας την εικόνα του Στίλερ και της ζωής του. Κάθε νέο πρόσωπο που εισάγεται σιγά σιγά στη διήγηση έχει να καταθέσει κάτι διαφορετικό, αλλά ταυτόχρονα ένα ακόμη κομμάτι απαραίτητο για την εξέλιξη του μυθιστορήματος ή την ανάλυση των χαρακτήρων και των γεγονότων. Πρόσωπα σημαντικά, όπως ο εισαγγελέας και η σύζυγός του ή λιγότερο σημαντικά όπως ο δεσμοφύλακας ή ακόμη και ο διευθυντής Σμιτς. Κάθε κεφάλαιο μας φέρνει όλο και πιο κοντά στον άνθρωπο Στίλερ, καθώς η ζωή του ξετυλίγεται μέσα από τα ίδια του τα τετράδια , τις σημειώσεις του μέσα από τη φυλακή και η αλήθεια αναδεικνύεται σε οδυνηρή εξομολόγηση.

Η πλοκή του μυθιστορήματος πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα, αλλά δεν είναι το μόνο στοιχείο που αναδεικνύει τον Στίλερ σε ένα μοναδικής αξίας λογοτεχνικό έργο. Οι περιγραφές του Μαξ Φρις, οι αναμνήσεις και τα βιώματα του Στίλερ όπως κατατίθενται μέσα στις σελίδες του είναι λογοτεχνικά διαμάντια. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε την έρημο του Τσιουάουα στη σελίδα 29, την φαντασίωση της Γιούλικα ενώ χορεύει (σελ. 141), την περιγραφή της σπηλιάς στο Τέξας (σελ. 177), την ημέρα των Νεκρών στο Μεξικό στη σελίδα 361, αλλά και το γεύμα με τον εισαγγελέα στη λίμνη στη σελίδα 393.

Οι προβληματισμοί του Μαξ Φρις μας θέτουν ερωτήματα που αφορούν τις σχέσεις μας με τους άλλους, με τον εαυτό μας, με το Θεό, με την αυθεντικότητα της ύπαρξής μας. Ο ίδιος ο Μαξ Φρις εξομολογείται ότι ζούμε σε μια χώρα αναπαραγωγών και αναφέρει κάποιες από τις επιρροές του, όπως τον Γιούνγκ, τον Προυστ, τον Χέμινγουέι, τον Γιούνγκερ και τον Τομας Μαν στη σελίδα 208. Δίπλα στην αυτογνωσία παραθέτει την αυτοαποδοχή γράφοντας : «¨Πόσους ανθρώπους δεν γνωρίζουμε που μένουν στάσιμοι σ΄ αυτό ακριβώς το μονοπάτι, αρκούνται στη μελαγχολία της στεγνής αυτογνωσίας και της απονέμουν τον τίτλο της ωριμότητας. … Τίποτε δεν είναι πιο δύσκολο από το να αποδεχτούμε τον εαυτό μας» (σελ. 457). Αλλά και λίγο πιοπάνω στη σελ. 365 «Χρειάζεται η ύψιστη δύναμη ζωής για να αποδεχτείς τον εαυτό σου». Προβληματίζεται γύρω από την αποξένωση από τον εαυτό μας, αποτέλεσμα της «αυτοϋπερπροσπάθειας», όπως ονομάζει το γεγονός ότι η συνείδηση μας άλλαξε στη διάρκεια των αιώνων , ενώ τα συναισθήματά μας όχι (σελ. 363). ΄Ένα άλλο θέμα που εμφανίζεται στις σελίδες του βιβλίου αυτού είναι το πρόβλημα του ντετερμινισμού, αυτή η διαρκής τάση του ανθρώπου να αποποιείται τις ευθύνες του και να τις μεταθέτει σε κάποιον άλλον (σελ. 148). Η ελευθερία αναφέρεται συχνά, ένα πολύ μοναχικό ζήτημα (σελ. 223). Άλλωστε η τελευταία πρόταση είναι «Ο Στίλερ έμεινε στη Λυόν και έζησε μόνος». Αλλά βέβαια όλα αυτά είναι αληθινά , ίσως και όχι, γιατί όπως υποστηρίζει ο Στίλερ «Κάθε λέξη είναι ψεύτικη και αληθινή, αυτή είναι η φύση των λέξεων, κι όποιος θέλει τα πιστεύει όλα ή τίποτε» (σελ. 196).

Κλείνοντας , θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο σχετικά τον σκοπό της γραφής (σελ. 373) , μια ενδεχόμενη απάντηση στο ερώτημα της συγγραφής : "η συγγραφή δεν είναι επικοινωνία με αναγνώστες ούτε επικοινωνία με τον εαυτό σου, είναι επικοινωνία με τα ανείπωτα. ΄Οσο πιο συγκεκριμένα προσπαθεί κανείς να εκφραστεί τόσο πιο ξεκάθαρα εμφανίζονται τα ανείπωτα, δηλαδή η πραγματικότητα που ωθεί και πιέζει τον γράφοντα ΄Εχουμε τη γλώσσα για να γίνουμε μουγκοί. Αυτός που σωπαίνει δεν είναι μουγκός. Αυτός που σωπαίνει δεν έχει καν ιδέα ποιος είναι.".

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

΄Ενας καπετάνιος στα σύννεφα

΄Όταν ήμουν μικρή , μου διηγιόταν συχνά η γιαγιά μου την ιστορία του καπετάνιου που άλλαξε την μορφή του ουρανού. ΄Ηταν ο καπετάνιος αυτός γέρος, με γκριζωπή γενειάδα και ασημόλευκα μαλλιά. , μου τον είχε δείξει πολλές φορές σε πίνακες ζωγραφικής, με ναυτικό καπέλο και τσιμπούκι, με απλανές, ταξιδεμένο πέρα από τον ορίζοντα βλέμμα. Σκεφτικός και απόμακρος, ένας καπετάνιος συννεφοπαρμένος.
΄Ένα βράδυ , μου έλεγε η γιαγιά μου, γλίστρησε με τη βάρκα του μέσα στη συννεφοθάλασσα και άρχισε να κωπηλατεί, αργά και ρυθμικά σιγοψιθυρίζοντας στίχους για το φεγγάρι. Τα σύννεφα πύκνωναν , πύκνωναν όλο και περισσότερο, και ο καπετάνιος επέπλεε όλο και περισσότερο πάνω στην γλυκιά απαλότητά τους, βυθιζόταν ανάλαφρα στην διαφάνεια της λάμψης της σελήνης.
Κάποτε σταμάτησε. ΄Εριξε τα ασημένια δίχτυα του στη θάλασσα και περίμενε την πλούσια ψαριά. ΄Αναψε το τσιμπούκι του από τη φλόγα του φεγγαριού. Κοίταξε τριγύρω. Δεν έβλεπε παρά λευκά μαξιλάρια από μετάξι, άστατες πυγολαμπίδες και ακαθόριστους αστερισμούς. Το χάδι του ανέμου χάιδευε τα πυκνά του γένεια.
Ξαφνικά ένιωσε τη βάρκα του να γέρνει. Τράβηξε τα δίχτυα του με περισσή προσπάθεια και μόλις τα ανέβασε αντίκρυσε με θαυμασμό το μεγάλο λαμπερό ψάρι που είχε πιάσει. Οι ασημένιες στάλες αλμύρας που κυλούσαν πάνω στο γυαλιστερό σώμα του ψαριού τον γοήτευσαν . Το άγγιξε με τα χέρια του, το ψηλάφισε με σεβασμό και σκέφτηκε: ΄Ενας υπέροχος αστερίας! Κρίμα να τον κρατήσω μέσα στη βάρκα μου! Ας τον πετάξω πίσω στη θάλασσα!
Κι αυτό έκανε, Με δύναμη σήκωσε τον αστερία και τον πέταξε προς τα κάτω, προς τη γη.

΄Ετσι δημιουργήθηκε ένα πεφταστέρι.

Μου έλεγε η γιαγιά μου ότι την ώρα που ο καπετάνιος πέταξε τον αστερία προς τα κάτω , έκανε μια ευχή. Ευχήθηκε να γίνει η βάρκα του ένα φωτεινό αστέρι , ένα αστέρι νεογέννητο , φτιαγμένο μόνο από την επιθυμία του. Μόλις τέλειωσε την ευχή του, έκλεισε τα μάτια του κι αποκοιμήθηκε. ΄Ενας δυνατός ανεμοστρόβιλος συνεπήρε τα σύννεφα, τα ανακάτεψε, στροβίλισε τη βάρκα , την ρούφηξε και έπειτα όλα άστραψαν , η ξύλινη βάρκα διαλύθηκε μέσα στο φως , λεπτές κλωστές από χρυσάφι εκσφενδονίστηκαν στο άπειρο , και ξανά πάλι μαζεύτηκαν σε μια σταγόνα βροχής, που όταν στέγνωσε ήταν αστέρι.

΄Ετσι πολλές φορές από τότε, τα βράδια, κάθε φορά που βλέπω ένα πεφταστέρι , κλείνω τα μάτια κάνοντας μια ευχή.

Είναι ίσως αφελές να πιστεύει κανείς ότι κάτι τέτοιες ευχές μπορούν να πραγματοποιηθούν. ΄Η μήπως όχι;

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2009

Δεν οφείλεις τίποτε ή ... οφείλεις τίποτε;

Ξεφυλλίζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα ΜΗΔΕΝ του Ντένι Γκετζ είχα μία δυσπιστία. Αγνοώντας τον συγγραφέα , ή μάλλον γνωρίζοντας μόνο ότι με το έργο του προσπαθεί να εξοικειώσει το αναγνωστικό κοινό με τα μαθηματικά, ήμουν καχύποπτη ως προς την ακρίβεια του χρόνου και του τόπου που αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά και ως προς την σειρά των γεγονότων, δημιουργώντας την πεποίθηση αρχικά ότι αυτό που έγραφε, το έγραφε απλά και μόνο για να υποστηρίξει την εξέλιξη της γνώσης των αριθμών, της γραφής και των υπολογισμών και ότι η υπόλοιπη ιστορία ήταν απλά ένα σκηνικό για να στήσει το κατασκεύασμά του. ΄Ολη αυτή τη άποψή μου ανατράπηκε πολύ σύντομα.
Μελετώντας ιστορικούς χάρτες είδα ότι οι πρώτοι μόνιμοι καλλιεργητές της Μεσοποταμίας εντοπίζονται γύρω στην 6η χιλιετία π.Χ. Ο πολιτισμός των Σουμερίων θεωρείται ο αρχαιότερος γνωστός πολιτισμός. Γύρω στον 3ο αιώνα π.Χ., οπότε και αρχίζει ο μύθος του Γκετζ στην πόλη Ουρούκ , οι πόλεις-κράτη συνενώνονται κάτω από μοναρχικό καθεστώς. Χρησιμοποιείται η σφηνοειδής γραφή. Αργότερα γύρω στον 2ο π.Χ. αιώνα, οπότε και εξελίσσεται η δεύτερη ζωή της Αεμέρ, ο Σαργών της Ακκάδ δημιουργεί βασίλειο , στο οποίο η πόλη Ουρ ξεχωρίζει . Γύρω στα 500 π.Χ. , τρίτη ζωή της Αεμέρ, η Βαβυλώνα γνωρίζει άνοδο και ευημερία. Ακολουθεί η τέταρτη ζωή , τον 9ο περίπου μ.Χ. αιώνα στη Βαγδάτη και τέλος το βιβλίο αρχίζει και τελειώνει με την πέμπτη ζωή της Αεμέρ, στο σημερινό Ιράκ, κατά την αμερικανική εισβολή του 2003, οπότε έγινε ο Β΄ πόλεμος του Κόλπου.
Ο Γκετζ έζησε για δύο χρόνια στη Μεσοποταμία, ένιωσε τον παλμό των Σουμερίων, διέπλευσε τον Τίγρη, όπως εξομολογείται σε συνέντευξή του τον Μάη του 2008, όταν ήλθε στην Ελλάδα. Στο βιβλίο «Μηδέν» μας διηγείται την ιστορία της Μεσοποταμίας, των απλών ανθρώπων που κατοίκησαν αυτή τη γη , που με την επινοητικότητα και τις καινοτόμες ιδέες τους δημιούργησαν και βελτίωσαν τη γραφή και τον υπολογισμό των ποσοτήτων με τους αριθμούς. ΄Όλα αυτά τα επιτεύγματα αναδύονται μπροστά μας μέσα από τις πέντε ζωές της κεντρικής ηρωίδας, της «πολυπρόσωπης» Αεμέρ , που άλλοτε σαν ιέρεια, άλλοτε σαν ονειροκρίτης, άλλοτε σαν χορεύτρια και κλέφτρα, άλλοτε σαν ιερόδουλη και άλλοτε σαν αρχαιολόγος, αναζητά τη γνώση, αλλά ταυτόχρονα αναζητά και τον εαυτό της.
Παρούσα σ΄ όλο το βιβλίο η απουσία, το κενό , το μηδέν που έχει τη δυναμική να οδηγήσει στην πνευματικότητα, στην ολοκλήρωση, στο όλο, η ακινησία που υπάρχει πριν ακόμη δημιουργηθεί η ιδέα της κίνησης , την γεννά και μόλις την γεννήσει ενώνεται μαζί της δημιουργώντας το ένα. ΄Ισως διακινδυνεύοντας μία αυθαίρετη ερμηνεία ενός συμβόλου που ίσως και να μην υπάρχει, η Αεμέρ να μην είναι παρά η ίδια η περιοχή της Μεσοποταμίας που αναζητά να διατηρήσει την ταυτότητά της και να διασφαλίσει την πολιτισμική της κληρονομιά, έχοντας αφομοιώσει τη γνώση των λαών της Μεσογείου και μεταδίδοντάς την σε άλλους λαούς. Η Αεμέρ , η οποία στις τέσσερις ζωές της δεν γνωρίζει τη συζυγική και την μητρική αγάπη, αλλά σήμερα, το 2003, είναι έγκυος, εγκυμονώντας ένα νέο Ιράκ, που να μπορεί να ανήκει στον εαυτό του, να διαχειρίζεται τον εαυτό του, γεγονός που ίσως να είναι αληθινό, αλλά είναι τελικά θέμα πολιτικής εκτίμησης.
Σύμφωνα με την συνέντευξη του Ντένι Γκετζ που αναφέραμε παραπάνω, ο συγγραφέας αναρωτιέται «τι θα γίνει αυτός ο τόπος που διαμελίζεται ανάμεσα σε δύο τρομοκρατίες, εκείνη του Μπους και εκείνη της Αλ Κάιντα; Να ευχηθούμε να εξουδετερώσουν η μία την άλλη, ώστε να αφήσουν τη θέση τους σε ανθρώπους που θα ξαναχτίσουν τη χώρα από την αρχή;» Αυτή είναι η ευχή και η ελπίδα του συγγραφέα που εκφράζεται μέσα από το βιβλίο, ένα βιβλίο που δεν είναι η ιστορία του μηδενός, αλλά η ιστορία μιας γυναίκας που διασχίζει την απουσία.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009

Προτιμώ να μεγαλώσω ...

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στράφηκα προς το καινούριο βιβλίο της Λένας Διβάνη «τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω» . Μου κίνησε την περιέργεια ο τίτλος, σαρκαστικός αλλά και χιουμοριστικός , καθώς και η προηγούμενη γραφή της συγγραφέως, η οποία ιδιαίτερα με το βιβλίο «Οι γυναίκες της ζωής της» και το «Ψέματα , η αλήθεια είναι…» , με είχε συναρπάσει. Η συνάντησή μου με το νέο αυτό βιβλίο υπήρξε απροσδόκητα δυσάρεστη. ΄Αρθρα από εφημερίδες και κυρίως από περιοδικά, όπως το ομολογεί η ίδια, αλλά και όπως αναφέρεται στο εσωτερικό του βιβλίου, χρονογραφήματα ανεπίκαιρα πλέον , διηγήσεις που επαναλαμβάνονται , το βιβλίο αυτό σύντομα μου άφησε μία γεύση στυφή, μια γεύση ανεπάρκειας και ανεκπλήρωτης ευχαρίστησης,

Τα κείμενα του βιβλίου είναι στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους αφιερωμένα στο αγαπημένο θέμα της Λένας Διβάνη, τις σχέσεις των δύο φύλων, αλλά και γενικότερα στους ρόλους της γυναίκας και του άντρα στην κοινωνία και στον εργασιακό τομέα. ΄Ένα κεφάλαιο (Να σου δώσω το χέρι μου; Κι εγώ τι θα έχω) το αφιερώνει στα στερεότυπα των ΜΜΕ για τις γυναίκες και τους άντρες. Για παράδειγμα : οι άντρες είναι σπάνια πουλιά και δε βρίσκονται εύκολα, οι γυναίκες παντρεύονται μόνο «ανώτερους» άντρες και άλλα. Το θέμα αυτό των σχέσεων είναι επίκαιρο καθημερινά, αλλά θα ήταν ίσως επαρκές ένα άρθρο για την κακοποίηση της γυναίκας, ή για την συσσώρευση πολλαπλών υποχρεώσεων σε μια εργαζόμενη, ενώ αντίθετα η επανάληψη και μάλιστα κατά τρόπο απλουστευτικό των ίδιων ή έστω παρόμοιων απόψεων και σκέψεων σε διαφορετικά κείμενα μου προκάλεσε δυσαρέσκεια . Οφείλω βέβαια να ξεχωρίσω το άρθρο με τίτλο «Ει, εκεί ψηλά, μ΄ ακούει κανείς;». Ανθρώπινο και συγκινητικό, ευαίσθητο και ευγενικό, αφιέρωμα στους άστεγους των μεγαλουπόλεων και μια ευχή αγάπης και αθωότητας «Μην τους αφήνεις. Τ΄ ακούς;».

Τα τελευταία τρία άρθρα του βιβλίου στεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Ζωές σαν μυθιστόρημα» και είναι αφιερωμένα σε τρεις γυναίκες που αγάπησαν και αγαπήθηκαν με πάθος, έζησαν έντονα, ο θάνατός ιδιαίτερα των δύο από τρεις υπήρξε δραματικός και άφησαν το αποτύπωμά τους , άμεσα ή έμμεσα, στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Η Τζην Ρυς γεννήθηκε σ΄ ένα νησί των Δυτικών Ινδιών. Το βιβλίο που την έκανε γνωστή είναι «η Πλατιά Θάλασσα των Σαργάσσων», το οποίο είχα την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω πρόσφατα. ΄Ένα βιβλίο όπου ξετυλίγεται η ζωή της πρώτης κυρίας Ρότσεστερ, αποκαθίσταται η ιστορία της και δίνονται απαντήσεις σε πολλά ερωτηματικά τα οποία γεννώνται στη «Τζέιν ΄Ευρ» της Σαρλότ Μπροντέ. Τα βιβλία της Τζην Ρυς ξεχωρίζουν για τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα τους και για τον γυναικείο τύπο στον οποίο ανήκουν οι ηρωίδες της. Οι γυναικείοι χαρακτήρες της είναι παθητικοί και αυτοκαταστροφικοί, κινούνται σ΄ ένα χώρο περιθωριακό όπου τους αναγνωρίζεται η ταυτότητα της γυναίκας - ερωτικού αντικειμένου. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι , όπως γράφει η Κωστούλα Σκλαβενότη στο αφιέρωμά της για την Τζην Ρυς και το έργο της στον πρόλογο του βιβλίου «Η πλατιά θάλασσα των Σαργάσσων», η Τζην Ρυς κράτησε τη προσωπική ζωή της μακριά από τη δημοσιότητα σε σημείο να καταλήξει να θεωρείται νεκρή. Επομένως είναι ανακριβής η άποψη της Λένας Διβάνη ότι «την κατάπιε η λήθη που καταπίνει τους ηττημένους». Ανακριβής είναι και η κρίση ότι η Τζην Ρυς στο βιβλίο αυτό «στην πραγματικότητα έγραφε για την μάνα της, για τον εαυτό της, για όλες τις ηττημένες γυναίκες», διότι ο χαρακτήρας της Αντουανέτ είναι ο μόνος γυναικείος χαρακτήρας που δεν έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Η Σύλβια Πλαθ είναι μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα, αν και ο όρος «ποιήτριες» θεωρείται περιοριστικός και θα ήταν σωστότερο να χρησιμοποιούσαμε τον όρο «ποιητές». Στο άρθρο της η Λένα Διβάνη επισημαίνει με εμπάθεια το ρόλο του συζύγου της Σύλβιας Πλαθ, του Τέντ Χιούζ, στον περιορισμό της δημιουργικότητας μιας ιδιοφυούς γυναίκας, χωρίς να αναφέρεται στο ρόλο της δεσποτικής μητέρας της, η οποία επίσης λογόκρινε τις επιστολές της Σύλβιας Πλαθ, όταν αποφάσισε να τις δημοσιεύσει. ΄Αλλωστε η ποιήτρια αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει μία ή δύο φορές πριν γνωρίσει τον Τεντ Χιουζ. Σύμφωνα μάλιστα με τον μεταφραστή στα Ελληνικά του έργου της Κώστα Ιωάννου η δεσποτική μητέρα και ο δυνάστης – λυτρωτής σύζυγος κατάφεραν να θάψουν τη νεκρή τους και να πεθάνουν ήσυχοι, η μία με τις επιστολές και ο δεύτερος με τα απολογητικά του ποιήματα. ΄Οσο για τον Χιουζ υπάρχουν πράγματι σοβαρές υπόνοιες ότι λογόκρινε κυρίως τα ημερολόγιά της , ίσως και κάποια ποιήματα. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Σύλβια Πλαθ τιμήθηκε μετά τον θάνατό της με το βραβείο Πούλιτζερ 1982. Γράφει η μεγάλη ποιήτρια : «Το γράψιμο είναι μια πράξη θρησκευτική», «Πίδακας από αίμα η ποίηση, τίποτε δεν την σταματάει».

Το τρίτο κείμενο με τον τίτλο «Ζέλντα Φιτζέραλντ, πόσο τρυφερή ήταν η νύχτα της» μου έδωσε την ευκαιρία να διαβάσω το βιβλίο του Ζυλ Λερουά, «΄Ένα Μπλουζ για τη Ζέλντα». ΄Ένα βιβλίο που περιγράφει έστω και σαν μυθιστόρημα τη ζωή των δύο εραστών - εκπροσώπων της Τζαζ Εποχής, του Φράνσις Σκοτ και της Ζέλντα Φιτζέραλντ. Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου μιλά σε πρώτο πρόσωπο η ίδια Ζέλντα, διηγείται τη ζωή της κοντά στον γνωστό συγγραφέα, την προσωπικότητα του Σκοτ Φιτζέραλντ και τον τρόπο με τον οποίο δούλευαν και οι δύο αντιγράφοντας ο ένας τον άλλον. Πολύ κοντά στη σχέση αυτή και η Λένα Διβάνη και ιδιαίτερα στην ίδια τη Ζέλντα, η οποία όντας ασταθής ψυχολογικά οδηγήθηκε επανειλημμένα σε κλινικές και ιδρύματα , σε ένα από τα οποία πέθανε σε ηλικία 47 ετών, ενώ ο ίδιος ο Σκοτ Φιτζέραλντ είχε χαθεί σε ηλικία 44 ετών, αλκοολικός.

Τελικά ,όπως λέει και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέρλαντ, γράφεις όχι όταν θέλεις να πεις κάτι, αλλά όταν έχεις κάτι να πεις. Και εδώ η Λένα Διβάνη, δεν είχε να πει τίποτε. ΄Όλα όσα μας διηγείται στο νέο της βιβλίο, έχουν ήδη ειπωθεί , ακόμη και από την ίδια. ΄Οσο για το ερώτημα «τι θα γίνω , άμα δεν μεγαλώσω», ας μην ψάχνουμε την απάντηση στις σελίδες του βιβλίου αυτού. Δεν έχει απαντήσεις, αλλά ούτε και ερωτήματα.